ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 180/18)
2 Απριλίου, 2024
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητων.
____________________
Μ. Χριστοφή (κα) με Κ. Χαραλάμπους (κα) για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Μαξιούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
___________________
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι προϋποθέσεις για να εγγραφεί κάποιος στο Μητρώο του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ) ως αρχιτέκτονας καθορίζονται από το Άρθρο 7(1Α) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμος, Ν. 224/90, όπως εκάστοτε τροποποιείται.
Καταρχάς απαιτείται πτυχίο ή δίπλωμα στην αρχιτεκτονική το οποίο να περιλαμβάνεται στο Πρώτο Παράρτημα του Νόμου (υποπαράγραφος (i) της παραγράφου (α), του Άρθρου 7(1Α)) ή να έχει αποκτηθεί υπό άλλες προϋποθέσεις που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α), του Άρθρου 7(1Α), που τώρα δεν ενδιαφέρει.
Ο εφεσείων είναι κάτοχος διπλώματος πολιτικού μηχανικού το οποίο απέκτησε το 1983 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και εγγεγραμμένος από το 1993 στο μητρώο μελών του ΕΤΕΚ στον κλάδο πολιτικής μηχανικής.
Παρά το ότι δεν είναι κάτοχος πτυχίου ή διπλώματος στην Αρχιτεκτονική, το 2006 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του και στο Μητρώο στον Κλάδο Αρχιτεκτονικής και Αρχιτεκτονικού Τοπίου. Η αίτηση του απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι το ακαδημαϊκό προσόν που κατέχει δεν είναι στον κλάδο της Αρχιτεκτονικής. Ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή χωρίς επιτυχία και ακολούθως έφεση επίσης χωρίς επιτυχία (Αρτέμιος Παπαχρυσοστόμου ν. ΕΤΕΚ (2013) 3 ΑΑΔ 720). Η Ολομέλεια έκρινε ότι ορθά οι εφεσίβλητοι είχαν απορρίψει το αίτημα του εφόσον, παρά το ότι το ΑΠΘ περιλαμβάνεται στο Πρώτο Παράρτημα, αυτός δεν κατείχε οποιοδήποτε ακαδημαϊκό προσόν στον κλάδο της αρχιτεκτονικής και συνεπώς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 7(1Α).
Η Ολομέλεια αναφέρθηκε και στις πρόνοιες του Άρθρου 7(1Β) οι οποίες προβλέπουν για άσκηση του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα κατά παρέκκλιση από τις πρόνοιες του Άρθρου 7(1Α) και θέτουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες καθίσταται κατ' εξαίρεση επιτρεπτή η άσκηση του επαγγέλματος αυτού από πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο ως Αρχιτέκτονας. Δοθέντος όμως ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορούσε σε αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο δυνάμει του Άρθρου 7(1Α), οι πρόνοιες του Άρθρου 7(1Β) δεν απασχόλησαν την Ολομέλεια, η οποία αρκέστηκε να διαπιστώσει ότι ορθά οι εφεσίβλητοι εφάρμοσαν το Άρθρο 7(1Α) του Νόμου και απέρριψαν την αίτηση του εφεσείοντα.
Μετά την εν λόγω απόφαση ο εφεσείων επανήλθε με επιστολές των δικηγόρων του ημερ. 27.1.2014 και 30.1.2014 προς τους εφεσίβλητους, υποβάλλοντας, αυτή τη φορά, αίτημα «για λήψη Γραπτής Βεβαίωσης και/ή Πιστοποιητικού σύμφωνα με το οποίο θα επιβεβαιώνεται ότι δικαιούται να ασκεί το επάγγελμα της Αρχιτεκτονικής δυνάμει του Άρθρου 7(1Β)». Έγινε δεκτό με σαφήνεια στην επιστολή ημερ. 27.1.2014 ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ για άσκηση του επαγγέλματος της Αρχιτεκτονικής με βάση το Άρθρο 7(1Α). Συνεπώς διευκρινίστηκε ότι το αίτημα του ήταν για να ασκεί το επάγγελμα της Αρχιτεκτονικής σύμφωνα με το Άρθρο 7(1Β). Στην επιστολή ημερ. 30.1.2014 έγινε αναφορά στην Οδηγία 85/384/ΕΟΚ.[1]
Ως αποτέλεσμα, στις 14.5.2014 οι εφεσίβλητοι εξέδωσαν Βεβαίωση σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων «δικαιούται να ετοιμάζει, να εκπονεί και να υπογράφει όλα τα σχέδια, σχεδιαγράμματα, μελέτες, συγγραφές, υπολογισμούς και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο τα οποία υποβάλλονται δυνάμει του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου στην αρμόδια αρχή για την έκδοση άδειας οικοδομής σε σχέση με εργασία αρχιτέκτονα».
Ο εφεσείων δια επιστολής των δικηγόρων του ημερ. 1.7.2014 απάντησε ότι η εν λόγω Βεβαίωση δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα του όπως αυτό είχε τεθεί με τις επιστολές τους ημερ. 27.1.2014 και 30.1.2014 και ότι το αίτημα του πελάτη τους αφορούσε:
«την έκδοση Άδειας Ασκήσεως του Επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα και/ή Γραπτής Βεβαίωσης και/ή Πιστοποιητικού σύμφωνα με το οποίο να επιβεβαιώνεται ότι ο αιτητής δικαιούται κατ' εξαίρεση να ασκεί το επάγγελμα της Αρχιτεκτονικής με τον επαγγελματικό τίτλο του Αρχιτέκτονα δυνάμει του Άρθρου 7(1Β) και/ή ότι έχει το δικαίωμα ανάληψης και άσκησης των δραστηριοτήτων στον τομέα της αρχιτεκτονικής υπό τον επαγγελματικό τίτλο του Αρχιτέκτονα».
Στην ίδια επιστολή γίνεται εκτεταμένη αναφορά στις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/36/ΕΚ[2] οι οποίες χαρακτηρίζονται ως καθοριστικές γιατί θεσπίζουν ένα σύστημα αυτόματης αναγνώρισης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά τα προσόντα του Αρχιτέκτονα. Γίνεται επίσης αναφορά σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Καταληκτικά ζητείται όπως ικανοποιηθεί το αίτημα του εφεσείοντα «με παραπομπή στις πρόνοιες της Οδηγίας». Στην ίδια επίσης επιστολή ζητείται από τους εφεσίβλητους όπως διευκρινίσουν κατά πόσο η κατ' εξαίρεση άσκηση του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα που παρέχει το Άρθρο 7(1Β) μπορεί να γίνει χωρίς την εγγραφή στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ στον κλάδο του Αρχιτέκτονα.
Οι εφεσίβλητοι απάντησαν με επιστολή τους ημερ. 9.9.2014:
- Καταρχάς τοποθετήθηκαν σε σχέση με την Οδηγία προβάλλοντας τη θέση ότι αυτή τυγχάνει εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις μετανάστη επαγγελματία και ότι σκοπός της είναι η εξάλειψη εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση μετανάστη επαγγελματία.
- Διευκρίνισαν περαιτέρω ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 7(1Β) αναγνωρίζονται ως επαρκή για την άσκηση του επαγγέλματος συγκεκριμένα προσόντα κατά παρέκκλιση του Άρθρου 7(1Α) χωρίς να προνοείται η εγγραφή προσώπου που κατέχει τέτοια προσόντα, όπως είναι ο εφεσείων, στο Μητρώο του Επιμελητηρίου ως Αρχιτέκτονα.
- Καταλήγει η επιστολή με την ουσία:
«Ως εκ τούτου ο πελάτης σας δικαιούται νόμιμα να ασκεί δυνάμει του Άρθρου 7(1Β) το επάγγελμα του Αρχιτέκτονα κατά παρέκκλιση, χωρίς να εγγραφεί στο Μητρώο του Επιμελητηρίου στον κλάδο της Αρχιτεκτονικής.»
Ακολούθησε προσφυγή με την οποία ζητήθηκε δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και η απόφαση των εφεσιβλήτων ημερ. 9.9.2014 «με την οποία απερρίφθη η αίτηση του αιτητή για λήψη Άδειας Ασκήσεως του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα και/ή Γραπτής Βεβαίωσης και/ή Πιστοποιητικού για κατ' εξαίρεση άσκηση του επαγγέλματος της Αρχιτεκτονικής δυνάμει του συστήματος αυτόματης αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων ως αυτό το σύστημα καθορίζεται στα Άρθρα 21, 46 και 49 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ είναι άκυρη .».
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε δύο προδικαστικές ενστάσεις με αποτέλεσμα να απορρίψει την προσφυγή χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία.
Η μια προδικαστική ένσταση ήταν ότι η απάντηση των εφεσιβλήτων ημερ. 9.9.2014 δεν ήταν το αποτέλεσμα νέας έρευνας των εφεσιβλήτων βάσει νέων πραγματικών δεδομένων, μεταγενέστερης της Βεβαίωσης ημερ. 14.5.2014. Η επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντα ημερ. 1.7.2014 δεν περιείχε νέο αίτημα. Δεν δόθηκαν νέα πραγματικά στοιχεία, αλλά απλώς προστέθηκε νέα νομική επιχειρηματολογία. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία η νομική και μόνο επιχειρηματολογία, χωρίς την υποβολή νέων πραγματικών στοιχείων, δεν αποτελεί αφετηρία για ουσιαστική επανεξέταση επί νέων δεδομένων. Δεν συνιστά νέα έρευνα της υπόθεσης η επανεξέταση της από νομικής μόνο πλευράς. Είναι η υποβολή νέων ουσιωδών δεδομένων και/ή πραγματικών στοιχείων που δημιουργεί την ανάγκη και την υποχρέωση της διοίκησης για επανεξέταση και νέα έρευνα (βλ. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD ν. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (2011) 3 ΑΑΔ 851, Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 689, Odysseos v. Republic (1984) 3 CLR 463, Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 296).
Υπό το φως της νομολογίας αυτής το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνιστούσε βεβαιωτική πράξη και συνεπώς δεν μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή. Η πτυχή αυτή της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με διάφορους τρόπους αλλά με την ίδια ουσία (λόγοι έφεσης 1 έως 3). Προβάλλεται ότι αποτελούσε σφάλμα του δικαστηρίου η προδικαστική εξέταση της ένστασης διότι δεν ήταν δυνατός ο κατακερματισμός της υπόθεσης και η ξεχωριστή εκδίκαση των προδικαστικών ενστάσεων ανεξάρτητα από την ουσία της υπόθεσης η οποία αφορά σε έννοιες και σε έννομα αποτελέσματα εφαρμογής του επίδικου Νόμου του ΕΤΕΚ και της επίδικης Ευρωπαϊκής Οδηγίας που θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητές και να εξεταστούν στην ολότητα τους μόνο εάν το πρωτόδικο δικαστήριο υπεισερχόταν στην ουσία της υπόθεσης και αντιλαμβανόταν το περιεχόμενο των εννοιών αυτών και των εννόμων αποτελεσμάτων του εθνικού Νόμου και της Οδηγίας. Επίσης εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή του εφεσείοντα ημερ. 1.7.2014 δεν περιείχε οποιοδήποτε νέο πραγματικό στοιχείο. Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν προϊόν νέας έρευνας, αφού οι εφεσίβλητοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν μπορεί να επικαλείται τις διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας.
Οι κατ' έφεσιν εισηγήσεις δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Η αλληλουχία των γεγονότων υποδηλώνει με σαφήνεια ότι μετά την απόφαση της Ολομέλειας ο εφεσείων επανήλθε στη βάση του Άρθρου 7(1Β) και ως αποτέλεσμα εκδόθηκε η Βεβαίωση ημερ. 14.5.2014. Την 1.7.2014 οι δικηγόροι του εφεσείοντα αναφέρουν στην επιστολή τους ότι η εν λόγω Βεβαίωση δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα τους. Είχαν συνεπώς εκλάβει έκτοτε ως απορριπτική απάντηση τη Βεβαίωση. Η προσφυγή όμως καταχωρίστηκε προς ακύρωση της περαιτέρω απάντησης των εφεσιβλήτων ημερ. 9.9.2014. Η αξιολόγηση του κατά πόσο η τελευταία αυτή απάντηση αποτελούσε εκτελεστή ή απλώς βεβαιωτική πράξη δεν συναρτάται με την ουσία της υπόθεσης, ούτε «με το περιεχόμενο των εννοιών και τα έννομα αποτελέσματα της εφαρμογής του εθνικού Νόμου και της Οδηγίας». Το ερώτημα είναι κατά πόσον η δεύτερη πράξη είναι εκτελεστή ως το αποτέλεσμα νέας έρευνας, ή επιβεβαιώνει απλώς την προηγηθείσα εκτελεστή διοικητική πράξη. Το ζήτημα δεν εξαρτάται από την ουσία της υπόθεσης, αλλά κρίνεται με βάση την πάγια νομολογία, όπως την παρέθεσε, ως άνω, το πρωτόδικο δικαστήριο και επί της θεμελιακής αρχής ότι αφ' ης στιγμής διαπιστωθεί ότι η πράξη είναι βεβαιωτική απαραδέκτως προσβάλλεται δια προσφυγής.
Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι υπήρχε νέο στοιχείο που οδήγησε σε νέα έρευνα, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, για πρώτη φορά, την ερμηνεία των εφεσιβλήτων για το πεδίο εφαρμογής και τις πρόνοιες της Οδηγίας. Όμως δεν επρόκειτο παρά για νομική επιχειρηματολογία που περιλήφθηκε στην επιστολή των εφεσιβλήτων σε απάντηση, ακριβώς, νομικής επιχειρηματολογίας που είχε προηγηθεί στην επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντα. Ως τέτοια, δεν αποτελούσε νέα έρευνα και δεν παρήγαγε νέα διοικητική πράξη.
Ισχυρίζεται περιπλέον ο εφεσείων ότι ένα άλλο νέο στοιχείο αποτελεί η «διάσταση αιτημάτων και η διάσταση διατακτικών της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 9.9.2014 από την απόφαση ημερ. 14.5.2014».
Ειδικότερα, με το πρώτο αίτημα του ημερ. 27.1.2014, ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι ζήτησε διευκρινιστικές πληροφορίες ως προς τις διαδικασίες οι οποίες θα έπρεπε να ακολουθηθούν και τα στοιχεία που θα έπρεπε να υποβάλει για να λάβει γραπτή βεβαίωση ότι μπορεί κατ' εξαίρεση να ασκεί το επάγγελμα της Αρχιτεκτονικής δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 7(1Β). Υποδεικνύει περαιτέρω ότι στο πρώτο του αυτό αίτημα δεν επικαλέστηκε την Οδηγία 2005/36/ΕΚ.
Με το νέο του αίτημα, ημερ. 1.7.2014, ισχυρίζεται ότι αιτήθηκε για πρώτη φορά να λάβει άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα και/ή γραπτή βεβαίωση και/ή πιστοποιητικό για κατ' εξαίρεση άδεια άσκησης του επαγγέλματος της αρχιτεκτονικής δυνάμει του συστήματος αυτόματης αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων ως αυτό το σύστημα καθορίζεται στα άρθρα 21, 46, 19 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ.
'Όμως, στην επιστολή ημερ. 27.1.2014 ο εφεσείων δεν ζητούσε απλώς διευκρινιστικές πληροφορίες όπως τώρα ισχυρίζεται δια της εφέσεως του. Επαναλαμβάνουμε ότι είχε υποβάλει «αίτημα για λήψη Γραπτής Βεβαίωσης ή και Πιστοποιητικού το οποίο θα επιβεβαίωνε ότι αυτός δικαιούται να ασκεί το επάγγελμα της Αρχιτεκτονικής δυνάμει του Άρθρου 7(1Β)». Το ίδιο αίτημα επαναλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 1.7.2014. Διαπιστώνουμε πως η Ευρωπαϊκή Οδηγία αναφέρθηκε μόνο προς ενίσχυση της νομικής επιχειρηματολογίας.
Ορθή συνεπώς, ήταν η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της πρώτης προδικαστικής ένστασης.
Ορθή και η κατάληξη του αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει την προσφυγή εφόσον η απάντηση που του δόθηκε ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό που ζητήθηκε δια της επιστολής των δικηγόρων του ημερ. 1.7.2014. Ας επαναλάβουμε ότι ο εφεσείων ζήτησε άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα χωρίς να εγγραφεί στο Μητρώο του ΕΤΕΚ ως Αρχιτέκτονας κατ΄ εξαίρεση δυνάμει του Άρθρου 7(1Β). Ας επαναλάβουμε επίσης πως η απάντηση των εφεσιβλήτων ήταν ότι δικαιούται νόμιμα να ασκεί δυνάμει του Άρθρου 7(1Β) το επάγγελμα του Αρχιτέκτονα, κατά παρέκκλιση, χωρίς να εγγραφεί στο Μητρώο του Επιμελητηρίου στον κλάδο της Αρχιτεκτονικής.
Η έφεση απορρίπτεται με €4.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
Μ. Καλλιγέρου, Δ.
/φκ
[1] Οδηγία 85/384/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 1985 για την αμοιβαία αναγνώριση των πτυχίων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων στον τομέα της αρχιτεκτονικής και τη θέσπιση μέτρων για τη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
[2] Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.