ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64.

 

(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 2/2024)

 

30 Οκτωβρίου, 2024.

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, 

ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ,  ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ  Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟN ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2023

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 120/2019 ΜΕΤΑΞΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΗ Γ. ΚΚΕΛΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ, ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 120/2019, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25.01.2024

 

____________________

 

Έ. Παπαγεωργίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Θ. Πιπερή - Χριστοδούλου  (κα),  Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ , Θ. Χ"Λούκας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,  εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Αιτητή.

Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.

 

____________________

Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Στ. Χατζηγιάννη.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Η ανάγκη ορθής ερμηνείας του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος, προέκυψε - όπως διαπιστώσαμε παρέχοντας την αιτούμενη άδεια στον Αιτητή στα πλαίσια της Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αίτηση αρ. 5/2024 ημερ. 23.5.2024 - από την Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 120/2019 ημερ. 25.1.2024. Καλείται το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο,  ερμηνεύοντας ορθά το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, να αποφασίσει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό, κατά πόσο δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση Διατάγματος απαλλοτρίωσης, του οποίου ο σκοπός έχει ήδη επιτευχθεί και που έχει ως αποτέλεσμα την νομιμοποίηση εκ των υστέρων, παρανόμως διενεργηθείσας και ήδη συντελεσθείσας επέμβασης σε ιδιωτική περιουσία.

 

          Τα γεγονότα που πλαισιώνουν την παρούσα υπόθεση, ως και οι δικαστικές διαδικασίες που προηγήθηκαν, έχουν εκτεθεί στην Αίτηση αρ. 5/2024 και έχουν ως ακολούθως:

 

«Το ακίνητο είχε αρχικά απαλλοτριωθεί στις 18.5.2001 και επιταχθεί την 1.6.2001.  Ακολούθησε στις 4.5.2004, ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 682/2003 που καταχώρισαν τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα εναντίον της σχετικής επίταξης,  ως και απόρριψη στις 18.9.2008, της Προσφυγής αρ. 1379/2006 που αφορούσε αίτημα τους για ανάπτυξη του ακινήτου. 

 

Στις 21.3.2008 δημοσιεύθηκε νέα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης του ακινήτου. Το σχετικό  διάταγμα απαλλοτρίωσης, ακυρώθηκε στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 590/2009 και στη συνέχεια, ανακλήθηκε στις 12.9.2014.  Ακολούθως, στις 14.10.2016 δημοσιεύθηκε το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης, εναντίον της νομιμότητας του οποίου, καταχωρίστηκε από τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα, η Προσφυγή αρ. 1470/2016.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεσήμανε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το έργο είχε ήδη ολοκληρωθεί πριν από αρκετό καιρό και εν πάση περιπτώσει, πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος απαλλοτρίωσης, αλλά και πριν την έκδοση του προηγούμενου διατάγματος απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 21.3.2008, το οποίο ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση 590/2009, ημερ. 16.9. 2011 Κκέλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας και στη συνέχεια ανακλήθηκε στις 12.9.2014.  Με πραγματικό υπόβαθρο τα πιο πάνω,  προσδιόρισε πως το ουσιαστικό ερώτημα στο οποίο καλείτο να απαντήσει, συνίστατο, κατ' ερμηνεία του Άρθρου 23 του Συντάγματος,  στο κατά πόσο «ένα διάταγμα απαλλοτρίωσης του οποίου ο σκοπός επιτεύχθηκε πριν την έκδοση του, είναι νόμιμο». 

 

Καθοδηγούμενο από αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων,  κατέληξε πως με βάση τη γραμματική ερμηνεία του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, η εκτέλεση του σκοπού έπεται της απαλλοτρίωσης.  Αυτό επειδή δεν νοείται ούτε είναι αποδεκτό η διοίκηση να επεμβαίνει σε ιδιωτική ακίνητη ιδιοκτησία, χωρίς να έχει προηγηθεί  νόμιμη απαλλοτρίωση.  Οτιδήποτε άλλο ισοδυναμεί, κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με κατάχρηση εξουσίας, ως και με παραβίαση του Άρθρου 23.2 του Συντάγματος.  Ως αποτέλεσμα της κατάληξης του αυτής, το επίδικο Διάταγμα απαλλοτρίωσης ακυρώθηκε.

 

Κατά της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης καταχωρίστηκε η Έφεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Γ. Κκέλη κ.ά., Ε.Δ.Δ. 120/2019. Στις 25.1.2024, το Εφετείο, ασκώντας αναθεωρητική δικαιοδοσία, εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την Έφεση και επεκύρωσε την πρωτόδικη κατάληξη, σημειώνοντας ότι «δεν δύναται να νομιμοποιείται εκ των υστέρων, με διάταγμα απαλλοτρίωσης, παρανόμως διενεργηθείσα και (ήδη) συντελεσθείσα επέμβαση σε ιδιωτική περιουσία» και πως κάτι τέτοιο θα συνιστούσε «ευθεία παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος».

 

 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή εισηγήθηκε πως τόσο με την πρωτόδικη απόφαση, όσο και με την απόφαση του Εφετείου, διαμορφώθηκε ένας επιπλέον αρνητικός όρος που εμποδίζει την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης όταν δημιουργηθούν συνθήκες παράνομης επέμβασης, στοχεύοντας, έτσι, στη νομιμοποίηση προηγούμενης παράνομης απαλλοτρίωσης.  Είναι η θέση της πως τέτοιος όρος δεν βρίσκει έρεισμα στο Σύνταγμα και  το Εφετείο, καταλήγοντας ως ανωτέρω, δεν απέδωσε καμιά βαρύτητα στο γεγονός ότι προϋπήρξαν έγκυρα και νόμιμα διατάγματα απαλλοτρίωσης τα οποία στη συνέχεια ακυρώθηκαν δικαστικά, ότι η διοίκηση όφειλε να επανεξετάσει εκδίδοντας νέα πράξη απαλλοτρίωσης και αποκαθιστώντας την νομιμότητα, ως και ότι το συγκεκριμένο έργο για την διασφάλιση πρόσβασης στην παραλία, αδιαμφισβήτητα κατασκευάστηκε και λειτουργεί προς εξυπηρέτηση δημόσιας ωφέλειας.  Συνακόλουθα, κατέληξε πως με την απόφαση του το Εφετείο προέβηκε σε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 23 του Συντάγματος, το οποίο, ως πηγή δικαίου ανώτερης βαθμίδας, δεν μπορεί να περιοριστεί, καταργηθεί ή τροποποιηθεί με νομολογία,  ακόμα και των Ανωτάτων Δικαστηρίων του Κράτους.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Ενδιαφερομένων Προσώπων αντέτεινε ότι ο σκοπός και/ή ωφέλεια του επίδικου νέου Διατάγματος απαλλοτρίωσης ημερ. 14.10.2016, ο οποίος συνίστατο σε «κατασκευή/διασφάλιση πρόσβασης και/ή δρόμου προς την παραλία παρά τις εγκαταστάσεις Μ.Μ.Α.Δ. στην περιοχή Κάππαρη στο Παραλίμνι»,  ήταν φανταστικός και εξωπραγματικός, αφού ήδη ο δρόμος είχε κατασκευαστεί παράνομα προ πολλών ετών, ως αποτέλεσμα  παράνομης επέμβασης στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των Ενδιαφερομένων Προσώπων και χωρίς απαλλοτρίωση, αφού οι προηγούμενες διαδοχικές απαλλοτριώσεις και επιτάξεις ακυρώθηκαν δικαστικά. Αυτό συνιστά, ως η εισήγηση του, κατάχρηση εξουσίας, αφού η Διοίκηση, αντί να συμμορφωθεί με τις δικαστικές αποφάσεις, με βάση το Άρθρο 146(5) του Συντάγματος, απέβλεψε, με τη νέα απαλλοτρίωση, να νομιμοποιήσει για ακόμη μια φορά εκ των υστέρων, την ήδη παράνομη κατασκευή του δρόμου.  Συνεπώς, ο δήθεν σκοπός της επίδικης νέας απαλλοτρίωσης δεν είναι αληθής, ούτε και προβλέπει μελλοντική δημόσια ωφέλεια. Εισηγείται τέλος, ότι μετά τις δικαστικές ακυρωτικές αποφάσεις, ο Αιτητής κατέστη παράνομος επεμβασίας και όφειλε να αποκαταστήσει τα πράγματα ως είχαν πριν την ακυρωθείσα πρώτη απαλλοτρίωση, ή άλλως να συμφωνήσει δίκαιη και/ή εύλογη αποζημίωση στα πλαίσια του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος.

 

Έχουμε υπόψη το σύνολο των εισηγήσεων των δύο πλευρών, το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, την πρωτόδικη απόφαση, ως και την απόφαση του Εφετείου.

 

Η ουσία τελικά του ερωτήματος, όπως εντοπίζεται στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, έχει ως ακολούθως:

 

«Πολύ εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την ουσία της υπό κρίση διαφοράς, η οποία είναι η απάντηση στο ερώτημα, κατά πόσο ένα διάταγμα απαλλοτρίωσης του οποίου ο σκοπός επιτεύχθηκε πριν την έκδοσή του δύναται να είναι νόμιμο.»

 

 

Συνεπώς, το ενώπιόν μας ερώτημα υπό το πιο πάνω πλαίσιο θα μας απασχολήσει, πάντα υπό το πρίσμα της ερμηνείας του ΄Αρθρου 23.4 του Συντάγματος. Είναι όμως ορθό να τονίσουμε ότι, το κατά πόσο η Διοίκηση επεμβαίνει παράνομα σε ακίνητη περιουσία ιδιώτη και κάτω από ποιες συνθήκες, εξαρτάται πάντοτε, από τα πραγματικά γεγονότα της κάθε υπόθεσης. 

 

Όπως αναφέραμε ανωτέρω, αντικείμενο της παρούσας είναι η ορθή ερμηνεία του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:

 

«ΑΡΘΡΟΝ 23.4:

4. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας δύναται να απαλλοτριωθή αναγκαστικώς υπό της Δημοκρατίας ή υπό της δημοτικής αρχής, ως και υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής και μόνον εις βάρος προσώπων ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα, ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας, προς ους έχει παραχωρηθή τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου και δη μόνον:

(α) προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικώς καθορισθησομένου διά γενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου, όστις θέλει θεσπισθή εντός έτους από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος,

(β) του τοιούτου σκοπού εξειδικευομένου δι' ητιολογημένης αποφάσεως της απαλλοτριούσης αρχής εκδιδομένης κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου, περιλαμβανούσης σαφώς τους λόγους της τοιαύτης απαλλοτριώσεως και

(γ) επί καταβολή τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Η ερμηνεία του Συντάγματος αποτελεί ειδικό και ιδιόμορφο πεδίο της ερμηνείας του δικαίου, πρωτίστως για λόγους που απορρέουν από τις ιδιομορφίες του Συντάγματος έναντι του νόμου. Σύμφωνα με το Σύγγραμμα «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου» 2021, του Ε. Βενιζέλου, το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος με αυξημένη τυπική ισχύ,  όπως και κάθε νομοθετικό κείμενο, έχει ανάγκη από ερμηνεία.  Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα στη σελ. 255:

 

«Το Σύνταγμα, όπως κάθε κείμενο και ιδίως όπως κάθε νομοθετικό κείμενο, έχει ανάγκη από ερμηνεία:  από μία διανοητική διεργασία αναγκαία για την αποκάλυψη του πραγματικού νοήματος των κανόνων του ενόψει των συγκεκριμένων κάθε φορά πραγματικών ή υποθετικών δεδομένων, η νομική ρύθμιση των οποίων πρέπει να γίνει σε επίπεδο συνταγματικών διατάξεων ή ενόψει των κανόνων της κοινής νομοθεσίας που υπόκεινται σε έλεγχο συνταγματικότητας.

 

..........................

 

Στην ερμηνεία του δικαίου το ερώτημα είναι πάντοτε πρακτικό και η απάντηση κανονιστικού χαρακτήρα: quid juris - τι ισχύει και τι επιτάσσεται ως δίκαιο σε μία συγκεκριμένη περίπτωση που προκαλεί την ερμηνεία που υπάγεται στον ερμηνευόμενο κανόνα δικαίου.

 

Εφόσον λοιπόν το Σύνταγμα είναι πρωτίστως νόμος και μάλιστα νόμος θεμελιώδης που περιέχει κανόνες με αυξημένη τυπική ισχύ, στο πεδίο της ερμηνείας του Συντάγματος ισχύει κατ' αρχήν ό,τι ισχύει και στο πεδίο της ερμηνεία του δικαίου γενικότερα.»

 

 

            Όπως εντοπίζεται στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2001) 3 ΑΑΔ 519, στη σελίδα 523:

 

  «Το Σύνταγμα έχει διαχρονικό χαρακτήρα και κάτω από αυτό το πρίσμα ερμηνεύεται. Όταν το κείμενο συνταγματικής διάταξης είναι διαυγές και η σημασία του διάφανη, εκεί τελειώνει και το ερμηνευτικό εγχείρημα.»   

 

 

Αποτελεί περαιτέρω, διαχρονική αρχή της νομολογίας ότι, δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικά ο Νόμος για να προβλέψει για περίπτωση για την οποία σαφώς και αναμφισβήτητα δεν υπάρχει πρόνοια (casus omissus).   Το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να τροποποιεί νομοθέτημα, ούτως ώστε να καλύπτει περιπτώσεις τέτοιας μορφής. Αυτό θα ισοδυναμούσε με  τροποποίηση και όχι με ερμηνεία (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2009) 3 ΑΑΔ 648 και Α. Ζύμπηλος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΕΔΔ 71/2016 ημερ. 26.7.2023).

 

          Με βάση τα πιο πάνω και υπό το φως των προνοιών της παραγράφου 2 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, «Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου  δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου», προκύπτει ότι ο Συντακτικός νομοθέτης προσδιόρισε με σαφήνεια, ακρίβεια και κατ' αποκλειστικό τρόπο, τις προϋποθέσεις  κάτω από τις οποίες το Κράτος και/ή η Διοίκηση ασκεί την εξουσία για απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας και οι οποίες συνίστανται, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 4 του πιο πάνω άρθρου:  α) στην εξυπηρέτηση, μεταξύ άλλων,  σκοπού δημοσίας ωφέλειας, β) ο οποίος (σκοπός) εξειδικεύεται σε αιτιολογημένη απόφαση της απαλλοτριούσας αρχής και γ) με την καταβολή προκαταβολικά, δίκαιας και εύλογης αποζημίωσης.

 

Επομένως, υπό το πρίσμα όλων όσων έχουμε αναφέρει, η κατάληξη του Εφετείου κατά τρόπο απόλυτο, συνιστά, κατά την άποψη μας, ένα επιπρόσθετο όρο που εμποδίζει την έκδοση Διατάγματος απαλλοτρίωσης,  ο οποίος, όμως δεν προβλέπεται από το  Άρθρο 23.4 του Συντάγματος.

 

Περαιτέρω, δεν συμφωνούμε ούτε και  με την κατάληξη του Εφετείου πως η έκδοση του επίδικου Διατάγματος απαλλοτρίωσης συνιστά «ευθεία παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος» το οποίο ορίζει ως ακολούθως:

 

«5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ' όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.»

 

Υιοθετούμε την σχετική  εισήγηση του Αιτητή, πως το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος εξασφαλίζει την σύνδεση της χρήσης της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας, με τον καθορισμένο στην απαλλοτρίωση σκοπό.  Αυτό δηλαδή που επιβάλλεται με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, είναι όπως η απαλλοτρίωση  εξυπηρετεί  τον καθορισμένο στην γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, σκοπό.  Εξ ου και ο νομοθέτης στο ίδιο Άρθρο 23.5 ορίζει στη συνέχεια, την διαδικασία επιστροφής, όταν ο σκοπός δεν καθίσταται εφικτός εντός τριών ετών από την απαλλοτρίωση.  Συνάγεται λοιπόν, ότι το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος,  δεν καλύπτει την υπό συζήτηση περίπτωση.

 

Ερμηνεύοντας το ΄Αρθρο 23.4 του Συντάγματος, καταλήγουμε, εις απάντηση του ενώπιον μας τεθέντος ερωτήματος, πως  το γεγονός ότι ακυρώθηκαν προηγούμενα Διατάγματα απαλλοτρίωσης, ως και ότι το έργο έχει ήδη εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη Διοίκηση, κατ΄ ερμηνείαν του πιο πάνω ΄Αρθρου 23.4,  να εκδώσει νέο Διάταγμα απαλλοτρίωσης. Τούτο δεν εξυπακούει εκ των υστέρων νομιμοποίηση, όπως αντιλήφθηκε το Εφετείο, προεκτείνοντας επί της απόφασής του. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, το νόμιμο συναρτάται σε κάθε περίπτωση από τα γεγονότα που την περιβάλλουν.

 

Κατά τα λοιπά,  το δικαίωμα των Ενδιαφερομένων Προσώπων, για δίκαια και εύλογη αποζημίωση σύμφωνα με το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, αλλά και για οποιαδήποτε τυχόν παράνομη επέμβαση, προς πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους στα πλαίσια πολιτικής αγωγής, είναι δεδομένο. 

 

Σχετική με τα πιο πάνω είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γρηγόρη Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 161, στην οποία προβλήθηκε από τους Εφεσείοντες παρόμοιος ισχυρισμός περί «Παραγνώρισης της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης με την έκδοση του νέου διατάγματος απαλλοτρίωσης».

 

Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι εξειδικεύτηκαν επαρκώς και κατά νόμιμη αιτιολογία οι σκοποί δημόσιας ωφέλειας, γιατί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, ότι δηλαδή «επιβάλλεται για σχολικούς σκοπούς και συγκεκριμένα για τους σκοπούς του Λυκείου Αγίου Σπυρίδωνα στα Κάτω Πολεμίδια της Επαρχίας Λεμεσού», δεν αποτελεί εξειδίκευση του σκοπού απαλλοτρίωσης. Υποστηρίζουν ότι η απαλλοτρίωση έγινε κατά παραγνώριση της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης, ενώ η συνέχιση της χρησιμοποίησης της γης και λειτουργίας του σχολείου συνιστούσε παράνομη πράξη, αφού το προηγούμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης είχε ακυρωθεί εξ υπαρχής. Άρα, συμπεραίνουν οι εφεσείοντες οι εφεσίβλητοι απαλλοτρίωσαν το συγκεκριμένο ακίνητο στην απόπειρά τους να νομιμοποιήσουν με μεταγενέστερη πράξη, παρανομία, χωρίς προηγουμένως να συμμορφωθούν με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, ενεργώς και πλήρως.

 

Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Κατ' αρχάς, άνκαι θεωρούμε ότι οι λόγοι της κάθε απαλλοτρίωσης θα πρέπει να εξειδικεύονται με ικανοποιητική σαφήνεια και με τρόπο που να εξηγείται ο ακριβής λόγος της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης, εν τούτοις, στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι η γνωστοποίηση δεν πάσχει από έλλειψη εξειδίκευσης. Σαφώς στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης αναφέρεται ως λόγος της απαλλοτρίωσης «οι σκοποί του Λυκείου Αγίου Σπυρίδωνα στα Κάτω Πολεμίδια».

 

Δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι η όλη απαλλοτρίωση έγινε με μοναδικό σκοπό τη νομιμοποίηση της παρανομίας. Είναι αλήθεια ότι η απαλλοτρίωση του ακινήτου των εφεσειόντων ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά αυτό δεν καθιστά την προ της ακυρώσεως ανέγερση των οικοδομών παράνομη. Αμέσως μετά την ακύρωση της προηγούμενης απαλλοτρίωσης η διοίκηση προέβη σε διαβήματα για νέα απαλλοτρίωση του ακινήτου των εφεσειόντων. Θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα αν ουσιαστικά αποφασίζαμε ότι ακίνητο του οποίου η απαλλοτρίωση ακυρώθηκε για οιονδήποτε λόγο από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί εκ νέου, αν ανεγέρθηκαν ήδη σ' αυτό, νόμιμα, οικοδομές.

 

Δεν συμφωνούμε ούτε με το επιχείρημα που υπονοείται ότι προς ενεργό συμμόρφωση θα έπρεπε τα κτίρια να κατεδαφιστούν για να κτιστούν, ίσως, εκ νέου, μετά τη νέα απαλλοτρίωση. Αν οι εφεσείοντες θεωρούσαν ότι οι υφιστάμενες επί του ακινήτου τους οικοδομές παραβίαζαν καθ' οιονδήποτε τρόπο το νόμο, μπορούσαν να εγείρουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο αγωγή για παράνομη επέμβαση.

 

Θεωρούμε ότι η νέα απαλλοτρίωση δεν συνιστά απόπειρα κάλυψης της παρανομίας, αλλά ότι ουσιαστικά αποτελούσε μια νόμιμη διέξοδο που είχε η διοίκηση, μετά την ακύρωση της προηγούμενης απαλλοτρίωσης.

 

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικές και λιγότερο επαχθείς λύσεις. Υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι επιλογές της διοίκησης ως προς την προβλεπόμενη φόρμουλα αναλογίας γης, έκτασης, αριθμού μαθητών κλπ., βρίσκονταν εκτός του ακυρωτικού ελέγχου. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως πως πριν την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης διεξήχθη δέουσα έρευνα και μελέτη και αυτό γιατί το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως αγνόησε το γεγονός ότι η ανέγερση του σχολείου είχε γίνει παράνομα και κατά συνέπεια το σχολείο λειτουργούσε παράνομα λόγω της ακυρωτικής απόφασης.

 

Οι εφεσείοντες ουσιαστικά επαναλαμβάνουν το πρώτο τους επιχείρημα. Όπως είδαμε, η ανέγερση των κτιρίων δεν έγινε παράνομα, αφού κατά το χρόνο ανέγερσής τους υπήρχε νόμιμο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Το γεγονός ότι στη συνέχεια το συγκεκριμένο διάταγμα ακυρώθηκε από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν καθιστά την ανέγερση του σχολείου παράνομη.

 

Όσον αυστηρά και αν θα πρέπει να κρίνονται τα θέματα που αφορούν απαλλοτριώσεις, μια και ο θεσμός συνιστά κατ' εξαίρεση επέμβαση στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα της περιουσίας, εν τούτοις, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη διαλεκτική και τον τρόπο σκέψης των εφεσειόντων, στην παρούσα περίπτωση.»

 

(Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

         

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω:

 

 

          Η απόφαση του Εφετείου (ΕΔΔ 120/2019 ημερ. 25.1.2024) λόγω λανθασμένης, ως εξηγήσαμε ερμηνείας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, παραμερίζεται. Το ίδιο και η πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 1470/2016, συμπεριλαμβανομένων και των επιδικασθέντων εξόδων.

 

          Διατάσσεται η επανεκδίκαση της Προσφυγής 1470/2016 από την ίδια Δικαστή κατά προτεραιότητα, προκειμένου να εξετασθούν οι υπόλοιποι εγερθέντες λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι, ως εκ του αποτελέσματος, δεν είχαν εξετασθεί πρωτόδικα.

 

          Τα έξοδα της κατ' Έφεση διαδικασίας, όσο και της παρούσας διαδικασίας, ορίζονται κατ' αποκοπή στο ποσό των €6000 προς όφελος του Αιτητή και εναντίον των Ενδιαφερομένων Προσώπων. Σε ό,τι αφορά τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμά της.

 

 

 

                                            Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο