ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε29/2022)

 

10 Ιουνίου, 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

ODYSSEY MANUFACTURING LTD,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

 

v.

 

1.         ΜΑΡΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Κτηματολογικός Λειτουργός,

2.         ΑΡΙΣΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ, Διευθύντρια Κτηματολογίου Λεμεσού,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.

 

____________________

 

Μ. Γαβριηλίδης για κ.κ. Γαβριηλίδης & Τιμοθέου Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια-Εφεσείουσα.

Α. Μελάς για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τις Καθ' ων η Αίτηση - Εφεσίβλητες 1 και 2.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.:  Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 12.01.2022, με την οποία απερρίφθη αίτηση παρακοής διατάγματος εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 - Καθ' ων η αίτηση 4 και 5 (στο εξής εφεσίβλητες 1 και 2).

 

Προτού προχωρήσουμε με την ουσία της έφεσης, θα αναφερθούμε στο ιστορικό της υπόθεσης.

 

Στις 25.11.2019, η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3 στη βάση ισχυριζόμενου δόλου και απάτης εκ μέρους τους και συγκεκριμένα ότι απέκρυψαν, κατά την υπογραφή της συμφωνίας αγοράς από τους εναγόμενους έξι ακινήτων, ότι τα εν λόγω ακίνητα ήταν ήδη υποθηκευμένα στην Τράπεζα Κύπρου.  Στις 26.11.2019, εκδόθηκε, μονομερώς, προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγόρευε και ή εμπόδιζε τους εναγόμενους 1, 2 και 3 και ή τους εκδοχείς τους και ή  οποιοδήποτε πρόσωπο αντλούσε δικαίωμα από αυτούς και ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργούσε προς όφελος και/ή δια λογαριασμό τους, να αποξενώσουν και ή να μεταβιβάσουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο τα έξι ακίνητα.  Στις 03.12.2019, το προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο. 

 

Η Τράπεζα Κύπρου μεταβίβασε τις υποθήκες στην  εταιρεία Gordian Holdings Ltd -  Καθ' ης η αίτηση 7 στην αίτηση παρακοής, δυνάμει Σχεδίου Διακανονισμού.  Στις 29.11.2019, η Καθ' ης η αίτηση 7 προχώρησε, με βάση τις προς όφελος της εγγεγραμμένες υποθήκες, σε διαδικασία πώλησης των επίδικων ακινήτων, δυνάμει του Μέρους VIA (Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου από τον Ενυπόθηκο Δανειστή) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων  Νόμου του 1965  (Ν. 9/65), ως τροποποιήθηκε. 

 

Με βάση την πιο πάνω διαδικασία πώλησης, η Καθ' ης η αίτηση 7 κατέθεσε, στις 30.12.2019, σχετικές αιτήσεις στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού, ζητώντας τη μετεγραφή των επίδικων ακινήτων, από τα ονόματα των εναγομένων 1 και 2 - Καθ' ων η αίτηση 1 και 2, στο όνομα της νέας εταιρείας η οποία τα αγόρασε,  ελεύθερα από εμπράγματα βάρη.  Οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού, την ίδια ημέρα, ήτοι στις 30.12.2019, ενέγραψαν τα επίδικα ακίνητα στους νέους αγοραστές, ελεύθερα από εμπράγματα βάρη.

 

Την 28.01.2020, η εφεσείουσα καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση παρακοής εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3, της εφεσίβλητης 1 - Καθ' ης η αίτηση 4 - Κτηματολογικού Λειτουργού, της εφεσίβλητης 2 - Καθ' ης η αίτηση 5 - Διευθύντριας Κτηματολογίου Λεμεσού, του Καθ' ου η αίτηση 6, υπαλλήλου στην Gordian Holdings Ltd και της Καθ' ης η αίτηση 7 εταιρείας Gordian Holdings Ltd.

 

Ως προς τους εναγόμενους 1, 2 και 3 - Καθ' ων η αίτηση 1, 2 και 3, η μόνη αναφορά στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση παρακοής ήταν ότι δεν συμμορφώθηκαν με το προσωρινό διάταγμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα, σε σχέση με αυτούς:

 

«Σε σχέση με τους Καθ' ων η αίτηση 1, 2 και 3 διαπιστώνω, με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιο μου, ότι αυτοί δεν έχουν προβεί σε οποιαδήποτε πράξη που συνέβαλε στην παρακοή του διατάγματος. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο ήταν υποθηκευμένο σε τρίτους και η εκποίηση έγινε από τους τρίτους και όχι από τους Καθ' ων η Αίτηση 1, 2 και 3. Το μόνο που αναφέρεται στην Ένορκη Δήλωση σε σχέση με τους τρεις αυτούς διαδίκους είναι ότι αυτοί, « . δεν συμμορφώθηκαν με τα πιο πάνω διατάγματα του Δικαστηρίου». Πρόκειται για μια γενική αναφορά που με κανένα τρόπο δεν στοιχειοθετεί παρακοή, ήτοι την  αντικειμενική υπόσταση («actus reus») αλλά και την  υποκειμενική υπόσταση («mens rea»), του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης, όπως προδιαγράφεται στο άρθρο 42 του Νόμου  14/60.»

 

 

Ήτο, περαιτέρω, θέση της εφεσείουσας ότι δεν γνώριζε ότι η Καθ' ης η αίτηση 7 Gordian Holdings Ltd, η οποία ήταν η ενυπόθηκη δανειστής, πώλησε τα εν λόγω ακίνητα και ως εκ τούτου, δεν της επέδωσε το εκδοθέν διάταγμα.  Υποστηρίχθηκε, όμως, ότι τόσο η Καθ' ης η αίτηση 7 όσο και ο Καθ' ου η αίτηση 6, ο οποίος ήτο υπάλληλος της Καθ' ης η αίτηση 7,  γνώριζαν και ή όφειλαν να γνωρίζουν την ύπαρξη του εκδοθέντος διατάγματος. 

 

Ως προς την εφεσίβλητη 1 και 2, ήτο η θέση της εφεσείουσας ότι στις 28.11.2019 το προσωρινό διάταγμα επιδόθηκε και κατατέθηκε δεόντως στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού και συγκεκριμένα στην Κτηματολογικό Λειτουργό - εφεσίβλητη 1, και ότι κατατέθηκε στη συνέχεια και το απόλυτο διάταγμα.  Τόσο εκείνη όσο και η Διευθύντρια του Κτηματολογίου - εφεσίβλητη 2, παρέλειψαν να προβούν σε όλες τις δέουσες ενέργειες για την εφαρμογή του διατάγματος και ηθελημένα παρήκουσαν το διάταγμα.

 

Οι εφεσίβλητες 1 και 2 συμφώνησαν ότι η εφεσείουσα κατέθεσε, στις 28.11.2019, το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 26.11.2019 με βάση το Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και ότι η κατάθεση έγινε στην εφεσίβλητη 1 η οποία επιβεβαίωσε την κατάθεση.  Επιπροσθέτως, οι εφεσίβλητες επεξήγησαν ότι προέβησαν στην μετεγγραφή των ενυπόθηκων ακινήτων στο νέο αγοραστή, μετά από αίτηση της Καθ' ης η αίτηση 7, ως πρώτης ενυπόθηκης δανείστριας και αφού προέβησαν στον έλεγχο των προσκομισθέντων εγγράφων.  Το προσωρινό διάταγμα δεν αναφερόταν, με οποιοδήποτε τρόπο, στις ίδιες προσωπικά, ούτε στην Υπηρεσία τους, δηλαδή το Κτηματολόγιο, ούτε επέβαλλε σε αυτές οποιαδήποτε απαγόρευση και ούτε ήταν διάδικοι στην αγωγή.  Ισχυρίστηκαν, περαιτέρω, ότι η διαδικασία εκποίησης των επιδίκων ακινήτων κινήθηκε απευθείας από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και/ή από την Καθ' ης η αίτηση 7, χωρίς τη συμμετοχή τους και ούτε είχαν εξουσία να εμποδίσουν τη μεταβίβαση των επιδίκων ακινήτων στα πρόσωπα που τα αγόρασαν. Οι ίδιες ενεργούσαν στα πλαίσια των καθηκόντων τους.

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στα ακόλουθα, αναφορικά με τις εφεσίβλητες 1 και 2 και τους Καθ' ων η αίτηση 6 και 7:

«Στρεφόμενη στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, διαπιστώνω ότι το επίδικο προσωρινό διάταγμα δεν περιλαμβάνει την απαιτούμενη οπισθογράφηση σε σχέση με τους Καθ' ων η Αίτηση 4, 5, 6 και 7 και δεν έχει καν επιδοθεί σε αυτούς. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις  οι οποίες ορίζονται με σαφή και ρητό τρόπο από το άρθρο 42 (Α) των Θεσμών, τα οποία είναι καθοριστικά για την έκβαση της Αίτησης.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, με βάση τα στοιχεία που είχαν τεθεί, δεν είχε ικανοποιηθεί ότι οι πιο πάνω, συμπεριλαμβανομένων των εφεσιβλήτων, είχαν πρόθεση να καταστρατηγήσουν το επίδικο διάταγμα και ότι το βάρος απόδειξης, το οποίο ήταν στους ώμους της εφεσείουσας, αυτή απέτυχε να το αποσείσει.

 

Η έφεση στρέφεται εναντίον της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μόνο σε σχέση με τις εφεσίβλητες 1 και 2 - Καθ' ων η αίτηση 4 και 5.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη κρίση ασκήθηκε σε λανθασμένα νομικά πλαίσια και ότι υπήρξε πλάνη ως προς τα γεγονότα, η οποία οδήγησε σε πασιφανή αδικία.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και αυθαίρετη αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με την επίδοση και κατάθεση του προσωρινού διατάγματος στο Κτηματολόγιο και με τον τρίτο λόγο έφεσης ότι  προέβη σε εσφαλμένη και αυθαίρετη αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση και/ή την πρόθεση παρακοής των εφεσίβλητων 1 και 2.  Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αντιφατικά συμπεράσματα και κρίσεις.

 

Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης θα εξεταστούν μαζί, λόγω του ότι αφορούν την οπισθογράφηση του διατάγματος και την επίδοση του διατάγματος στα πρόσωπα που κατ' ισχυρισμό παρήκουσαν το διάταγμα, τις τυπικές δηλαδή προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για την απόδειξη παρακοής του διατάγματος του Δικαστηρίου. 

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας, αναγνώρισε μεν, ότι καμιά αναφορά δεν γίνεται στην οπισθογράφιση στις εφεσίβλητες 1 και 2, ούτε και στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού, εισηγήθηκε όμως, ότι αυτό δεν ήτο αναγκαίο, λόγω του ότι το προσωρινό διάταγμα κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο στις 28.11.2019, με βάση το Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.  Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η επίδοση του διατάγματος στην υπεύθυνη παραλαβής εγγράφων του Κτηματολογίου, η οποία ήταν άλλο πρόσωπο από τις εφεσίβλητες, όπως και κατάθεση με βάση το Κεφ. 6, συνιστούσαν καλή επίδοση για σκοπούς παρακοής.  Αντιθέτως, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τις εφεσίβλητες 1 και 2 υποστήριξε την αναγκαιότητα οπισθογράφησης και προσωπικής επίδοσης σε ότι αφορά τα προσωρινά διατάγματα. 

 

Στην απόφαση Μαυρονικόλα v. Ξάνθου (2011) 1 Α.Α.Δ. 293, με αναφορά στη Διαταγή 42(Α) των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Από την ιδία τη φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιονεί ποινικής, (βλ. Ηalin v. Timur (2005) 1(Α) A.A.Δ.424), αναφύεται η ανάγκη πλήρους και αποτελεσματικής διαπίστωσης ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, (Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401):

α. Ύπαρξη διατάγματος.

β. Ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης.

γ. Προσωπική επίδοση του διατάγματος.

δ. Προσωπική επίδοση της αιτήσεως παρακοής.»

 

Στην απόφαση Krashias Shoe Factory Ltd. also trading as "K" Shoes v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 750, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η Δ.42Α πραγματεύεται αποκλειστικά τη διαδικασία για την αναφορά παρακοής διατάγματος στο δικαστήριο.  Είναι η μόνη Διάταξη η οποία κάμνει πρόβλεψη γι' αυτό το θέμα.  Οι πρόνοιές της συνιστούν τις δικονομικές διατάξεις που διέπουν και ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 42 του Ν 14/60.  Παρά την ταύτιση των προνοιών τους Δ.42Α με αντίστοιχες δικονομικές διατάξεις των παλαιών Αγγλικών Θεσμών η αντιστοιχία δεν είναι απόλυτη όπως υποδείχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Antonis Mouzouris and Another v. Xylophaghou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 267.  Αποφασίστηκε σ' εκείνη την υπόθεση ότι η πρόνοια για προσωπική επίδοση του οπισθογραφημένου διατάγματος είναι επιτακτική (εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά).  Για τους ίδιους λόγους δεν είναι επιτρεπτή η παρέκκλιση από τις διατάξεις για προσωπική επίδοση της αίτησης για παρακοή η οποία επιβάλλεται από τον κ3 της Δ.42Α.

.............................

Η Δ.42Α καθιστά την προσωπική επίδοση τόσο του οπισθογραφημένου διατάγματος όσο και της αίτησης, απαρέγκλιτο όρο για την καταδίκη προσώπου για την παρακοή διατάγματος.»

 

 

Στην απόφαση Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1085 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Στην Antonis Mouzouris and Another v. Xylophagou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 287, διευκρινίστηκε και, σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, βεβαιώθηκε ότι η επίδοση συντεταγμένου διατάγματος δικαστηρίου, οπισθογραφημένου με προειδοποίηση για τις συνέπειες που ενέχει η παρακοή του, αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση κατηγορίας για παρακοή του υπό κρίση διατάγματος του Δικαστηρίου.»

 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απουσία της προσωπικής επίδοσης στις εφεσίβλητες 1 και 2 και της αναγκαίας οπισθογράφησης οδήγησε αναπόφευκτα στην απόρριψη της αίτησης παρακοής, ήτο ορθή.  Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος, απορρίπτονται. 

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης, αφορά την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι ήτο εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε σχετική νομολογία, τόνισε ότι για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση σε διατάγματα του Δικαστηρίου, απαιτείται να αποδειχθεί ηθελημένη παρακοή και παρέπεμψε, μεταξύ άλλων αποφάσεων, στην  Δρόσος Μιχαηλίδης v. Margita Μιχαηλίδου Poliakova (Αρ. 1), (2011) 1 Α.Α.Δ. 356, στην οποία αναλύονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση, ως ακολούθως:

 

"Για να καταδειχθεί παρακοή, όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Λάζαρος Μαύρος ν. Θεόδωρου Στυλιανού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2389, πρέπει να ικανοποιείται και η αντικειμενική υπόσταση («actus reus»), αλλά και η υποκειμενική υπόσταση («mens rea»), του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης όπως προδιαγράφεται στο άρθρο 42 του Νόμου αρ. 14/60.  Στη δε υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309λέχθηκε με αναφορά στη Μουζούρης ν. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, ότι:

«.. για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του καθ' ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή  πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου.  Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ'  εαυτού δεν αρκεί. πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.»  

 

Τυχόν παράβαση των όρων ενός διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο δεν επιφέρει βεβαίως την καταδίκη του καθ' ου, εφόσον η συμπεριφορά του δεν κατέδειξε είτε αδιαφορία προς το διάταγμα, είτε εκ προθέσεως καταστρατήγηση των όρων του.  (δέστε Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No. 2) (1897) Sol Jo 225 και Borrie & Lowe 2η  έκδ.    σελ. 400-1)".

 

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ικανοποιήθηκε ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 είχαν πρόθεση να καταστρατηγήσουν το διάταγμα.  Κρίνουμε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήτο ορθό. Δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου καμιά μαρτυρία που να αποδεικνύει τέτοια πρόθεση.  Οι εφεσίβλητες προέβησαν στην μεταβίβαση καθηκόντως, και λόγω υποχρέωσης τους, με βάση την προηγηθείσα διαδικασία πλειστηριασμού, ως οι διατάξεις του Μέρους VIA του Ν. 9/65.  Η διαδικασία παρακοής διαταγμάτων είναι οιωνεί ποινική και όπως επισημάνθηκε στην Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 «.η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.».

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

 

Ούτε ο τέταρτος λόγος έφεσης ευσταθεί. Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθά και βασίζονταν στο σωστό νομικό πλαίσιο.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον της εφεσείουσας €7.400,00, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο