ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 149/19)

14 Οκτωβρίου, 2024

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

ADAMOU AND VASILIADES LTD,

 

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

(ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητων.

______________________

 

Ν. Μπολώτος, για Νικόλας Μπολώτος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

_______________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Οικονόμου, Δ.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ex tempore

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα έχει ως κύρια δραστηριότητά της τη λειτουργία μπυραρίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί στην απόφασή του ότι από την ημερομηνία της εγγραφής της το 2002 μέχρι και το έτος του 2012, είχε συστηματικά οφειλές στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας και υπέβαλλε εκπρόθεσμα τις φορολογικές της δηλώσεις, με αποτέλεσμα να ληφθούν εναντίον της μέτρα συμμόρφωσης.

 

Η αναφορά αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκάλεσε το πρώτο παράπονο της εφεσείουσας, το οποίο τέθηκε με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή επρόκειτο για συμπέρασμα αναιτιολόγητο και χωρίς έρεισμα στα γεγονότα. Η απάντηση της άλλης πλευράς είναι ότι ο διοικητικός φάκελος, ο οποίος βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το αποκάλυπτε με ασφάλεια.

 

Είχαμε και εμείς την ευκαιρία να επιθεωρήσουμε το διοικητικό φάκελο και συμφωνούμε με την εισήγηση της εφεσίβλητης. Άλλωστε η σχετική αναφορά δεν είναι παρά μια περιγραφική αναφορά στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης.

 

Το επίδικο θέμα σχετίζεται με την έκδοση τελικά στις 25/5/2016 βεβαίωσης φόρου για το οφειλόμενο ποσό ύψους €119.729. Ο Έφορος προχώρησε στο διάβημα αυτό μετά που αρμόδιοι λειτουργοί ζήτησαν από την εφεσείουσα όπως προσκομίσει βιβλία και αρχεία στα πλαίσια φορολογικού ελέγχου. Από τον έλεγχο των βιβλίων και των αρχείων διαπίστωσε ότι οι φορολογικές δηλώσεις ήταν ελλιπείς και/ή ανακριβείς.

 

Το άρθρο 49(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000, αναφέρει ότι:

 

«Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό

 

Το ερώτημα συνεπώς περιστρέφεται γύρω από την ενάσκηση της καλύτερης κρίσης του Εφόρου κάθε φορά. Η νομολογία επί του προκειμένου έχει φωτίσει τα πράγματα. 

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant (2000) 3 AAΔ 679, 685:

 

«Ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, η δε καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία

 

(Βλ. Symeonides Coffee Cyprus Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Οικονομικών και Εφόρου Φ.Π.Α., Ε.Δ.Δ. Αρ. 3/2017, ημερομηνίας 3/10/2023.)

 

Εάν ο φορολογούμενος ισχυρίζεται πλάνη, τότε αυτός έχει το βάρος της απόδειξης (βλ. Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις «Οκαπί» Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 48).

 

Ο φορολογούμενος, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, φέρει όλη την ευθύνη και έχει την υποχρέωση να παρέχει στον Έφορο όλες τις πληροφορίες που δυνατό να χρειάζεται ο τελευταίος για σκοπούς εξευρέσεως του πραγματικού εισοδήματος του φορολογουμένου. Το ζητούμενο είναι η απόφαση του Εφόρου να είναι λογικά εφικτή βάσει των γεγονότων που υπάρχουν ενώπιόν του.

 

Εν προκειμένω, ο Έφορος στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, χρησιμοποίησε ως μέτρο τις εισπράξεις μιας άλλης επιχείρησης την οποία έκρινε ως ομοειδή. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι αν και μπυραρία επίσης, δεν είναι ομοειδής. Όμως αυτοί είναι ισχυρισμοί τους οποίους η εφεσείουσα είχε το βάρος πλέον να αποδείξει. Κατά τα άλλα ο τρόπος και η μεθοδολογία που ακολούθησε το διοικητικό όργανο ενέπιπτε στη διακριτική του ευχέρεια και το Δικαστήριο δεν μπορούσε να επέμβει όπως και δεν θα μπορούσε να επέμβει και στον τρόπο υπολογισμού, όπως ορθά δέχθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό αυτό το πρίσμα δέχθηκε ότι ο τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου ποσού και συνακόλουθα η δοθείσα αιτιολογία, ήταν εύλογα, νόμιμα και πλήρης.

 

Η πλευρά της εφεσείουσας δεν απέδειξε, ως όφειλε, επαρκώς την πιθανότητα πλάνης της επίδικης απόφασης. Η εφεσίβλητη ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν χωρεί ως εκ τούτου επέμβαση του Δικαστηρίου.  

 

Συμφωνώντας με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €3.500, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των Εφεσίβλητων.

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο