ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) N. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 78/2018, 80/2018, 81/2018, 85/2018)
10 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.78/2018)
1. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ,
Εφεσείοντες / Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Εφεσιβλήτων / Καθ' ων η Αίτηση.
.........
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.80/2018)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων / Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Εφεσιβλήτων / Καθ' ων η Αίτηση.
.........
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.81/2018)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων / Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Εφεσιβλήτων / Καθ' ων η Αίτηση
.........
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.85/2018)
ΚΡΑΤΙΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
Εφεσείων / Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ
Εφεσιβλήτων / Καθ' ων η Αίτηση
.........
ΕΔΔ 78/2018
Α. Δημητριάδης για Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες αρ. 1-68.
Ε. Πουλλά Μακαρούνα (κα), για τους εφεσείοντες αρ. 69-77.
Α. Δημητριάδης για M. Timotheou & Co LLC, για τους εφεσείοντες αρ. 78-79.
Α. Δημητριάδης για Α. Κακογιάννη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες αρ. 80.
Α. Δημητριάδης για Χαράλαμπος Σωτηριάδης & Ρούλλα Μαλλή, για τους εφεσείοντες αρ. 81-85.
Κ. Κνώφος για Κ. Δημητριάδη και Δέσποινα Ανδρέου Χατζησάββα, για τους εφεσείοντες αρ. 86-89.
Ν. Τσιαπαλής, για τους εφεσείοντες αρ. 90-111.
Κ. Κνώφος για Κ. Δημητριάδη, για τους εφεσείοντες αρ. 112-141.
ΕΔΔ 80/2018
Ρ. Καραμανή (κα) για κ. Χρ. Ιωάννου ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα.
ΕΔΔ 81/2018
Ρ. Καραμανή (κα) για κ. Χρ. Ιωάννου ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα.
ΕΔΔ 85/2018
Σ. Α. Αγγελίδης για κ. Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με κ. Α. Γιάγκου, ασκούμενο δικηγόρο, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους σε όλες τις εφέσεις.
********************
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Με το διάταγμα, υπ' αρ. ΔΠ 890, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3.8.2007, διατάχθηκε η απαλλοτρίωση αριθμού ακίνητης ιδιοκτησίας, όπως αυτή περιγραφόταν σε σχετικό πίνακα, για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, ήτοι για την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Πάφου - Πόλης Χρυσοχούς.
Για το ίδιο έργο δημόσιας ωφέλειας εκδόθηκε και δεύτερο διάταγμα απαλλοτρίωσης, υπ' αρ. ΔΠ783, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 2.10.2009. Των εν λόγω διαταγμάτων απαλλοτρίωσης προηγήθηκαν οι σχετικές γνωστοποιήσεις απαλλοτρίωσης αρ. ΔΠ816, ημερομηνίας 1.9.2006 και ΔΠ146, ημερομηνίας 27.2.2009, αντίστοιχα.
Στις 10.8.2012, με την υπ' αρ. ΔΠ515, εξεδόθη διάταγμα ανάκλησης των ανωτέρω διαταγμάτων απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, Ν.15/62 (ο Νόμος).
Εναντίον της ανωτέρω ανάκλησης καταχωρήθηκαν πολυάριθμες προσφυγές (παρέμειναν τελικά εκατόν ενενήντα), οι οποίες προσέβαλαν τη νομιμότητα της πράξης. Εγείρετο, ως κύριος λόγος ακύρωσης, η θέση ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης αποτελούσε μεθόδευση της Δημοκρατίας για την επίτευξη αλλότριου σκοπού, ήτοι για την αποφυγή καταβολής της αποζημίωσης που οι ιδιοκτήτες των ακινήτων δικαιούντο. Θέση την οποία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποδέχτηκε, απορρίπτοντας τις σχετικές προσφυγές.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης δεν άσκησαν έφεση όλοι οι αποτυχόντες Αιτητές. Αυτό έδωσε έρεισμα στους Εφεσίβλητους να εγείρουν προδικαστικό ζήτημα ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα λεχθέντα στην Δημοκρατία v. Φλωρεντιάδης Κατασκευές Λτδ, Α.Ε.34/2014, ημερ. 24.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:C266, οι Εφέσεις καθίστανται αλυσιτελείς. Αυτό, διότι «διαπιστώνεται μια προφανής αντίφαση, η οποία οφείλεται στην τελεσιδικία της δικαστικής διαδικασίας, καθόσον αφορά τους Αιτητές στις 47 προσφυγές που δεν καταχώρησαν έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.»
Ο εν λόγω ισχυρισμός, με όλη την εκτίμηση προς την συνήγορο, στερείται βάσιμου ερείσματος. Η επιθυμία κάποιου, εκ των πολλών Αιτητών ή Εναγόντων να μην αμφισβητήσουν την ορθότητα μιας πρωτόδικης απόφασης, δεν την καθιστά, για τους υπόλοιπους, δεσμευτική και ούτε τους στερεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν τα ένδικα μέσα που τους παρέχονται για ακύρωση της. Ενδεχομένως, αν συνέβαινε το αντίθετο, αυτό θα δέσμευε τη Διοίκηση, δηλαδή εάν η απόφαση δικαίωνε τους Αιτητές, το διάταγμα ανάκλησης ακυρωνόταν και η Απαλλοτριούσα Αρχή επέλεγε, ως Εφεσίβλητους, μερικούς εκ των Αιτητών εναντίον των οποίων να στραφεί. Τότε, ναι, η επιλογή της αυτή θα οδηγούσε σε αλυσιτέλεια. Όχι, όμως, στην περίπτωση των Αιτητών, που ο κάθε ένας αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση και επιλέγει τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων του.
Συνεπώς, δεν μπορεί να επιτύχει ο ισχυρισμός ότι mutatis mutandis εφαρμόζονται τα αποφασισθέντα στην ανωτέρω απόφαση, καθώς στη ρηθείσα απόφαση πρωτοδίκως, είχε ακυρωθεί το τοπικό σχέδιο Λευκωσίας και η Κυπριακή Δημοκρατία άσκησε έφεση. Ακολούθως την απέσυρε για όλους, πλην μερικών εκ των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ήσαν Αιτητές σε μια προσφυγή. Κρίθηκε πως η ακυρωτική απόφαση ενεργούσε έναντι όλων και η σχετική ενέργεια της Εφεσείουσας Διοίκησης, ήτοι, η απόσυρση της έφεσης εναντίον όλων των υπόλοιπων Εφεσιβλήτων, κατέστησε την ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου τελεσίδικη, ώστε να μην είναι δυνατόν εκ των υστέρων, με την εκδίκαση της έφεσης, να αναθεωρηθεί εμμέσως η ίδια η πράξη η οποία έτυχε ακυρώσεως.
Με τέσσερις εφέσεις, ως ανωτέρω, προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση. Παρά τη διαφορετική διατύπωση των λόγων έφεσης, σε κάθε μια από αυτές, ωστόσο, κρίνεται πως αυτοί έχουν ως κοινή συνισταμένη την, κατ' ισχυρισμό, λανθασμένη ερμηνεία, τόσο του άρθρου 7(1) του Νόμου, όσο και του άρθρου 54(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(1)/99.
Προβάλλεται, από όλους τους Εφεσείοντες, πως, κατ' εσφαλμένο τρόπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών, η οποία δικαιολογούσε την επίδικη ανάκληση. Μέμφονται, επίσης, την παράλειψή του να εξετάσει τους πραγματικούς λόγους της ανάκλησης, οι οποίοι κατεδείκνυαν την αποφυγή πληρωμής της αποζημίωσης, η οποία: (α) είχε, σε ορισμένες περιπτώσεις, συμφωνηθεί και αναμένετο η έγκριση της από το Τμήμα Κτηματολογίου, (β) σε άλλες περιπτώσεις εξεδόθησαν, εκ συμφώνου, δικαστικές αποφάσεις και (γ) σε άλλες αναμένετο η έκδοση αποφάσεων από το Δικαστήριο.
Προβάλλεται επίσης η θέση πως, μεθοδικά πράττοντας η Διοίκηση, προέβη σε ένταξη των ακινήτων σε καθεστώς λευκής ζώνης, με σκοπό την εκ νέου απαλλοτρίωση τους - πράγμα που έγινε αργότερα -, όταν πλέον η αξία τους είχε μειωθεί, ώστε να καταβάλει μικρότερο ποσό αποζημίωσης και τοιουτοτρόπως να κερδοσκοπήσει εις βάρος των Εφεσειόντων.
Τα πραγματικά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά αναδεικνύονται από την πρωτόδικη απόφαση και προκύπτουν από τους ενώπιόν μας φακέλους, θα βοηθήσουν στην κατανόηση της ανάπτυξης και εξέτασης των λόγων έφεσης.
Για υλοποίηση του έργου του αυτοκινητόδρομου Πάφου - Πόλης Χρυσοχούς ξεκίνησε, κατά το έτος 2006, διαδικασία προς σύναψη δημόσιας σύμβασης, με τη μέθοδο Design, Build, Finance and Operate (DBFO). Τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών ήταν η 31.7.2007. Μετά το πέρας της διαδικασίας αξιολόγησης των υποβληθεισών προσφορών, ορίστηκε Διαχειριστική Επιτροπή από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων για έναρξη διαδικασίας διαπραγμάτευσης με τον προτιμητέο προσφοροδότη Kinyras Consortium, κατά τον Σεπτέμβριο του 2008. Η εν λόγω διαπραγμάτευση τερματίστηκε το Δεκέμβριο του 2009. Ακολούθησε διαπραγμάτευση με την επιλαχούσα προσφοροδότρια Strabag - Nemesis Consortium, η οποία άρχισε τον Ιανουάριο του 2010 και τερματίστηκε τον Οκτώβριο του 2011, χωρίς, όμως και πάλι, να επιτευχθεί συμφωνία, λόγω επιπρόσθετων οικονομιών και άλλων απαιτήσεων της κοινοπραξίας.
Η διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης προς εκτέλεση του έργου, για το οποίο δημοσιεύθηκε η απαλλοτρίωση, τερματίστηκε, λόγω του ότι δεν υπήρχαν σε ισχύ άλλες προσφορές που υποβλήθηκαν για τον συγκεκριμένο διαγωνισμό.
Ακολούθησε σύσκεψη από τα αρμόδια Υπουργεία, ήτοι, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και Υπουργείο Εσωτερικών, ημερομηνίας 14.5.2012, κατά την οποία ελήφθη απόφαση για ανάκληση της απαλλοτρίωσης, έτσι ώστε να γίνει επιστροφή των τεμαχίων για τα οποία δεν είχαν καταβληθεί αποζημιώσεις προς τους ιδιοκτήτες, να δημοσιευθεί διάταγμα λευκής ζώνης για διασφάλιση της όδευσης και έναρξη νέας διαδικασίας απαλλοτρίωσης. Υποβλήθηκε για τούτο στις 27.7.2012 σχετική Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με την Απόφαση Αρ. 73.906, ημερομηνίας 2.8.2012, την ενέκρινε και δημοσιεύθηκε, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το προσβαλλόμενο Διάταγμα Ανάκλησης της Απαλλοτρίωσης, ημερομηνίας 10.8.2012.
Αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων προέβησαν σε ιδιαίτερη μνεία στην απόφαση Ηρακλείδης κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 518, στην οποία διατυπώθηκε η θέση ότι απαγορεύεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της σχετικής διαδικασίας, με διευθέτηση, γιατί δημιουργείται νόμιμη κατάσταση δικαιωμάτων υπέρ του διοικούμενου, η οποία ανατρέπεται και θίγονται κατ' αυτόν τον τρόπο τα δικαιώματα του με τη μονομερή πράξη της ανάκλησης.
Με την αντίθετη άποψη της εκπροσώπου των εφεσιβλήτων, υποδεικνύεται πως η μεταβολή των πραγματικών συνθηκών και η οικονομική αδυναμία εκτέλεσης του έργου, κατά τον κρίσιμο χρόνο, αποτέλεσε την αιτία της ανάκλησης.
Το επίμαχο άρθρο 7(1) του Νόμου προνοεί:
«7.-(1) Καθ' oιovδήπoτε χρόvov μετά τηv δημoσίευσιv γvωστoπoιήσεως απαλλoτριώσεως και πρo της πληρωμής ή καταθέσεως της απαζημιώσεως ως πρoβλέπεται εv τω παρόvτι Νόμω, η απαλλoτριoύσα αρχή δύvαται διά διατάγματoς δημoσιευoμέvoυ εv τη επισήμω εφημερίδι της Δημoκρατίας, v' αvακαλέση τηv τoιαύτηv γvωστoπoίησιv και παv δημoσιευθέv σχετικόv διάταγμα, είτε γεvικώς είτε ειδικώς˙ αvαφoρικώς πρoς τηv εv τoύτω αvαφερoμέvηv ιδιoκτησίαv ή μέρoς ιδιoκτησίας˙ επί τoύτω η επoμέvη της τoιαύτης γvωστoπoιήσεως ή διατάγματoς απαλλoτριώσεως διαδικασία ατovεί, και η απαλλoτρίωσις λoγίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γεvικώς είτε αvαλόγως της περιπτώσεως, αvαφoρικώς πρoς τηv τoιαύτηv ειδικήv ιδιoκτησίαv ή μέρoς ιδιoκτησίας.»
Στην Παράσχου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., ΕΔΔ Αρ. 27/18, ημερ. 25.1.2024, είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε το σχετικό άρθρο καταγράφοντας τα ακόλουθα:
«Συνάγεται εύλογα, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει, πως η ανάκληση επιτρέπεται, οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή ή την κατάθεση της αποζημίωσης. Τούτο διότι με την καταβολή της, ολοκληρώνεται η απαλλοτρίωση και το ακίνητο περιέρχεται στη Δημοκρατία (Δήμος Πάφου) v. Νεοφύτου κ.α. (2011) 3 ΑΑΔ 836).
Η ευρεία αυτή εξουσία ανάκλησης έχει παγίως νομολογιακά εδραιωθεί, με την επιφύλαξη τήρησης της αρχής της χρηστής διοίκησης και της εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ενεργειών της. Η τοιαύτη εξουσία επίσης δεν μπορεί να εκδηλώνεται ως απόλυτη έκφραση αυθαίρετης βούλησης, αλλά εξετάζεται σε κάθε περίπτωση εάν συντελέστηκε ή όχι παραβίαση των εν λόγω αρχών (Κυριακίδη v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ Αρ. 239/12, ημερ. 24/10/2018, ΧΧΧ Νικόλα v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων κ.α., Α.Ε. 48/15 ημερ. 1/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:C536, Χρ. Περατικού v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. ΕΔΔ 109/2016 ημερ. 25/9/2023). Λέχθηκε στην τελευταία ως άνω απόφαση, σχολιάζοντας τις θέσεις ότι η έκδοση απόφασης μετά από παραπομπή εμπόδιζε την ανάκληση πως «. Αφού η επίδικη ανάκληση διέπεται από το Άρθρο 7(1) του Νόμου, η ανάκληση επιτρέπεται, εφόσον γίνει πριν την πληρωμή της αποζημίωσης. Συνεπώς, η έκδοση απόφασης, μετά από παραπομπή, για καθορισμό αποζημίωσης δεν είναι πληρωμή και δεν εμποδίζει την ανάκληση.»
Σημειώθηκε επίσης πως υφίσταται σύμφυτο δικαίωμα ανάκλησης σε περίπτωση που προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απαλλοτρίωσης.»
Τα ανωτέρω, καλώς εδραιωμένα, φαίνεται ότι δεν αμφισβητούνται από τους συνήγορους των Εφεσειόντων. Εκείνο που, με ένταση, τονίζουν, είναι πως ο σκοπός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ουδέποτε, εν τη πράξει, εγκαταλείφθηκε, αφού τα ακίνητα εντάχθηκαν στη λευκή ζώνη και, αργότερα, εξεδόθη νέο διάταγμα απαλλοτρίωσης, για τον ίδιο σκοπό, την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Πάφου - Πόλης Χρυσοχούς. Αυτό, κατά τη θέση τους, καταδεικνύει τους αλλότριους σκοπούς της Διοίκησης που αποδεικνύεται, μέσα από τις εν λόγω ενέργειες της αλλά και τα σχετικά πρακτικά (αναφορά στα οποία γίνεται κατωτέρω), στα οποία γίνεται αναφορά σε ποσό ύψους €21 εκ., το οποίο θα έπρεπε να καταβληθεί για τόκους και έτερο ποσό ύψους €41 εκ. για αποζημιώσεις.
Η εκπρόσωπος των Εφεσιβλήτων έχει ετοιμάσει, μετά από υπόδειξη μας, κατάλογο / πίνακα, στον οποίο εμφανίζονται όλα τα επηρεαζόμενα ακίνητα. Προκύπτει, μετά βεβαιότητας, ότι, σχεδόν όλα τα απαλλοτριωθέντα έχουν ενταχθεί σε καθεστώς λευκής ζώνης και στη συνέχεια έχουν εκ νέου απαλλοτριωθεί.
Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις και επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διάδικων μερών.
Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση των Εφεσειόντων πως η Διοίκηση ενήργησε με αλλότρια κίνητρα, ώστε οι πράξεις της να εκφεύγουν των ορίων της χρηστής διοίκησης.
Η ανάκληση της γνωστοποίησης και διατάγματος απαλλοτρίωσης κατέστη απαραίτητη, κυρίως, λόγω της αποτυχίας της σύναψης σύμβασης εκτέλεσης του έργου και στην απουσία νέας προσφοράς προς υλοποίηση του. Τούτο επεσυνέβη το έτος 2011, ήτοι πέντε χρόνια μετά την απαλλοτρίωση, γι' αυτό και, υπό τις συνθήκες της παρούσας περίπτωσης, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα μεταξύ διατάγματος απαλλοτρίωσης και διατάγματος ανάκλησης, θεωρείται αιτιολογημένο. Δεν ήταν ένα άγονο διάστημα, αλλά μια χρονική συνέχεια διαπραγμάτευσης, όπως καταδεικνύεται από τα γεγονότα. Η προσπάθεια της Διοίκησης να διασώσει δημόσιο χρήμα, με τη μη καταβολή αποζημιώσεων και τόκων, για ακίνητα τα οποία, τον κρίσιμο χρόνο, δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν για το έργο, δεν αποτελούσε αλλότριο κίνητρο και κατάχρηση εξουσίας αλλά επιβεβλημένο καθήκον για εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των φορολογούμενων πολιτών, με συνέπεια η πράξη αυτή να μην λογίζεται ως «κερδοσκοπική», όπως οι Εφεσείοντες την χαρακτηρίζουν.
Τα πρακτικά, ημερομηνίας 14.5.2012 και το Σημείωμα που συνοδεύει την Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, που υπέβαλε ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων (Παρ. 3 και 4 στις ενστάσεις των Εφεσιβλήτων), αποκαλύπτουν την οικονομική αδυναμία του Κράτους να καταβάλει τα ποσά των αποζημιώσεων. Αυτό σε συνάρτηση πάντοτε με την εγνωσμένη και διαπιστωθείσα κατάρρευση των συζητήσεων για σύναψη σύμβασης και εξεύρεσης λύσης για κατασκευή του έργου. Ουσιαστικά η διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης προς εκτέλεση του έργου, για το οποίο δημοσιεύθηκε η απαλλοτρίωση, τερματίστηκε, λόγω του ότι δεν υπήρχαν σε ισχύ άλλες προσφορές για τον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Όπως αναφέρεται στα ανωτέρω έγγραφα, θα απαιτείτο αρκετός χρόνος για τη διαδικασία νέων προσφορών και έπρεπε τούτο να ληφθεί υπόψη για τη μη περαιτέρω επιβάρυνση του κράτους σε μια δύσκολη οικονομική περίοδο. Ορθά, συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε διαφοροποίηση των δεδομένων, αφού δεν μπορούσε να υλοποιηθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.
Διαπίστωση, η οποία οδήγησε στην ανάγκη διερεύνησης εναλλακτικών λύσεων, αφενός, και, αφετέρου, ανάγεται και αυτή στη μεταβολή των πραγματικών συνθηκών που δικαιολογούν την ανάκληση. Μεταφέρουμε απόσπασμα από την απόφαση μας στην Παράσχου (ανωτέρω) το οποίο, πιστεύουμε, αντανακλά τις ιδιαιτερότητες της επίδικης περίπτωσης.
«Επισημαίνουμε πως η γενικότερη οικονομική κρίση που αντιμετώπισε η Κύπρος τα έτη 2012 και 2013 έχει αναγνωριστεί ως περίοδος κατά την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία βίωσε πρωτοφανή οικονομική κρίση, όπως επισημάνθηκε στην Περατικού (ανωτέρω) με υιοθέτηση των αναφερθέντων στην Χριστοδούλου κ.α. v. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κ.α. (2013) 3 ΑΑΔ 427. Συνεπώς ευχερώς μπορούσε να αναγνωριστεί ως μεταβολή των πραγματικών δεδομένων που υφίσταντο κατά την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η αλλαγή δεδομένων αποτελεί έναν από τους παράγοντες που συνθέτουν την έννοια του δημοσίου συμφέροντος ως λόγο ανάκλησης όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Π. Λαζαράτου «Ανάκληση νομίμων διοικητικών πράξεων», Έκδοση Σάκκουλα 1996, όπου στη σελ. 273 διαβάζουμε:
«Τις κατευθυντήριες γραμμές της νομολογίας αυτής που ανάγει το δημόσιο συμφέρον σε λόγο ανακλήσεως και που εντοπίζονται κατά βάση και από την Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, θα συνόψιζα ως ακολούθως:
α .
β .
γ Η χρήση του επιχειρήματος του δημοσίου συμφέροντος ως αυτοτελούς λόγου ανακλήσεως συνδέεται στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων με μεταβολή των πραγματικών ή/και των νομικών δεδομένων έναντι του χρονικού σημείου εκδόσεως της υπό ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξεως.»
Συναφή επί του προκειμένου τα λεχθέντα στην Σύλβια Παναγιώτη Χαραλάμπους κ.α. v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 149:
«Η νομολογία έχει αναγνωρίσει στη διοίκηση σύμφυτο δικαίωμα για ανάκληση διοικητικών πράξεων. Εφ' όσον μάλιστα προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απόφασης το δικαίωμα αυτό κρίθηκε ότι προσλαμβάνει τη μορφή καθήκοντος για επανεξέταση ληφθείσας απόφασης (Αυγουστή κ.ά. v. Υπουργού Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496).»
Ορθά επομένως κρίθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν εντός της διακριτικής τους ευχέρειας και της αρχής της χρηστής διοίκησης χωρίς να διέπονται από αλλότρια κίνητρα.»
Η απόφαση Ηρακλείδης, όπως σχολιάστηκε και στην Περατικού (ανωτέρω), εκρίθη με τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και δεν τυγχάνει εφαρμογής στα επίδικα γεγονότα, όπου η ολοκλήρωση του έργου ήταν, υπό τις συνθήκες εκείνες, αδύνατον να επιτευχθεί. Όπως εμφαντικά σημειώθηκε στην Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 48/15, ημερ. 1.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:C536 «Ταυτόχρονα, ορθά επισημάνθηκε ότι ο δικαστικός λόγος της Ηρακλείδης δεν καθιέρωσε γενική νομική αρχή απαγόρευσης της ανάκλησης οποτεδήποτε προηγείται καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης . Η ουσία των λεχθέντων τόσο στην Ηρακλείδης, όσο και στην Κυριακίδης, δεν είναι τίποτε άλλο από την υποχρέωση της Διοίκησης, σε περίπτωση ανάκλησης, να συμμορφώνεται με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, ώστε να αποφεύγονται αυθαίρετες πράξεις και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.»
Κρίνουμε πως η Διοίκηση δεν είχε άλλη επιλογή από του να ανακαλέσει το διάταγμα απαλλοτρίωσης, αφού η μη σύναψη σύμβασης εκτέλεσης του έργου και η δεδομένη αδυναμία του Κράτους να ανταποκριθεί και να καταβάλει το ύψος της αποζημίωσης, ως αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής κρίσης, καθιστούσε αμφίβολο και αβέβαιο τον χρόνο εκπλήρωσης και εκτέλεσης του. Γι' αυτό και το νέο διάταγμα απαλλοτρίωσης εξεδόθη επτά χρόνια αργότερα, ήτοι στις 10.5.2019.
Αντίθετα, κρίνουμε πως η τυχόν επιμονή της Διοίκησης να κατέχει τα υπό απαλλοτρίωση ακίνητα, χωρίς προοπτική σύντομης αξιοποίησης τους, θα αποτελούσε έλλειψη χρηστής διοίκησης.
Μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων των Εφεσειόντων στηρίχθηκε στο γεγονός της συμπερίληψης των ακινήτων σε καθεστώς Λευκής Ζώνης, με βάση το άρθρο 35 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξία Νόμου του 1972 (Ν.90/1972), το οποίο χαρακτήρισαν άδικο, εκ μέρους της Διοίκησης, μέτρο. Όμως:
Η κήρυξη τους σε καθεστώς λευκής ζώνης, αποτελούσε μια αυτοτελή ξεχωριστή διοικητική πράξη, η οποία μπορούσε να προσβληθεί από τους εφεσείοντες, προς διασφάλιση των όποιων συμφερόντων και δικαιωμάτων τους, οι οποίοι, όμως, για τους δικούς τους λόγους προτίμησαν να μην το πράξουν.
Η ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν άφησε τους Εφεσείοντες εκτεθειμένους. Το ίδιο το άρθρο 7, δια του Εδαφίου 3, προνοεί πως η Απαλλοτριούσα Αρχή υποχρεούται να καταβάλει, σε κάθε ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη, αποζημίωση για έξοδα τα οποία υπέστη συνεπεία της γνωστοποίησης της απαλλοτριώσεως.
Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός, δια των λόγων έφεσης, στις Εφ. 80/18 και 81/18, στις οποίες εξεδόθη δικαστική απόφαση, ότι η τοιαύτη ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, διότι, ουσιαστικά, καταργεί και ακυρώνει την δικαστική απόφαση, κρίνεται αβάσιμος.
Υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, δεν είναι χωρίς σημασία να τονίσουμε ότι ο πολίτης, γενικά, και εδώ οι Εφεσείοντες, δεν έχουν δικαίωμα να επιμένουν στην απαλλοτρίωση των ακινήτων τους, αντί της αποδοχής της επιστροφής σε αυτούς της ιδιοκτησίας τους, η οποία αποτελεί μια ευμενή γι' αυτούς ενέργεια. Αντιθέτως, η απαλλοτρίωση χαρακτηρίζεται ως δυσμενής, γι' αυτούς, πράξη καθώς επιδρά στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Η μοναδική θεσμοθετημένη προϋπόθεση δια έκδοση του διατάγματος ανάκλησης είναι να μην έχει καταβληθεί η αποζημίωση. Από τη χρονική στιγμή που, δια της ανακλήσεως, η ακίνητη ιδιοκτησία επιστρέφει στα χέρια του νόμιμου ιδιοκτήτη, τότε το ποσό της απόφασης, το οποίο αποτελεί την αντιπαροχή για την απόκτηση της ιδιοκτησίας από το Κράτος, δεν είναι καταβλητέο. Τα όσα σχετικά αναφέρονται στην απόφαση Παρισινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, Υποθ. Αρ. 1781/12 και 1849/12, ημερ. 20.3.2015, απηχούν και τη δική μας κρίση, ως εφαρμοζόμενα στα επίδικα γεγονότα. Δηλαδή ότι ουδόλως παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, εφόσον το ίδιο το Σύνταγμα και ο Νόμος 15/62 παρέχει στην Απαλλοτριούσα Αρχή το δικαίωμα ανάκλησης διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. Στο βαθμό που επηρεάζεται η ισχύς οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, αυτό θα επιλυθεί μέσω των Δικαστηρίων εάν και όταν προκύψει ανάγκη.
Απορριπτέο και αβάσιμο κρίνεται το επιχείρημα πως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, όφειλε να λάβει υπόψη και να εφαρμόσει τις πρόνοιες των άρθρων 12 και 13 του Νόμου, τα οποία ομιλούν για υποχρέωση άμεσης πληρωμής μετά από συμφωνία ή καθορισμό αποζημίωσης. Τα εν λόγω άρθρα δεν διαφοροποιούν το γεγονός ότι, δια του άρθρου 7(1) του Νόμου, το μόνο εμπόδιο για την ανάκληση αποτελεί η καταβολή της αποζημίωσης. Δεν μπορεί να εξομοιωθεί η υποχρέωση πληρωμής «πάραυτα» με την ίδια την πληρωμή. Η πρώτη αποτελεί μια υποχρέωση ενώ η δεύτερη ένα συντελεσθέν γεγονός.
Ούτε μπορεί να γίνει με επιτυχία επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 51(4) του Νόμου 158(Ι)/1999, καθότι, σύμφωνα με το Άρθρο 54(6) του ιδίου Νόμου, οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου που καθορίζονται στο Άρθρο 51(1-5) και διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων δεν ισχύουν, εφόσον η ανάκληση ρυθμίζεται
από συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια, εν προκειμένω το Άρθρο 7(1) του Νόμου (Α & S Antoniades & Co v. Republic (1965) 3 CLR 673, Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 238/12, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:C464).
Συναφή και σχετικά τα όσα αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Αίτηση για Χορήγηση Άδειας (Φιλιαστίδη) Aρ. 2/24, ημερ. 18.4.2024, επίκεντρο εξέτασης της οποίας ήταν το άρθρο 7(1) του Νόμου, όπου, κατ' ισχυρισμόν των Αιτητών, το Εφετείο παρέκκλινε από πάγια νομολογία. Κρίθηκε πως, τα ουσιαστικά και ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης είναι αυτά που καθορίζουν την, κατά κατάχρηση ή όχι, άσκηση εξουσίας της Απαλλοτριούσας Αρχής σε περίπτωση ανάκλησης διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Με όσα ανωτέρω λέχθηκαν, κρίνεται πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Διοίκηση έδρασε με σύννομο και δίκαιο τρόπο και όχι καθοδηγούμενη από αλλότρια, κερδοσκοπικά κίνητρα.
Οι εφέσεις απορρίπτονται. Επιδικάζονται έξοδα €4.000 υπέρ εφεσιβλήτων.
Α. Ρ. Λιάτσος, Π.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Τ. Καρακάννα, Δ.
/μσ