ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

΄Εφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 25/2018

(Υποθ. αρ. 361/2015)

 

15 Δεκεμβρίου, 2023

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ. Δ.Δ.]

 

Melinda Matute Respicio

Εφεσείουσα

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω  Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Εφεσίβλητη

                           

                                    --------------------

Χρ. Χριστούδιας, για Ν. Α. Λοΐζου και Χρ. Γ. Χριστούδιας

για Εφεσείουσα

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη

                                    --------------------

 

                                           

Τ.,ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Η Εφεσείουσα, η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες, αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 28.11.2008 με σκοπό να εργαστεί ως οικιακή βοηθός.  Μετά από αίτημα της ημερ. 3.3.2009 της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 28.11.2012.

 

        Στις 20.9.2009 εξασφάλισε έγγραφο αποδέσμευσης από την εργοδότρια της και στις 21.12.2009, άλλο πρόσωπο εξασφάλισε έγκριση από το Υπουργείο Εσωτερικών για να την εργοδοτήσει.  Ωστόσο, η Εφεσείουσα δεν αποτάθηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για να διευθετήσει την παραμονή της και τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας.  Επιπρόσθετα, ο προτιθέμενος εργοδότης της, σε γραπτή κατάθεση του στην ΥΑΜ Λάρνακας, δήλωσε ότι από τα τέλη Ιανουαρίου 2010, η Εφεσείουσα εγκατέλειψε την οικία του και διέμενε σε άγνωστη σ' αυτόν διεύθυνση. Έκτοτε η Εφεσείουσα διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία για δύο περίπου χρόνια.

 

 Στις 18.8.2011 τέλεσε γάμο με Ελληνοκύπριο και στις 25.10.2011 αιτήθηκε ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής της ως σύζυγος Κύπριου Πολίτη, η οποία της παραχωρήθηκε μέχρι τις 29.6.2013. 

 

Στις 13.7.2012, ο Ελληνοκύπριος σύζυγος της Εφεσείουσας απεβίωσε και στις 31.8.2012 ο δικηγόρος της, αφού ενημέρωσε σχετικά το Τμήμα, αιτήθηκε την εξασφάλιση νέας άδειας παραμονής της.  Η Εφεσίβλητη, με επιστολή της ημερ. 24.9.2012 προς τον δικηγόρο της Εφεσείουσας, τον πληροφόρησε ότι, με δεδομένο πως ο γάμος της με τον Ελληνοκύπριο αποβιώσαντα ήταν διάρκειας μικρότερης του ενός έτους, η άδεια της ακυρώθηκε και αυτή θα έπρεπε - με βάση το Άρθρο 25(1) του Ν.7(Ι)/2007, το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία για μέλη οικογένειας Κυπρίων Πολιτών - να εγκαταλείψει την Κύπρο. Περαιτέρω, με την ίδια επιστολή, τον ενημέρωσε ότι η Εφεσείουσα θα μπορούσε να αποταθεί εντός 30 ημερών, για άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια, νοουμένου ότι αυτή θα είχε επαρκείς πόρους συντήρησης.

 

        Ωστόσο, η Εφεσείουσα παρέλειψε να υποβάλει τέτοιο αίτημα εντός 30 ημερών.  Αντί αυτού,  δύο σχεδόν χρόνια μετά, με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 19.7.2014, αιτήθηκε για άδεια παραμονής ως επισκέπτρια, προσκομίζοντας επιστολή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 23.4.2014, με την οποία βεβαιωνόταν ότι εγκρίθηκε αναδρομικά από 13.7.2012,η αίτηση της για σύνταξη χηρείας ύψους €470,02 μηνιαίως, επικαλούμενη επαρκείς πόρους συντήρησης.   Επιπρόσθετα, προσκομίσθηκε αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού της Εφεσείουσας στην Τράπεζα με την κατάθεση του αναδρομικού ποσού της σύνταξης χηρείας και αντίγραφα πιστοποιητικών ακίνητης ιδιοκτησίας για τα κληρονομικά της μερίδια στα κατεχόμενα, μετά από διανομή της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της. 

 

        Η Εφεσίβλητη, με επιστολή της ημερ.  27.10.2014, απέρριψε το εν λόγω αίτημα της Εφεσείουσας, εμμένοντας στην απάντηση της που είχε δώσει με την επιστολή της ημερ. 24.9.2012, την οποία και επεσύναψε, με αποτέλεσμα, ο δικηγόρος της με επιστολή του ημερ. 4.11.2014 ζήτησε την επανεξέταση της απορριπτικής απόφασης ημερ. 27.10.2014, στη βάση των στοιχείων που περιείχε η αρχική  αίτηση της Εφεσείουσας ημερ. 19.7.2014. 

 

        Η Εφεσίβλητη, απάντησε στην ως άνω επιστολή ημερ. 4.11.2014 του δικηγόρου της Εφεσείουσας, με επιστολή της ημερ. 12.2.2015, η οποία ήταν και πάλι απορριπτική, επαναλαμβάνοντας όσα είχε αναφέρει και στις προηγούμενες επιστολές ημερ. 24.9.2012 και 27.10.2014 ότι δηλαδή, ο γάμος της δεν διήρκεσε ένα έτος πριν το θάνατο του συζύγου της, ότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία στο παρελθόν, ότι η άδεια παραμονής της είχε ακυρωθεί και της ζητείτο να αναχωρήσει από τη Δημοκρατίας, όπως της είχε ζητηθεί στο παρελθόν και με επιστολή της ημερ. 21.11.2014.

 

        Την νομιμότητα της ως άνω απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 12.2.2015, να απορρίψει την αίτηση της για άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο, η Εφεσείουσα καταχώρισε την προσφυγή με αρ. 361/2015.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την προδικαστική ένσταση της Εφεσίβλητης σε σχέση με το απαράδεκτο της προσφυγής, επειδή η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση ημερ. 12.2.2015, ήταν βεβαιωτική της αρχικής απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 24.9.2012, κατέληξε πως:

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αιτήτρια πρόσβαλε βεβαιωτική πράξη της διοίκησης και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Εκδόθηκαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις που αφορούσαν την αιτήτρια, αλλά η αιτήτρια δεν καταχώρησε προσφυγές με επιδίωξη την ακύρωσή τους από το Δικαστήριο. Η πράξη που εν τέλει επέλεξε να προσβάλει είναι βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης της διοίκησης επίσης απορριπτική του αιτήματος, ως ανωτέρω εκτέθηκαν με λεπτομέρεια τα γεγονότα και ως αποκαλύπτεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή. Ενόψει της κατάληξής μου αυτής η εξέταση των λόγων ακυρώσεως καθίσταται αχρείαστη.»

 

 

        Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε σε απόρριψη της προσφυγής και επικύρωση της επίδικης απόφασης ημερ. 12.2.2015.

 

        Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της, στη βάση επτά (7) λόγων έφεσης.

 

        Ειδικότερα, με τους 1ο - 4ο λόγους Έφεσης, η Εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 22.2.2015 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική πράξη της προηγούμενης απόφασης της διοίκησης ημερ. 24.9.2012.

 

        Περαιτέρω, η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι, τηρουμένης της θέσης της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 12.2.2015 συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να επιληφθεί της θέσης της ότι α) αυτή λήφθηκε με πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα, κατά παράβαση των αρχών του δημοσίου και διοικητικού δικαίου (5ος λόγος Έφεσης) και της αρχής της χρηστής διοίκησης (6ος λόγος Έφεσης), ως και ότι συνιστά επιδοκιμασία και αποδοκιμασία (7ος λόγος Έφεσης). 

 

        Διαφορετική είναι η θέση της Εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις εισηγήσεις της Εφεσείουσας.

 

        Προχωρούμε στην εξέταση των 1ου - 4ου λόγων Έφεσης οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους και θα εξεταστούν σωρευτικά.  Αυτοί περιστρέφονται γύρω από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί βεβαιωτική πράξη, προηγούμενης απόφασης της Διοίκησης.

 

        Στα πλαίσια αυτών των λόγων Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 12.2.2015 είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, εφόσον σε σχέση με την προηγούμενη απόφαση της διοίκησης ημερ. 24.9.2012, δεν υπάρχει ταυτότητα της Αρχής που τις έκδωσε, ταυτότητα της νόμιμης διαδικασίας και της αιτιολογίας τους, ως και του διατακτικού τους.  Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η Εφεσείουσα ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή της Εφεσίβλητης ημερ. 21.11.2014, ως και ότι με την επιστολή της ημερ. 4.11.2014 είχε θέσει ενώπιον της Εφεσίβλητης, νέα ουσιώδη στοιχεία σχετικά με την επάρκεια των πόρων συντήρησης της Εφεσείουσας,  τα οποία της επέβαλλαν  επανεξέταση τους.  Ωστόσο η Εφεσίβλητη, ουδέποτε διερεύνησε ούτε και επανεξέτασε τη θέση της.

 

        Εξετάσαμε με προσοχή τις πιο πάνω εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας, οι οποίες δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.

 

        Σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της βεβαιωτικής πράξης, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 ΑΑΔ 71, σελ. 75:

«Βεβαιωτική είναι η πράξη που έχει το αυτό περιεχόμενο με προεκδοθείσα εκτελεστή και η οποία την επιβεβαιώνει. Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, θεωρείται επίσης βεβαιωτική (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 240, Κefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225Christofides v. The Ministry of Finance (1971) 3 C.L.R. 302 και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).

 

 

Εκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία άνκαι περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπ' όψιν για πρώτη φορά (Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566 και Κelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R.196).»

 

        Συναφώς παραπέμπουμε και στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 ΑΑΔ 394, σελ. 401:

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν". Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

(α)   Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

(β)   Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

(γ)   Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

(δ)   Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας»

 

        Στην προκειμένη περίπτωση, όπως  προκύπτει από τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα και το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, η επίδικη απόφαση ημερ. 12.2.2015 αποτελεί απάντηση στην επιστολή του δικηγόρου της Εφεσείουσας ημερ. 4.11.2014, με την οποία υποβλήθηκε αίτημα της Εφεσείουσας για επανεξέταση της θέσης της Εφεσίβλητης στην προηγούμενη επιστολή της ημερ. 27.10.2014 και στην  οποία η Εφεσίβλητη παραπέμπει στην προηγούμενη απάντηση της ημερ. 24.9.2012.  Μάλιστα, με την ως άνω επιστολή ημερ. 4.11.2014, ο δικηγόρος της Εφεσείουσας αιτήθηκε επανεξέταση, στη βάση του περιεχόμενου της προηγούμενης επιστολή του ημερ. 19.7.2014, με την οποία είχαν προσκομισθεί στην Εφεσίβλητη στοιχεία σε σχέση με τους κατ' ισχυρισμό επαρκείς πόρους συντήρησης της Εφεσείουσας.  Στην δε επιστολή του ημερ. 4.11.2014, γίνεται αναφορά στα ίδια ακριβώς στοιχεία τα οποία, κατά τη θέση του, δικαιολογούσαν την έγκριση της αιτούμενης άδειας και όπως αναφέραμε, είχαν ήδη προσκομισθεί με την προηγούμενη επιστολή του ημερ. 19.7.2014.

 

        Είναι συνεπώς έκδηλο, ότι η Εφεσείουσα στις 4.11.2014, μέσω του δικηγόρου της, κανένα νέο στοιχείο δεν είχε υποβάλει στην Εφεσίβλητη, ώστε να επιβάλλετο εκ μέρους της Εφεσίβλητης, η περαιτέρω διερεύνηση και συνακόλουθα, επανεξέταση του αιτήματος της Εφεσείουσας. Επομένως, η αντίθετη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως αβάσιμη. 

 

        Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Εφεσείουσα παρέλειψε να προσβάλει με προσφυγή, την νομιμότητα της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 24.9.2012, ούτε και υπέβαλε αίτηση εντός της καθορισθείσας προθεσμίας των 30 ημερών για υποβολή στοιχείων που να τεκμηριώνουν ότι έχει επαρκείς πόρους συντήρησης.  Περαιτέρω, η Εφεσείουσα παρέλειψε να προσβάλει με προσφυγή την νομιμότητα της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 27.10.2014, η οποία δόθηκε σε απάντηση της επιστολή της Εφεσείουσας ημερ. 19.7.2014 και η οποία (απόφαση ημερ. 27.10.2014) παραπέμπει στην προηγούμενη απόφαση της Εφεσίβλητης ημερ. 24.9.2012 την οποία και επεσύναψε.  Όπως ήδη διευκρινίσθηκε, η Εφεσείουσα ζήτησε με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 4.11.2014 την επανεξέταση της αίτησης της ημερ. 19.7.2014, στην βάση των ίδιων ήδη προσκομισθέντων στοιχείων.  Η δε αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 12.2.2015, σε απάντηση της επιστολής ημερ. 4.11.2014, είναι πανομοιότυπη με την αιτιολογία της προηγούμενης απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 24.9.2012.  Περαιτέρω, το διατακτικό και των  δύο αποφάσεων (ημερ. 12.2.2015 και 24.9.2012) είναι πανομοιότυπο, αφού και οι δύο  καλούσαν την Εφεσείουσα να αναχωρήσει άμεσα και να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, διότι η άδεια προσωρινής παραμονής της είχε ακυρωθεί και διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία.  Το γεγονός ότι η επιστολή ημερ. 24.9.2012 υπογράφεται εκ μέρους της Διευθύντριας, ενώ η επιστολή ημερ. 12.2.2015, εκ μέρους του Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ουδόλως υποστηρίζει τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας περί μη ταυτότητας της Αρχής που τις έκδωσε.  Τέτοια θέση δεν γίνεται αποδεκτή και ως αβάσιμη απορρίπτεται.

 

        Τέλος, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας ότι αυτή ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή της Εφεσίβλητης ημερ. 21.11.2014, - με την οποία καλείτο να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία - ουδόλως επηρεάζει την ως άνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφόσον τέτοιο θέμα δεν εγέρθηκε πρωτόδικα,  αλλά και γιατί, εν πάση περιπτώσει,  με την εν λόγω επιστολή η Εφεσίβλητη κάλεσε ακόμα μια φορά την Εφεσείουσα να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία, όπως ήδη είχε πράξει και με την προηγούμενη απόφαση της ημερ. 24.9.2012, αλλά και με την μεταγενέστερη επίδικη απόφαση της ημερ. 12.2.2015.

 

        Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνουμε πως  ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 12.2.2015 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη βεβαιωτική της προηγούμενης αρχικής απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 24.9.2012, αλλά και της απόφασης της ημερ. 27.10.2014 που ακολούθησε, μετά την εκπρόθεσμη προσκόμιση των στοιχείων για τους επαρκείς πόρους συντήρησης της Εφεσείουσας,  η νομιμότητα των οποίων, επαναλαμβάνουμε, ουδέποτε προσβλήθηκε με προσφυγή εντός της καθορισμένης προθεσμίας των 75 ημερών από την κοινοποίηση τους στην Εφεσείουσα. 

 

        Για όλα τα πιο πάνω οι 1ος - 4ος λόγοι Έφεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

        Οι 5ος, 6ος και 7ος λόγοι Έφεσης έχουν ως υπόβαθρο την θέση της Εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 12.2.2015 συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.    Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την πιο πάνω κατάληξη του, έκρινε και ορθά, πως η εξέταση των προβληθέντων λόγων ακύρωσης είχε καταστεί αχρείαστη.  Συμφωνούμε με την πρωτόδικη αυτή κρίση, προσθέτοντας πως, με δεδομένη των ως άνω κατάληξη μας περί του βεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης απόφασης, η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τους λόγους ακύρωσης που είχαν εγερθεί ενώπιον του, όπως και μέσω των 5ου -7ου λόγων Έφεσης ενώπιον μας, είχε καταστεί όχι μόνο αχρείαστη αλλά και νομικά ανεπίτρεπτη. 

 

        Συνεπώς, οι 5ος, 6ος και 7ος λόγοι Έφεσης δεν γίνονται αποδεκτοί και επίσης απορρίπτονται. 

 

        Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται. 

 

        Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και σε βάρος της Εφεσείουσας ύψους €3.000.

                                               

                                                       

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ.

 

 

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

 

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο