ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.153/19)
4 Οκτωβρίου, 2024
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
EVZONAS HOTEL CO LTD,
Εφεσείουσας/Αιτήτριας,
ν.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ,
Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η Αίτηση.
------------------------
Μ. Εύζωνα (κα) για την Εφεσείουσα/Αιτήτρια
Δ. Παυλίδης (κος) και Μ. Νικολάου (κος), για Δημήτρης Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους/Καθ' ων η Αίτηση
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η προσφυγή της Εφεσείουσας/Αιτήτριας έναντι της επιβολής φόρων Κοινοτικής Υπηρεσίας εκ ποσού €300-, με κοινοποίηση το 2017, εκ μέρους των Εφεσίβλητων/Καθ' ων η Αίτηση, κρίθηκε απορριπτέα στη βάση του ότι, εν αντιθέσει με την εισήγηση της Εφεσείουσας, η πράξη ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας η οποία συμπληρώνεται από στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κρίθηκε ακόμη πως το Εφεσίβλητο Συμβούλιο κινήθηκε εντός των ορίων της διακριτικής του εξουσίας με την απόφαση του να θέσει αντικειμενικά κριτήρια για την επιβολή της επίδικης εισφοράς, κριτήρια τα οποία είναι εύλογα και δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Απασχόλησε ειδικά ο περί Κοινοτήτων Νόμος, Ν.86(I)/99, και δη τα άρθρα 2 και 83(ιζ)[1] και οι Κανονισμοί 230-323 των περί Διοίκησης των Τοπικών Υποθέσεων (Γεν.) Κανονισμών του Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμυθιάς του 2002 (Κ.Δ.Π.294/02) οι οποίοι υιοθετήθηκαν με την Κ.Δ.Π.440/02 από το Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας[2].
Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σ' όλες τις εκφάνσεις και πτυχές της προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης, γενικά ότι πρόκειται για λανθασμένη κρίση (Λόγος έφεσης 1), ότι κακώς θεωρήθηκε πως το Συμβούλιο προέβη σε εύλογη διερεύνηση και ότι δεν κλονίσθηκε το τεκμήριο της κανονικότητας της πράξης (Λόγος 2), ότι λανθασμένα θεωρήθηκε πως η αιτιολογία προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (Λόγος 3), ότι ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης δεν ευσταθούσε και ότι όσα ανέφερε ήταν γενικά και αόριστα. (Λόγος 4), λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει όλους τους λόγους ακύρωσης (Λόγος 5) και ότι πρόκειται για ουσιώδη παράλειψη η μη τήρηση άρτιου πρακτικού κατά παράβαση του άρθρου 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99) εν τη εννοία ότι δεν καταγράφησαν και δεν λήφθηκαν υπόψη άλλοι φόροι που επεβλήθησαν στην Εφεσείουσα (Λόγος 6).
Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι απόλυτα συναφείς. Όπως επίσης και ο τρίτος λόγος που αφορά το θέμα της αιτιολογίας. Συνεπώς οι τρεις πρώτοι λόγοι θα εξετασθούν σε κοινό πλαίσιο αφού, ακριβώς πλήττουν το κύριο συμπέρασμα της ευπαίδευτης Πρωτόδικης Δικαστού πως και δέουσα έρευνα συνετελέσθη και επαρκής αιτιολογία υπήρξε.
Το πρώτο που όφειλε να λάβει υπόψη το Εφεσίβλητο Συμβούλιο ήταν πως η Εφεσείουσα ήταν ιδιοκτήτρια και διαχειρίστρια τουριστικής μονάδας δυναμικότητας 60 κλινών κατά το έτος 2017. Με απόφαση του το Κοινοτικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει την επιβολή εισφοράς για κοινοτικές εργασίες κατηγοριοποιώντας βάσει κριτηρίων την επιβολή εισφοράς.
Από όσα αναφέρονται πρωτοδίκως, σε συνεδρία του Συμβουλίου ημερ.5.7.17, αποφασίστηκε για τις ξενοδοχειακές μονάδες ότι:
«το ύψος της επιβαλλόμενης φορολογίας δεν μπορεί να επιβληθεί αναλογικά με το κόστος αυτού ή το μέγεθος (κλίνες) υποστατικού, λόγω του απαγορευτικού της νομοθεσίας ότι δεν μπορεί να επιβληθεί φορολογία πέραν των €854,00. Καθορίζεται ότι ο τρόπος υπολογισμού και επιβολής της ετήσιας εισφοράς για κοινοτικές υπηρεσίες υπολογίζεται με επιβολή ποσού €5,00 κατά κλίνη, για όλες τις ξενοδοχειακές μονάδες. Σημαντική σημείωση είναι όπως σε καμία περίπτωση δεν θα επιβληθεί ονομαστικά σε κάτοχο ετήσιας εισφοράς για Κοινοτικές Υπηρεσίες, πέραν του ποσού των €854,00". Στην αιτήτρια επεβλήθη το ποσό των €300 ως φόρος Κοινοτικών Υπηρεσιών για το έτος 2017 (60 κλίνες x €5).»
Διαφαίνεται από το συναφές πρακτικό πως το Συμβούλιο έθεσε αντικειμενικά κριτήρια, ήτοι το είδος των υποστατικών και ειδικά για ξενοδοχειακές μονάδες τον αριθμό κλινών. Καθόλα εύλογο και αντικειμενικό κριτήριο.
Είναι αλήθεια πως θα ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε πειστικότερο κριτήριο από το πιο πάνω που αφορά τόσο το είδος του υποστατικού όσο και το μέγεθος του, συναρτώμενο με το εισοδηματικό μέγεθος των κλινών αυτού.
Η δε έρευνα που συσχετίσθηκε με τα ως άνω κριτήρια διενεργήθηκε μέσα στα πλαίσια που ορίζει η νομολογία (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ.447). Ορθό είναι επίσης πως τα ανταποδοτικά τέλη, όπως τα κοινοτικά τέλη, επιβάλλονται υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει η τήρηση αναλογίας και μέτρου (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ.150), κάτι που εδώ τηρήθηκε.
Όπως έχουμε επαναλάβει πρόσφατα στην υπόθεση Κωνσταντινίδη ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου Ε.Δ.Δ.93/16, ημερ.11.9.23, η έκταση και η μορφή έρευνας είναι συνυφασμένη με τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης. Το δε κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας αφορά τη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων που παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Είναι σαφές με τα ως άνω αναφερόμενα πως η έρευνα υπήρξε επαρκής και πλήρης.
Αναφορικά με το θέμα της αιτιολογίας παραθέτουμε τις σχετικές νομολογιακές αρχές όπως έχουν εκφραστεί στη Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς v. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).»
Η δε επάρκεια της αιτιολογίας προκύπτει ως άμεση απόρροια τήρησης εύλογων κριτηρίων και της αρχής της αναλογικότητας ως προϋπόθεση πως υφίσταται άσκηση χρηστής Διοίκησης.
Όσον αφορά τη συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου τονίζουμε ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία είναι με σαφήνεια και με άρρηκτο τρόπο συνδεδεμένα με τη διοικητική απόφαση (Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών Ε.Δ.Δ.189/19, ημερ.10.12.20). Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση αφού τα στοιχεία του φακέλου για τη φύση και το είδος του ακινήτου είναι άριστα συνδεδεμένα με την επιβολή του επίδικου τέλους.
Εξάλλου, τίποτα ουσιαστικό δεν προβλήθηκε από την πλευρά της Εφεσείουσας ώστε να ανατρέπει τη νόμιμη δυνατότητα να συμπληρωθεί η αιτιολογία από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ.145).
Συνεπώς ορθά αποφάσισε σχετικά η Πρωτόδικη Δικαστής. Η κρίση της ήταν εντός των θεμιτών πλαισίων και δεν χωρεί επέμβαση επ' αυτής.
Ερχόμενοι στην εξέταση του τέταρτου λόγου, ομοίως θα τονίσουμε πως ισχύουν τα πιο πάνω, αφού η υιοθέτηση κριτηρίου σε συνάρτηση με το υποστατικό, την κατηγορία, το είδος και το μέγεθος του αποκλείει τη θέση πως η Εφεσείουσα έτυχε άνισης μεταχείρισης.
Σε σχέση με τον πέμπτο λόγο παρατηρούμε πως το παράπονο της Εφεσείουσας ότι δεν εξετάσθηκαν όλοι οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Οι λόγοι περί ύπαρξης πλάνης περί των πραγμάτων ή άλλοι συναφείς ισχυρισμοί περικλείονται ουσιαστικά στο πλαίσιο εξέτασης της ύπαρξης εύλογης έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας και δεν είχαν αυθύπαρκτη οντότητα.
Σε σχέση με τον έκτο λόγο, ότι δηλαδή δεν λήφθηκαν υπόψη άλλοι φόροι που τυχόν επεβλήθηκαν στην Εφεσείουσα, παρατηρούμε ότι στην επίδικη συνεδρίαση τονίστηκε το ανώτατο όριο επιβολής που ήταν το ποσό των €854- σε συνάρτηση με το ποσό των €300- το οποίο ήταν το ποσό των επίδικων τελών. Η κατάταξη αυτή αφ' εαυτής επιτρέπει στο επιβάλλον όργανο να λάβει υπόψη τυχόν άλλες φορολογίες, υπό την έννοια, όπως σημειώνει, να μην ξεπερνά το ποσό των €854-.
Σε συνάρτηση με τη γενικότερη θέση που προβλήθηκε από την κα Εύζωνα ενώπιόν μας για το μη άρτιο ή ατελές πρακτικό, δεν συμφωνούμε πως στην κρινόμενη περίπτωση το θέμα έχει τη δυναμική και την ισχύ που εισηγείται η πλευρά της Εφεσείουσας. Είναι σαφές από τα πιο πάνω πως το θέμα συναρτάτο με την εν γένει αιτιολογία και έρευνα που εξετάστηκε επιμελώς από το Διοικητικό Δικαστήριο. Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονείται ότι το βάρος απόδειξης πως τα πρακτικά δεν είναι πλήρη ή επαρκή το φέρει ο Εφεσείων (ALPHA PANARETI GOLF CLUB LTD και Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά., Ε.Δ.Δ.81/17, ημερ.25.1.24). Βάρος το οποίο προφανώς εν προκειμένω δεν απέσεισε.
Έχοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη, θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κρίση ήταν εύλογη και δεν αφήνει περιθώρια επέμβασης μας σ' αυτήν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.500-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Σ.Θ.
[1] (ιζ) Να επιβάλλει ετήσια εισφορά για την παροχή κοινοτικών υπηρεσιών, που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες, σε κάθε κάτοχο περιουσίας που βρίσκεται στην κοινότητα, η οποία υπολογίζεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με την περιουσία κάθε τέτοιου κατόχου, λαμβανομένων πάντοτε δεόντως υπόψη οποιωνδήποτε άλλων φόρων που επιβάλλονται στον κάτοχο αυτό από το Συμβούλιο».
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου:
«"κάτοχος" σημαίνει κάθε πρόσωπο που έχει πραγματική κατοχή οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας μέσα στην κοινότητα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τίτλος δυνάμει του οποίου κατέχει την ιδιοκτησία αυτή, ή σε περίπτωση μη κατεχόμενης ιδιοκτησίας το πρόσωπο που δικαιούται να την κατέχει και περιλαμβάνει τον ιδιοκτήτη κάθε κινητής ιδιοκτησίας».
[2] 230.Κάθε κάτοχος περιουσίας, που βρίσκεται μέσα στην περιοχή της Κονότητας, θα πληρώνει κάθε χρόνο εισφορά για τις κοινοτικές υπηρεσίες που του παρέχονται η οποία δε θα υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
231.Το Συμβούλιο οφείλει μέχρι τις 30 Ιουνίου να ετοιμάζει κατάλογο (που στο εξής θα αναφέρεται ως "Κατάλογος Κατόχων") ο οποίος θα δεικνύει όνομα, το επάγγελμα και τον τόπο διαμονής κάθε κατόχου και το ποσό της ετήσιας εισφοράς που κατανέμεται σ' αυτόν. Ο κατάλογος κατόχων θα χρονολογείται και θα υπογράφεται από τον Πρόεδρο.
232.Αντίγραφα του Καταλόγου Κατόχων, πιστοποιημένα με την υπογραφή του Προέδρου και χρονολογημένα, θα γνωστοποιούνται από αυτόν ή θα λαμβάνεται φροντίδα όπως γνωστοποιηθούν με Δημόσια Γνωστοποίηση.
233.Κάθε κάτοχος περιουσίας που βρίσκεται μέσα στην περιοχή της Κοινότητας, του οποίου το όνομα εμφανίζεται στον Κατάλογο Κατόχων, οφείλει να πληρώσει μέχρι την 31η ημέρα του Δεκεμβρίου στο Γραμματέα ή στον Ταμία του Συμβουλίου το ποσό της ετήσιας εισφοράς που του κατανεμήθηκε.
234.Το Συμβούλιο μπορεί, είτε μετά από αίτηση είτε με δική του πρωτοβουλία, να εξαιρέσει για λόγους ανέχειας ή ένδειας οποιοδήποτε κάτοχο το όνομα του οποίου βρίσκεται στον Κατάλογο Κατόχων από την καταβολή της ετήσιας εισφοράς για κοινοτικές υπηρεσίες.