ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 78/2019)
16 Οκτωβρίου, 2024
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
KHALID ALAOUI MHAMMEDI,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσίβλητων.
_________________
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Τo Διοικητικό Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 22.4.19 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), απέρριψε την Προσφυγή 422/19 («η Προσφυγή») που καταχώρισε ο Αιτητής («ο Εφεσείων») την 21.3.19, με την οποία αμφισβήτησε «. ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος .» την προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») ημερομηνίας 10.1.19 να εκδώσουν διάταγμα κράτησης του «. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) [1] για την προστασία της εθνικής ασφάλειας» (οι περικοπές είναι αυτούσιες όπως και όσες ακολουθούν).
Σημειώνουμε, κατά παρέκβαση, ότι ο Εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος τον Φεβρουάριο 2020, ύστερα από την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus από το Ανώτατο Δικαστήριο (μονομελής σύνθεση) στην Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 4/20, ημ. 24.2.20
Ο Εφεσείων είναι υπήκοος Μαρόκου. Αφίχθηκε στην Κύπρο παρανόμως την 26.12.18 μέσω των κατεχόμενων περιοχών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακολούθως, εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας από άγνωστο σημείο της γραμμής αντιπαράταξης. Την 10.1.19, παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, Κλιμάκιο Λευκωσίας, και αιτήθηκε πολιτικό άσυλο.
Κατά την προσωπική συνέντευξη, ο Εφεσείων ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, πως είχε υποβάλει αίτημα ασύλου στην Γαλλία, το οποίο απορρίφθηκε.
Εκκρεμούσης της διαδικασίας συνέντευξης του, ο Εφεσείων θεωρήθηκε ύποπτος για θέματα τρομοκρατίας.
Ενημερώθηκε σχετικώς η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών («ΚΥΠ») και το Γραφείο Τρομοκρατίας της Αστυνομίας, με την έρευνα τους να αναδείχνει ότι το όνομα του Εφεσείοντα ήταν καταχωρισμένο σε βάση δεδομένων υπηρεσίας άλλης συνεργαζόμενης με την Δημοκρατία χώρας ως ύποπτος για επιχειρησιακή τρομοκρατική δράση.
Την 10.1.19 εκδόθηκε κατά του Εφεσείοντα διάταγμα κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Περί Προσφύγων Νόμου («ο Ν.6(Ι)/00») «. για την προστασία της εθνικής ασφάλειας» («το Διάταγμα»), που του γνωστοποιήθηκε με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, στην Αγγλική γλώσσα.
Σε επιστολή της Αστυνομίας Κύπρου (Κλιμάκιο Αλλοδαπών Λευκωσίας) προς τον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 10.1.19 (ως το Παράρτημα 3 στην Ένσταση των Εφεσίβλητων κατά την πρωτόδικη διαδικασία) - με την επιστολή τούτη να βρίσκεται και εντός του οικείου διοικητικού φακέλου - αποτυπώθηκαν και αυτά για τον Εφεσείοντα:
«2. Στα πλαίσια της προσωπικής του συνέντευξης ο αλλοδαπός θεωρήθηκε ύποπτος για θέματα ασφάλειας και ενημερώθηκε σχετικά η ΚΥΠ και το Γραφείο Τρομοκρατίας της Αστυνομίας. Σύμφωνα με το αναφερόμενο Γραφείο ο Μαροκινός εντοπίζεται στη βάση δεδομένων Υπηρεσίας άλλης συνεργαζόμενης χώρας, ως ύποπτος για θέματα τρομοκρατίας. Συγκεκριμένα κατατάσσεται στην κατηγορία Β' που ερμηνεύεται ότι πρόκειται για ύποπτο για επιχειρησιακή δράση σε θέματα τρομοκρατίας.
3. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ο αλλοδαπός κρίνεται ως άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ως εκ τούτου παρακαλώ όπως μελετηθεί το ενδεχόμενο έκδοσης διατάγματος κράτησης του μέχρι να εξεταστεί το αίτημα του ως πολιτικός πρόσφυγας».
Κατά την εξέταση αιτήματος του Εφεσείοντα για πολιτικό άσυλο, η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να τον αναγνωρίσει ως πρόσφυγα κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 3 του Ν.6(Ι)/00.
Παρά ταύτα, η αίτηση του Εφεσείοντα για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου κατά το Άρθρο 6Α(1)(γ) του Ν.6(Ι)/00, λόγω του ότι ο Εφεσείων συνιστούσε κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
Ο Εφεσείων αντιτίθεται στην Πρωτόδικη Απόφαση με οκτώ λόγους έφεσης. Τούτοι, αφορούν στο ότι το Διοικητικό Δικαστήριο εφάρμοσε λαθεμένα τις αρχές αποκάλυψης απόρρητων εγγράφων σε δικαστική διαδικασία παραβιάζοντας το δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη (λόγος έφεσης 1), με τον Εφεσείοντα να στερείται «. την πρόσβαση σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο .» αφού το Διοικητικό Δικαστήριο, χώρια από το ότι η απόφαση του διέπεται από αντιφατικές αναφορές, δεν ενήργησε «. με αντικειμενικότητα και αμεροληψία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης .» (λόγος έφεσης 2), παραβιάζοντας κιόλας «.τους κανόνες που διέπουν το βάρος απόδειξης στη συγκεκριμένη διαδικασία .» (λόγος έφεσης 3), και καταλήγοντας σε μια αναιτιολόγητη απόφαση «. τόσο σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους δεν επέτρεψε την αποκάλυψη των σχετικών με τον Εφεσείοντα/Αιτητή πληροφοριών .» όσο και με την κατάληξη του «. επί της ουσίας της υπόθεσης ότι η κράτηση του Αιτητή είναι νόμιμη .» (λόγος έφεσης 4). Περιπλέον, το Διοικητικό Δικαστήριο παρέλειψε «. να εφαρμόσει ενωσιακό δίκαιο και εφάρμοσε τις αρχές του εθνικού δικαίου κατά παράβαση της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου .» (λόγος έφεσης 5), σφάλλοντας και για το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν νόμιμη και ληφθείσα μετά από δέουσα έρευνα (λόγος έφεσης 6), όπως και στο συμπέρασμα του πως η κράτηση του Εφεσείοντα δεν καταπατεί το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («η ΕΣΔΑ») (λόγος έφεσης 7). Παρομοίως, άστοχη ήταν και η ερμηνεία και εφαρμογή από το Διοικητικό Δικαστήριο του Άρθρου 9ΣΤ(2) και (3) του Ν.6(Ι)/00, ως και εκείνη εν σχέσει προς στην αρχή της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, μια και δεν εξέτασε το αν οι Εφεσίβλητοι εφάρμοσαν τις εν λόγω αρχές «. υποκαθιστώντας τους Εφεσίβλητους . απαράδεκτα το ίδιο σε αυτό τον έλεγχο» (λόγος έφεσης 8).
Μελετήσαμε τα περιγράμματα και αποτιμήσαμε όσα μας τέθηκαν, στην πλήρη τους μορφή.
Το ίδιο και τους λόγους έφεσης.
Ένεκα του περιεχομένου και της ουσίας που εκφράζουν, θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης σωρευτικώς.
Το Διοικητικό Δικαστήριο, έχοντας επιφυλάξει την έκδοση της απόφασης, αποφάσισε επανάνοιγμα της υπόθεσης για να προσκομίσουν οι Εφεσίβλητοι στο Δικαστήριο τα όποια έγγραφα κατείχαν «. ενδεχομένως και εμπιστευτικά ή/και απόρρητα, τα οποία οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης .».
Τούτο και έγινε.
Οι Εφεσίβλητοι παρουσίασαν στο Διοικητικό Δικαστήριο τρία έγγραφα («τα Έγγραφα»), και δη (α) επιστολή του Γραφείου Καταπολέμησης Τρομοκρατίας της Αστυνομίας προς τον Γενικό Εισαγγελέα, ημερομηνίας 18.4.19, με τη διαβάθμιση «ΑΠΟΡΡΗΤΟ» (Τεκμήριο 2), (β) Μνημόνιο Συναντίληψης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλης χώρας (προσδιορίζεται) για την ανταλλαγή πληροφοριών ελέγχου τρομοκρατίας (Τεκμήριο 3), και (γ) έγγραφο με τίτλο «Implementation Guide» (Terrorist Screening Centre), το οποίο σχετίζεται προς την εφαρμογή του προαναφερθέντος Μνημονίου Συναντίληψης (Τεκμήριο 4).
Το Διοικητικό Δικαστήριο είπε και τα εξής περί των Εγγράφων:
«Εν πρώτοις, η διαβαθμισμένη ως «Απόρρητη» επιστολή του Γραφείου Καταπολέμησης Τρομοκρατίας, παρόλο που φέρει ημερομηνία 18.4.2019, αναφέρεται στα γεγονότα που έλαβαν χώρα την 10.1.2019, ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης. Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι από την εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 18.4.2019 προκύπτουν και πρόσθετες λεπτομέρειες και/ή πληροφορίες αναφορικά με την περίπτωση του αιτητή, οι οποίες, δεδομένου ότι δεν προκύπτει να ήσαν ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη όσον αφορά την επάρκεια της αιτιολογίας και τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης. Εν πάση όμως περιπτώσει, προκύπτουν από τη συγκεκριμένη επιστολή και αυτά τα οποία ήδη περιέχονται στην προαναφερθείσα επιστολή της Αστυνομίας Κύπρου (Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας) προς τον Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 10.1.2019 (παράρτημα 3 στην ένσταση της Δημοκρατίας) αναφορικά με τον αιτητή, ότι δηλαδή εντοπίζεται αυτός σε σχετική βάση δεδομένων άλλης συνεργαζόμενης χώρας ως ύποπτος για επιχειρησιακή δράση σε θέματα τρομοκρατίας. Αυτές οι πληροφορίες, σύμφωνα με την επιστολή, εστάλησαν ακολούθως στην ΥΑΜ και την Υπηρεσία Ασύλου. Περαιτέρω, τέθηκε ενώπιον μου και το σχετικό μνημόνιο συναντίληψης και/ή συνεργασίας της Δημοκρατίας με άλλη χώρα, στη βάση του οποίου φαίνεται ότι εστάλησαν οι προαναφερθείσες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, ενώ στο τρίτο κατατεθέν έγγραφο περιέχονται οι κατευθυντήριες της εφαρμογής της συγκεκριμένης συμφωνίας συνεργασίας».
Το Διοικητικό Δικαστήριο εξακρίβωσε - επιτρεπτώς πάντως (βλ. κατ' αναλογίαν, Janelidze v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Π. 17/21, ημ. 21.9.21) - ότι τα Έγγραφα ήσαν σχετικά προς τα επίδικα θέματα, εξού και επέτρεψε την κατάθεση τους για να έχει πλέον ενώπιον του όσα οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Πράττοντας έτσι, το Διοικητικό Δικαστήριο ενήργησε κατά τις αρμόζουσες νομολογιακές παραμέτρους, σημειώνοντας, και σωστά, διά πλήρους και επαρκούς αιτιολογίας, πως η ανάγκη για προστασία απόρρητων πληροφοριών και εγγράφων (ως ήσαν τα Έγγραφα) δεν μπορούσε να υποσκελίσει την επιβαλλόμενη αποτελεσματική δικαστική προστασία και ορθή απονομή της δικαιοσύνης, με αναπόσπαστο μέρος της βλέψης αυτής, τη θωράκιση της δίκαιης δίκης.
Ειδικότερα, το Διοικητικό Δικαστήριο, με αναφορά σε ενωσιακή και εθνική νομολογία, καταστάλαξε πως ορθότερο ήταν υπό τις περιστάσεις να μην αποκαλύπτονταν τα Έγγραφα στον Εφεσείοντα καθότι τούτο διόλου δεν άμβλυνε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, σταθμίζοντας από τη μια, τα νόμιμα συμφέροντα του κράτους, και από την άλλη, το δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, υπό το πρίσμα πάντα πως τελούσε υπό κράτηση για λόγους εθνικής ασφάλειας (Regner v. The Czech Republic [2017] E.C.H.R. 1180 (19 September 2017), DF Iacovou Group Limited και Άλλου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Άρ. 1049/11, ημ. 15.2.13, Varec SA v. Kadi [2007] EUECJ C-450/06 (25 October 2007)).
Το Διοικητικό Δικαστήριο τόνισε επιπλέον, πως:
«[...] Ας σημειωθεί περαιτέρω ότι σε πρόσφατη υπόθεση ενώπιον του ΕΔΑΔ, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα και δη αυτό της μη πρόσβασης στην πλευρά του αιτητή σε στοιχεία και/ή έγγραφα της διαδικασίας (βλ. Regner v. Τσεχίας, Υποθ. Αρ. 35289/11, ημερ. 19.9.2017), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικοί δικαστές, οι οποίοι, στο πλαίσιο της αναζήτησης επαρκώς αντισταθμιστικών εγγυήσεων, υπεισήλθαν κατά κάποιον τρόπο στη θέση του αιτητή, έχοντας πλήρη πρόσβαση στις πληροφορίες και τα στοιχεία, μη δεσμευόμενοι από τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, αλλά δυνάμενοι να επεκτείνουν την έρευνά τους όπου έκριναν αναγκαίο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτού, όχι μόνο διέθεταν αυτά τα δικαιώματα, αλλά και τα άσκησαν πλήρως, ούτως ώστε να δικαιολογηθεί από αυτούς και ο λόγος της μυστικότητας της διαδικασίας. Το ΕΔΑΔ έκρινε πως αυτό ήταν θεμιτό και στοιχειοθέτησε επαρκείς αντισταθμιστικές εγγυήσεις που εξισορρόπησαν τα μειωμένα δικαιώματα άμυνας που διέθετε ο προσφεύγων [.]».
Παρεμβάλλουμε, με τη δική του σημασία για όσα θα ακολουθήσου, ότι μετά από την Regner v. The Czech Republic (ανωτέρω) - και ύστερα από την Πρωτόδικη Απόφαση - εκδόθηκε και η GM v. Orszagos Idegenrendeszeti Főigazgatosag and Others [2022] EUECJ C-159/21 (22 September 2022), όπου επιβεβαιώθηκε, ως απόρροια της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, το δικαίωμα του προσφεύγοντος να έχει δυνατότητα πρόσβασης στο σκεπτικό της διοικητικής απόφασης που τον αφορά καθώς και σε όλα τα στοιχεία στα οποία στήριξε την απόφαση της η διοίκηση, προκειμένου o προσφεύγων να είναι σε θέση να τοποθετηθεί και να εκφέρει ανάλογη γνώμη. Τονίστηκε προσέτι, πως τα δικαιώματα άμυνας δεν είναι απόλυτα και ότι το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο μπορεί να περιοριστεί κατόπιν στάθμισης του δικαιώματος τού προσφεύγοντος για χρηστή διοίκηση και πραγματική προσφυγή, και των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση για τη μη αποκάλυψη, ιδίως εκεί όπου τα συμφέροντα αυτά άπτονται της εθνικής ασφάλειας.
Η GM v. Orszagos Idegenrendeszeti Főigazgatosag and Others (ανωτέρω), αναλύθηκε στην Hussein ν. Δημοκρατίας, Π.Ε. 15/22, ημ. 17.11.22, με το Ανώτατο Δικαστήριο να λέγει και τα ακόλουθα:
«[...] Διευκρινίζεται όμως και πάλι πως ο περιορισμός, κατ' επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, δεν πρέπει να περιάγει τον προσφεύγοντα σε κατάσταση κατά την οποία ούτε ο ίδιος, ούτε ο σύμβουλος του, να είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση του ουσιαστικού περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του φακέλου. Το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες του φακέλου αποσκοπεί στο να έχει ο ενδιαφερόμενος τη δυνατότητα να προβάλει την άποψη του επί των πληροφοριών αυτών και ως προς τη λυσιτέλεια τους για την επίμαχη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 53 και 55).
Ειδικά σε ότι αφορά στη δυνατότητα, ως αντισταθμιστική διαδικαστική εγγύηση, να αποκτά πρόσβαση το ίδιο το δικαστήριο στα στοιχεία που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα, αναφέρθηκαν τα εξής στις αιτιολογικές σκέψεις 57, 58 και 59:
«57. Αφετέρου, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις της Ουγγρικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται επαρκώς διά της παροχής στο αρμόδιο δικαστήριο της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στον φάκελο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου ή του συμβούλου του στις πληροφορίες του φακέλου.
58. Συγκεκριμένα, εκτός του ότι η ευχέρεια αυτή είναι ανεφάρμοστη κατά τη διοικητική διαδικασία, σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης δεν σημαίνει να διαθέτει το αρμόδιο δικαστήριο όλα τα κρίσιμα στοιχεία για να λάβει την απόφασή του, αλλά να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του εκφράζοντας την άποψή του επί των στοιχείων αυτών.
59. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται εξάλλου από το γεγονός ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η πρόσβαση των αρμοδίων δικαστηρίων στις πληροφορίες του φακέλου και η θέσπιση διαδικασιών που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου συνιστούν δύο διακριτές και σωρευτικές απαιτήσεις.»
Αλλά και με την απόφαση στην υπόθεση Regner το ΕΔΔΑ αναγνώρισε μεν, ως επαρκή αντισταθμιστική διαδικαστική εγγύηση, σε συνδυασμό με όλες τις συναφείς εξουσίες του, τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου για άμεση πρόσβαση σε όλα τα διαβαθμισμένα έγγραφα επί των οποίων η διοίκηση βάσισε την απόφαση της, σημείωσε όμως παράλληλα ότι το εθνικό δικαστήριο χωρίς να προσδιορίσει επακριβώς τον κίνδυνο για την ασφάλεια, ή τους λόγους που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση, είχε λάβει υπόψη ότι η κοινοποίηση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη των μεθόδων εργασίας των μυστικών υπηρεσιών και των πηγών των πληροφοριών τους, ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσπάθειες για επηρεασμό πιθανών μαρτύρων [...]».
Επανερχόμαστε στα του πρωτόδικου σκεπτικού, για να καταγράψουμε ότι αποτιμώντας τα Έγγραφα το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί λελογισμένως ότι τούτα αξιολογήθηκαν από τη Διοίκηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε πως παρότι στοιχεία για τον Εφεσείοντα εντοπίστηκαν σε βάση δεδομένων συνεργαζόμενης με την Δημοκρατία χώρας, ως υπόπτου για τρομοκρατική επιχειρησιακή δράση, ήταν επαρκές για να εκδοθεί το Διάταγμα.
Το Διοικητικό Δικαστήριο προσέθεσε - με παραπομπή (μεταξύ άλλων) στις Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Moyo and Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583 - ότι οι πληροφορίες που τέθηκαν στη Διοίκηση, συγκροτούσαν ικανό βάθρο αιτιολόγησης της απόφασης, με την όποια αμφιβολία μπορούσε να σοβεί (και που έτσι κι αλλιώς δεν υποδείχθηκε πως υπήρχε εν τοις πράγμασι), να επενεργεί υπέρ του κράτους στο πλαίσιο του προεξάρχοντος κυριαρχικού του δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος του και κατ' επέκταση τα όποια συναφώς εκδοθέντα διατάγματα κράτησης (δέστε επίσης, Abdalla v. Δημοκρατία, Π.Ε. 96/20, ημ. 8.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A233, Bekefi και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 258, 267-268, Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 718/12, ημ. 26.2.14, ECLI:CY:AD:2014:D151, Rutili v. Ministre de l' Interieur [1975] EUECJ R-36/75 (28 October 1975)).
Παρενθετικώς, δεν παραγνωρίζουμε ότι ο Εφεσείων είχε πληροφορηθεί κατ' ουσίαν για το περιεχόμενο και πηγή των στοιχείων και πληροφοριών που οδήγησαν στην έκδοση του Διατάγματος, μέσω της επιστολής ημερομηνίας 10.1.19 (Παράρτημα 3/Ένσταση), με την τελευταία να παραδίδεται στην δικηγόρο του την 2.4.19 (ως το πρακτικό ίδιας ημερομηνίας εντός του πρωτόδικου φακέλου).
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων, σε συνδυασμό και με το ότι το Διοικητικό Δικαστήριο - έχοντας εξετάσει (και) τα Έγγραφα - προσδιόρισε καταλλήλως τούς (ως εκ της φύσης και έντασης των στοιχείων που τους περιστοίχιζαν), δυνητικούς κινδύνους σχετικώς προς τη φερόμενη επιχειρησιακή τρομοκρατική δράση του Εφεσείοντα, διαφοροποιούν ουσιωδώς τα γεγονότα της παρούσας από εκείνα στην Hussein ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), όπου στη βάση των γεγονότων και εξατομικευμένων αναγκών της υπόθεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο, με κατά νουν και την GM v. Orszagos Idegenrendeszeti Főigazgatosag and Others (ανωτέρω), απέληξε ως εκ της απουσίας περιγραφής «... έστω στη γενικότητας της, για τις επικαλούμενες ενδείξεις και μαρτυρία ...» (περί της δυνητικής επικινδυνότητας του εφεσείοντα για την εθνική ασφάλεια), πως η συνέχιση της κράτησης του κατέστη παράνομη, με συνεπόμενο την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus.
Το Διοικητικό Δικαστήριο ανέλυσε δεόντως και τη θεματική των πιθανών παραβιάσεων του εκ πλευράς Εφεσίβλητων του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν διέκρινε παραβίαση της αρχής της νομιμότητας.
Μήτε και των προειρημένων προνοιών.
Εν προκειμένω, είπε και αυτά το Διοικητικό Δικαστήριο:
«[...] [Έ]χει κριθεί από το ΕΔΔΑ (βλ. απόφαση ημερομηνίας 28.3.2000, Baranowski κατά Πολωνίας) πως οποιαδήποτε σύλληψη ή κράτηση, στις οποίες γίνεται αναφορά στο Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να έχει νόμιμη βάση στο εθνικό δίκαιο, ως συμβαίνει εν προκειμένω με τις υπό αναφορά διατάξεις του Νόμου. Αφετέρου, υπό το φως και της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία εκτίθεται και πιο κάτω, είναι σαφές ότι το Ενωσιακό δίκαιο αναγνωρίζει μεν ότι η κράτηση αιτούντος διεθνούς προστασίας για λόγους εθνικής ασφάλειας αποτελεί εξαιρετικό μέτρο περιοριστικό της ελευθερίας του ατόμου, συνάδει όμως με σκοπό γενικού συμφέροντος, ήτοι συμβάλλει στην προστασία του κράτους και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων. Ως προς το σημείο αυτό, όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-601/15 PPU, «το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ. επ' αυτού απόφαση Digital Rights Ireland C-293/12 C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42)». Στην ίδια υπόθεση εξάλλου επισημάνθηκε ότι παρόλο που τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του Ενωσιακού δικαίου, η ΕΣΔΑ δεν συνιστά, ενόσω η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, «νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης». Επομένως, το κύρος του άρθρου 8 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ πρέπει να εξεταστεί μόνο υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Χάρτη. Τα δε δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 6 του Χάρτη αντιστοιχούν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και οι περιορισμοί που δύνανται να επιβληθούν στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με την διάταξη του άρθρου 6 δεν μπορούν να υπερβαίνουν εκείνους που επιτρέπονται από την ΕΣΔΑ. Ωστόσο, σύμφωνα με γενική ερμηνευτική αρχή, συνεχίζει το Δικαστήριο, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μην θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και, μεταξύ άλλων, και του Χάρτη. Τηρουμένης δε της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί τον σκοπό του άρθρου 8 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, καταλήγει η απόφαση, «διαπιστώνεται ότι μέτρο κράτησης βάσει της διατάξεως αυτής ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικότερου συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση [...]».
Η ως άνω ανάλυση - πρέπουσα ως είναι - συνάδει κατ' αρχήν και με πιο επίκαιρη νομολογία, πέραν εκείνης στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί (Ekole ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Π. 48/22, ημ. 12.12.22, Ανκίτ ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Π. 29/21, ημ. 4.10.21).
Επιπροσθέτως, αρμόζουσα ήταν και η πρωτόδικη αυτοκαθοδήγηση αναφορικώς προς τη στόχευση και μεθοδολογία πραγμάτευσης της νομιμότητας του Διατάγματος κατά το Άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του Ν.6(Ι)/00.
Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε, και ευστόχως, να θυμίσει και υπογραμμίσει συναφώς τα περί ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (των Εφεσίβλητων) σε ζητήματα κρατικής ασφάλειας, υπογραμμίζοντας συν τω χρόνω και τα όρια της δικαστικής επέμβασης στα θέματα αυτά, τα οποία περιορίζονται κατά τη νομολογία, στον αντικειμενικό έλεγχο της νομιμότητας της αφορώσας απόφασης και όχι στην υποκειμενική υποκατάσταση της διοικητικής κρίσης για την επικινδυνότητα του αιτητή (Εφεσείοντα), δίχως εντούτοις να αποτρέπεται την ίδια στιγμή και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των συναφών πληροφοριών, όχι όμως η ουσιαστική εκτίμηση και αξιολόγηση τους ώστε να κριθεί το αν η απόφαση της Διοίκησης ήταν ενδεδειγμένη (Alabdalla ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 81/19, ημ. 20.7.21).
Έχοντας ξεψαχνίσει καθετί που υπεστήριξε ο Εφεσείων σε σχέση προς τον πυρήνα όσων συναποτελούν τους λόγους έφεσης, αποκλίνουμε από τις θέσεις του πως χωρεί ανατροπή της Πρωτόδικης Απόφασης, υπό οποιαδήποτε προβληθείσα αιτιολογία στο εφετήριο.
Προκύπτει αναποδράστως από όλα τα πιο πάνω, ότι η Πρωτόδικη Απόφαση ήταν αμερόληπτη, αρκούντως αιτιολογημένη και διασφαλιστική των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα, εκπορευθείσα (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση), από αρμοδίως δέουσα έρευνα και κατάλληλη εφαρμογή του ισχύοντος ενωσιακού και εθνικού δικαίου επί κάθε εγερθείσας προβληματικής (Κατσαντώνης ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 35/18, ημ. 26.6.24, Shuying ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 64/17, ημ. 7.11.23).
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €3,900.00 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ των Εφεσίβλητων.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/μκε
[1] «9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) Για τη διαπίστωση της ταυτότητας ή της ιθαγένειας·
(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·
(γ) για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτητή για είσοδο στο έδαφος·
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·
(στ) σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013[...]».