ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.159/19)
14 Οκτωβρίου, 2024.
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΝΑ ΜΑΚΡΗ,
Εφεσείουσας/Aιτήτριας,
και
ΔΗΜΟΥ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητου/Καθ' ου η Αίτηση.
-------------------------
Κ. Μελάς για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ για την Εφεσείουσα/Αιτήτρια.
Γ. Βαλιαντής με Χρ. Παρασκευά (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο/Καθ' ου η Αίτηση.
Κ. Χρίστου με Ορ. Σπαρτιάτη για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
------------------------
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το ιστορικό της υπόθεσης μέσω προηγουμένων διαδικασιών είναι ιδιαιτέρως μακρύ και πολύπλοκο αφού καλύπτει και τις επιπλοκές που έλαβαν χώρα μεταξύ των συνιδιοκτητών (μέλη της ίδιας οικογένειας, εκ των οποίων ο ένας ήταν το Ε.Μ.) επί του επιδίκου ακινήτου στην Κάτω Λακατάμια.
Σχετικές ήσαν κυρίως η απόφαση στην Προσφυγή 1014/08, Άννα Μακρή ν. Δήμου Λακατάμιας κ.ά., ημερ.28.2.13 και η επ' αυτής Αναθεωρητική Έφεση 51/13, Δημοκρατία ν. Μακρή, ημερ.9.10.19, καθώς και η Προσφυγή 419/10 με την ίδια Αιτήτρια εναντίον όμως της χορήγησης αδείας ανέγερσης κατοικίας, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου μέρους (πολεοδομικής άδειας). Επίσης σχετικές ήσαν οι Προσφυγές 442/10 και 818/12 για παρεμφερή θέματα. Ακόμα υπήρξε και μεταξύ των συνιδιοκτητών πολιτική διαδικασία σε σχέση με μεταξύ τους συμφωνία διαχωρισμού.
Παρά την πολυπλοκότητα, ωστόσο, των διαδικασιών η ουσία της διαφοράς όπως διαμορφώθηκε πρωτοδίκως στην παρούσα Προσφυγή, ήτοι την 420/10, αφορά την εκδοθείσα άδεια οικοδομής, η οποία ακολούθησε την έκδοση πολεοδομικής αδείας η οποία ήταν το αντικείμενο της Προσφυγής 419/10.
Σημειώνεται πως η Εφεσείουσα είναι μια εκ των τριών συνιδιοκτητών και οι διαφορές της με τους συνιδιοκτήτες προέκυψαν τόσο σε σχέση με την άδεια διαχωρισμού, αλλά και με τις λοιπές άδειες που εξασφάλισαν οι συνιδιοκτήτες αδέλφια της Εφεσείουσας, και συγκεκριμένα του Ε/Μ στο επίδικο ακίνητο.
Το σκεπτικό και η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της Προσφυγής είναι σημαντικό να μεταφερθεί αυτούσια ώστε να γίνουν αντιληπτά τα παράπονα της Εφεσείουσας ως καταγράφονται στους πέντε λόγους έφεσης. Αναφέρει, λοιπόν, το Διοικητικό Δικαστήριο τα ακόλουθα:
«Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω και με δεδομένο ότι, δεν έχει προωθηθεί, στην παρούσα προσφυγή, κανένας λόγος ακυρώσεως, ο οποίος να αφορά σε ζητήματα που ορίζονται με την παρούσα επίδικη άδεια οικοδομής, τα οποία να επεκτείνονται πέραν των ζητημάτων, τα οποία καθορίζονται με την πολεοδομική άδεια ή αφορούν στο νόμιμο της έκδοσης της τελευταίας (βλ. σχετικά απόφαση ημερομηνίας 6.7.2018 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 42/2012 Δήμος Γεροσκήπου και Primetel Public Co Ltd) και ότι η πολεοδομική άδεια αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σε άλλη Προσφυγή ενώπιον άλλου Δικαστή (Προσφυγή Αρ. 419/2010) δεν υπάρχει η δυνατότητα στο Δικαστήριο να επέμβει, αφού το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να ελέγξει παρεμπιπτόντως (και) την νομιμότητα οποιασδήποτε άλλης απόφασης, πέραν από της ενώπιον του ως επίδικης. Συνεπώς, με δεδομένο ότι η εδώ επίδικη απόφαση εδράζεται σε πολεοδομική άδεια (αυτοτελή πράξη για όλους τους σκοπούς, βλ. Ζαντής ν. Επάρχου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4841, εκεί σελ. 4844) η οποία δεν έχει (έστω ακόμη) ακυρωθεί και είναι αντικείμενο άλλης προσφυγής, ενώ δεν εγείρονται, με τους λόγους ακυρώσεως ζητήματα, τα οποία να επεκτείνονται πέραν των οριζόμενων ήδη με την πολεοδομική άδεια (ή τα οποία είναι προϋπόθεση αυτής), επί της οποίας βασίζεται η εδώ επίδικη άδεια οικοδομής, η προσφυγή δεν μπορεί, επί της ουσίας της, να επιτύχει.»
(Ο τονισμός είναι δικός μας).
Μετά την εκκαλούμενη απόφαση, έχει διαπιστωθεί πως η Προσφυγή 419/10 ομού με την 442/10 έχει εκδικαστεί και έχει εκδοθεί απόφαση στις 31.7.20 με την οποία η Αιτήτρια (δηλαδή η εδώ Εφεσείουσα) έχει πετύχει στην προσφυγή της. Ουδεμία έφεση έχει υποβληθεί, συνεπώς η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη.
Ενώ οι λόγοι έφεσης είναι πέντε, στην πραγματικότητα πλήττουν με διαφορετική διατύπωση το ίδιο εύρημα το οποίο υπήρξε ο πυρήνας της απόρριψης της προσφυγής της Εφεσείουσας καθότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η ύπαρξη πολεοδομικής άδειας δεν διασώζει τη νομιμότητα της άδειας οικοδομής αφού και οι δύο άδειες έχουν ως έρεισμα το ειδικό πιστοποιητικό έγκρισης του διαχωρισμού του επίδικου ακινήτου, το οποίο ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου στην Προσφυγή 1014/08.
Η θέση της Εφεσείουσας έγκειται ακριβώς στο ότι η άδεια οικοδομής ως ανεξάρτητη πράξη από την πολεοδομική άδεια στηριζόμενη και αυτή στην ακυρωθείσα απόφαση για το ειδικό πιστοποιητικό έγκρισης διαχωρισμού, πρέπει να ακυρωθεί εξαιτίας της εν λόγω ακύρωσης, ανεξαρτήτως της μη ακύρωσης της πολεοδομικής άδειας.
Στην αντίπερα όχθη, ο Εφεσίβλητος Δήμος υιοθετεί πλήρως ως ορθή την πρωτόδικη προσέγγιση.
Πριν να ασχοληθούμε με την ουσία των ισχυρισμών των δύο πλευρών, θα πρέπει να καταγράψουμε πως η Αναθεωρητική Έφεση 51/13 (ως άνω), εξετάστηκε και εξεδόθη απόφαση σε αυτή η οποία, θυμίζουμε, αφορούσε την Προσφυγή 1014/08. Η απόφαση είχε ημερομηνία 9.10.19 και ήταν μεταγενέστερη της εκκαλούμενης απόφασης.
Σκόπιμο είναι να θέσουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
«Η έκδοση του πιο πάνω ειδικού πιστοποιητικού έγκρισης (στο εξής το Πιστοποιητικό) γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη με επιστολή ημερ. 16.4.2008, η οποία αντέδρασε με την υπ΄ αρ. 1014/2008 προσφυγή για ακύρωση τόσο της απόφασης για παραχώρηση στον αδελφό της Ξ. Δημοσθένους του Πιστοποιητικού όσο και της προηγηθείσας θετικής γνωμοδότησης της Τριμελούς Επιτροπής προς την Αρμόδια Αρχή. Η προσφυγή τελικά είχε επιτυχή κατάληξη και στα δύο της σκέλη εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη βασική θέση της εφεσίβλητης ότι κατά το χρόνο έκδοσης του Πιστοποιητικού δεν υπήρχε σε ισχύ η υπ΄ αρ. 5χχ2 άδεια διαχωρισμού λόγω του ότι οι συνιδιοκτήτες του κτήματος είχαν ζητήσει από το 1987 «να θεωρηθεί ως ακυρωθείσα» και κατά συνέπεια η εν λόγω άδεια θα έπρεπε να θεωρηθεί από τη Διοίκηση ως λήξασα και ανύπαρκτη.
Η εφεσείουσα (καθ΄ ης η αίτηση 2 πρωτοδίκως) θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την υπό κρίση έφεση επιδιώκει τον παραμερισμό της στη βάση δύο Λόγων Έφεσης. Ο πρώτος, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η άδεια διαχωρισμού 5χχ2 είχε λήξει και ήταν ανύπαρκτη και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως βάση για θετική γνωμάτευση προς έκδοση του Πιστοποιητικού και, ο δεύτερος, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ορθά ο Δήμος Λακατάμειας απέρριψε την αίτηση του Ξ. Δημοσθένους στις 21.4.2013 για ανανέωση της εν λόγω άδειας.
Οι δύο πιο πάνω Λόγοι Έφεσης προωθήθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας με περίγραμμα αγόρευσης, το περιεχόμενο του οποίου υιοθέτησε και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Και αυτό με άξονα τη θέση ότι η άδεια διαχωρισμού 5χχ2, η οποία αποτέλεσε το υπόβαθρο για έκδοση του Πιστοποιητικού, ήταν σε ισχύ κατά πάντα ουσιώδη χρόνο. Με αυτό ως δεδομένο, εισηγήθηκε ότι ενόψει της (προφορικής) συμφωνίας των συνιδιοκτητών του κτήματος ημερ. 5.2.1986 και της ανέγερσης στο κτήμα κατοικιών κατόπιν αιτήσεων και των τριών συνιδιοκτητών και της συνακόλουθης δημιουργίας δικαιωμάτων και ευμενών γι΄ αυτούς εννόμων αποτελεσμάτων, μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσαν να αρθούν τα εν λόγω δικαιώματα. Επιπροσθέτως τούτου, διατύπωσε και την εισήγηση ότι η απόρριψη της αίτησης του Ξ. Δημοσθένους από την Αρμόδια Αρχή, στις 21.4.2003, για ανανέωση της επίδικης άδειας, ήταν παράνομη και αναιτιολόγητη ενόψει και του γεγονότος ότι ήταν σε γνώση της Αρμόδιας Αρχής η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 8658/1993 με την οποία αναγνωρίστηκε η ισχύς της μεταξύ των συνιδιοκτητών (προφορικής) συμφωνίας ημερ. 5.2.1986 για διαχωρισμό του κτήματος.
Διαμετρικά αντίθετες βεβαίως είναι οι θέσεις της εφεσίβλητης, η οποία με το περίγραμμα αγόρευσης της υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.
Έχουμε διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε και τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων επί των εγειρόμενων με την έφεση θεμάτων. Να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι ο Νόμος θεσπίστηκε για να επιλύσει - κατ΄ εξαίρεση - το πρόβλημα μεγάλου αριθμού οικοδομών που είχαν ανεγερθεί κατόπιν άδειας της αρμόδιας αρχής, πλην όμως δεν μπορούσε να εκδοθεί γι΄ αυτές πιστοποιητικό έγκρισης δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, «λόγω διαφόρων τροποποιήσεων ή άλλων αλλαγών που έγιναν πέραν από τα συγκεκριμένα σχέδια της εκδοθείσας άδειας οικοδομής ή και άλλων παρατυπιών» (βλ. Προοίμιο του Νόμου). Προς επίλυση λοιπόν του μεγάλου αυτού προβλήματος, ο Νόμος προβλέπει, με διατάξεις προσωρινής ισχύος, την έκδοση ειδικού πιστοποιητικού έγκρισης το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης, η οποία εξετάζεται από την προβλεπόμενη από το Νόμο Τριμελή Επιτροπή, η θετική γνωμάτευση της οποίας δεσμεύει την αρμόδια αρχή προς έκδοση του πιστοποιητικού (άρθρα 3, 4, 5 και Πίνακα του Νόμου).
Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου (άρθρο 2(1)) ορίζεται ότι:-
«παρατυπία» σε σχέση με υφιστάμενη οικοδομή ή υπό δημιουργία οικόπεδο σημαίνει τη μη τήρηση οποιουδήποτε από τους όρους άδειας της εν λόγω οικοδομής ή άδειας διαίρεσης του εν λόγω υπό δημιουργία οικοπέδου ή την επέκταση ή προσθήκη, την αλλαγή χρήσης ή τη μετατροπή της οικοδομής κατά παράβαση των εγκριθέντων σχεδίων.
«υπό δημιουργία οικόπεδο» σημαίνει τεμάχιο γης που έχει προκύψει μόνο κατόπιν άδειας διαχωρισμού δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου και αφορά διαίρεση γης σε χωριστά οικόπεδα και για το οποίο δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή»
Επιπροσθέτως των πιο πάνω ερμηνευτικών διατάξεων, σημαντικό για την τύχη της υπό κρίσης έφεσης είναι και το άρθρο 5(10) του Νόμου το οποίο προνοεί πως το ειδικό πιστοποιητικό έγκρισης «δύναται να εκδοθεί μόνο αφού υλοποιηθούν οι προϋποθέσεις, οι όροι και περιορισμοί που προβλέπονται στον Πίνακα του παρόντος Νόμου». Συναφώς η παρ. 2 του Πίνακα προνοεί πως το εν λόγο πιστοποιητικό μπορεί να εκδοθεί αναφορικά με «Παρατυπίες που αφορούν υφιστάμενες οικοδομές σε υπό δημιουργία οικόπεδα, των οποίων οι άδειες εκδόθηκαν με βάση τις διατάξεις του Νόμου, και οι οποίες έχουν λήξει, χωρίς να ολοκληρωθούν επί τόπου οι απαιτούμενες από την άδεια κατασκευαστικές εργασίες.».
Έχοντας διεξέλθει το Προοίμιο και τις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου, ως επίσης και τη γενικότερη δομή των προνοιών του, καταλήξαμε πως σύμφωνα με το Νόμο η έκδοση του επίδικου Πιστοποιητικού προϋπόθετε την ύπαρξη σε ισχύ άδειας διαχωρισμού. Είναι στη βάση της θεώρησης ύπαρξης τέτοιας άδειας που εκδόθηκε το επίδικο Πιστοποιητικό, χωρίς την ύπαρξη της οποίας το Πιστοποιητικό δεν θα είχε εκδοθεί. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι κατά πόσο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «φαίνεται να εξέλειπε και εξαφανίστηκε οτιδήποτε είχε σχέση με την άδεια που είχε εκδοθεί κατά το 1987 και, συνακόλουθα, η άδεια εκείνη δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή ως βάση για θετική γνωμάτευση προς έκδοση Ειδικού Πιστοποιητικού και προς επιβολή ανάλογων όρων που εκπήγαζαν από την άδεια εκείνη την οποία η αρμόδια Αρχή θεωρούσε, όχι απλά ως λήξασα, αλλά ως ανύπαρκτη» είναι εσφαλμένο, όπως είναι και η θέση της εφεσείουσας με τους δύο Λόγους Έφεσης. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική. Και αυτό για τους κάτωθι λόγους.
Η επίδικη άδεια - η υπ΄ αρ. 5χχ2 ημερ. 12.1.1987 - εκδόθηκε κατόπιν κοινής αίτησης των συνιδιοκτητών του κτήματος οι οποίοι, και πάλιν από κοινού, ζήτησαν την ακύρωση της εφόσον όπως εξηγούσαν δεν ήταν εφικτή η τήρηση των όρων της. Με αυτό ως δεδομένο, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο αυτή είχε ακυρωθεί ή απλά είχε λήξει, με την προοπτική αναβίωσης της στο μέλλον και εφόσον βέβαια θα τηρούνταν από τους συνιδιοκτήτες του κτήματος οι όροι της. Λαμβανομένου όμως υπόψιν ότι ακολούθησε νέα (κοινή) αίτηση των συνιδιοκτητών βάσει της οποίας εκδόθηκε νέα άδεια διαχωρισμού του κτήματος - η υπ΄ αρ. 0χ6 ημερ. 6.3.1990 - με διαφορετικό αυτή τη φορά περιεχόμενο και ρύθμιση, δεν αφήνεται περιθώριο ότι η δεύτερη άδεια προκάλεσε την ανάκληση και οριστική κατάργηση της επίδικης άδειας (της υπ΄ αρ. 5χχ2). Κατά συνέπεια το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι εξέλειπε και εξαφανίστηκε οτιδήποτε είχε σχέση με την άδεια που είχε εκδοθεί κατά το 1987 και ότι η άδεια εκείνη δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή ως βάση για θετική γνωμάτευση προς έκδοση ειδικού πιστοποιητικού και επιβολή ανάλογων όρων που εκπήγαζαν από την άδεια εκείνη, είναι ορθό και προς τούτο παραπέμπουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 199:-
«Ως ανάκλησις της διοικητικής πράξεως νοείται η άρσις του περιεχομένου αυτής δια μεταγενεστέρας πράξεως. Το ανακλητικόν αποτέλεσμα δεν συναρτάται αναγκαίως προς την χρήσιν ρητής σχετικής διατυπώσεως εν τη ανακλητική πράξη, αλλά δύναται να προκύπτει και εμμέσως εξ΄αυτής: 721 (34), 1312 (53), 1222 (54). η έκδοσις νεωτέρας πράξεως ρυθμιζούσης το αυτό αντικείμενον δύναται επίσης, εφ' όσον ο νόμος δεν απαιτεί έκδοσιν τυπικής πράξεως ανακλήσεως, να θεωρηθεί ως αποτελούσα έμμεσον ανάκλησιν της πρώτης: 127 (45)».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, η συμπερίληψη της ανακληθείσας άδειας αρ. 5χχ2 στα στοιχεία που απετέλεσαν τη βάση του αιτήματος του ΕΜ Ξ. Δημοσθένους για εξασφάλιση ειδικού πιστοποιητικού έγκρισης κατέστησε παράνομη την όλη διαδικασία λόγω παράβασης των σχετικών διατάξεων του Ν.229(Ι)/2004, o οποίος προϋπέθετε την ύπαρξη έγκυρης άδειας διαχωρισμού. Αναφορικά δε με τη γνωμάτευση της Τριμελούς Επιτροπής και την επακολουθήσασα (δέσμια) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, αυτές είναι παράνομες όχι μόνο γιατί εκδόθηκαν κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου αλλά και λόγω πλάνης περί τα πράγματα.
Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι ήταν σε γνώση της Αρμόδιας Αρχής η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 8658/1993, με την οποία αναγνωρίστηκε η ισχύς της μεταξύ των συνιδιοκτητών προφορικής συμφωνίας ημερ. 5.2.1986 και τα εξ αυτής δημιουργηθέντα δικαιώματα λόγω και της ανέγερσης κατοικιών στο κτήμα, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι με το επιχείρημα αυτό εγείρεται θέμα εκτός του πλαισίου των δύο Λόγων Έφεσης και ως εκ τούτου το θέμα αυτό δεν είναι προς εξέταση.»
(Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Κατ' ακολουθίαν του πιο πάνω σκεπτικού η έφεση της Δημοκρατίας εκρίθη αβάσιμη και απορρίφθηκε.
Στη συνέχεια - στις 31.7.20 εξεδόθη η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Συν. Προσφυγές 419/10 και 442/10, με την οποία ομοίως ακυρώθηκαν τόσο η πολεοδομική άδεια όσο και σχετικός όρος - σημείωση επί της άδειας. Ο λόγος της ακύρωσης ήταν η προηγηθείσα ακύρωση της άδειας διαχωρισμού, η οποία ήταν η προϋπόθεση για τις επόμενες άδειες και η οποία είχε ακυρωθεί από την Προσφυγή 1014/08 με το επικυρωτικό αποτέλεσμα στην ως άνω Α.Ε. 51/13.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στην παρούσα προσφυγή, έκρινε ακριβώς ότι η υπό αμφισβήτηση άδεια οικοδομής ήταν τόσο άμεσα συνδεδεμένη με την προηγηθείσα πολεοδομική άδεια και δεν μπορούσε αυθύπαρκτα να εξεταστεί με αποτέλεσμα να απορρίψει την προσφυγή.
Δεν θα διαφωνήσουμε πως η άδεια οικοδομής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις προηγηθείσες άδειες, οι οποίες όμως ακυρώθηκαν εν τέλει με τις δικαστικές αποφάσεις, όπως εξηγείται ανωτέρω με πράξη ακύρωσης της άδειας διαχωρισμού. Το αλληλένδετο των ακυρώσεων μοιραία οδηγεί και σε ακύρωση του αντικειμένου της Προσφυγής 420/10.
Σύμφωνα με τα «Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959», σελ.280 αναφέρεται:
«Ακυρουμένης πράξεώς τινός, συνακυρούνται, και άνευ ρητής απαγγελίας, πάσαι αι μεαγενέστεραι επί ταύτης στηριζόμεναι: 1063(39), 2436(52), συμπροσβαλλομένης δε και τοιαύτης τινός πράξεως, απαγγέλλεται άνευ ιδίας ερεύνης η ακύρωσις και ταύτης. Ούτω: Ακυρουμένης πράξεως, εφ' ης εστηρίχθη διαταγμά τι, αποβαίνει και τούτο ακυρωτέον: 558(46), 468(47), 1709, 1717 (57). .»
(Βλέπετε, επίσης, Νεοφύτου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ.478 στην οποία επίσης τονίστηκε πως οι άδειες είναι απόλυτα συναφείς).
Έχουμε ακούσει με προσοχή όσα ανέφερε ο κ. Βαλιαντής σήμερα ενώπιον μας, πως δηλαδή δεν είναι δυνατόν το παρόν Δικαστήριο να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση για λόγους ακύρωσης ή/και για λόγους έφεσης που δεν προβλήθηκαν, επικαλούμενος την Χατζησυμεού ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 536. Πλην, όμως, θεωρούμε ότι αφ΄ ης στιγμής το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης αφορούσε ακριβώς το αλληλένδετο των ακυρώσεων, θέμα που προβάλλεται στην έφεση, είναι δυνατό να επέμβουμε στην πρωτόδικη δικανική κρίση.
Ως αποτέλεσμα η έφεση επιτυγχάνει με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, εν όψει των εξελίξεων που επεσυνέβησαν με την έκδοση των ως άνω αποφάσεων.
Συνεπώς η απορριπτική απόφαση για την προσφυγή παραμερίζεται και ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη άδεια ακυρώνεται[1].
Ομοίως ακυρώνεται και η σχετική διαταγή για έξοδα.
Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας συνολικά υπολογιζόμενα εκ ποσού €4.000-, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Σ.Θ.
[1] Απασχόλησε τους συνηγόρους σε συνάρτηση με την εφαρμογή της απόφασης, η νέα νομοθεσία που αφορά τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Νοείται ότι είναι αναλογικά σχετικές, οι πρόνοιες που περιλαμβάνονται ιδίως στο άρθρο 101(2)(στ) του περί Επαρχιακών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης Νόμου του 2022, Ν.37(Ι)/22 ως τροποποιήθηκε και στο άρθρο 30 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96, ως τροποποιήθηκε.