ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 208/2019)
20 Νοεμβρίου, 2024
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσειόντων,
ν.
ΙΩΑΝΝΗ ΛΑΚΚΟΤΡΥΠΗ,
Εφεσίβλητου.
_________________
Α. Κουντουρή (κα), με Θ. Παναγή (κα) και Μ. Λάρκου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Μ. Χριστοφή (κα), με Κ. Χαραλάμπους (κα), για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
_________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες (Αρχή Λιμένων Κύπρου) - Καθ' ων η Αίτηση στην Προσφυγή 1419/16 («η Προσφυγή») - εναντιώνονται στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 25.10.19 με την οποία έγινε αποδεκτή η Προσφυγή (του Εφεσίβλητου/Αιτητή) στη βάση ότι έπασχε η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου («το Διοικητικό Συμβούλιο») της Αρχής Λιμένων Κύπρου («η Αρχή») να απορρίψει αίτημα του Εφεσίβλητου για αποχώρηση του από την Αρχή μέσω του Σχεδίου Εθελούσιας Αποχώρησης Προσωπικού της («το Σχέδιο»).
Προτού εισδύσουμε στους λόγους έφεσης, κρίνουμε πρόσφορη τη μνεία σε κάποια εκ των βασικών (και παραδεκτών) γεγονότων της υπόθεσης έτσι ώστε να γίνει πιο αντιληπτή η εικόνα της διαφοράς.
Ο Εφεσίβλητος υπηρετούσε στη μόνιμη θέση Προϊστάμενου Κλάδου Πληροφορικής της Αρχής από την 2.4.07 ενώ από την 26.11.14 διορίστηκε παραλλήλως και στη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή Λιμανιού Λάρνακας για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών μέχρι την κανονική πλήρωση της θέσης.
Την 4.3.14, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Περί της Ρύθμισης Θεμάτων Αποκρατικοποίησης Νόμος Ν.28(Ι)/14, ενώ την 28.3.16, δημοσιεύτηκε και ο Περί της Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Υπαλλήλων της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμος Ν. 28(Ι)/16 («ο Ν. 28(Ι)/16»).
Διά του Ν.28(Ι)/16 η Αρχή εξέδωσε Εγκύκλιο ημερομηνίας 25.5.16, με θέμα «Σχέδιο Εθελούσιας Αποχώρησης Προσωπικού Αρχής Λιμένων Κύπρου 2016» («η Εγκύκλιος»).
Με την Εγκύκλιο, πληροφορούνταν το προσωπικό της Αρχής ότι γίνονταν δεκτές αιτήσεις για συμμετοχή στο Σχέδιο, σκοπός του οποίου ήταν η αποχώρηση του προσωπικού που δεν ήταν πια αναγκαίο στον νέο ρόλο της Αρχής και που αν παρέμενε, δεν θα είχε εργασία να εκτελεί.
Περιπλέον, η Αρχή παράτεινε την προθεσμία υποβολής αιτήσεων στο Σχέδιο γνωστοποιώντας στους υπαλλήλους τη νέα οργανωτική δομή της Αρχής προκειμένου να ξέρουν αν οι θέσεις τους θα παρέμεναν ανέγγιχτες.
Ο Εφεσίβλητος υπέβαλε πρεπόντως Αίτηση την 24.8.16 για συμμετοχή στο Σχέδιο («η Αίτηση»), η οποία απορρίφθηκε την 23.9.16 διότι η Αρχή τον έκρινε ως αναγκαίο και την αποχώρηση του κατά των συμφερόντων της Αρχής και την εύρυθμη λειτουργία της.
Έπειτα, η Αρχή απέρριψε ένσταση του Εφεσίβλητου ημερομηνίας 17.10.16 στην απορριπτική απόφαση της, λόγω του ότι αυτός δεν έθετε νέα στοιχεία ή δεδομένα εν σχέσει προς ό,τι είχε ενώπιον του το Διοικητικό Συμβούλιο όταν εξέταζε αρχικώς την Αίτηση.
Ο Εφεσίβλητος την 7.11.16, αιτήθηκε οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση του για προσωπικούς λόγους, κάτι που το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε την 10.11.16 (από 7.12.16).
Ακολούθησε η καταχώριση της Προσφυγής την 5.12.16, με την οποία προσβλήθηκε η αρχική απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 23.9.16.
Το Διοικητικό Δικαστήριο απορρίπτοντας την Προσφυγή αποφάνθηκε ότι ήσαν αβάσιμες οι δύο προδικαστικές ενστάσεις των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση. Ειδικότερα, εκείνη που προέτασσε (ως πρώτη προδικαστική ένσταση) πως η προσβαλλόμενη απόφαση συνθέτει πράξη ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου, και εκείνη που (ως δεύτερη προδικαστική ένσταση), εισηγείτο ότι ο Εφεσίβλητος/Αιτητής στερείτο έννομου συμφέροντος στην προώθηση της Προσφυγής γιατί όταν υπέβαλλε την Αίτηση αποδέχτηκε όλους τους όρους του Σχεδίου.
Επιπροσθέτως, το Διοικητικό Δικαστήριο ασπάστηκε το επιχείρημα του Εφεσίβλητου/Αιτητή πως η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης έπασχε θεμελιακώς επειδή απουσίαζαν από αυτή ο Πρόεδρος και τρία μέλη του.
Οι Εφεσείοντες, διά τεσσάρων λόγων έφεσης - με τα αποσπάσματα που θα παρατεθούν να είναι αυτούσια όπως και όσα ακολουθούν στις επόμενες ενότητες - προτείνουν πως κακώς απορρίφθηκε η πρώτη προδικαστική ένσταση (λόγος έφεσης 1) και η δεύτερη προδικαστική ένσταση (λόγος έφεσης 2), και ότι (ξανά λαθεμένα) το Διοικητικό Δικαστήριο αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του Εφεσίβλητου περί πάσχουσας σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου «... λόγω απουσίας του Προέδρου του και τριών μελών του ...» (λόγος έφεσης 3), και ότι κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν υπήρχε για την πρόσκληση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου στην επίδικη συνεδρία (λόγος έφεσης 4).
Μελετήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Το ίδιο, και τους λόγους έφεσης και τα περιγράμματα των μερών.
Κατά λογική τάξη, θα επιληφθούμε πρώτα τον λόγο έφεσης 1 (που αφορά στην πρώτη προδικαστική ένσταση).
Οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν - με ισχυρό παρά ταύτα τον αντίλογο του Εφεσίβλητου (ομοίως και προς τους άλλους λόγους έφεσης) - ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε προδήλως ληφθεί «... στη βάση της δημοσιονομικής/οικονομικής διαχείρισης της Αρχής και στηρίζεται αποκλειστικά στα ταμιευτικά της συμφέροντα με αποτέλεσμα να αποτελεί πράξη διαχείρισης η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του Ιδιωτικού Δικαίου ...» και πως δεν εξευρίσκεται κάποιος δημόσιος σκοπός που να εξυπηρετείται «... μέσα από την προσβαλλόμενη πράξη ...», όπως και ότι δεν παρατηρείται «... κοινό συμφέρον στο οποίο να αποβλέπει και εξασφαλίσει το Σχέδιο Εθελούσιας Αποχώρησης ...».
Δεν συγκλίνουμε με τις θέσεις των Εφεσειόντων.
Κατά τη νομολογία μας, σύγχρονη και παλαιότερη - πλην όμως σταθερή - το πεδίο του δημοσίου δικαίου διακρίνεται από εκείνο του ιδιωτικού δικαίου αναλόγως του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η εκάστοτε νομοθεσία να προάγει, αλλά και του ενδιαφέροντος του κοινού στην αφορώσα λειτουργία. Αν η απόφαση αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην προώθηση δημόσιου σκοπού, τότε πολύ πιθανώς να εμπίπτει στον τομέα του δημόσιου δικαίου, ειδάλλως, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου. Ο κυριότερος γνώμονας για τη διάκριση αυτή είναι η φύση της ίδιας της πράξης και ο επιδιωκόμενος με αυτή σκοπός. Προς τούτο, θα πρέπει να εξετάζεται η φύση και ο χαρακτήρας της πράξης, αλλά ιδίως οι εξουσίες που έχουν δοθεί στο διοικητικό όργανο, όπως και τα καθήκοντα και λειτουργίες του αναφορικώς προς τη συγκεκριμένη φύση της πράξης. Ο χαρακτήρας της τελευταίας υφίσταται αναλλοίωτος έστω και αν η απόφαση επηρεάζει δικαιώματα τού ευρύτερου κοινού, εφόσον ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι η ρύθμιση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου. Δημόσιος σκοπός είναι εκείνος που για την ευόδωση του, έχει εξ αντικειμένου συμφέρον το κοινό ή τμήμα του κοινού, με αυτό να συμβαίνει και όταν η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται προς την επίτευξη των σκοπών δημόσιου οργάνου. Αντιστρόφως, πράξεις διοικητικών οργάνων που ανάγονται στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, είναι εκείνες διά των οποίων ρυθμίζονται ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών (Βασιλείου και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 136/19, ημ. 30.9.24, Παμπόρη ν. Δημοκρατία, Ε.Δ.Δ. 133/18, ημ. 19.6.24, Λοϊζίδης ν. Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και Άλλων, Ε.Δ.Δ. 5/18, ημ. 20.11.23, Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε 45/12, ημ. 29.5.18, ECLI:CY:AD:2018:C260, Niazi ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 218, 223, Shoham (Cyprus) Ltd ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 404, 412-415, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, 892-894, Hellenic Bank Limited v. Republic (1986) 3(Α) C.L.R. 481, 485-488, The Greek Registrar of the Co-Operative Societies etc. v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R 164, 170-171).
Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου - που ανέλυσε επαρκώς τον πυρήνα της νομολογίας τής εποχής επί του ζητήματος του διαχωρισμού δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου - ήταν πως, όντως, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή πράξη δημοσίου δικαίου.
Το Διοικητικό Δικαστήριο είπε και αυτά:
«[...] [Κ]ρίνω ότι η επίδικη απόφαση, η οποία επί της ουσίας συνίσταται σε απόρριψη αιτήματος για τερματισμό οιονεί δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, ως είναι η σχέση διορισμένων, μονίμων υπαλλήλων της καθ' ης η αίτηση, εν προκειμένω του αιτητή, με την Αρχή (που αποτελεί βεβαίως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ιδρυθείσα δυνάμει του περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου (Ν.33/78), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο), σαφώς και εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου διοικητικού δικαίου. Σαφώς και κατά την υποβολή και εξέταση της αίτησής του ... ο αιτητής εξακολουθούσε να είναι δημόσιος υπάλληλος και υπ' αυτή την ιδιότητά του είχε υποβάλει την σχετική αίτηση, προκειμένου βεβαίως να επωφεληθεί από τις πρόνοιες του Σχεδίου [...]».
Με το σκεπτικό τούτο ως εφαλτήριο, το Διοικητικό Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «... συνιστά εκτελεστή πράξη, εκδοθείσα υπό διοικητικού οργάνου, δια της οποίας θεσπίστηκε μονομερώς ένας κανόνας δικαίου, στο πλαίσιο μιας «οιονεί» δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, αυτής μεταξύ Αρχής και αιτητή, ενώ και ο σκοπός, η εξυπηρέτηση του οποίου επιδιώκεται, είναι δημοσίου συμφέροντος».
Το Διοικητικό Δικαστήριο περάτωσε τη συλλογιστική του, ως εξής:
«[...] Ειδικότερα ως προς το τελευταίο, υπενθυμίζεται ότι κατά τον χρόνο υπηρεσίας του αιτητή στην Αρχή και συγκεκριμένα στις 4.3.2014, είχε δημοσιευθεί ο Νόμος 28(Ι)/2014, σκοπός του οποίου, ως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 3 αυτού, ήταν ο καθορισμός βασικών αρχών, η θέσπιση αναγκαίων διαδικασιών και η εγκαθίδρυση των αρμόδιων οργάνων για την αποκρατικοποίηση. Ως εξηγεί και η καθ' ης η αίτηση στην ένστασή της, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις βασίζονται στις διεθνείς υποχρεώσεις που ανέλαβε η Δημοκρατία σύμφωνα με το Μνημόνιο Συναντίληψης για τη δεσμευτική ειδική οικονομική πολιτική μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτό περιλαμβάνεται στον περί της Συμφωνίας Διευκόλυνσης Χρηματοδοτικής Στήριξης (Κυρωτικό) Νόμο του 2013, για την υλοποίηση των σκοπών του οποίου θεσπίστηκε ο περί της Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Υπαλλήλων της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμος του 2016 (Ν. 28(Ι)/2016). Σκοπός του εν λόγω Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του, αλλά και την σχετική αιτιολογική έκθεση, είναι η ρύθμιση και διασφάλιση των δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων των εργασιακών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και ωφελημάτων τους, και του καθεστώτος εργοδότησης των υπαλλήλων της Αρχής, στα πλαίσια της εφαρμογής σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για την αποκρατικοποίηση της Αρχής. Είναι, συνεπώς, πρόδηλος ο δημόσιος σκοπός των ρυθμίσεων του εν λόγω Νόμου και είναι στο πλαίσιο αυτό που λήφθηκε και η επίδικη απόφαση. Η δε αμφισβήτηση της νομιμότητας των πράξεων, ως η υπό εξέταση, που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων ασφαλώς και δημιουργεί ακυρωτική διοικητική διαφορά, εφόσον οι πράξεις αυτές έχουν εξουσιαστικό χαρακτήρα και εκδίδονται συμφώνως της υπό του Νόμου 28(Ι)/2016 προβλεπόμενης διαδικασίας, η οποία, ως ήδη ελέχθη, εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της άσκησης από το κράτος οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής προς αποκατάσταση των υπαλλήλων [...]».
Προκύπτει από το πιο πάνω, και συγκλίνουμε, ότι οι εφαρμοζόμενες νομοθετικές πρόνοιες, εκ του περιεχομένου και φύσεως τους, δημιουργήθηκαν προς εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ήτοι για την ανάπτυξη, την ενίσχυση τής ανταγωνιστικότητας και την προώθηση επενδύσεων.
Επισημαίνουμε προσέτι, ως εξάλλου και το Διοικητικό Δικαστήριο, πως η παροχή συγκατάθεσης, όπως εκείνη του Εφεσίβλητου, ποσώς υποδηλώνει στην ομαλή πορεία των πραγμάτων ότι η συγκατάθεση του ιδιώτη (ως προϋπόθεση εγκυρότητας της ατομικής διοικητικής πράξης), δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα της ως μονομερούς πράξης.
Επί του σημείου, στο σύγγραμμα του Αναστάσιου Ι. Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο (9η έκδ. 2008) 621-622, αναφέρονται και αυτά:
«[...] 2. Για την νομική φύση της «συμμετοχής» ή ακριβέστερα της «συγκατάθεσης» του ιδιώτη ως προϋπόθεσης της εγκυρότητας της ατομικής διοικητικής πράξης υποστηρίχθηκαν οι ακόλουθες απόψεις.
(α) η παροχή της συγκατάθεσης δεν σημαίνει ότι πρόκειται για σύμβαση, δηλ. για σύμπτωση ισότιμων βουλήσεων (Κράτους και ιδιώτη). Διότι η συγκατάθεση απλώς αποτελεί αναγκαίο νομικό όρο απαραίτητο για το κύρος της διοικητικής πράξης. Πρόκειται για μονομερή πράξη, η οποία όμως εκδίδεται νόμιμα μόνο με τη συγκατάθεση του ιδιώτη (λ.χ. ο διορισμός υπαλλήλου).
(β) η παροχή της συγκατάθεσης σημαίνει ότι πρόκειται για διμερή διοικητική πράξη, η οποία περιέχει δύο διαφορετικά τμήματα: το αναφερόμενο στην βούληση του ιδιώτη και το αναφερόμενο στην βούληση του Κράτους (λ.χ. ο διορισμός). Εν προκειμένω η βούληση του ιδιώτη αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πράξης. Η έλλειψη της οδηγεί σε ακυρότητα της πράξης.
Η παροχή της συγκατάθεσης δεν σημαίνει ότι η διοικητική πράξη αλλάζει το χαρακτήρα της ως μονομερής πράξη. Παραμένει πάντοτε πράξη υποταγής του ιδιώτη στη βούληση της δημόσιας διοίκησης. Διότι, η συγκατάθεση θεωρείται εξωτερικό στοιχείο της πράξης. Δεν θεωρείται εσωτερικό στοιχείο (συμβατικό) που οδηγεί σε σύμπτωση ισότιμων βουλήσεων, εφόσον πάντοτε η βούληση του Κράτους παραμένει υπέρτερη και εκείνη καθορίζει, κυριαρχικά, πότε και πως θα επέλθουν ορισμένα έννομα αποτελέσματα (λ.χ. ο διορισμός).
Η συγκατάθεση αποτελεί, έτσι ή αλλιώς, απλώς νόμιμη προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση της διοικητικής πράξης και υπ' αυτήν την έννοια η έλλειψη της συγκατάθεσης επιφέρει ακυρότητα της πράξης, λ.χ. δεν επιτρέπεται η αποδοχή παραίτησης δημόσιου υπαλλήλου, αν δεν υποβάλει αυτός έγγραφη παραίτηση [...]».
Η υπό κρίση, δεν κατατάσσεται σε εκείνες τις περιπτώσεις που αφορούν στη διαχείριση περιουσίας διοικητικού οργάνου (όπου τούτο δρα για προστασία των οικονομικών του συμφερόντων), αφού δεν ανευρίσκεται ισότιμη δράση της διοίκησης έναντι του διοικούμενου, αλλά απεναντίας έχει ως έρεισμα τη δημόσια εξουσία της Αρχής και όχι τα περιουσιακά της δικαιώματα.
Το δικαίωμα του Εφεσίβλητου για εκούσια αποχώρηση κατά τις προβλέψεις του Σχεδίου, δεν φαίνεται να απέρρευσε από σύμβαση αλλά από κανονιστική διάταξη, και δη από το Σχέδιο, και κατ' ακολουθίαν, με υπόψιν και τα δεδομένα της υπόθεσης ως κρίνονται σε αυτό το στάδιο, απαρτίζει εκτελεστή διοικητική πράξη προσβλητέα με προσφυγή αφού περιέχει ρυθμίσεις που επηρεάζουν άμεσα και ευθέως τα δικαιώματα του Εφεσίβλητου αλλά κατ' αρχήν και των υπαλλήλων της Αρχής, υπό το πρίσμα που συζητήσαμε.
Η πρωτόδικη κρίση επί της πρώτης προδικαστικής ένστασης είναι σωστή.
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Για τον λόγο έφεσης 2 (δεύτερη προδικαστική ένσταση), οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται πως ο Εφεσίβλητος στερείτο εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της Προσφυγής καθότι, θυμίζουμε, με την υποβολή του αιτήματος στο πλαίσιο του Σχεδίου δέχθηκε ανεπιφύλακτα τους όρους του, που περιλάμβαναν ότι το Σχέδιο θα εφαρμοζόταν μόνο για τους υπαλλήλους εκείνους που δεν θα είχε ανάγκη η Αρχή.
Μήτε και με αυτή τη θέση των Εφεσειόντων συμφωνούμε.
Ως ζήτημα αρχής, την οποία εφάρμοσε το Διοικητικό Δικαστήριο, αιτητής νομιμοποιείται να προσβάλει διοικητική απόφαση, όταν η διοικητική εκτίμηση αμφισβητείται σοβαρά και κατά τρόπο που η κρίση της Διοίκησης να καθίσταται επίμαχο θέμα στην προσφυγή (Επιστημονικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Ορφανίδου και Άλλων (2000) 3 Α.Α.Δ. 524, 527-529, Ζυμπουλάκη ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 3370, 3377).
Επομένως, καλώς στην προκειμένη, το Διοικητικό Δικαστήριο καθόρισε πως αντικείμενο της Προσφυγής ήταν το αν νομίμως απορρίφθηκε η Αίτηση και συνακολούθως για το αν έπασχε η κρίση των Εφεσειόντων περί αναγκαιότητας παραμονής του Εφεσίβλητου στην υπηρεσία της Αρχής.
Δεν χρειάζεται να προστεθεί κάτι περισσότερο επί της πτυχής αυτής.
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Σε σχέση προς τους λόγους έφεσης 3 και 4, τους οποίους θα επιληφθούμε σωρευτικώς ένεκεν του αλληλένδετου τους, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάσισε λανθασμένα το ευσταθές της τοποθέτησης τού Εφεσίβλητου περί πάσχουσας σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την κρίσιμη συνεδρία ημερομηνίας 23.9.16, εξαιτίας της απουσίας του Προέδρου (Χατζηζαχαρία) και τριών μελών του (Ζαχαρίου, Ιωαννίδη και Τσαγγαρίδη), κάτι που είχε ως παρεπόμενο, μαζί και με το ότι δεν υπήρξε δέουσα πρόσκληση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το Διοικητικό Δικαστήριο να αποδεχθεί εσφαλμένως την Προσφυγή και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Παρατηρούμε, σε σύμπνοια προς τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο, μολονότι το ζήτημα αναπτύχθηκε πρωτοδίκως στη Γραπτή Αγόρευση του Εφεσίβλητου/Αιτητή, διόλου δεν αξιολόγησε (ή και αιτιολόγησε τον χειρισμό αυτό), το ότι σύμφωνα με πρακτικό της Αρχής, ημερομηνίας 13.9.16 (Παράρτημα Β στη Γραπτή Αγόρευση των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση το οποίο από τούδε θα αναφέρουμε ως «το Παράρτημα Β»), καταγράφεται ότι η συνεδρία ημερομηνίας 23.9.16, λόγω απουσίας του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου «... στο εξωτερικό ... θα πραγματοποιηθεί υπό την προεδρία του ... Αντιπροέδρου με αποκλειστικό θέμα της Ημερήσιας Διάταξης την εξέταση των αιτήσεων που υποβλήθηκαν από το προσωπικό για αποχώρηση με το Σχέδιο Εθελούσιας Αποχώρησης».
Αν τα Παραρτήματα Α και Β αξιολογούνταν μπορεί, ενδεχομένως, να ήσαν αρκετά για να ικανοποιήσουν τα περί γνώσης και κοινοποίησης της συνεδρίας ημερομηνίας 23.9.16, τόσον για τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου όσον και για τα υπόλοιπα μέλη που ήσαν παρόντα στη συνεδρία ημερομηνίας 13.9.16 (ανάμεσα στους οποίους και ο Τσαγγαρίδης).
Στην Μιχαήλ ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Α.Ε. 137/12, ημ. 25.1.19, ECLI:CY:AD:2019:C20, η Ολομέλεια είπε και αυτά τα σχετικά με τα ενεστώτως απασχολούντα:
«[...] Στην παρούσα περίπτωση, ο Πρόεδρος της Αρχής, απουσίαζε από την κρίσιμη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της 20.11.2009. Η συνήγορος, ωστόσο, της Αρχής επισύναψε στο περίγραμμα αγόρευσής της, ως μέρος του Παραρτήματος Α, την ημερήσια διάταξη για τη συγκεκριμένη συνεδρία, η οποία φέρει ημερομηνία 13.11.2009 και στην οποία σημειώνεται ρητά η κοινοποίησή της προς όλα τα μέλη της εν λόγω Επιτροπής, περιλαμβανομένου του Προέδρου της Αρχής. Συνεπώς, δεν υφίσταται, εν προκειμένω, ζήτημα μη νομότυπης πρόσκλησης είτε του Προέδρου της Αρχής είτε των υπολοίπων μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής [...]».
Παρεμπιπτόντως, για το Παράρτημα Β - ως και το Παράρτημα Α στην πρωτόδικη Γραπτή Αγόρευση των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση («το Παράρτημα Α») - δεν είχε προβληθεί κάποια ένσταση εκ πλευράς διαδίκων για ό,τι θα μπορούσε να άπτεται της σχετικότητας και αποδεκτότητας τους, με συνακόλουθο τούτα να συγκροτούν δυνητικώς αναπόσπαστο μέρος τού προς αποτίμηση μαρτυρικού υλικού ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και, κατά βάση, μέρος του οικείου διοικητικού φακέλου (Κλεάνθους και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 22/13, ημ. 8.5.20, ECLI:CY:AD:2020:C148, Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, Α.Ε. 34/14, ημ. 6.10.20, ECLI:CY:AD:2020:C266, Μιχαήλ ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Α.Ε. 137/12, ημ. 25.1.19, ECLI:CY:AD:2019:C20).
Κατά συνέπεια, το Διοικητικό Δικαστήριο χρειαζόταν να πραγματευθεί το στοιχείο αυτό, σημαίνον ως φαινόταν να είναι, και να κρίνει αν η μη προσέλευση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου στην περί ης ο λόγος συνεδρία, ήταν αντικειμενικώς δικαιολογημένη.
Δεν το έπραξε, στο μέτρο που επιβαλλόταν.
Σχετικώς προς τούτη τη θεματική, λέχθηκαν και τα ακόλουθα από την Πλήρη Ολομέλεια στην Αντένα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242, 250-252:
«[...] Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου στις συνεδρίες του συλλογικού οργάνου πρέπει κατ' αρχή να μετέχουν όλα τα μέλη που το συγκροτούν. Βλ. Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο Α.Ι. Τάχος, 4η έκδ., σελ. 284. Η υποχρέωση αυτή εκπηγάζει από το οφειλόμενο καθήκον άσκησης της εκ του Νόμου καθορισμένης αρμοδιότητας του οργάνου. Το δικαίωμα του πολίτη ικανοποιείται μόνο, όταν η απόφαση για το θέμα που τον αφορά λήφθηκε κατόπιν συζήτησης από αρμόδιο όργανο που συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση. Η απουσία μέλους από δεόντως συγκληθείσα συνεδρίαση του οργάνου επιτρέπεται μόνο όταν η απουσία κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη. Εν ολίγοις, η κατ' αρχήν υποχρέωση του διοικητικού οργάνου είναι να επιλαμβάνεται της εξέτασης θέματος όπως αυτό (το όργανο) είναι συγκροτημένο. Η μη συμμετοχή μέλους κατά πλάνη ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής, επάγεται παράνομη σύνθεση. Το ίδιο και η καταχρηστική μη συμμετοχή προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού [...].
Το Άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(1)/1999 για την αλλαγή στη σύνθεση του διοικητικού οργάνου προνοεί ότι:
«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»
Το πιο πάνω άρθρο κωδικοποιεί τη βασική αρχή ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Η αναφορά «από την αρχή μέχρι το τέλος» ερμηνεύεται ότι αφορά στο διάστημα από την αρχή μέχρι το τέλος μιας συνεδρίας του οργάνου και όχι στο διάστημα από την αρχή μέχρι το τέλος της διοικητικής διαδικασίας συζήτησης κλπ του συγκεκριμένου θέματος όταν η διάρκεια της παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες.
Η ρύθμιση που ακολουθεί με βάση την πάρα πάνω νομοθετική διάταξη, αφορά ακριβώς στην περίπτωση που η διαδικασία για το ίδιο θέμα παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου, μετά την πρώτη συνεδρία, έχει αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες. Ο νόμος κατ' αρχήν προβλέπει ότι το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση εκτός αν κατά τη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε οπότε σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι η συζήτηση της υπόθεσης άρχισε και τέλειωσε έγκυρα στην τελευταία συνεδρία. Η ρύθμιση αυτή συνάδει με την αρχή ότι τα μέλη του συλλογικού οργάνου πρέπει να έχουν, το καθένα ξεχωριστά, γνώση επί όλων των στοιχείων και γεγονότων ώστε να μπορούν να σταθμίσουν αυτά τα στοιχεία κλπ για να αποφασίσουν εγκύρως επί του συγκεκριμένου θέματος [...].
Η αρχή δικαίου παραμένει αναλλοίωτη ότι τα μέλη που συγκροτούν το συλλογικό όργανο υπέχουν υποχρέωση συμμετοχής στη σύνθεση του οργάνου εκτός όπου η απουσία τους εξ αντικειμένου κρίνεται δικαιολογημένη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η αδικαιολόγητη απουσία μέλους συνεπάγεται παρανομία στη σύνθεση η οποία στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και συνεπώς δεν δικαιολογείται η εξέταση άλλου θέματος [...]».
Κατά παρέκβαση - και για ό,τι θα μπορούσε να αξίζει - εντοπίζουμε πως στην Απαντητική Αγόρευση του Εφεσίβλητου/Αιτητή (στη σελίδα 9), αποτυπώθηκε (με παραπομπή στο Παράρτημα Β) ότι η εκεί αναφορά περί της προτιθέμενης απουσίας του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου στο εξωτερικό κατά την επόμενη (και κρίσιμη για τα επίδικα) συνεδρία ημερομηνίας 23.9.16, μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη, με τους ευπαίδευτους δικηγόρους του Εφεσίβλητου/Αιτητή να δηλώνουν μάλιστα πως ένεκα τούτου «... δεν εμμένουμε στην αδικαιολόγητη απουσία αυτού ...». Παρομοίως έπραξαν και κατ΄ έφεσιν, στο Περίγραμμα Αγόρευσης (στη σελίδα 48).
Απορρίπτουμε συνεπώς τη σχετική προς τα ως άνω επιχειρηματολογία του Εφεσίβλητου.
Επιπλέον, οι Εφεσείοντες υποβάλλουν πως διέλαθε την προσοχή του Διοικητικού Δικαστηρίου το Παράρτημα Α που είχε επισυναφθεί στην πρωτόδικη Γραπτή Αγόρευση των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση («το Παράρτημα Α»), με συνεπόμενο την απόληξη του σε σφαλερά ευρήματα σε ό,τι αφορά στα έτερα απόντα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, με πρόδηλη (κατά τη θέση), την «... δέουσα πρόσκληση όλων των μελών και του Προέδρου του Συμβουλίου της Αρχής για την επίδικη συνεδρία ημερομηνίας 23/09/2016 ...».
Ο Εφεσίβλητος αντιπαραθέτει ότι οι απουσίες «... των τριών μελών δεν έχουν κατά οποιονδήποτε τρόπο δικαιολογηθεί ...», και πως η αναφορά στο ότι τα μέλη αυτά «... απουσίαζαν «λόγω έκτακτου κωλύματος» ... δεν αποκαλύπτει ούτε τον πραγματικό λόγο απουσίας αλλά ούτε και αν η απουσία αυτή κρίνεται δικαιολογημένη ...» και πως «... καμία ένδειξη δεν εντοπίζεται αναφορικά με την αποστολή και την παραλαβή των προσκλήσεων για την επίδικη συνεδρίαση και κατ' επέκταση δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με οποιονδήποτε τρόπο ότι οι προσκλήσεις από την επίδικη συνεδρίαση στάλθηκαν και παραλήφθηκαν από τα μέλη, ιδιαίτερα τα απουσιάζοντα μέλη, κατά τον προσήκοντα τρόπο ...» (η έμφαση είναι του συντάκτη), με όλες τις δυνητικές συνέπειες για τη νομιμότητα της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την 23.9.16.
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι εκ μέρους του Εφεσίβλητου τοποθετήσεις επί της ουσίας των όσων τώρα ενδιαφέρουν και ειδικότερα για όσα τούτος αντιτάσσει περί της πρωτόδικης εκτίμησης των γεγονότων, στην έκταση τουλάχιστον που αυτά συνυπολογίστηκαν ως τέτοια από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Θεωρούμε, με κάθε σεβασμό προς την πρωτόδικη κρίση, πως τούτη δεν διαρθρώθηκε κατόπιν δέουσας αποτίμησης τού συνόλου των δεδομένων που τέθηκαν από τους διαδίκους στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Εξηγούμε.
Με δεδομένη και παραδεκτή την απαιτούμενη απαρτία κατά την επίδικη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου την 23.9.16 συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 7 του Περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου 38/73 [1] (εφόσον συμμετείχαν σε αυτή ο Αντιπρόεδρος, ως Προεδρεύων, και τέσσερα μέλη), το Διοικητικό Δικαστήριο προχώρησε - κατά ορθή πάντως μεθοδολογία (Σφήκα ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 34.16, ημ. 12.10.22, Κοινοπραξία Παναγιώτης Χαπέσιης & Κώστας Α. Ζαχαρίας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 59/15, ημ. 4.4.22, ECLI:CY:AD:2022:C139) - να εξετάσει τα περί σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου, καταγράφοντας και τούτα:
«[...] Εξετάζοντας προσεκτικά το σύνολο των ενώπιον μου εγγράφων και γεγονότων αναφορικά με τη διαδικασία που απέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνω ότι αναπόφευκτα τίθεται εν προκειμένω ζήτημα ως προς τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατά τη συνεδρία της 23.9.2016, εφόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπό αναφορά συνεδρίας που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος αυτού απουσίαζαν από τη συγκεκριμένη συνεδρία, χωρίς να δίδεται και/ή καταγράφεται οποιαδήποτε επαρκής εξήγηση για την απουσία τους αυτή, παρά μόνον ότι αυτοί απουσίαζαν «λόγω εκτάκτου κωλύματος». Σύμφωνα με τη σχετική επί του θέματος νομολογία, αυτή η έλλειψη στοιχείων αναφορικά με την απουσία των τεσσάρων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (περιλαμβανομένου του Προέδρου) δεν ανταποκρίνεται στην επιταγή για νόμιμη σύνθεση του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, καθιστά αδύνατη την άσκηση δικαστικού ελέγχου».
[...]
Ενόψει των πιο πάνω και ελλείψει οποιασδήποτε επαρκούς αιτιολογίας αναφορικά με την απουσία των προαναφερθέντων από την επίδικη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, καταλήγω ότι πράγματι υφίσταται ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης του Συμβουλίου, η οποία βεβαίως, στη βάση και των όσων έχουν ήδη λεχθεί ανωτέρω, μολύνει και/ή επηρεάζει και καθιστά πάσχουσα την προσβαλλόμενη απόφαση. Υπό το φως δε της προαναφερθείσας νομολογίας, η απλή επίκληση «εκτάκτου κωλύματος» ή η απλή αναφορά σε «δικαιολογημένη απουσία» ως αιτιολόγηση της απουσίας μέλους από τη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου, ακόμη και εάν προέκυπτε ότι το μέλος αυτός ειδοποιήθηκε για τη συνεδρία νομότυπα και/ή δεόντως, σε καμία περίπτωση δεν είναι επαρκής (βλ. ιδιαίτερα Αγαθοκλέους, ανωτέρω και Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242) και το πρόβλημα μη ορθής και/ή πάσχουσας σύνθεσης συνεχίζει να υφίσταται.
Επιπρόσθετα, ελάττωμα που απολήγει σε πάσχουσα διαδικασία εντοπίζεται και αναφορικά με το νομότυπο της πρόσκλησης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου για τη συγκεκριμένη συνεδρία. Πράγματι, κανένα αποδεικτικό δεν υπάρχει και από πουθενά δεν προκύπτει, ούτε από το διοικητικό φάκελο ούτε από τα παραρτήματα της ένστασης, η αποστολή προς τις διευθύνσεις τους και παραλαβή από τα μέλη, περιλαμβανομένων βεβαίως και των απόντων, των προσκλήσεων για τη συγκεκριμένη συνεδρία. Η δε αναφορά στο πρακτικό της συγκεκριμένης συνεδρίας ότι «Όλα τα Μέλη του Συμβουλίου προσκλήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα», σαφώς και από μόνη της δεν αρκεί και δεν επιλύει το πρόβλημα, εφόσον εξακολουθεί να μην αποδεικνύεται από οποιοδήποτε εκ των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων ότι πράγματι υπήρξε νομότυπη πρόσκληση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής για τη συγκεκριμένη συνεδρία.
[...]
Πέραν των ελλείψεων και γενικότερα των ελαττωμάτων που παρατηρούνται αναφορικά με το νομότυπο της πρόσκλησης στην επίδικη συνεδρία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, όφειλε η Αρχή, υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, σε κάθε περίπτωση, να αιτιολογήσει την απουσία των συγκεκριμένων τεσσάρων μελών του Συμβουλίου κατά την επίδικη συνεδρία, ούτως ώστε να καθίσταται ευχερής και ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος. Παρόμοια προσέγγιση, με την ίδια κατάληξη, ακολουθήθηκε από το Δικαστήριο τούτο και στην πρόσφατη απόφασή του, στην Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. 230/2013 κ.α., ημερ. 8.2.2019, όπου εξετάστηκαν το δυο προαναφερθέντα ζητήματα σύνθεσης και πρόσκλησης μελών συλλογικού διοικητικού οργάνου».
Παρατηρούμε, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ξεψάχνισε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, ως όφειλε. Παραδείγματος χάριν, δεν έκανε οποιαδήποτε άμεση ή αρκούσα έστω έμμεση αναφορά (ενώ θα έπρεπε) στα Παραρτήματα Α και Β, είτε για την εξέταση της αποδεκτότητας τους ως μαρτυρίας είτε για τη χρησιμοποίηση τους προς εξέταση ζητημάτων όπως τα περί της αποδεικτικής ισχύος των αναγραφόμενων στο Παράρτημα Β, ή για τη βαρύτητα που θα μπορούσε να αποδοθεί στα εκεί «... αγνώστου προελεύσεως ...» χειρόγραφα (ως συζήτησε ο Εφεσίβλητος/Αιτητής).
Αντιθέτως, το Διοικητικό Δικαστήριο επέλεξε μια συνοπτική εκφορά των διαπιστώσεων του, δίχως εντούτοις να παραθέσει εξειδικευμένα και λεπτομερώς τη συλλογιστική του για όλα τα δεδομένα που είχε μπροστά του αλλά και για ποια εξ αυτών θεωρούσε (ή όχι) σχετικά και αποδεκτά, καθώς και τους λόγους για την αντίστοιχη απόφαση του.
Ενδεικτικώς και μόνο, τονίζουμε τις αναφορές στην πρωτόδικη απόφαση για «... απλή επίκληση «εκτάκτου κωλύματος» ...» ή για απλή αναφορά «... σε «δικαιολογημένη απουσία» ως αιτιολόγηση της απουσίας μέλους από τη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου ...», οι οποίες δεν αντικατοπτρίζουν την απόλυτη πραγματικότητα. Αυτό, γιατί, παραγνωρίζουν πως στο Παράρτημα Β υπάρχει σαφής αναφορά, με συνοδό αιτιολογία, για την απουσία των αφορώντων μελών, σχετιζόμενη, φερ' ειπείν με επαγγελματικά ραντεβού στην Λεμεσό που δεν είχαν προηγουμένως ολοκληρωθεί «... πριν από την έναρξη της συνεδρίας ...», σε έκτακτα κωλύματα εξαιτίας επειγόντων επαγγελματικών ραντεβού εκτός Λευκωσίας και άλλα τινά, σε αντίθεση με ότι συνέβη στην Αγαθοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/11, ημ. 21.7.16 (στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής) όπου είχε τονιστεί ότι δεν υπήρχαν εκεί «... άλλα στοιχεία εκτός των όσων αναφέρονται στο πρακτικό ...», με αναφορά στους λόγους απουσίας των μελών.
Άρα, οι αναφορές στις οποίες προέβη το Διοικητικό Δικαστήριο επί της υπό συζήτηση θεματικής αγνόησαν τα περί του αντιθέτου ή έστω συνταιριαζόμενα με αυτά στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του στα Παραρτήματα Α και Β.
Προσθέτως, δεν ερευνήθηκε το γεγονός ότι κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 13.9.16 (Παράρτημα Β), παρόντα ήσαν όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (εκτός των Ζαχαρίου και Ιωαννίδη), οι οποίοι, κατά το περιεχόμενο του περί ου ο λόγος πρακτικού, ενημερώθηκαν και κλήθηκαν για την επερχόμενη συνεδρία της 23.9.16, ακριβώς, ως εκ της παρουσίας τους στη συνεδρία ημερομηνίας 13.9.16, παράμετρος που έχρηζε και αυτή ανάλογου υπολογισμού από το Διοικητικό Δικαστήριο νοουμένου ότι δεν παραγνωριζόταν (Μιχαήλ ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ανωτέρω)).
Έτσι, ούτε αυτή η έκφανση του πράγματος εξετάστηκε.
Περαιτέρω, διόλου δεν αξιολογήθηκε η ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου μαρτυρία στο Παράρτημα Α για τη φερόμενα δέουσα πρόσκληση διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου για τη συνεδρία ημερομηνίας 23.9.16.
Αυτό, έχοντας ιδιαίτερα κατά νουν και το Άρθρο 21(3) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(I)/99, [2] που προβλέπει για ειδοποίηση μελών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με άλλο ηλεκτρονικό μέσο στην ηλεκτρονική διεύθυνση που δήλωσαν, αλλά και κατ' αναλογίαν συναρτώμενη με τη θεματολογία αυτή νομολογία περί αποδεκτότητας τής ηλεκτρονικής επίδοσης και ειδοποίησης σε προσομοιάζουσες περιπτώσεις (Αναφορικά με την Αίτηση της CBA Global Suppliers Services Ltd, Π.Ε. 16/23, ημ. 30.11.23, ECLI:CY:AD:2023:D65), ώστε να συμβαδίζει κιόλας η εφαρμοζόμενη δικονομία με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα τα οποία προοδευτικά μεταπλάθουν τον φακό μέσα από τον οποίο αντικρίζονται ή πρέπει να αντικρίζονται πλέον τα δικονομικοαποδεικτικά πράγματα και στον τομέα του διοικητικού και ευρύτερου δημόσιου δικαίου.
Όλα τούτα λοιπόν δεν αποτιμήθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, και ήταν σημαντικό να πραχθεί αυτό, για να εκφραστεί με πειστικό και συμπαγή τρόπο, η καίρια αυτή πτυχή της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου ως εκ των κατά κανόνα ανατρεπτικών επιπτώσεων που θα μπορούσαν να ανακύψουν αν η σύνθεση του κατέληγε να ταξινομηθεί ως πάσχουσα.
Η γενική αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση πως εξετάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο το σύνολο των εγγράφων και γεγονότων που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να κριθεί, λελογισμένα, ως επαρκής, ούτε και ως ευλόγως καλυπτική των κενών που έφεραν την ελλιπή πραγμάτευση των υπό ανάλυση στοιχείων, μια και αυτά, ως επί το πλείστον παραβλέφθηκαν παντελώς από το Διοικητικό Δικαστήριο. Ό,τι ωστόσο απασχολεί υπό αυτή την οπτική, δεν είναι η εν είδει τιτλοφορίας, λεκτική και μόνο, διατύπωση των δικαστικών διαπιστώσεων και ευρημάτων, αλλά η ουσιαστική επίρρωση και δικαιολόγηση του καθενός απ' αυτά (αναλόγως εννοείται και της δικαιοδοσίας τού κατά περίπτωση Δικαστηρίου), αλλά και ο προσδιορισμός των όσων άλλων στοιχείων συνυπολογίστηκαν από το Δικαστήριο προς απόφανση, υπό το φως πάντοτε της ισχύουσας νομολογίας (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Ε.Δ.Δ. 158/18, ημ. 22.4.24, Δημοκρατία ν. Ιωσήφ, Ε.Δ.Δ. 68/18, ημ. 6.3.24, Ouzounian ν. Χολτ (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1085, 1091-1092, Shuying v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 64/17, ημ. 7.11. 24).
Δεν έγιναν αυτά, και εξηγήσαμε γιατί.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 επιτυγχάνουν, κατά την ως άνω ανάλυση.
Με δεδομένο ότι πρωτοδίκως δεν εντοπίστηκαν ή και αξιολογήθηκαν ουσιώδεις για την υπόθεση παράμετροι που αφορούσαν στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου των Εφεσειόντων, κρίνουμε ότι ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης στην Προσφυγή θα πρέπει να επανεξεταστεί, όπως και οι λοιποί, αν και εφόσον βεβαίως τούτο χρειαστεί (Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου Α.Ε. 95/12, ημ. 6.7.18, ECLI:CY:AD:2018:C344, Δημοκρατία ν. Αναστάση, Ε.Δ.Δ. 64/21, ημ. 16.11.22, Βιελγκούς ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 110/21, ημ. 8.12.21).
Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.
Το ίδιο, και η σχετική διαταγή για τα έξοδα.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά τα ως άνω.
Υπό τις περιστάσεις, επιδικάζουμε έξοδα ύψους €2.500,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει), υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/μκε
[1] «7.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς Νόμoυ τo Συμβoύλιov καvovίζει τα τωv συvεδριάσεωv αυτoύ, τov τρόπov και τov χρόvov της συγκλήσεως αυτώv και τηv κατ' αυτάς ακoλoυθoυμέvηv διαδικασίαv και πρoς τov σκoπόv τoύτov η Αρχή δύvαται vα εκδώση εσωτερικόv καvovισμόv αφoρώvτα εις τηv εv γέvει λειτoυργίαv τoυ Συμβoυλίoυ.
(2) Πέvτε τωv μελώv τoυ Συμβoυλίoυ συμπεριλαμβαvoμέvoυ τoυ πρoέδρoυ ή τoυ αvτιπρoέδρoυ αυτoύ συvιστώσιv απαρτίαv. [...]».
[2] «[...](3) Για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες:
Νοείται ότι, η ειδοποίηση των μελών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με άλλο ηλεκτρονικό μέσο στην ηλεκτρονική διεύθυνση που τα μέλη έχουν δηλώσει, θεωρείται ως νομότυπη κλήση».