ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 213/19 (Αρ. Υποθ. 638/2016)
11 Νοεμβρίου, 2024
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.Δ.
ΑΝΤΡΕΑΣ ΛΟΥΚΑ
Εφεσείοντας
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----------------------
M. Παρασκευάς, για τον Εφεσείοντα
Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη
.......
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Η επίδικη μόνιμη θέση Πρώτου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 11.3.2011. Προς τούτο, συστάθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία, αφού κατάρτισε κατάλογο των 18 υποψηφίων με βάση τα προσόντα και την πείρα τους, αποφάσισε όπως τους καλέσει ενώπιον της σε προφορική συνέντευξη.
Ακολούθως, ετοίμασε την έκθεση της, την οποία υπέβαλε προς την Εφεσίβλητη, συστήνοντας ως κατάλληλους για επιλογή, τόσο τον Εφεσείοντα, όσο και τον Μάρκο Μάρκου (Ενδιαφερόμενο Μέρος), πλέον άλλους δύο υποψηφίους, οι οποίοι στη συνέχεια, δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία.
Η Εφεσίβλητη, κατά την συνεδρία της ημερ. 5.2.2016, δέχθηκε σε προφορική συνέντευξη τον Εφεσείοντα και το Ενδιαφερόμενο Μέρος, στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής του Τμήματος αξιολόγησε την απόδοση των 2 υποψηφίων, του μεν Εφεσείοντα ως «Σχεδόν Εξαίρετη», ενώ του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως «Εξαίρετη» και αφού σύστησε προς προαγωγή το Ενδιαφερόμενο Μέρος, αποχώρησε από τη συνεδρία.
Η Εφεσίβλητη, προχώρησε με την γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αξιολόγησε την απόδοση τους στην προφορική συνέντευξη, του μεν Εφεσείοντα ως «Πάρα πολύ καλή», ενώ του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως «Εξαίρετη» και αφού έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε έναντι του Εφεσείοντα, γενικά σε όλα τα κριτήρια αξιολόγησης, αποφάσισε να προσφέρει στο Ενδιαφερόμενο Μέρος προαγωγή στην επίδικη θέση, από 15.2.2016.
Η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 5.2.2016, προσβλήθηκε από τον Εφεσείοντα με την Προσφυγή αρ. 638/2016.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, - σύμφωνα με τα πρακτικά ημερ. 11.9.2019 - ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, περιόρισε ως μοναδικό λόγο ακύρωσης, το παράνομο της συγκρότησης της Εφεσίβλητης, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι δεν εγείρει επί της ουσίας ζητήματα που άπτονται των κριτηρίων για την επίδικη προαγωγή.
Ήταν συγκεκριμένα η θέση του ότι έπασχε κατά τον ουσιώδη χρόνο η συγκρότηση της Εφεσίβλητης, αφού σε αυτήν είχαν διοριστεί δύο μέλη που δεν ήταν επιτρεπτό να μετέχουν, στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 4 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/1990 και κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, που απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του Κράτους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με δεδομένο το γεγονός ότι ουδείς ισχυρισμός είχε προβληθεί εκ μέρους του Εφεσείοντα, προκειμένου να τεκμηριώσει την ύπαρξη έκδηλης υπεροχής του έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ή ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε έπασχε ως προς τα αξιολογικά κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης, κατέληξε ότι ο Εφεσείων στερείτο του απαιτούμενου προσωπικού εννόμου συμφέροντος να εγείρει την πιο πάνω Προσφυγή, «προωθώντας ως μόνο λόγο ακύρωσης της, πάσχουσα συγκρότηση της ΕΔΥ, αφού μετατρέπει ουσιαστικά την προσφυγή του, σε λαϊκή αγωγή». ΄Εκρινε συνακόλουθα, πως ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι θα αντλήσει ο ίδιος οποιαδήποτε ωφέλεια ο ίδιος από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε σε απόρριψη της Προσφυγής και επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση ενός (1) λόγου Έφεσης. Με αυτόν προσβάλλει ως εσφαλμένο το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εισηγήθηκε συγκεκριμένα, πως ο Εφεσείων προφανώς έχει έννομο συμφέρον στην ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, αφού σε τέτοια περίπτωση αυτός, ως αντικειμενικά πληρών τα κριτήρια, θα μπορεί να συμμετάσχει στην εξ υπαρχής νέα διαδικασία από την Εφεσίβλητη, η οποία θα έχει συσταθεί νόμιμα.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της Εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει την πιο πάνω εισήγηση του Εφεσείοντα.
Είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τα όσα προώθησαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, ο μοναδικός λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε πρωτόδικα, αλλά και ενώπιον μας στα πλαίσια του ενός λόγου Έφεσης, συνίσταται στη θέση του Εφεσείοντα ότι πάσχει η συγκρότηση της Εφεσίβλητης που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων δεν ήγειρε πρωτόδικα, ούτε και κατ' Έφεση οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης που να σχετίζεται με την νομιμότητα των αξιολογικών κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη για την επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους, με αποτέλεσμα τα κριτήρια αυτά, συμπεριλαμβανομένης και της σύστασης του Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, να παραμείνουν αλώβητα υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους, το ερώτημα που εγείρεται, είναι κατά πόσο ο Εφεσείων έχει προσωπικό έννομο συμφέρον να εγείρει την πιο πάνω Προσφυγή, υπό την έννοια ότι αναμένεται ο ίδιος να αντλήσει οποιαδήποτε ωφέλεια από την τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού έννομου συμφέροντος του προσώπου που αιτείται την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης ή παράλειψης, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της Προσφυγής. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτική αγωγής «actio popularis», με την οποία ο κάθε πολίτης μπορεί να επιδιώξει για το γενικό ή δημόσιο συμφέρον τον έλεγχο και την καταστολή διοικητικών πράξεων. Η αίτηση ακυρώσεως, αποβλέπει στην αποκατάσταση της νομιμότητας από δράση της διοίκησης που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο. (βλ. Χατζηϊωάννου κ.α. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου κ.ά. (2015) 3 ΑΑΔ, 259.)
Το συμφέρον, ως υποκειμενική προϋπόθεση παραδεκτού της Προσφυγής, πρέπει να είναι έννομο, προσωπικό, άμεσο, ενεστώς και συγκεκριμένο (βλ. Παπαδόπουλος κ.ά. ν. ΡΙΚ (1996) 3 ΑΑΔ 1).
Αποτελεί, περαιτέρω, βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι η λυσιτέλεια, όπως και το έννομο συμφέρον για την άσκηση ένδικου μέσου, αποτελούν προϋποθέσεις του παραδεκτού, οι οποίες θεσπίζονται από το νόμο, συνάπτονται με την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης και δεν αναιρούν το δικαίωμα στην παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη (ως αλυσιτελής) διότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον, όταν ο αιτητής δεν θα είχε καμιά ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης, αφού δεν νοείται να ακυρωθεί μια διοικητική απόφαση, προς χάρη προσώπου που δεν έχει κατά νόμω, τίποτε να ωφεληθεί από την ακύρωση αυτή. Το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου των Ε. Π. Σπηλιωτοπούλου και Β. Θ. Κονδύλη, Τόμος 2, 16η Έκδοση σελ. 109, είναι σχετικό:
«Η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη (ως αλυσιτελής), διότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον, όταν ο αιτών δεν θα είχε καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης, όπως όταν το όργανο που την εξέδωσε δεν έχει αρμοδιότητα για να εκδώσει πράξη που ικανοποιεί τον αιτούντα (ΣΕ 376/1986, 994/1987), ή διότι δεν συνέτρεχαν οι νομικές προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτούντος (ΣΕ 2888/2008, 3179/2008), ή η βλάβη προέρχεται από μεταγενέστερη ή προγενέστερη πράξη ή από την ακύρωση ωφελείται άλλο πρόσωπο και όχι ο αιτών»
Σύμφωνα με το ίδιο Σύγγραμμα, σελ. 158:
«Επίσης, η μη νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου που έχει αποφασιστική αρμοδιότητα το καθιστά αναρμόδιο.»
.............................
«Λόγος ακυρώσεως για αναρμοδιότητα είναι αλυσιτελής στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά δέσμια αρμοδιότητα, όταν ο αιτών δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά και το δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι η πράξη είναι παράνομη με το περιεχόμενο που αξιώνει ο αιτών, δεδομένου ότι σε περίπτωση ακυρώσεως η Διοίκηση δεν έχει την ευχέρεια να εκδώσει νέα πράξη, βάσει του ίδιου νομικού και πραγματικού καθεστώτος, με το περιεχόμενο που αξιώνει ο αιτών (ΣΕ 3984/2005).»
Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε από την Εφεσίβλητη κατά δέσμια αρμοδιότητα, αφού δεν συνιστά ατομική ρύθμιση επακριβώς προκαθοριζόμενη από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου. Αντίθετα, πρόκειται για ατομική διοικητική πράξη που εκδόθηκε βάσει διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης, στη βάση Κανόνων Δικαίου που δεν προκαθορίζουν επακριβώς τη ρυθμιστική ενέργεια της ως διοικητικό όργανο, αλλά της αφήνουν ένα περιθώριο δράσης, ώστε να επιλέξει μια από τις περισσότερες ρυθμίσεις που επέτρεπε η εφαρμογή των Κανόνων που προβλέπουν την ατομική ρύθμιση.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομικών αρχών, η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσίβλητης ότι ο Εφεσείων καμιά ωφέλεια δεν θα έχει από τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω παράνομης συγκρότησης της Εφεσίβλητης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τούτο γιατί σε τέτοια περίπτωση, η ωφέλεια που θα έχει ο Εφεσείων, συνίσταται στην προσδοκία του ως κατάλληλος υποψήφιος για επιλογή, να συμμετάσχει, στα πλαίσια επανεξέτασης, σε διαδικασία ενώπιον νόμιμα πλέον συγκροτημένης Εφεσίβλητης. Και αυτό, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης, η οποία έχει αρμοδιότητα να εκδώσει ενδεχομένως, πράξη που να ικανοποιεί τον Εφεσείοντα, με δεδομένο ότι η σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, ουδόλως δεσμεύει την Εφεσίβλητη. Συνεπώς, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, η Εφεσίβλητη έχει την ευχέρεια να εκδώσει ενδεχομένως νέα πράξη προς όφελος του Εφεσείοντα, βάσει του ίδιου νομικού και πραγματικού καθεστώτος, με αυτό που αξιώνει ο Εφεσείων.
Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγουμε ότι ο Εφεσείων έχει προσωπικό έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη διοικητική πράξη και η αντίθετη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται ως εσφαλμένη.
Για όλα τα πιο πάνω η Έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων και των επιδικασθέντων εξόδων παραμερίζεται.
Διατάσσεται επανεκδίκαση της Προσφυγής από την ίδια Δικαστή κατά προτεραιότητα.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης ύψους €2.500.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο