ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ANΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 97/17)

 

12 Δεκεμβρίου, 2023

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΡΙΡΗΣ,

Εφεσείων,

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

Εφεσίβλητου.

---------------

 

Βρ. Χατζηχάννας, για τον εφεσείοντα.

Ρ. Ιάσωνος (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τον εφεσίβλητο.

Α. Αγγελίδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος.

--------------------

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: 

Εισαγωγή.

Η κα Μαριάννα Χρίστου (εν τοις εφεξής «το ενδιαφερόμενο μέρος, ΕΜ») είχε διοριστεί στη θέση του λειτουργού δημοτικής υπηρεσίας στον εφεσίβλητο Δήμο (εν τοις εφεξής «ο Δήμος» ή «το Δημοτικό Συμβούλιο»).  Ο διορισμός της ακυρώθηκε κατόπιν προσφυγής του νυν εφεσείοντα (Παρασκευάς Ριρής ν. Δήμος Αγίου Αθανασίου, Υποθ. Αρ. 1207/10, ημερ. 27.5.2013). 

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Οι λόγοι ακύρωσης ήταν:

 

(α)  Ελλιπής έρευνα για το σχέδιο υπηρεσίας και για απαιτούμενο προσόν του ΕΜ

 

Διαπιστώθηκε ελλιπής έρευνα αναφορικά με την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης και ως προς το κατά πόσον το ΕΜ κατείχε απαιτούμενο από το σχέδιο προσόν.  Ειδικότερα, το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί, μεταξύ άλλων, πανεπιστημιακό δίπλωμα στις «Κοινωνιολογικές Επιστήμες».  Το ΕΜ είναι κάτοχος πτυχίου ψυχολογίας.  Το δικαστήριο έκρινε, σχετικά με το ζήτημα αυτό, ότι ο Δήμος δεν προέβη σε ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ώστε να καταλήξει, κατά τρόπο εύλογα επιτρεπτό, ότι το ΕΜ κατέχοντας πτυχίο ψυχολογίας πληρούσε το απαιτούμενο προσόν της κατοχής πανεπιστημιακού διπλώματος στις «Κοινωνιολογικές Επιστήμες».

 

(β)  Παντελής παράλειψη του θεσμοθετημένου κριτηρίου της «πείρας η οποία είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης».

 

Διαπιστώθηκε ότι ο Δήμος αποφάσισε ρητά να μην προσδώσει οποιαδήποτε μονάδα σε σχέση με την «πείρα η οποία είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης», παρά το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό περιλαμβάνεται στα θεσμοθετημένα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται ο διορισμός των υποψηφίων (άρθρο 3(1) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου 1998, Ν. 6(Ι)/1998).  Ως αποτέλεσμα παρέλειψε να αξιολογήσει την πείρα τόσο του εφεσείοντα, όσο και του ΕΜ.

 

 

(γ)   Παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του εφεσείοντα.

 

Διαπιστώθηκε ότι ο Δήμος παραγνώρισε παντελώς και δεν αξιολόγησε το πρόσθετο προσόν του εφεσείοντα, ήτοι μεταπτυχιακό τίτλο στις Ευρωπαϊκές Σπουδές (MA in European Studies) δοθέντος μάλιστα ότι στα απαιτούμενα κατά το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα περιλαμβάνεται πανεπιστημιακό δίπλωμα για Ευρωπαϊκές Σπουδές. 

 

(δ)   Πλημμέλειες κατά την προφορική εξέταση.

 

Διαπιστώθηκαν πλημμέλειες κατά την προφορική εξέταση.  Το ΕΜ βαθμολογήθηκε με 18.32/20 και ο εφεσείων με 15.73/20.[1]  Το δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 1207/2010 είχε διαπιστώσει ότι οι σημειώσεις στην πλειοψηφία τους περιορίζονται σε γενικόλογους χαρακτηρισμούς, όπως «καλός», «πολύ καλός», «άριστη», «εξαίρετη», «έξυπνος», «λίαν καλός», χωρίς να υπάρχει συνέπεια και ομοιομορφία. Δηλαδή με την ίδια αιτιολογία του «μέτρια» αποδόθηκαν διαφορετικές βαθμολογίες όπως 12,14,17,18. Ο βαθμός του 20 αιτιολογήθηκε μονολεκτικά με τις λέξεις άριστη, εξαιρετική, πολύ καλή. Με την ίδια αιτιολογία «καλός-ή» αποδόθηκαν βαθμολογίες του 14 αλλά και του 19. Με την ίδια φράση «πολύ καλός-ή», άλλο μέλος βαθμολογούσε με 16, άλλο με 19 και άλλο με 20. 

 

Κατέγραψε επίσης ότι η αιτιολογία περιορίστηκε μονολεκτικά στη γενική εντύπωση, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που θα επέτρεπαν το δικαστικό έλεγχο της βαθμολόγησης που αποδόθηκε κατ' αντιστοιχία της γενικής εντύπωσης.

 

Υπό τα παραπάνω δεδομένα έκρινε ότι η κρίση των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη ήταν αυθαίρετη και αναιτιολόγητη.

 

Η επανεξέταση.

Ο Δήμος προχώρησε σε επανεξέταση, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν να διορίσει και πάλι το ΕΜ αναδρομικά. Σχετικά είναι τα πρακτικά της συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 7.11.2013.  Οι διαπιστωθείσες στην απόφαση επί της προσφυγής αρ. 1207/2010 πλημμέλειες αντιμετωπίστηκαν ως εξής:

 

(α)    Για την έννοια του όρου «Κοινωνιολογικές Επιστήμες» ο Δήμος απευθύνθηκε τόσο στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, ως και στη γενική διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.  Το μεν Τμήμα απάντησε ότι εναπόκειται στον Δήμο να ερμηνεύσει τον εν λόγω όρο, η δε διευθύντρια, επισυνάπτοντας στην επιστολή της σχετικό έγγραφο της ΟΥΝΕΣΚΟ, ανέφερε ότι στο εν λόγω έγγραφο δεν εντοπίζεται καμία αναφορά στον συγκεκριμένο όρο και ότι αναφορά γίνεται μόνο στον όρο «Κοινωνικές Επιστήμες», στις οποίες συμπεριλαμβάνεται τόσο η κοινωνιολογία όσο και η ψυχολογία, καταλήγοντας ότι «ο προσδιορισμός και η ερμηνεία του εναπόκεινται στο διορίζον όργανο». 

 

Το Δημοτικό Συμβούλιο είχε επίσης ενώπιον του κατά την κρίσιμη συνεδρία βεβαίωση από το Πανεπιστήμιο Κύπρου ότι το ΕΜ αποφοίτησε από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου κατόπιν συνολικής διάρκειας σπουδών 4 ετών και ότι «η σπουδή στον τομέα της ψυχολογίας εμπίπτει επιστημιολογικά στον ευρύτερο κλάδο των κοινωνικών επιστημών που συμπεριλαμβάνουν την ψυχολογία, κοινωνιολογία και πολιτική επιστήμη.»  Είχε επίσης υπόψη του αξιολόγηση από τον προϊστάμενο Οικονομικών και Ανθρώπινου Δυναμικού, ΤΕΠΑΚ σύμφωνα με την οποία το πτυχίο της ψυχολογίας κρίθηκε ότι εμπίπτει στα απαιτούμενα προσόντα και ότι κατά τη σχετική έρευνα σε πολλές περιπτώσεις (ενδεικτικά αναφέροντα: Πανεπιστήμιο Κύπρου, City University of London (U.K.), University of Leeds (U.K.), University of Victoria (Canada), University of Haifa (Israel), Norwich University (U.S.A.), University of Washington (U.S.A.)) το τμήμα Ψυχολογίας υπάγεται στη Σχολή Κοινωνιολογικών Επιστημών (Social Sciences).

 

Έχοντας υπόψη όλα τα δεδομένα ο Δήμος προχώρησε στην ερμηνεία του συγκεκριμένου όρου κρίνοντας ότι το πτυχίο ψυχολογίας ενέπιπτε στον όρο «Κοινωνιολογικές Επιστήμες».

 

(β)    Σε σχέση με το θεσμοθετημένο κριτήριο της πείρας η οποία είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, ο Δήμος κατά την επανεξέταση αξιολόγησε την πείρα του εφεσείοντα στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο στη θέση κτηματολογικού γραφέα και διαπίστωσε ότι αυτή δεν είναι σχετική με τα γενικά διοικητικά καθήκοντα που αναφέρονται στην προκήρυξη της θέσης, αποφασίζοντας να μην απονέμει σε αυτόν καμιά μονάδα από τη θεσμοθετημένη κλίμακα 0 - 5.  Αντιθέτως, αποφάσισε να απονέμει στο ΕΜ 0,75 μονάδες, λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη πείρα της ως υπεύθυνη τμήματος ανθρώπινου δυναμικού ασφάλειας και υγείας σε εταιρεία, την οποία έκρινε ως απόλυτα σχετικά με τα προβλεπόμενα γενικά διοικητικά καθήκοντα. 

 

(γ)    Σε ό,τι αφορά το πρόσθετο προσόν του εφεσείοντα το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση αποφάσισε ως εξής: «δεν απαιτείται και ούτε προβλέπεται ως πρόσθετο προσόν στο σχέδιο υπηρεσίας και κρίνει [το Συμβούλιο] ότι δεν είναι σχετικό με τα γενικά διοικητικά καθήκοντα της θέσης.»  Παρά ταύτα συνέχισε λέγοντας: «αλλά δεν το αγνοεί», οπότε και απένειμε 0,5 μονάδα στον εφεσείοντα από τη θεσμοθετημένη κλίμακα 0 - 3. 

 

(δ)    Αναφορικά με το ζήτημα της κριθείσας ως πάσχουσας αιτιολογίας των προφορικών εξετάσεων οι ενέργειες του Δήμου προς συμμόρφωση περιγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση ως εξής:

«. Από το προαναφερθέν πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου προκύπτει ότι πράγματι, κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του το εύρημα του Δικαστηρίου περί πάσχουσας αιτιολόγησης της καταγραφής της εντύπωσης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Ωστόσο, στη συνέχεια του πρακτικού της συνεδρίας ημερομηνίας 7.11.2013, το Συμβούλιο αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Πόλυς Χαραλάμπους Βαλιαντή (2007) 3 Α.Α.Δ 446, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι, στις περιπτώσεις εφαρμογής του Νόμου 6(Ι)/1998, δεν απαιτείται αιτιολόγηση της κρίσης του διορίζοντος οργάνου αναφορικά με την προφορική συνέντευξη, η οποία και αποτελεί νόμιμο στοιχείο κρίσης. .»

 

Η νέα προσφυγή.

        Ο εφεσείων επανήλθε με νέα προσφυγή ισχυριζόμενος ότι ο Δήμος κατά την επανεξέταση δεν συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο της απόφασης στην προσφυγή αρ. 1207/2010, για τους ακόλουθους λόγους: 

 

(α)    Για το ζήτημα της ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον το ΕΜ ήταν προσοντούχος ή όχι ο εφεσείων προέβαλε τη θέση ότι και πάλι ο Δήμος δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα και ότι κατέληξε χωρίς σαφή και επιστημονική αιτιολογία.  Θα έπρεπε, εισηγήθηκε, να δοθεί επιστημονική γνωμάτευση από το «αρμόδιο κατά νόμο όργανο ήτοι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.».

(β)    Για το ζήτημα της πείρας ισχυρίστηκε και πάλι ότι η πείρα του εφεσείοντα δεν λήφθηκε υπόψη και δεν αξιολογήθηκε δεόντως, αυτή τη φορά κατά παράβαση του δεδικασμένου. 

 

(γ)    Αναφορικά με το πρόσθετο προσόν του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι ο Δήμος ενήργησε υπό πλάνη, εφόσον το μεταπτυχιακό στις Ευρωπαϊκές Σπουδές είναι άμεσα σχετικό με τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα, στα οποία περιλαμβάνεται πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος στις Ευρωπαϊκές Σπουδές. 

 

(δ)    Αναφορικά με τις προφορικές εξετάσεις, το ζήτημα τέθηκε στη νέα προσφυγή με δύο τρόπους: 

Αφενός, προβλήθηκε ότι οι προφορικές συνεντεύξεις του προηγούμενου Συμβουλίου δεν θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη, καθότι η σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου είχε αλλάξει. 

Αφετέρου ο εφεσείων υπεισήλθε στην ουσία διασυνδέοντας τις προφορικές συνεντεύξεις με τις γραπτές εξετάσεις στις οποίες είχε πρωτεύσει με βαθμό 64,50/100, με το ΕΜ να ακολουθεί δεύτερη, με βαθμό 62,70/100.  Το παράπονο του εφεσείοντα ήταν ότι υποβαθμίστηκε «το πιο αντικειμενικό κριτήριο αξιολόγησης, αυτό των γραπτών εξετάσεων» και δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ολιγόλεπτη προφορική συνέντευξη την οποία, ως άνω, κρίθηκε ως υπερτερούσα του εφεσείοντος το ΕΜ. 

 

Η εκκαλούμενη απόφαση.

 

(α)    Ως προς το ζήτημα της ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο Δήμος διενήργησε δέουσα έρευνα και κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτή ερμηνεία, εντός των ορίων άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.  Ειδικότερα, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., υπέδειξε ότι τούτο δεν είναι συμβουλευτικό όργανο οποιουδήποτε διορίζοντος οργάνου, αλλά αποτελεί ανεξάρτητο όργανο, αρμόδιο για την επίλυση αμφιβολιών αναφορικά με την αναγνώριση τίτλων σπουδών. 

 

(β)    Ως προς το ζήτημα της πείρας έκρινε ότι με τις περιγραφείσες, ως άνω, ενέργειες ο Δήμος συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο, αξιολογώντας την πείρα αμφοτέρων.

 

(γ)    Ως προς το πρόσθετο προσόν του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ο Δήμος προέβη δεόντως σε αξιολόγηση και απένειμε 0,5 μονάδα στον εφεσείοντα, κατά τρόπο που δεν χωρούσε ακυρωτική παρέμβαση.

 

(δ)    Ως προς την πάσχουσα αιτιολογία θεώρησε τα πράγματα υπό το πρίσμα της νομολογίας ότι εν όψει της αλλαγής, στο μεταξύ, στη σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου δεν θα μπορούσε να γίνει νέα συνέντευξη.  Επιπρόσθετα παρέπεμψε στο γεγονός ότι στο πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 7.11.2013 έγινε αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Βαλιαντή (2007) 3 ΑΑΔ 446 όπου αποφασίστηκε ότι στις περιπτώσεις εφαρμογής του Νόμου 6(Ι)/1998 δεν απαιτείται αιτιολόγηση της κρίσης του διορίζοντος οργάνου αναφορικά με την προφορική συνέντευξη. 

 

Η έφεση.

Με την έφεση προσβάλλονται όλες οι παραπάνω πτυχές της πρωτόδικης απόφασης.  Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι διενεργήθηκε δέουσα έρευνα για το πανεπιστημιακό δίπλωμα του ΕΜ και ότι εσφαλμένα κρίθηκε ως εύλογα επιτρεπτή η ερμηνεία του Δήμου για το σχέδιο υπηρεσίας.  Επίσης, ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα για την πείρα του και για το πρόσθετο του προσόν.  Ως προς την πείρα, προβάλλεται ειδικότερα ότι ο Δήμος χωρίς δέουσα έρευνα κατέληξε σε παραβίαση του δεδικασμένου, εφόσον δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός με καθαρά διοικητικά καθήκοντα. Ως προς το πρόσθετο προσόν, προβάλλεται ειδικότερα ότι η απόφαση είναι προϊόν πλάνης εφόσον το πρόσθετο προσόν είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αφού άλλωστε στο ίδιο το σχέδιο υπηρεσίας απαιτείται ως προσόν ο πανεπιστημιακός τίτλος σε Ευρωπαϊκές Σπουδές.  Τέλος, εγείρεται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε πως δεν τίθεται θέμα υποβάθμισης των γραπτών εξετάσεων και πλημμελούς αιτιολόγησης των προφορικών συνεντεύξεων. Τις προφορικές συνεντεύξεις, εφόσον κρίθηκαν πάσχουσες και δεν υπήρχε δυνατότητα επανάληψης τους, ο Δήμος όφειλε να τις αγνοήσει.  Αντί τούτου λήφθηκαν υπόψη ως είχαν. 

 

 

 

Η δική μας κρίση.

        Έχοντας υπόψη τα επιχειρήματα των διαδίκων για κάθε ένα από τα ζητήματα που ηγέρθησαν καταλήγουμε ως ακολούθως: 

 

(α)    Το ζήτημα της έρευνας για το σχέδιο υπηρεσίας και για το απαιτούμενο προσόν του ΕΜ.

       

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε ο Δήμος να ανατρέξει για γνωμάτευση στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν έχει κανένα έρεισμα.  Οι αρμοδιότητες του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. καθορίζονται από τους περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμους 1996-2012, Ν. 68(Ι)/1996.  Αφορούν σε ad hoc αναγνώριση ή μη συγκεκριμένου τίτλου σπουδών και όχι σε γενική εκ των προτέρων τοποθέτηση και γνωμοδότηση (άρθρα 4(1) και 12 του Ν. 68(Ι)/1996)).  Τα ζητήματα αυτά έχουν διευκρινιστεί σαφώς από τη νομολογία.  Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Γρουτίδη, ΑΕ Αρ. 88/2013 και 103/2013, ημερ. 16.7.2019, το οποίο υιοθετήθηκε στην Παντζιαρή-Ελισσαίου ν. Δημοκρατία, ΑΕ Αρ. 113/2015, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C69:

 

«.  Το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, 106), δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της ΕΕΥ για διερεύνηση προσόντων (Μικελλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769 και Κρίνος Ξενοφώντος κ.α. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C380, Α.Ε. Αρ. 73/11, 74/11 και 75/11, 26.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:C380).»

 

 

Κατά τα άλλα, συνιστά εξίσου παγιωμένη αρχή ότι το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό είναι θέμα πραγματικά, εντός της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου.  Η ερμηνεία και η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου.  Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η δοθείσα ερμηνεία,  λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Παντζιαρή-Ελισσαίου (ανωτέρω)).

 

        Στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου ανάγεται και η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί για τη διεξαγωγή της απαιτούμενης κάθε φορά έρευνας, ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα.  Σκοπός, είναι η διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων, η τελική εκτίμηση των οποίων εναπόκειται στο διοικητικό όργανο.  Το κριτήριο, συνεπώς, για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.  Η έρευνα κρίνεται ως επαρκής εάν και εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.α. (2003) 3 ΑΑΔ 345). 

 

Υπό το φως των παραπάνω αρχών κρίνουμε ότι ο Δήμος προέβη σε δέουσα έρευνα και κατέληξε σε ερμηνεία του σχετικού όρου στο σχέδιο υπηρεσίας η οποία ήταν ευλόγως επιτρεπτή.  Συνεπώς ο ισχυρισμός περί σφάλματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή απαιτούμενου προσόντος με βάση το σχέδιο υπηρεσίας απορρίπτεται.

 

Ο σχετικός λόγος έφεσης (λόγος έφεσης 1) απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επί του ζητήματος αυτού επικυρώνεται.

 

 

 

(β)    Το ζήτημα της πείρας.

 

Η αποτίμηση της «σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης πείρας» (άρθρο 3(1)(α) και (β) του Νόμου) και πάλι εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, το οποίο κατά την επανεξέταση διενήργησε όσα είχε εντοπίσει το δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 1207/2010 ως παράλειψη.  Πράττοντας τούτο έδωσε συγκεκριμένη αιτιολογία με αναφορά στην προηγούμενη απασχόληση του εφεσείοντα αφενός και του ΕΜ αφετέρου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, εντός της δικής του πλέον αρμοδιότητας, έκρινε ότι ο Δήμος ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας συμμορφούμενος ως προς το ζήτημα αυτό με την ακυρωτική απόφαση και δεν διαπίστωσε οτιδήποτε μεμπτό.  Δεν βρίσκουμε λόγο επέμβασης στην κατάληξη αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το ζήτημα της πείρας τέθηκε ως μέρος του δεύτερου λόγου έφεσης.  Ως προς το ζήτημα αυτό ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται εν μέρει και η πρωτόδικη απόφαση επί του ζητήματος τούτου επικυρώνεται.

 

 

 

(γ)    Το ζήτημα του πρόσθετου προσόντος του εφεσείοντα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(α)(iii) μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη για διορισμό είναι τα προσόντα που με βάση το Νόμο ή Κανονισμό ή το οικείο για τη θέση σχέδιο υπηρεσίας θεωρούνται ως πλεονέκτημα.  Λαμβάνονται επίσης υπόψη, σύμφωνα με την παράγραφο (iv) τα «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα».

 

Αναφορικά με το πρόσθετο προσόν του εφεσείοντα η απόφαση του Δήμου ήταν παράδοξη.  Ενώ ο μη απαιτούμενος από το σχέδιο υπηρεσίας μεταπτυχιακός τίτλος, αλλά πάντως «ακαδημαϊκό προσόν», κρίθηκε ως μη σχετικός, τελικά «δεν αγνοήθηκε» και απονεμήθηκε στον εφεσείοντα 0,5 μονάδα.  Το γεγονός ότι δεν αγνοήθηκε αναιρεί την αιτιολογική βάση της κρίσης ότι δεν ήταν σχετικός.  Εάν δεν ήταν σχετικός, θα αναμενόταν να αγνοηθεί.  Αντίθετα θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη εάν ήταν σχετικός.  Σε τέτοια περίπτωση όμως η βαρύτητα του θα έπρεπε να αποτιμηθεί με σχετική αιτιολόγηση σε μονάδες, στα πλαίσια της προνοούμενης κλίμακας για «τα άλλα ακαδημαϊκά προσόντα», στην κλίμακα από 0 έως 3 μονάδες (άρθρο 3(1)(β)(iv)) και όχι με απόδοση 0,5 μονάδας κατά χάριν και εν πάση περιπτώσει αναιτιολόγητα. Προκύπτει, συνεπώς, λανθασμένη αιτιολογία, που απολήγει σε λανθασμένη και αντιφατική αξιολόγηση του πρόσθετου προσόντος, κατά τρόπο που να στοιχειοθετείται πλάνη. 

 

Ειδικότερα, η αιτιολογία ως προς τη μη σχετικότητα του μεταπτυχιακού τίτλου στις Ευρωπαϊκές Σπουδές πάσχει με πλάνη περί το Νόμο.  Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ανάμεσα στα διαζευκτικά απαιτούμενα προσόντα και πανεπιστημιακό τίτλο στις Ευρωπαϊκές Σπουδές.  Η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου στο αντικείμενο αυτό εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόσθετο σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης προσόν.  Υπό τις περιστάσεις απαιτείτο ειδική αιτιολογία για μια τέτοια κρίση, ως αυτή των καθ΄ ων η αίτηση η οποία δεν θα πρέπει να εκφεύγει των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας τους. 

 

Το ζήτημα αυτό τέθηκε ως μέρος του δεύτερου λόγου έφεσης.  Ως προς το ζήτημα αυτό ο δεύτερος λόγος επιτυγχάνει εν μέρει και η πρωτόδικη απόφαση επί του ζητήματος τούτου ακυρώνεται.

 

 

(δ)   Το ζήτημα των προφορικών συνεντεύξεων.   

 

Σε σχέση με το ζήτημα της πάσχουσας αιτιολογίας υπενθυμίζουμε ότι το πρώτο σκέλος του παραπόνου του εφεσείοντα, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν ότι οι προφορικές συνεντεύξεις του προηγούμενου Συμβουλίου δεν θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη, καθότι η σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου είχε αλλάξει. 

 

        Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε το συγκεκριμένο αυτό παράπονο.  Αναφέρθηκε στην ορθή νομολογιακή αρχή ότι σε περιπτώσεις επανεξέτασης από το διορίζον όργανο, υπό διαφορετική πλέον σύνθεση, δεν είναι νοητή η επανάληψη προφορικών συνεντεύξεων, εφόσον  η επανεξέταση γίνεται επί τη βάσει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον χρόνο του διορισμού ή της προαγωγής που ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε (Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 ΑΑΔ 437). 

 

Πλην όμως δεν ήταν αυτό το εγειρόμενο ζήτημα.  Το σφάλμα του Δήμου, και κατ'  επέκταση του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι λήφθηκαν υπόψη οι προηγούμενες συνεντεύξεις οι οποίες έγιναν ενώπιον διαφορετικής σύνθεσης και οι αξιολογήσεις των υποψηφίων που διενεργήθηκαν υπό διαφορετική σύνθεση.  Με αυτό τον τρόπο παρεισέφρησε στην αξιολογική διαδικασία του Δημοτικού Συμβουλίου, υπό τη νέα του σύνθεση, η υποκειμενική αξιολόγηση στην οποία είχε καταλήξει το Δημοτικό Συμβούλιο υπό την παλαιά του σύνθεση.  Το γεγονός ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν νέες συνεντεύξεις δεν δικαιολογούσε τέτοιο αποτέλεσμα. 

 

Η νομολογία επί του θέματος είναι σαφής και έχει αναλυθεί κατά τρόπο εμπεριστατωμένο από τον Δικαστή Νικολάου στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037, με παραπομπή καταρχάς στην υπόθεση Republic v. Safirides (1985) 3 CLR 163 όπου η ΕΔΥ κατόπιν επανεξέτασης και αφού στο μεταξύ η σύνθεση είχε αλλάξει, έλαβε υπόψη τις εντυπώσεις τις οποίες είχε αποκομίσει η προηγούμενη σύνθεση για την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις.  Η Ολομέλεια έκρινε ότι οι εντυπώσεις αυτές αποτελούσαν υποκειμενική εκτίμηση ή αντίδραση των προσώπων που συνέθεταν το συλλογικό όργανο και όχι αντικειμενικά δεδομένα τεθέντα ενώπιον του διοικητικού οργάνου.  Συνεπώς δεν αποτελούσαν γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση.  Παρομοίως στην Mytides v. Republic (1988) 3 CLR 737, όπου και πάλι η ΕΔΥ, υπό νέα σύνθεση, έλαβε υπόψη τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη που είχε γίνει στην πρώτη εξέταση, η Ολομέλεια υπέδειξε το φανερό λάθος.  Αντιθέτως, στην Paschalis v. Republic (1988) 3 CLR 1897, όπου δεν λήφθηκαν υπόψη οι εντυπώσεις από τις πρώτες συνεντεύξεις η Ολομέλεια κατέληξε ότι ορθά είχε πράξει η ΕΔΥ υπό τη νέα της σύνθεση.  Από την Paschalis υιοθετήθηκαν στην Κοντογιώργη τα ακόλουθα, ευθέως επί του θέματος που μας απασχολεί:

 

«In the circumstances, the respondent Commission rightly re-examined the matter as it did by disregarding the impressions created by the candidates at the interviews which took place before it under a different composition.  Nor do we consider that new interviews could be made before the respondent Commission under its new constitution as such course would necessarily defeat the principle that any re-examination of a decision which was annulled by the Court must be made under the legal and factual background that existed at the time of such annulled decision.»

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Υπό τις συνθήκες αυτές, η εφεσίβλητη Επιτροπή ορθώς επανεξέτασε το ζήτημα, όπως έπραξε, αγνοώντας τις εντυπώσεις που προκάλεσαν οι υποψήφιοι κατά τις συνεντεύξεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν ενώπιον της υπό διαφορετική σύνθεση.  Ούτε θεωρούμε ότι θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν νέες συνεντεύξεις ενώπιον της εφεσίβλητης Επιτροπής, υπό τη νέα της σύνθεση, καθώς μια τέτοια διαδικασία κατ'  ανάγκη θα προσέκρουε στην αρχή ότι οποιαδήποτε επανεξέταση απόφασης η οποία έχει ακυρωθεί από το Δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται υπό το νομικό και πραγματικό καθεστώς που υπήρχε κατά τον χρόνο της εν λόγω ακυρωθείσας απόφασης

 

 

Όπως υποδείχθηκε στην Δρουσιώτης (ανωτέρω) «Ο ισχυρισμός ότι χωρίς τις νέες συνεντεύξεις δεν μπορούσε να γίνει η δέουσα έρευνα δεν μας βρίσκει σύμφωνους.»  Συνεπώς, ούτε νέες συνεντεύξεις ήταν επιτρεπτές, αλλ'  ούτε και η αξιολόγηση με βάση τις παλαιές συνεντεύξεις θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη.  Η επανεξέταση θα έπρεπε να διενεργηθεί επί των υπόλοιπων δεδομένων όπως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. 

 

Η διαπίστωση μας αυτή καθιστά περιττή την ενασχόληση με το δεύτερο σκέλος του παραπόνου του εφεσείοντα. 

 

Θεωρούμε, όμως, υποχρέωση μας να σχολιάσουμε το γεγονός ότι το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 7.11.2013 παρέπεμψε σε νομολογία (υπόθεση Βαλιαντής) προς απάντηση, κατ'  ουσία, στην απόφαση επί της προσφυγής αρ. 1207/2010.  Αυτό όχι μόνο δεν αποτελεί συμμόρφωση, αλλά είναι και θεσμικά ανεπίτρεπτο.  Ο Δήμος μπορούσε να υποβάλει έφεση. 

 

Το ζήτημα των προφορικών εξετάσεων τέθηκε με το λόγο έφεσης 3, ο οποίος επιτυγχάνει.  Το αντίστοιχο μέρος της πρωτόδικης απόφασης ακυρώνεται. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει εν μέρει ως άνω.  Ως εκ της μερικής επιτυχίας τα έξοδα περιορίζονται στο ποσό των €2.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

                                                  Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                  Ν. Σάντης, Δ.

 

                                                  Μ. Καλλιγέρου, Δ.

/φκ



[1] Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(α)(2) του Νόμου ο διορισμός των υποψηφίων γίνεται, μεταξύ άλλων, με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή.  Εν προκειμένω κρίθηκε αναγκαία.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(β) η βαρύτητα που δίδεται στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, αν διεξαχθεί, αποτιμάται σε μονάδες από 0 έως 20. 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο