ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.218/19)
15 Νοεμβρίου, 2024.
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
1. ΠΙΤΣΑΣ ΕΙΚΟΣΙ,
2. ΜΑΡΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙ,
3. ΚΙΚΗΣ ΕΙΚΟΣΙ,
4. ΓΚΛΟΡΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙ,
Εφεσιβλήτων/Αιτητών.
------------------------
Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσείοντες
Θ. Κουσπή (κα), για Εφεσίβλητους
Εφεσίβλητη 2: Παρούσα
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η πρωτόδικη διαδικασία είχε αφετηρία την 23η Δεκεμβρίου 2015, όταν καταχωρήθηκε η Προσφυγή αρ.1666/15. Οι Εφεσίβλητες/Αιτήτριες στην αίτηση ακυρώσεως, προσέβαλαν την απόφαση των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση ημερ.15.11.15 με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή τους εναντίον απόφασης της πολεοδομικής αρχής, απορριπτικής του αιτήματος τους για πολεοδομική ανάπτυξη του συγκεκριμένου ακινήτου που περιγράφεται (το επίδικο ακίνητο).
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι Εφεσείοντες είχαν εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή κατέστη αλυσιτελής, και δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα, αφού στο επίδικο ακίνητο ήδη εκτελείται πολεοδομικό έργο διαμόρφωσης του χώρου, ως χώρου στάθμευσης λεωφορείων, συνεπεία απαλλοτρίωσης.
Θα πρέπει να λεχθεί πως για το επίδικο ακίνητο είχε εκδοθεί διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο έχει επικυρωθεί με απόφαση ημερ.28.4.17 του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή 941/12.
Μάλιστα το αποτέλεσμα της Προσφυγής επικυρώθηκε με την απόφαση στην Κική Είκοσι, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας Πίτσας Είκοσι κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.42/17, ημερ.10.4.24. Σ' αυτή την απόφαση εκτίθεται το μακρύ ιστορικό της υπόθεσης καθότι του τελευταίου Διατάγματος απαλλοτρίωσης προηγήθηκαν άλλες διαδικασίες απαλλοτρίωσης που ακυρώθηκαν.
Στην παρούσα υπόθεση, εξετάζοντας την προδικαστική ένσταση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αφενός ότι το εκδοθέν Διάταγμα απαλλοτρίωσης προϋπήρχε της επίδικης προσφυγής και αφετέρου πως δεν επρόκειτο για γεγονός το οποίο επέφερε ικανοποίηση της αξίωσης των Εφεσιβλήτων. Ακόμη έκρινε πως το εκδοθέν διάταγμα δεν μπορεί να επηρεάσει το έννομο συμφέρον των Εφεσιβλήτων, αφού, επικαλούμενο σχετική νομολογία, θεώρησε πως το Διάταγμα απαλλοτρίωσης δεν συνιστούσε ουσιώδη παράγοντα που μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αίτησης για πολεοδομική άδεια. Έκρινε, δε, πως η επικύρωση του διατάγματος με δικαστική απόφαση δεν διαφοροποιούσε τα πράγματα.
Με βάση τα πιο πάνω, απέρριψε την προδικαστική ένσταση και έκρινε ότι η προσφυγή πρέπει να πετύχει με αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Οι τέσσερις λόγοι έφεσης της Δημοκρατίας ακριβώς προσβάλλουν αυτή την κρίση και το όλο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης αφού, κατά τους Εφεσείοντες, το Διοικητικό Δικαστήριο έσφαλλε στο να διατυπώσει την κρίση του στο πλαίσιο του εννόμου συμφέροντος αντί στο ευρύτερο πλαίσιο του αλυσιτελούς της προσφυγής, όπως τους ζητήθηκε από την πλευρά των Εφεσειόντων. Στο στάδιο δε της εξέτασης της ένστασης λανθασμένα ερμήνευσε το Άρθρο 23 του Συντάγματος, ότι δηλαδή ο ιδιοκτήτης του ακινήτου παραμένει ως τέτοιος, δυνάμενος να αμφισβητήσει την πράξη απαλλοτρίωσης μέχρις ότου η διοίκηση εγγράψει το ακίνητο επ' ονόματι της, με την καταβολή της προνοούμενης από το Σύνταγμα αποζημίωσης. Εσφαλμένη υπήρξε, κατά τη θέση των Εφεσειόντων, και η κρίση πως η επικύρωση του διατάγματος απαλλοτρίωσης με δικαστική απόφαση δεν έχει σημασία (λόγοι έφεσης 1-3). Επίσης, λάθος ήταν και η κρίση ότι η έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν συνιστά ουσιώδη παράγοντα δυνάμει του Άρθρου 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, N.90/70 (λόγος έφεσης 4).
Έχουμε μελετήσει τους λόγους έφεσης. Οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης, έχοντας κοινή συνισταμένη, θα πρέπει να συνεξεταστούν.
Αλυσιτελής κρίνεται μια προσφυγή όταν η οποιαδήποτε απόφαση επ' αυτής δεν θα επιφέρει όφελος στους προσφεύγοντες. (Βλ. Κωνσταντινίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.6/22, ημερ.2.2.23). Με λίγα λόγια, δεν μπορεί να επιτύχει προσφυγή η οποία δεν δύναται να ωφελήσει τον προσφεύγοντα και αυτό κρίνεται ανεξάρτητα γεγονότων σε χρονικό συσχετισμό με την έναρξη της προσφυγής, αλλά ευρύτερα σε συνάρτηση με το υπαρκτό όφελος από την προσφυγή. (Βλ. Στυλιανού ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (2017) 3 Α.Α.Δ.207 και Μέσης ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ.592).
Το απλό ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι το τι νόημα - και το τι όφελος - θα μπορούσε να είχε προσφυγή επί της πολεοδομικής άδειας σε απαλλοτριωθέν ακίνητο, ειδικά με τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
Το θέμα της αλυσιτέλειας ενόψει μεταγενέστερου γεγονότος μας απασχόλησε και στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Philips College Ltd, Ε.Δ.Δ.77/18, ημερ.10.4.24, όπου με παραπομπή σε παλαιότερη νομολογία αναφέρθησαν τα εξής:
«Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω και δεν αποφασίζουν «ακαδημαϊκώς» τα ζητήματα που τίθενται ενώπιον τους. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Betfair International PLC's v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 71/2014 και 115/2014, ημερ. 28/9/2022:
«Ο συγκεκριμένος λόγος αντέφεσης κρίνεται απορριπτέος. Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω (Aναφορικά με την αίτηση του Πόλυ Μίτσιγκα, Πολ. Έφεση 208/2013, ημερ. 13/3/2014) και πως δεν αποφασίζουν «ακαδημαϊκώς» τα ζητήματα που τίθενται ενώπιον τους. Γι' αυτό, όπως υποδείχθηκε στην πλούσια επί του θέματος νομολογία, η δίκη καταργείται όταν επέλθουν ορισμένα γεγονότα μεταγενέστερα της κατάθεσης της προσφυγής ούτως ώστε το αντικείμενο της πλέον να εξαφανίζεται. Η δίκη για παράδειγμα καταργείται, όταν εκδίδεται νέα εκτελεστή διοικητική πράξη για το ίδιο ζήτημα οπότε η προηγηθείσα απόφαση αποβάλλει το αντικείμενο της (Pavlonapa Enterprises Ltd. v. KOT (1993) 4 AAΔ.387). Όπως αναπτύχθηκε στη Μ. Ζηντίλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, αρ. υπ. 509/13 ημερ. 26/5/15, με το κείμενο της οποίας συμφωνούμε,
"Η δίκη καταργείται επίσης όταν η προσβαλλόμενη πράξη ανακαλείται και εκδίδεται νέα που ικανοποιεί τον αιτητή, (Κουτσούδης ν. Δήμου Λάρνακας (2006) 4 ΑΑΔ 800)). Επίσης μια προσφυγή καθίσταται άνευ αντικειμένου όταν η ισχύς της προσβαλλόμενης αποφάσεως λήγει, (ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2006) 4 ΑΑΔ 93 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 33)). Η δίκη επίσης καταργείται όταν τα θέματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας απώλεσαν το αντικείμενο τους ώστε με τη συνέχιση της διαδικασίας να μην εξυπηρετείται οποιοσδήποτε πρακτικός σκοπός, (Κυπριακό Συνδικάτο Τούρκων Δασκάλων Δημοτικής κ.ά. ν. Γενικής Εισαγγελίας (2011) 3 ΑΑΔ 310).»
Παρατηρούμε ότι όντως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκυψε στο θέμα κάτω από τον φακό της ύπαρξης ή μη έννομου συμφέροντος από την ίδια την γένεση της διοικητικής πράξης και όχι κάτω από τον φακό της θέσης, όπως προβλήθηκε από την πλευρά των Εφεσειόντων, για το αλυσιτελές της προσφυγής ενόψει πλέον του εκδοθέντος (και επικυρωθέντος) διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Με αυτή τη λανθασμένη αφετηρία, καθοδηγήθηκε και σε λανθασμένη ερμηνεία της νομολογίας αλλά και του Άρθρου 23 του Συντάγματος, και ιδιαίτερα του Άρθρου 23.11, συμπλέκοντας τα δεδομένα της υπόθεσης με την αποζημίωση που δεν δόθηκε ή με τον χρόνο που συνετελέσθη η απαλλοτρίωση και άλλα τινά, αγνοώντας τον βασικό για την υπόθεση παράγοντα ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης για το επίδικο ακίνητο επικυρώθηκε και μάλιστα - μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης - με εφετειακή κρίση.
Η νομολογία που επικαλέστηκε το Διοικητικό Δικαστήριο (Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.2) (1998) 3 Α.Α.Δ.821 και Δήμος Πάφου ν. Νεοφύτου κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ.836) αφορούσε διαδικασίες που επρόκειτο να γίνει απαλλοτρίωση σαν μελλοντικό γεγονός ή επρόκειτο για ακυρωθέντα διατάγματα απαλλοτρίωσης. Εν πάση περιπτώσει, οι αποφάσεις αυτές δεν αφορούσαν εκδοθέντα και επικυρωμένα διατάγματα απαλλοτρίωσης (πλέον και με την ισχύ της εφετειακής απόφασης) και δεν αφορούσαν ένσταση επί της αλυσιτέλειας. Σημειώνεται ότι κάποιες πρωτόδικες αποφάσεις δεν θα μας απασχολήσουν αφού δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Εξάλλου, η ίδια η πλευρά των Εφεσιβλήτων στο περίγραμμα της παραδέχεται πως η ασκηθείσα ως άνω έφεση επί της ισχύος του διατάγματος απαλλοτρίωσης (η οποία απόφαση δεν είχε εκδοθεί ακόμη κατά την καταχώρηση των περιγραμμάτων) «αφήνει τα πράγματα ανοιχτά». Ομοίως, όμως, η αποτυχία της έφεσης καθιστά πλέον την απαλλοτρίωση ένα δεδομένο και επ' ουδενί μπορεί να κριθεί ως μέλλον και αβέβαιο γεγονός όπως αναφέρεται στη Γεωργίου (ανωτέρω). Οι δύο πιο πάνω αυθεντίες αφορούσαν περιστάσεις όπου η απαλλοτρίωση δεν είχε καταστεί βέβαιο γεγονός ως εν προκειμένω. Αυτό διαφοροποιεί σαφώς τα δεδομένα, ειδικά αφού το θέμα δεν θα έπρεπε να κριθεί ως προς την ερμηνεία του Άρθρου 26.1 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αλλά κάτω από το πρίσμα της έλλειψης πλέον αντικειμένου της προσφυγής ενόψει της δικαστικής επικύρωσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Περαιτέρω όσο αφορά την πρωτόδικη θεώρηση και τη σημασία που εδόθη στο ότι δεν είχε συντελεστεί η αλλαγή ιδιοκτησίας αφού δεν είχε πληρωθεί αποζημίωση, αυτή παραγνωρίζει, με ένα φορμαλιστικό τρόπο τα δεδομένα της υπόθεσης. Ότι δηλαδή η προηγηθείσα προσφυγή των Εφεσιβλήτων επί του διατάγματος απαλλοτρίωσης αφορούσε την εγκυρότητα και νομιμότητα της πράξης. Συνεπώς, η θέση που εκφράζεται πρωτοδίκως ότι μέχρι να καταβληθεί η αποζημίωση, η πράξη της απαλλοτρίωσης δεν έχει έννομες συνέπειες, δεν είναι ορθή, ειδικά όταν η πράξη απαλλοτρίωσης έχει επικυρωθεί - μάλιστα σε δεύτερο βαθμό.
Αναφορικά δε με το θέμα της αποζημίωσης, αγνοήθηκε πρωτοδίκως το Άρθρο 23.11 του Συντάγματος, πως η καταχώρηση της προσφυγής εκ των πραγμάτων αναστέλλει τη διαδικασία επιδίκασης αποζημίωσης από απαλλοτρίωση[1]. Εξάλλου οι ίδιες οι Εφεσίβλητες όπως δηλώνεται, πρωτοδίκως, αρνήθηκαν την προσφερθείσα αποζημίωση μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία.
Με τα πιο πάνω αναφερθέντα θεωρούμε ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης θα πρέπει να επιτύχουν, εφόσον η προσφυγή θα έπρεπε να κριθεί αλυσιτελής.
Μας προβλημάτισε ο τέταρτος λόγος έφεσης, κατά πόσο δηλαδή αυτός αφορά την ουσία της υπόθεσης και ως τέτοιος δεν θα έπρεπε να εξεταστεί ενόψει της ως άνω κατάληξης.
Σύμφωνα με αυτό τον λόγο, λανθασμένη υπήρξε η ερμηνεία του ως άνω Άρθρου 26.1 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου πως η έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν συνιστά ουσιώδη παράγοντα για να καταλήξει η Πολεοδομική Αρχή στην απόφαση της. Συγκεκριμένα, παραθέτουμε το σχετικό άρθρο:
«26.1. Για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση δυνάμει του παρόντος νόμου η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη της τις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου ανάπτυξης, καθώς και οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα.»
Μελετώντας προσεκτικά το σχετικό κείμενο της απόφασης σε συνάρτηση με τον τέταρτο λόγο έφεσης και την εκτενή αιτιολογία του κρίνουμε πως τελικά δεν θα πρέπει να τον εξετάσουμε αφού σύμφωνα με την κατάληξη μας στους τρεις πρώτους λόγους έφεσης το θέμα θεωρείται λήξαν υπό το πρίσμα της έλλειψης αντικειμένου της προσφυγής.
Σημασία, εξάλλου, είχε το γεγονός πως το θέμα πρωτοδίκως έπρεπε να περιοριστεί στην αλυσιτέλεια της προσφυγής λόγω της δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώνετο το διάταγμα (αλλά και πολύ περισσότερο σήμερα διότι η ασκηθείσα έφεση έχει απορριφθεί). Συνεπώς θεωρούμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να περιοριστεί στο θέμα του αλυσιτελούς της προσφυγής.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση (ομού με τη διαταγή για έξοδα) παραμερίζεται. Ως συνέπεια αυτού επανέρχεται η ισχύς της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία είχε ακυρωθεί πρωτοδίκως.
Τα έξοδα της έφεσης, ομού με τα πρωτόδικα έξοδα, συνολικά υπολογιζόμενα σε €5.000- επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Σ.Θ.
[1] Σύγγραμμα Α. Λοΐζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, 2001, σελ.156