ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 159/2023)
(i-Justice)
19 Δεκεμβρίου, 2023
[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Λ.Χ. ΕΚ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡ. 26/09/23, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ Λ.Χ. ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 18 ΚΑΙ 44 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ. 155)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡ. 26/09/23, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΚΕΛΙΟΥ 10, ΤΗΣ ΠΤΕΡΥΓΑΣ 5 ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ Ο Λ.Χ., ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ. 155) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ (Ν.29/77)
_________________
Ανδρέας Χρίστου με Νικόλαο Ζένιου και Μιχάλη Καζάκο, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Λουκάς Κάρνος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Είχα δώσει, με απόφαση ημερ. 16.11.2023, στο πλαίσιο της Πολ. Αίτησης αρ. 146/2023, άδεια στον αιτητή να καταχωρίσει αίτηση διά κλήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση εντάλματος σύλληψης που εξεδόθη εναντίον του και για ακύρωση εντάλματος έρευνας που εξεδόθη σε σχέση με το κελί 10, της πτέρυγας 5, των Κεντρικών Φυλακών, όπου αυτός εκρατείτο.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση, από το οποίο φαίνονται και οι λόγοι για τους οποίους είχε δοθεί η άδεια:
«Το κατώτερο Δικαστήριο, στο ένταλμα σύλληψης του αιτητή (Ποινικός Τύπος Αρ. 4), κατέγραψε και τα ακόλουθα:
"Με βάση το περιεχόμενο του Όρκου, το οποίο έχω μελετήσει προσεκτικά, κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες σύνδεσης του υπόπτου με τα υπό διερεύνηση αδικήματα που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του παρόντος εντάλματος".
[Η υπογράμμιση γίνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο]
Στο δε ένταλμα έρευνας (Ποινικός Τύπος Αρ. 6), καταγράφονται και τα ακόλουθα:
«Επειδή φαίνεται στην ένορκη καταγγελία της Αστ. Σ.Μ. της ΥΚΑΝ Λευκωσίας ότι στο κελί 10, της πτέρυγας 5 των Κεντρικών Φυλακών που κρατείται ο Λ.Χ. υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι, φυλάγονται ή/και αποκρύπτονται ναρκωτικά, ηλεκτρονικές συσκευές, συσκευές κινητής τηλεφωνίας, καθώς και κάρτες Sim, οποία δυνατόν να αποτελέσουν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση των αδικημάτων ..
[.]
Από το περιεχόμενο του Όρκου έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης έκδοσης του εντάλματος έρευνας και περαιτέρω έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετείται εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην αναφερόμενο τόπο (κελί) υπάρχει οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο]
Από τα πιο πάνω, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν αποφάσισε κατά πόσο (α) είχε ικανοποιηθεί ή όχι λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, και κατά πόσο (β) είχε ικανοποιηθεί ή όχι «ότι στοιχειοθετείται εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο κελί του αιτητή υπάρχει οτιδήποτε το οποίο θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα», και τούτο γιατί δεν διέγραψε και στις δύο περιπτώσεις τη μία εκ των δύο φράσεων «έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί».
Παρόμοια θέματα εξετάστηκαν στην Πολιτική Αίτηση αρ. 39/2019, Αναφορικά με την Αίτηση του χχχ Γεωργίου για την Έκδοση Εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, ημερ. 26.6.2019, στην οποία δικαιολογημένα παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Και εκεί το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε διαγράψει μία εκ των δύο φράσεων «έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί». Το Ανώτατο Δικαστήριο, πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, ακύρωσε το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο είχε εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση (Πολυκάρπου (ανωτέρω), σ. 216). Ο ίδιος ο Δικαστής βαρύνεται με την υποχρέωση της αιτιολογίας για την έκδοση του διατάγματος, ζήτημα που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ή να πληρωθεί εκ των υστέρων, από τα όσα υποστηρίζονται στην ένορκη δήλωση του αστυφύλακα στην παρουσία του οποίου τούτο εξεδόθη. Διαφορετική αντίκριση ήταν ωσάν το παρόν Δικαστήριο υποκαθιστούσε ως προς την δεύτερη προϋπόθεση, την κρίση του εκδώσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου.
Η ατομική ελευθερία, ως αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα δεν μπορεί να περιοριστεί ή να αφεθεί στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η πρόταση «έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος με βάση το περιεχόμενο του όρκου».
Στη βάση των πιο πάνω παραλείψεων του κατώτερου Δικαστηρίου, βρίσκω ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να δοθεί η αιτούμενη άδεια, τόσο σε σχέση με το ένταλμα σύλληψης, όσο και σε σχέση με το ένταλμα έρευνας.»
Η αίτηση διά κλήσεως καταχωρίστηκε, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος που εκπροσώπησε τον Γενικό Εισαγγελέα, δήλωσε ευθύς εξ αρχής πως δεν θα υποστήριζε την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου σε σχέση με το ένταλμα έρευνας. Διαφορετική ήταν όμως η θέση του σε σχέση με το ένταλμα σύλληψης, και τούτο γιατί στο έγγραφο που παραδόθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο στην Αστυνομία, το τελευταίο είχε διαγράψει και μονογράψει τη φράση «Δεν έχω», και ως εκ τούτου παρέμεινε η φράση «Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του παρόντος εντάλματος». Αυτό το έγγραφο είναι που χρησιμοποιήθηκε από την Αστυνομία για τη σύλληψη του αιτητή.
Η ένσταση του Γενικού Εισαγγελέα που καταχωρίστηκε, επικεντρώθηκε στα πιο πάνω, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι παραδεκτά από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή.
Έχω θέσει ενώπιον μου τα όσα ανέφεραν οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις σύντομες, αλλά ικανές αγορεύσεις τους. Ο κ. Χρίστου αναφέρθηκε στην ατομική ελευθερία, δικαίωμα που κατοχυρώνεται συνταγματικά, για να προσθέσει πως η ύπαρξη των δύο εγγράφων, με διαφορετικό περιεχόμενο, συνιστά «παθογένεια» και προκαλεί αβεβαιότητα. Από την άλλη, ο κ. Κάρνος εισηγήθηκε πως το κατώτερο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, κάτι που προκύπτει από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στο έγγραφο που παρέδωσε στην αστυνομία, είχε διαγράψει και μάλιστα μονογράψει τις λέξεις «Δεν έχω», με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ουδεμία αβεβαιότητα πως αυτό είχε ικανοποιηθεί για όλες τις προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου εντάλματος σύλληψης, το οποίο και εξέδωσε.
Κατ΄ αρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί πως τα γεγονότα διαφοροποιούνται, σε σχέση με το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης, από τα γεγονότα της υπόθεσης Αναφορικά με την Αίτηση του Γεωργίου για την Έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων, Πολ. Αίτηση 39/2019, ημερ. 26.6.2019. Εκεί δεν είχε διαγραφεί από το κατώτερο Δικαστήριο, η μία εκ των δύο φράσεων «Έχω/Δεν έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος με βάση το περιεχόμενο του όρκου». Εδώ, ως ελέχθη, το κατώτερο Δικαστήριο, στο έγγραφο που παρέδωσε στην Αστυνομία, όχι μόνο είχε διαγράψει τη φράση «Δεν έχω», αλλά τη μονόγραψε, κάτι από το οποίο προκύπτει συνειδητή ενέργεια και κατ΄ επέκταση ουδεμία αβεβαιότητα υπάρχει πως αυτό «είχε ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος σύλληψης». Συνάγεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκ παραδρομής, δεν διέγραψε την ίδια φράση από το έγγραφο που κράτησε το ίδιο. Είναι αυτό το έγγραφο που παραδόθηκε από τις αρμόδιες αρχές στο συνήγορο του αιτητή, ο οποίος δικαιολογημένα στη μονομερή αίτηση για άδεια, συμπεριέλαβε και το ένταλμα σύλληψης.
Καθίσταται σαφές, υπό το φως των πιο πάνω, πως συμφωνώ με τα όσα ανέφερε ο κ. Κάρνος και διαφωνώ, με κάθε σεβασμό, με τις θέσεις που υποστήριξε ο κ. Χρίστου. Διαφορετικά ενδεχομένως θα ήταν τα πράγματα, εάν στο έγγραφο που κράτησε το κατώτερο Δικαστήριο, είχε διαγράψει τη λέξη «Έχω», οπότε σε τέτοια περίπτωση θα είχαμε δύο έγγραφα με αντικρουόμενο περιεχόμενο.
Εν κατακλείδι, η αίτηση σε σχέση με το ένταλμα σύλληψης απορρίπτεται.
Όσον αφορά στο ένταλμα έρευνας, η αδιαμφισβήτητη αβεβαιότητα σε σχέση με το περιεχόμενό του, οδηγεί σε ακύρωσή του, και αυτό ακυρώνεται.
Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή συμφωνηθέντα έξοδα €900, τα οποία είναι μόνο τα πραγματικά.
Τελειώνοντας, θα πρέπει να επαινέσω τη στάση και των δύο ευπαίδευτων συνηγόρων, οι οποίοι, αποφεύγοντας αχρείαστη αντιπαλότητα, επικεντρώθηκαν στα ουσιώδη. Η στάση τους αυτή επεκτάθηκε και στα έξοδα της διαδικασίας, τα οποία και συμφώνησαν.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου