ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 195/19)
4 Νοεμβρίου, 2024
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείοντας/Αιτητής
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση
______________________
Σ. Α. Αγγελίδης για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Χ΄΄ Λούκα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, προήξε την ίδια ημέρα τόσο τον εφεσείοντα όσο και τον Μ. Μακρυγιάννη στη θέση του Συνταγματάρχη. Ο μεν πρώτος προήχθη κατ' αρχαιότητα και ο δε δεύτερος κατ' επιλογή. Ακολούθως, στις 30.12.2006, κατόπιν σχετικής απόφασης, ο Μ. Μακρυγιάννης προήχθη στη θέση ταξιάρχου.
Ο εφεσείοντας με προσφυγή αμφισβήτησε τις δύο πιο πάνω αποφάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του, απέρριψε την πιο πάνω προσφυγή η οποία, αποτελεί αντικείμενο της υπό εξέταση έφεσης.
Στο στάδιο αυτό κρίνουμε ορθό να εκθέσουμε τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση.
Γεγονότα.
Ο εφεσείων ήταν μόνιμος αξιωματικός του Όπλου Πεζικού του Στρατού της Δημοκρατίας και είναι απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ). Διορίστηκε, στο στρατό, ως αξιωματικός, με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, την 1.8.1981 και από την 22.12.2006 κατέχει το βαθμό του Συνταγματάρχη. Ο Μ. Μακρυγιάννης, Ενδιαφερόμενο Μέρος (Ε/Μ) στην αίτηση ακύρωσης ήταν και αυτός Μόνιμος Αξιωματικός του Όπλου Πεζικού του Στρατού της Δημοκρατίας και απόφοιτος της ΣΣΕ. Διορίστηκε στο στρατό ως Ανθυπολοχαγός την 15.8.1982 και προάχθηκε στο βαθμό του Συνταγματάρχη την 22.12.2006. Κατέχει δε το βαθμό του Ταξιάρχου από 30.12.2006.
Τόσο ο εφεσείοντας όσο και το Ε/Μ, κατά το έτος 2016, πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να δικαιούνται κρίση από τα Συμβούλια Κρίσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό 25 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 2016 (Κ.Δ.Π. 351/16 - στο εξής ο «Κανονισμός»).
Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, το οποίο συγκροτήθηκε δυνάμει του Κανονισμού 30(β), συνήλθε σε τακτική σύνοδο για το 2016, την 9.12.2016, για να προβεί σε κρίση των δικαιούμενων αξιωματικών βαθμού Υποστράτηγου, Ταξίαρχου και Συνταγματάρχη. Το πιο πάνω Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη του τις πρόνοιες των άρθρων 38, 46 και 47 των Κανονισμών, καθώς και τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, έκρινε ομόφωνα τον εφεσείοντα ως προακτέο κατ' αρχαιότητα και το Ε/Μ ως προακτέο κατ' εκλογή.
Τα ονόματα των αξιωματικών που κρίθηκαν προακτέοι αναγράφηκαν σε πίνακες σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 33(3) . Ειδικότερα, το όνομα του εφεσείοντα αναγράφηκε στον πίνακα των Συνταγματαρχών Όπλων του Στρατού Ξηράς, που κρίθηκαν προακτέοι κατ' αρχαιότητα, και το όνομα του Ε/Μ στον πίνακα Συνταγματαρχών του πιο πάνω Όπλου, που κρίθηκαν προακτέοι κατ' επιλογή. Ακολούθως, οι εν λόγω πίνακες, με πρόταση του Υπουργείου Άμυνας ημερ. 9.12.2016, υποβλήθηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο για κύρωση σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα του Κανονισμού 35. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφαση του, ημερ. 12.12.2016, κύρωσε του εν λόγω πίνακες και κοινοποίησε την απόφαση του αυτή στο Υπουργείο Άμυνας. Ο εφεσείοντας έλαβε γνώση του σχετικού πίνακα κρίσης με επιστολή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς (Αρχηγός) ημερ. 19.12.2016.
Περαιτέρω, ο Αρχηγός, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 39(2), υπέβαλε στον Υπουργό Άμυνας την πρόταση του αναφορικά με την κατανομή της κενής θέσης στο βαθμό του Ταξίαρχου για το 2016. Ο Υπουργός με απόφαση του, ημερ. 30.12.2016, αποφάσισε όπως η εν λόγω κενή θέση κατανεμηθεί στα Όπλα του Στρατού Ξηράς και την ίδια ημέρα αποφάσισε την προαγωγή του Ε/Μ στο βαθμό του Ταξίαρχου.
Σ' αυτό το στάδιο παρεμβάλλεται για να σημειωθεί ότι οι προαγωγές αξιωματικών για πλήρωση αντίστοιχων κενών θέσεων γίνονται κατά σειρά αρχαιότητας από τους Πίνακες των κριθέντων ως προακτέων, οι οποίοι έχουν καταστεί οριστικοί σύμφωνα με τις πρόνοιες του του Κανονισμού 36. Οι δε κριθέντες ως προακτέοι κατ' εκλογή προηγούνται των κριθέντων ως προακτέων κατ' αρχαιότητα (Κανονισμός 40(1)).
Το Υπουργείο Άμυνας, με επιστολή του ημερ. 30.12.2016, διαβίβασε στο ΓΕΕΦ τις αποφάσεις του Υπουργού αναφορικά με τις προαγωγές Αξιωματικών και Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας.
Θα επανέλθουμε στα γεγονότα όταν θα εξετάζονται τα επίδικα ζητήματα.
Ο εφεσείοντας, ως αναφέρθηκε, με την προσφυγή του επιζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι τόσο η απόφαση ημερ. 19.12.2016, την οποία παρέλαβε στις 23.12.2016 όπου κρίθηκε προακτέος κατ' αρχαιότητα αντί κατ' εκλογή όσο και η προαγωγή του Ε/Μ στον βαθμό του Ταξίαρχου, είναι άκυρες, παράνομες και στερημένες οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Η πρωτόδικη απόφαση.
Ο εφεσείοντας, με την αίτηση ακύρωσης του, προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι πάσχει η αιτιολογία της κρίσης του Ανωτέρου Συμβουλίου Κρίσεων εφόσον χρησιμοποιήθηκαν εξωγενή και άνισα κριτήρια, στη βάση των οποίων κατέληξε στην κρίση του εφεσείοντα ως προακτέου κατ' αρχαιότητα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, έκαμε αναφορά στις πρόνοιες των Κανονισμών 38(5) (α) και 38(8) καθώς και στο πρακτικό της συνεδρίας του Ανωτέρου Συμβουλίου Κρίσεων, ημερ. 9.12.2016, με το οποίο έκρινε ομόφωνα τον εφεσείοντα ως προακτέο κατ' αρχαιότητα.
Στο τελευταίο αυτό πρακτικό, το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, έλαβε ιδιαίτερα υπόψη του τα πιο κάτω:
« 2 (α) Τις πρόνοιες του Κανονισμού 38, οι οποίες καθορίζουν τα κριτήρια κρίσεως των Αξιωματικών.
(β) τις πρόνοιες των Κανονισμών 46 και 47 και ιδιαίτερα τα πιο κάτω:
(i) Η διαβάθμιση κρίσης «Ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσία» θα τυγχάνει εφαρμογής από 1.7.2017.
(ii) Η αποφοίτηση από την Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ και τη Σ.ΕΘ.Α με βαθμολογία «Λίαν Καλώς» συνιστά προϋπόθεση για την κρίση ως προακτέων μόνο για τους Αξιωματικούς βαθμού Συνταγματάρχη και Ταξίαρχου οι οποίοι με βάση τους καταργηθέντες περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμούς του 1990 μέχρι 2013, είχαν υποχρέωση συμπλήρωσης χρόνου διοίκησης για σκοπούς κρίσης.
Σημειώνεται ότι, η σειρά επιτυχίας αποφοίτησης από την Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ δεν λαμβάνεται υπόψη για τους Αξιωματικούς που αποφοίτησαν από την εν λόγω σχολή μέχρι το χρόνο έναρξης των ισχυόντων Κανονισμών.
(iii) Το κριτήριο του φυσιολογικού βάρους δεν λαμβάνεται υπόψη για τις κρίσεις που διενεργήθηκαν στη συγκριμένη τακτική σύνοδο.
(iv) Βαθμολογία «πολύ καλή» (9), «Καλή» (7 και 8) ή «Μέτρια» (4 και 5) που τέθηκε σε Έκθεση Ικανότητας Αξιωματικού δυνάμει των καταργηθέντων περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2013, λογίζεται ως «Εξαίρετη», «Πολύ Καλή» ή «Καλή», αντίστοιχα»
Επίσης, έλαβε υπόψη του και τα στοιχεία που έθεσε ο εισηγητής για τον καθένα από τους υπό κρίση αξιωματικούς όπως αυτά προκύπτουν από τον ατομικό τους φάκελο.
Πρόσθετα δε, στο πιο πάνω πρακτικό, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, κατέγραψε για τον αιτητή και τα ακόλουθα:
«3 . Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη του τα πιο κάτω:
(α) Είναι Αξιωματικός Όπλου, απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος,
(β) Στις Εκθέσεις Αξιολογήσεις του στο βαθμό που κατέχει και στον προηγούμενο βαθμό, η βαθμολογία του σε όλα τα προσόντα είναι Εξαίρετη, λόγω της αναβάθμισης των βαθμολογιών σύμφωνα με τους ισχύοντες Κανονισμούς.
(γ) Έχει αποφοιτήσει από την ΑΔΙΣΠΟ και τη ΣΕΘΑ με βαθμολογία οριακά «Λίαν Καλώς»,
(δ) δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος, και
(ε) με βάση τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου (8) του Κανονισμού 38 των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 2016 συνεκτιμήθηκαν όλα τα στοιχεία που περιέχονται στον ατομικό του φάκελο για τη συνολική σταδιοδρομία του στην Εθνική Φρουρά μέχρι το χρόνο της κρίσης και λήφθηκαν επιπλέον υπόψη τα πιο κάτω:
(i) Την 1η Αυγούστου του 2014 διαπιστώθηκε απώλεια/κλοπή καυσίμων από 2 οχήματα Stayer του 356 ΤΠ και ΛΣΛ/ΙΙ Ταξιαρχίας Πεζικού, όφειλε σύμφωνα με σχετική διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, να είχε ενημερώσει εντός 5 λεπτών από τη διαπίστωσή του, κατ' αρχήν τηλεφωνικά το Κέντρο Επιχειρήσεων του ΓΕΕΦ καθότι το συμβάν στην κατηγορία των συμβάντων άμεσου ενδιαφέροντος και ιδιαίτερης σοβαρότητας, κάτι το οποίο δεν έπραξε. Συγκεκριμένα το συμβάν διαπιστώθηκε στις 0530 και η αρχική τηλεφωνική ενημέρωση πραγματοποιήθηκε στις 13:23 της ίδιας ημέρας.
Επίσης παρόλο που στο διάστημα αυτό συναντήθηκε με τον Υπαρχηγό της Εθνικής Φρουράς στο ΚΕΝ Πάφου για την ορκωμοσία των νεοσύλλεκτων οπλιτών, δεν τον ενημέρωσε για το συμβάν. Για το περιστατικό κλήθηκε εγγράφως από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς να αναφέρει τους λόγους μη εκτέλεσης της εντολής του. Επί του θέματος, έγιναν αυστηρές συστάσεις και του τονίστηκε η σοβαρότητά του.
(ii) Στις 27 Ιανουάριου 2015 μετά από έλεγχο που διενήργησε κλιμάκιο της Στρατονομίας στο Στρατόπεδο «Ε. Παναγιώτου» διαπιστώθηκε ότι, παρά την απαγόρευση αποκλειστικής χρήσης με προσωπικό οδηγό υπηρεσιακών οχημάτων για την μεταφορά στελεχών της Εθνικής Φρουράς από την ιδιωτική τους κατοικία προς τα στρατόπεδα, το όχημα Terrano ΕΦ9409 εισήλθε εντός του στρατοπέδου, στις 0645 με οδηγό οπλίτη και συνοδηγό τον κρινόμενο Αξιωματικό. Για το περιστατικό του έγιναν από τον Α/ΓΕΕΦ συστάσεις για την αποφυγή αποκλειστική χρήσης του υπηρεσιακού οχήματος από την οικία προς το στρατόπεδο και αντιστρόφως.
(iii) Κατόπιν πειθαρχικής έρευνας, τιμωρήθηκε από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς στις 31 Αυγούστου 2016 με 2ήμερη κράτηση διότι υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της «πάσας παράλειψης συμμόρφωσης προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητού» διότι ενώ είχε εγκριθεί στο πλαίσιο αποφάσεων της Επιτροπής Κοινωνικών Προβλημάτων - Αιτημάτων, η απόσπαση οπλίτη από το 45ΤΔΒ στην 661ΑΒΠ για το χρονικό διάστημα από 08,12.2014 μέχρι 08.03.2015 και παρά το γεγονός ότι ενημερώθηκε ότι δεν εγκρίθηκε αίτημα για αμοιβαία ανταλλαγή της απόσπασης με άλλο οπλίτη της 184 Α/Κ ΜΠΠ, έδωσε προφορική εντολή στους εμπλεκόμενους Διοικητές όπως ο πρώτος οπλίτης εγγράφει μεν στη δύναμη της 661 ΑΒΠ αλλά να υπηρετεί κατά την διάρκεια της απόσπασης του στο 48 ΛΔΒ.
(iv) Κατά τις κρίσεις στο βαθμό του Συνταγματάρχη για τα έτη 2010, 2011, 2012. και 2015 κρίθηκε ομόφωνα από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων, ως προακτέος κατ' εκλογή και όχι με την ανώτατη διαβάθμιση κρίσης, αυτή δηλαδή του προακτέου κατ' απόλυτον εκλογή, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο των εν λόγω κρίσεων.
(v) Το μειωμένο ενδιαφέρον που επέδειξε ο κρινόμενος κατά τη φοίτηση του σε σημαντικά για την επαγγελματική κατάρτιση των Αξιωματικών στρατιωτικά σχολεία στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, το οποίο προκύπτει από τη σειρά αποφοίτησής του από αυτά. Συγκεκριμένα αποφοίτησε 85ος από 114 από το βασικό σχολείο Όπλων Σωμάτων, 69ος από 86 από το σχολείο Υπομονάδων Όπλων Σωμάτων, 101ος από 105 από το προκεχωρημένο σχολείο Όπλων Σωμάτων και 112ος από 113 από την Ανώτατη Σχολή Πολέμου.
(vi) Όπως προκύπτει από τον ατομικό φάκελο του κρινόμενου, στις Εκθέσεις Ικανότητας που συντάχθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, αξιολογήθηκε σε μεγάλο βαθμό προσόντων με βαθμολογία χαμηλότερη της Εξαίρετης, όπως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της αξιολόγησής του. Τα εν λόγω προσόντα στην πλειονότητά τους αφορούν σημαντικές πτυχές της ιδιότητας του Αξιωματικού και συγκεκριμένα στην πειθαρχία, στα ηγετικά προσόντα, στα διοικητικά και επαγγελματικά προσόντα.
Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι, τα όσα παρατέθηκαν ανωτέρω σχετικά με την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού και τα οποία τεκμηριώνονται με έγγραφα στοιχεία που υπάρχουν στον ατομικό φάκελο του Αξιωματικού, δεν συνάδουν με την κατάταξη του κρινόμενου στην ανώτατη διαβάθμιση κρίσης για το βαθμό που κατέχει, και
τον έκρινε ομόφωνα ως προακτέο κατ' αρχαιότητα.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι η επίδικη κρίση «. υπήρξε καθόλα σύννομη, σε συμβατότητα και/ή εντός του υπό αναφορά κανονιστικού πλαισίου, η δε αιτιολογία αυτής υπήρξε πλήρης και, σε κάθε περίπτωση αρκούντως ικανοποιητική». Επισήμανε ότι, δεν χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε εξωγενές στοιχείο κρίσης, ως ο περί αντιθέτου ισχυρισμός του εφεσείοντα. Αφού έκανε και αναφορά στον Κανονισμό 17(3), όπου καθορίζονται τα στοιχεία που καταχωρούνται στον ατομικό φάκελο κάθε αξιωματικού, έκρινε ότι καθόλα ορθά και σύννομα λήφθηκαν υπόψη για την περίπτωση του αιτητή όσα περιέλαβε το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων στη σχετική του απόφαση.
Αναφορικά με το ζήτημα της αναβάθμισης των βαθμολογιών αφού έκανε αναφορά στον Κανονισμό 47(9) επισήμανε ότι οι σχετικές εκθέσεις ικανότητας του εφεσείοντα συντάχθηκαν δυνάμει του καταργηθέντος, κανονιστικού πλαισίου. Η δε σχετική βαθμολόγησή του, με βάση τους τότε ισχύοντες κανονισμούς, ήταν χαμηλότερη της «Εξαίρετης». Με την ισχύ των νέων Κανονισμών, η βαθμολογία του εφεσείοντα, δυνάμει του Κανονισμού 47(9) αναβαθμίστηκε σε «Εξαίρετη». Ως αναφέρθηκε, «...το δε Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων όφειλε να παράσχει την απαιτούμενη εξήγηση για την εν λόγω διαφοροποίηση, σε αντιδιαστολή βεβαίως με την αντίστοιχη βαθμολόγηση του Ε.Μ., για την οποία μια τέτοια αιτιολόγηση δεν απαιτούνταν, εφόσον η βαθμολόγησή του ήταν ήδη «Εξαίρετη» και με βάση το προηγούμενο κανονιστικό πλαίσιο».
Έτσι, έκρινε ότι η επίδικη κρίση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και από το λεκτικό της αποκαλύπτονται οι λόγοι που οδήγησαν στην διαμόρφωση της.
Πρόσθετα δε, έτερος λόγος ακύρωσης έγκειτο στον ισχυρισμό περί πάσχουσας κύρωσης του Πίνακα Προακτέων από το Υπουργικό Συμβούλιο εφόσον το τελευταίο δεν διενήργησε την δική του, δέουσα έρευνα, ως όφειλε ως προς τις εν λόγω κρίσεις, με αποτέλεσμα να πάσχει η κύρωση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Επί του πιο πάνω λόγου ακύρωσης το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι αυτός δεν έχει δικογραφηθεί και έτσι απορρίφθηκε. Στη συνέχεια όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προχώρησε στην εξέταση του επισημαίνοντας ότι:
«Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι ακολουθήθηκαν οι οικείες πρόνοιες των Κανονισμών αναφορικά με τις κρίσεις Αξιωματικών, την ετοιμασία και την κύρωση των σχετικών Πινάκων. Ρητά προβλέπεται στον Κανονισμό 29(1) των Κανονισμών ότι το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων είναι το αρμόδιο όργανο για τις κρίσεις Αξιωματικών βαθμού Συνταγματάρχη. Είναι σαφές, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ότι την αποφασιστική αρμοδιότητα για τις εν λόγω κρίσεις έχει το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, όπως εξίσου σαφές είναι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενήργησε εν προκειμένω σύμφωνα με τον Κανονισμό 35(2)(α), κυρώνοντας τους σχετικούς Πίνακες, εφόσον συμφωνούσε με αυτούς [. ]. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την υπό του Υπουργικού Συμβουλίου υποχρέωση διενέργειας του απαιτούμενου ελέγχου νομιμότητας των εν λόγω Πινάκων [. ] και είναι γι' αυτό το λόγο, προφανώς, που εστάλησαν στο Υπουργικό τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, μαζί με την προαναφερθείσα σχετική πρόταση για κύρωση των Πινάκων. Ωστόσο, από πουθενά δεν προκύπτει ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν διενήργησε έναν τέτοιο έλεγχο νομιμότητας το Υπουργικό Συμβούλιο. Ούτε και είχε υποχρέωση αυτό να παράσχει πρόσθετη, πέραν αυτής του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, αιτιολόγηση αναφορικά με την απόφασή του να προχωρήσει στην κύρωση των υπό αναφορά Πινάκων, εφόσον συμφωνούσε με αυτούς».
Ενόψει των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον πιο πάνω προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης.
Περαιτέρω, απέρριψε και τον λόγο ακύρωσης περί παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι υπήρξε θυματοποίηση του σε σχέση με όλους τους άλλους κρινόμενους αξιωματικούς με αποτέλεσμα να κριθεί δυσμενέστατα κατά παράβαση των κανονισμών αλλά και των άρθρων 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99), «. έξω ή αντίθετα από του φακέλους ως προακτέος κατ' αρχαιότητα, ενώ έπρεπε με βάση τα προσόντα του να κριθεί ως προακτέος κατ' εκλογή».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, επισήμανε την ύπαρξη συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησε η εφεσίβλητη στην παρούσα περίπτωση. Τόνισε ότι, η αρχή της καλής πίστης, σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει ωστόσο και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας.
΄Ετσι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω αλλά και για άλλους λόγους που δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό εξέταση έφεσης, απέρριψε την προσφυγή.
Λόγοι έφεσης.
Ο εφεσείοντας, με συνολικά τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο: (i) αποδέχθηκε ως ορθή, σύννομη και εντός του κανονιστικού πλαισίου, την κρίση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεως καθώς και ότι η αιτιολογία αυτής υπήρξε πλήρης και σε κάθε περίπτωση αρκούντως ικανοποιητική (λόγος έφεσης αρ. 2), (ii) απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί πάσχουσας κύρωσης του Πίνακα Προακτέων από το Υπουργικό Συμβούλιο, εφόσον το τελευταίο δεν διενήργησε τη δική του δέουσα έρευνα, ως όφειλε (λόγος έφεσης αρ. 3), και τέλος (iii) έκρινε ότι δεν υπήρξε θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση σε σχέση με όλους τους άλλους κρινόμενους Αξιωματικούς (λόγος έφεσης αρ. 4). Στο στάδιο τούτο, επισημαίνεται ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, στο πλαίσιο των αγορεύσεων, απέσυρε τον λόγο έφεσης αρ. 1.
Εξέταση λόγων έφεσης.
Με τον λόγο έφεσης αρ. 2 ο εφεσείοντας προβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η επίδικη κρίση υπήρξε καθόλα σύννομη, σε συμβατότητα με το κανονιστικό πλαίσιο και ότι η αιτιολογία αυτής υπήρξε πλήρης και αρκούντως ικανοποιητική.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο τελευταίος κατέχει ακριβώς τα ίδια προσόντα με όλους όσους προήχθηκαν κατ' εκλογή και μάλιστα υπερέχει όλων σε αρχαιότητα. Ως αναφέρθηκε, τα όσα καταγράφηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων για τον εφεσείοντα, στη συνεδρία του ημερ. 9.12.2016, και δη τα όσα παρατίθενται στην παράγραφο 3(β) του πρακτικού, ως εκτίθεται ανωτέρω, είναι αυθαίρετα και αντίθετα με την αρχή της νομιμότητας.
Ενόψει και των όσων καταγράφονται στην παράγραφο 3(ε)(vi) του πρακτικού, για το οποίο γίνεται αναφορά πιο πάνω, ήταν η θέση του ότι το Συμβούλιο Κρίσεων προχώρησε κατ' αντίθεση των Κανονισμών του 2016 και αφού μείωσαν ή εγκατέλειψαν την γενική κρίση του, που είναι εξαίρετος σε όλα τα προσόντα, εισήγαγαν πρόσθετα εξωγενή στοιχεία.
Πρόσθετα δε, στο πλαίσιο των αγορεύσεων του, επισήμανε ότι υπήρξε δυσμενής κρίση μόνον του εφεσείοντα. Επί τούτου ανέφερε ότι το ίδιο το Συμβούλιο κατέγραψε ότι βαθμολογία «πολύ καλή» (9), «καλή» (7 και 8) ή «μέτρια» (4 και 5), που τέθηκε σε έκθεση ικανότητας αξιωματικού δυνάμει των καταργηθέντων περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2013, λογίζεται ως «εξαίρετη», «πολύ καλή» ή «καλή» αντίστοιχα. Έτσι, ήταν η θέση του ότι αφού κρίθηκε εξαίρετος δεν χωρούσε η επίκληση άλλων στοιχείων και ενόψει του Κανονισμού 38(5)(α)(ii)[1] εξάγεται το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο των μεταχειρίστηκε υπό πλάνη και άνισα.
Πρόσθετα δε επισήμανε ότι, ουδεμία σημασία είχε εάν βαθμολογήθηκε οριακά ή όχι ως «λίαν καλώς» αφού εκείνο που απαιτείται από τον πιο πάνω κανονισμό είναι να έχει αποφοιτήσει ο αξιωματικός με τέτοια βαθμολογία. Ως εισηγήθηκε, το Συμβούλιο δυσμενώς και αντιφατικά, επικαλούμενο τον Κανονισμό 38(8)(α), αναφέρει τα όσα περιγράφονται στην παράγραφο 3(ε)(v) του πρακτικού.
Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Αναφορικά με τις αρχές στον καταρτισμό του περιγράμματος αγόρευσης σχετικός είναι ο Κανονισμός 10 του περί Εφέσεων(Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 (4/1996). Με βάση αυτό, θα πρέπει στο περίγραμμα να προσδιορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ουσιώδη σημεία στα οποία επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία.
Όπως πρόσφατα έχει υποδειχθεί στην Χριστοδουλίδου κ.α v. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ 178/2018 ημερ. 13/5/2024 «ο σκοπός του περιγράμματος αγόρευσης είναι να υποβοηθήσει το έργο του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς, εκθέτοντας κατά τρόπο σαφή και συνοπτικό τα επιχειρήματα ενός εκάστου των διαδίκων. Θα πρέπει σ' αυτό να καθορίζονται τα επίδικα ζητήματα, με τον πιο πάνω τρόπο και δεν θα πρέπει να υφίστανται εκτενή αποσπάσματα από αποφάσεις ή συγγράμματα. Παρατίθεται ότι είναι αναγκαίο υπό τις περιστάσεις. Ο πλατειασμός δεν βοηθά. Ενέχει κινδύνους καθότι δυνατόν να υποβαθμίσει τα σημαντικά ζητήματα που είναι συναφή για την επίλυση της διαφοράς (Βλ. Archbold, Criminal Pleading Evidence and Practice, 2021, σελ. 1420)».
Στην υπό εξέταση περίπτωση, στο μεγαλύτερο μέρος του περιγράμματος της εφεσίβλητης παρατίθενται αχρείαστα εκτενή αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση.
Στο στάδιο τούτο κρίνουμε ορθό να κάνουμε αναφορά στον Κανονισμό 38(5):
«(5) Αξιωματικός βαθμού Συνταγματάρχη κρίνεται ως ακολούθως:
(α) Προακτέος κατ' εκλογή, εφόσον-
(i) είναι απόφοιτος Α.Σ.Ε.Ι. ή Α.Ε.Ι. και το πτυχίο αποτελούσε προϋπόθεση διορισμού του
(ii) σε κάθε ΄Εκθεση Αξιολόγησής του στο βαθμό που κατέχει η βαθμολογία του είναι σε έξι(6), το μέγιστο, προσόντα «Άριστη» κα στα υπόλοιπα προσόντα «Εξαίρετη» και στον προηγούμενο βαθμό τουλάχιστον «Άριστη»
(iii) έχει αποφοιτήσει από την Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ., με βαθμολογία «Άριστα», σύμφωνα με τη βαθμολογική κλίμακα της σχολής, ή με βαθμολογία «Λίαν Καλώς» και με σειρά επιτυχίας εντός του 60% από τον πρωτεύσαντα επί του συνολικού αριθμού αποφοιτησάντων
(iv) έχει αποφοιτήσει από τη Σ.ΕΘ.Α. με βαθμολογία τουλάχιστον «Λίαν Καλώς», σύμφωνα με τη βαθμολογική κλίμακα της σχολής
(v) δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος και
(vi) έχει το φυσιολογικό βάρος.
(β) Προακτέος κατ' αρχαιότητα, εφόσον-
(i) είναι απόφοιτος Α.Σ.Ε.Ι. ή Α.Ε.Ι. και το πτυχίο αποτελούσε προϋπόθεση διορισμού του
(ii) στις Εκθέσεις Αξιολόγησής του η βαθμολογία του είναι σε όλα τα προσόντα στο βαθμό που κατέχει τουλάχιστον «Άριστη» και στον προηγούμενο βαθμό τουλάχιστον «Πολύ Καλή»
(iii) έχει αποφοιτήσει από την Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ. και τη Σ.ΕΘ.Α. με βαθμολογία τουλάχιστον «Λίαν Καλώς», σύμφωνα με την βαθμολογική κλίμακα της κάθε σχολής
(iv) δεν είναι κάτοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος και
(v) έχει το φυσιολογικό βάρος»
Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 38(8) για την κρίση αξιωματικών βαθμού Συνταγματάρχη, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται μαζί με τα πιο πάνω κριτήρια όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους ατομικούς φακέλους «λαμβανομένης υπόψη και της τεκμηριωμένης και σαφώς αιτιολογημένης γνώμης των μελών του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων για την συνολική σταδιοδρομία στο Στρατό και/ή στην Εθνική Φρουρά των κρινόμενων αξιωματικών μέχρι τον χρόνο κρίσης».
Επισημαίνεται ότι στον ατομικό φάκελο κάθε αξιωματικού καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία που καθορίζονται στον Κανονισμό 17(3), μεταξύ άλλων, όλες οι εκθέσεις αξιολόγησης και άλλα που προνοούνται στον Κανονισμό 20, όλες οι αποφάσεις των αρμόδιων Συμβουλίων Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων γι' αυτόν, πιστοποιημένα αντίγραφα ακαδημαϊκών προσόντων, δελτία επίδοσης στα Α.Σ.Ε.Ι. ή Α.Σ.Σ.Υ. ή σχετικά με τυχόν άλλα σχολεία ή σχολές από τα οποία έχει αποφοιτήσει κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, τυχόν επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές οποιαδήποτε μορφής και τα αιτιολογικά τους και οποιονδήποτε άλλο στοιχείο προκύπτει από σχετική αλληλογραφία σε σχέση με το συγκεκριμένο άρθρο του Κανονισμού.
Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα του πιο πάνω Κανονισμού, καθηκόντως και ορθά συνυπολόγισε τα στοιχεία του εφεσείοντα που βρίσκονταν στον ατομικό του φάκελο και δη (i) το μειωμένο ενδιαφέρον που επέδειξε κατά τη φοίτηση του σε σημαντικά για την επαγγελματική κατάρτιση των Αξιωματικών στρατιωτικά σχολεία στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, το οποίο προκύπτει από τη σειρά αποφοίτησής του από αυτά. Ως αναφέρεται και πιο πάνω, αποφοίτησε 85ος από 114 από το βασικό σχολείο Όπλων Σωμάτων, 69ος από 86 από το σχολείο Υπομονάδων Όπλων Σωμάτων, 101ος από 105 από το προκεχωρημένο σχολείο Όπλων Σωμάτων και 112ος από 113 από την Ανώτατη Σχολή Πολέμου και (ii) σημαντικές πτυχές της ιδιότητας του αξιωματικού και συγκεκριμένα την πειθαρχία, στα ηγετικά, διοικητικά και επαγγελματικά προσόντα.
Στο στάδιο αυτό παρεμβάλλουμε για να σημειωθεί ο εφεσείοντας είναι μέλος ενός Σώματος στο οποίο η πειθαρχία είναι ο πυρήνας της λειτουργίας του ( βλ. Δελημάτσης v Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ 110/2018 ημερ. 7.2.2024). Η δε στρατιωτική πειθαρχία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αποτελεσματικότητας της Εθνικής Φρουράς (βλ. Χρίστου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ 43 και Φυρίλλα v. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ 3/2018 ημερ. 12.12.2023).
Ως προς το ζήτημα της αναβάθμισης των βαθμολογιών, για το οποίο γίνεται αναφορά πιο πάνω, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Κανονισμού 47(9) όπου ρητά προνοούν «βαθμολογία «πολύ καλή», «καλή» ή «μέτρια» που τέθηκε σε εκθέσεις ικανότητας ή/και σημειώματα απόδοσης δυνάμει του Κανονισμού 30 των υπό κατάργηση περί περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2013, λογίζεται ως «εξαίρετη», «πολύ καλή» ή «καλή» αντίστοιχα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι σχετικές εκθέσεις ικανότητας του εφεσείοντα συντάχθηκαν δυνάμει του προϋφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου και η σχετική βαθμολόγηση του ήταν χαμηλότερη της «εξαίρετης». Με τους νέους κανονισμούς όμως η βαθμολογία του αναβαθμίστηκε σε «εξαίρετη» και το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων παρέσχε την απαιτούμενη εξήγηση για την διαφοροποίηση αυτή. Για το Ε/Μ δεν απαιτείτο τέτοια επεξήγηση καθότι, η βαθμολογία του ήταν «εξαίρετη» και με βάση το προηγούμενο κανονιστικό πλαίσιο. Επισημαίνεται ότι, εκείνο που τελικά έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο ήταν ότι η βαθμολογία του σε όλα τα προσόντα ήταν εξαίρετη. Συνακόλουθα, η περί αντιθέτου εισήγηση απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα όσα προβάλλονται περί χρησιμοποίησης εξωγενούς στοιχείου κρίσης επισημαίνεται ότι το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων έλαβε υπόψη του όλα όσα στοιχεία καθορίζονται από τον σχετικό Κανονισμό και δεν έχει παρεισφρήσει οποιοδήποτε εξωγενές στοιχείο. Συναφώς, η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα απορρίπτεται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο σε συνάρτηση με τα όσα έχει παραθέσει το Συμβούλιο αναφορικά με την κρίση του εφεσείοντα, ορθά έκρινε ότι η επίδικη κρίση ήταν καθόλα σύννομη και σε συμβατότητα με το κανονιστικό πλαίσιο. Όπως επίσης ορθή ήταν κρίση του ότι, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης υπήρξε πλήρης και αρκούντως ικανοποιητική η οποία, συνάδει πλήρως με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 29(5)[2].
Για τους λόγους, που εξηγούνται πιο πάνω, ο λόγος έφεσης αρ. 2 απορρίπτεται.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τον λόγο έφεσης αρ. 3. Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι δεν προκύπτει η όποια έρευνα από το Υπουργικό Συμβούλιο και έτσι η κύρωση του Πίνακα πάσχει.
Καταρχάς επισημαίνεται ότι, τα όσα ισχυρίστηκε πρωτοδίκως, ο εφεσείοντας δεν δικογραφήθηκαν στην αίτηση ακύρωσης. Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο τα απέρριψε. Παρά ταύτα όμως, καθώς αντιλαμβανόμαστε, για σκοπούς πληρότητας προχώρησε και εξέτασε τα όσα σχετικά προβλήθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Με βάση τον Κανονισμό 29(1) την αποφασιστική αρμοδιότητα των επίδικων κρίσεων την είχε το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του Κανονισμού 35(2)(α) «το Υπουργικό Συμβούλιο, (α) σε περίπτωση που συμφωνεί με τους αναφερόμενους στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού Πίνακες τους κυρώνει».
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το Υπουργικό Συμβούλιο ενήργησε με βάση τις πιο πάνω εξουσίες που του παρέχει ο σχετικός Κανονισμός και κύρωσε τους Πίνακες, εφόσον συμφωνούσε με αυτούς. Δεν είχε υποχρέωση να παράσχει πρόσθετη αιτιολογία για να προχωρήσει στην κύρωση των Πινάκων εφόσον συμφωνούσε με αυτούς . Πρόσθετα δε, δεν προκύπτει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν διενήργησε έλεγχο νομιμότητας.
Για τους λόγους που εξηγούνται, ο λόγος έφεσης αρ.3 απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον έτερο λόγο έφεσης, περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και ότι υπήρξε σαφής θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση του εφεσείοντα σε σχέση με όλους τους άλλους κρινόμενους αξιωματικούς, ενώ έπρεπε να κριθεί ως προακτέος κατ' εκλογή, υιοθετούνται τα όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω και δεν χρήζουν επανάληψης.
Όπως ελέχθη στη Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191, η καλή πίστη δεν συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίστηκε στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.Α.Δ. 60:
«.η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου.». (βλ. επίσης Δημοκρατία v. Fereos Ltd A.E 13/2016 ημερ. 6/3/2023).
Επίσης τα ίδια επαναλήφθηκαν και στην Δημοκρατικός Σύλλογος «ο Λεύτερος» ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 102/19, ημερ. 21.5.2024.
Στην υπό κρίση περίπτωση ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι: «Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού-κανονιστικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι καθ' ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπενθυμιστεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει ωστόσο και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής την νομιμότητας . και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση».
Συνακόλουθα, και ο λόγος έφεσης αρ.4 απορρίπτεται.
Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, εκ συνολικού ποσού €4.000, επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/ΕΑΠ. Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
[1] (ii) σε κάθε Έκθεση Αξιολόγησής του στο βαθμό που κατέχει η βαθμολογία του είναι σε έξι(6), το μέγιστο, προσόντα «Άριστη» και στα υπόλοιπα προσόντα «Εξαίρετη» και στον προηγούμενο βαθμό τουλάχιστον «Άριστη».
[2] «(5) Οι αποφάσεις των Συμβουλίων Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων είναι ειδικά αιτιολογημένες και λαμβάνονται κατά πλειοψηφία του συνόλου των μελών τους με φανερή ψηφοφορία, αλλά χωρίς ονομαστική καταγραφή των ψηφισάντων για τον κάθε κρινόμρενο Αξιωματικόκαι σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφοε του προέδρου:.»