ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.11/2018
1 Δεκεμβρίου, 2023
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
CYPRA LTD
Εφεσείoντες
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
1. Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως
2. Υπουργείου Εσωτερικών
Εφεσίβλητοι
------------------------
Θ. Χ΄Γεωργίου, για Εφεσείοντες
Γ.Χατζηχάννα, (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους
--------------------
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, λειτουργούντες σφαγείο στους Αγίους Ηλιοφώτους Λευκωσίας, για το οποίο τους παραχωρήθηκε πολεοδομική άδεια ημερ. 11.3.2005. Κατά τα έτη 2009-2011 οι Εφεσείοντες επιδίωξαν μέσω πέντε αιτήσεων να λάβουν περαιτέρω πολεοδομικές άδειες για το χώρο.
Οι Εφεσίβλητοι απέρριψαν τις σχετικές αιτήσεις με συνέπεια την καταχώριση, εκ μέρους των Εφεσειόντων, πέντε αντίστοιχων προσφυγών, ως εξής:
1. Με την (αίτηση) ΛΕΥ/01677/2009, για εγκατάσταση μονάδων αναερόβιας επεξεργασίας μεταποιημένων ζωικών υποπροϊόντων και χοιρολυμάτων· - προσφυγή αρ.578/2013
2. Με την ΛΕΥ/01678/2009, για εγκατάσταση μονάδας αερόβιας επεξεργασίας των υγρών αποβλήτων που προκύπτουν από τα πλυσίματα του σφαγείου και των αυτοκινήτων-βυτίων-skip-καλάθων· - προσφυγή αρ.577/13
3. Με την ΛΕΥ/0767/2011, για εγκατάσταση μονάδας μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων· - προσφυγή αρ.576/13
4. Με την ΛΕΥ/0736/2011, για επέκταση του σφαγείου· - προσφυγή 580/13 και
5. Με την ΛΕΥ/0706/2011, για εγκατάσταση 21 μικρών μεταλλικών σπιτιών για τους εργάτες. - προσφυγή αρ.579/13
Οι λόγοι άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας (κοινοί σε όλες τις προσφυγές εκτός της 579/13) έχουν ως ακολούθως:
«(500) Η αιτούμενη μονάδα η οποία αποτελεί Βιομηχανική Ανάπτυξη Κατηγορίας Α προτείνεται εκτός Βιομηχανικής Ζώνης/Περιοχής Κατηγορίας Α όπου κατά κανόνα θα επιτρέπεται
(Παράγραφος 9.9.2.1. της Δήλωσης Πολιτικής/Τροποποίηση Κειμένου 2009)
(501) Στα υπό ανάπτυξη τεμάχια υπάρχουν άλλες αναπτύξεις μη εξουσιοδοτημένες με αναγκαία άδεια που επηρεάζουν αρνητικά τις ανέσεις της περιοχής ή/και συγκρούονται με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής.
(Παράγραφος 3.1(η) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής του Κεφαλαίου 3 της Δήλωσης Πολιτικής/Τροποποίηση Κειμένου 2009)
(502) Οι αρνητικές απόψεις του Επάρχου Λευκωσίας και του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Μονής σε σχέση με την προτεινόμενη ανάπτυξη αποτέλεσαν «ουσιώδη» παράγοντα για τον οποίο η ανάπτυξη δεν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί.
(Παράγραφος 3.1(Θ) των Γενικών Προνοιών του Κεφαλαίου 3 της Δήλωσης Πολιτικής/Τροποποίηση Κειμένου 2009)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ:
1. Με επιστολή σας ημερομηνίας 26.7.2011 προς το Διευθυντή Τμήματος Περιβάλλοντος και το Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, και με κοινοποίηση στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, έχετε δεσμευτεί να υποβάλετε ενιαία Πολεοδομική αίτηση για όλες τις αυθαίρετες αναπτύξεις για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής η οποία όμως μέχρι σήμερα δεν έχει υποβληθεί.
2. Καλείσθε στον άμεσο τερματισμό της αυθαίρετης ανάπτυξης σε διαφορετική περίπτωση η Πολεοδομική Αρχή θα είναι υποχρεωμένη στη λήψη των προβλεπόμενων από το Νόμο μέτρων (Ειδοποίηση Επιβολής).».
Στη δια της προσφυγής αρ. 579/2013 προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση, μοναδικός λόγος άρνησης είναι ο περιεχόμενος στην παράγραφο (501) ανωτέρω.
΄Ολες οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου.
Οι Εφεσείοντες είχαν προβάλει πολλαπλούς λόγους ακύρωσης, τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε, ότι αφορούσαν παραβίαση της αρχής δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, έκδοση της επίδικης απόφασης υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης και ότι αυτή στερείται δέουσας έρευνας, νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους ακύρωσης δίδοντας σχετική αιτιολογία με κατάληξη την απόρριψη των προσφυγών.
Οι επτά λόγοι έφεσης επαναφέρουν ουσιαστικά στο προσκήνιο τους λόγους ακύρωσης αμφισβητώντας την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επ' αυτών.
Λόγοι ΄Εφεσης 1 και 2:
Οι λόγοι αυτοί άπτονται του λόγου ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Οφείλουμε, εν πρώτοις, να επισημάνουμε ότι, αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν καλύπτεται δικογραφικά ο λόγος αυτός, προχώρησε στην εξέταση του, απορρίπτοντας τον. Συνεπώς, το μέρος του παραπόνου των Εφεσειόντων που αφορά τη δικογραφική ή μη κάλυψη του λόγου έχει μόνο ακαδημαϊκή σημασία και δεν θα εξεταστεί.
Σκόπιμο είναι, να παραθέσουμε το πώς αντιμετώπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο τον ως άνω λόγο ακύρωσης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Όπως προκύπτει από εξέταση του οικείου διοικητικού φακέλου, η σχετική πολεοδομική αίτηση, με αρ. ΛΕΥ/00767/2011, υποβλήθηκε στις 13.4.2011 και τέθηκε ενώπιον της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής στις 15.4.2011. Ακολούθως, και συγκεκριμένα με την προαναφερθείσα επιστολή τους ημερομηνίας 10.5.2011, οι καθ' ων η αίτηση 1 καλούσαν τους αιτητές όπως υποβάλουν στην Πολεοδομική Αρχή το συντομότερο δυνατό αίτηση για χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, για τους λόγους που εξηγούσαν στην εν λόγω επιστολή (παράρτημα 5 στην ένσταση των καθ' ων η αίτηση) και οι οποίοι έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω. Το διάστημα που μεσολάβησε από 15.4.2011 μέχρι 10.5.2011 σαφώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παρέλευση του εύλογου χρόνου, εντός του οποίου όφειλε η Διοίκηση να απαντήσει: αντίθετα, κρίνω ότι υπήρξε άμεση αντίδραση των καθ' ων η αίτηση στην εν λόγω αίτηση, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν υπερβαίνει τα όρια του ευλόγου χρόνου.
Περαιτέρω, θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής:
Η αρχικώς χορηγηθείσα άδεια, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, αφορούσε στην ανέγερση του σφαγείου και στην επεξεργασία άλλων αποβλήτων πέραν των αποβλήτων σφαγείου και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ήταν δε απαραίτητη η έκδοση νέας άδειας, κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, για την ανέγερση Μονάδας Μεταποίησης Ζωικών Υποπροϊόντων, για σκοπούς επεξεργασίας των αποβλήτων του κυρίως σφαγείου. Την ανάγκη υποβολής νέας αίτησης, που είχαν επισημάνει άλλωστε και οι καθ' ων η αίτηση προς τους αιτητές με την προαναφερθείσα επιστολή τους, προβλέπει η ίδια η οικεία νομοθεσία και δη ο Κανονισμός 13 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/1999), σύμφωνα με τον οποίο «καμία αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση δεν εξετάζεται από την Πολεοδομική Αρχή, εκτός αν προηγουμένως έχει υποβληθεί αίτηση προς την Πολεοδομική Αρχή για την ανάπτυξη». Ήταν συνεπώς απαραίτητη η υποβολή στην Πολεοδομική Αρχή προς εξέταση αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση. Ωστόσο, τέτοια αίτηση ουδέποτε υποβλήθηκε από τους αιτητές.
Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να ευσταθεί και απορρίπτεται».
Στην εν λόγω επιστολή, ημερ. 10.5.2011, Παράρτημα 5 επί της ένστασης, οι λόγοι για τους οποίους ζητείτο από τους Εφεσείοντες να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
«Η ανάπτυξη που προτείνεται με τις πιο πάνω αιτήσεις σας, αποτελεί βιομηχανική ανάπτυξη Κατηγορίας Α (παράγραφος 4.6 του σχετικού Πίνακα ταν Παραρτήματος Α της Δήλωσης Πολιτικής), η οποία σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 9.9.2 της Δήλωσης Πολιτικής, θα επιτρέπεται κατά κανόνα σε βιομηχανική ζώνη ή Περιοχή Κατηγορίας Α.
2. Η αιτούμενη ανάπτυξη προτείνεται σε περιοχή εκτός Ορίου Ανάπτυξης χωριού και επειδή χωροθετείται εκτός Βιομηχανικής Ζώνης ή Περιοχής/Κατηγορίας Α και λόγω των επιπτώσεων που μπορεί να προκαλεί στην περιοχή, η ανάπτυξη αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στα πλαίσια αίτησης χορήγησης άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής».
Σημειώνεται, ότι η επιστολή (ανωτέρω) αφορά τις αιτήσεις για έκδοση πολεοδομικής άδειας με αρ. ΛΕΥ/1677/2009 και ΛΕΥ/1678/2009, κάτι που επισήμαναν και οι Εφεσείοντες. Ωστόσο η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αίτηση με αρ. ΛΕΥ/00767/2011, αντί στις πιο πάνω αιτήσεις δεν θεωρούμε ότι επηρεάζει τη βασιμότητα της κρίσης του, εφόσον, ανάγκη υποβολής αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής προβλέπεται από τον Καν. 13 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, ΚΔΠ 309/99 (οι Κανονισμοί) και όλες οι επίδικες αναπτύξεις συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.
Κρίνουμε εύλογη την ως άνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο εξήγησε λεπτομερώς τα επιμέρους στοιχεία και τις ιδιαιτερότητες της επίδικης περίπτωσης καταλήγοντας ορθά, πως δεν εντοπίζεται στις ενέργειες της διοίκησης παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.
Προκύπτει ότι η Πολεοδομική Αρχή ενημέρωσε τους Εφεσείοντες έγκαιρα, πως απαιτείται να αποσταλεί μια ενιαία αίτηση για χορήγηση νέας πολεοδομικής άδειας. Το γεγονός ότι είχε εκδοθεί άδεια για λειτουργία βιολογικού σταθμού δεν οδηγούσε, άνευ ετέρου, στο συμπέρασμα για δυνατότητα ανέγερσης μονάδας μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων, με τη διευκρίνιση ότι ο βιολογικός σταθμός δεν επρόκειτο να λειτουργήσει για την ικανοποίηση αναγκών του σφαγείου αλλά για επεξεργασία άλλων αποβλήτων και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. (Βλ. Κ. 13 ανωτέρω). ΄Ηταν αναγκαίο λοιπόν οι Εφεσείοντες να αποστείλουν στην αρμόδια αρχή αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής.
Σημειώνουμε πως, εν προκειμένω, η Πολεοδομική Αρχή, κατά τη λήψη της απόφασης έλαβε υπόψη επιστολή του Επάρχου, της αρμόδιας Περιβαλλοντικής Αρχής και του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Μονής και μετά από εξέταση του συνόλου των στοιχείων αποφάσισε ότι «η αιτούμενη μονάδα, η οποία αποτελεί Βιομηχανική Ανάπτυξη Κατηγορίας Α προτείνεται εκτός Βιομηχανικής Ζώνης/Περιοχής κατηγορίας Α, όπου κατά κανόνα θα επιτρέπεται».
Επιχειρηματολόγησε η πλευρά των Εφεσειόντων, πως υπήρξε παραβίαση του εύλογου χρόνου. Η εισήγηση αυτή δεν είναι βάσιμη, καθότι αφενός παραγνωρίζει την ολότητα και τη συνάφεια των σχετικών αιτήσεων και αφετέρου έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο συμπεριφοράς και αντιμετώπισης του θέματος από τους ίδιους τους Εφεσείοντες. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή των Εφεσειόντων ημερ. 26.7.2011 (Παράτημα 6 επί της ένστασης), με την οποία ενημέρωναν τους Εφεσίβλητους ότι δεσμεύονταν να υποβάλλουν ενιαία αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση για όλες τις αναπτύξεις. Ορθή είναι ακόμη η επισήμανση στην οποία προβαίνει η κα Χ΄Χάννα, ότι δια της επιστολής αυτής καταδεικνύεται και η έμμεση παραδοχή περί του αλληλένδετου των αιτήσεων. Ως εκ των πιο πάνω, δεν μπορεί η πλευρά των Εφεσειόντων να επικαλείται παραβίαση του εύλογου χρόνου.
Οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης:
Οι λόγοι αυτοί συναρτώνται με την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο των λόγων ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επ΄αυτών των λόγων διατύπωσε την εξής κρίση:
«Εν πρώτοις, διαπιστώνω ότι οι αιτητές, προς επίρρωση της σχετικής επιχειρηματολογίας τους επί του συγκεκριμένου θέματος, παραπέμπουν στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1069/2009. Ωστόσο, και πάλι, εντοπίζεται η απουσία τέτοιου εξειδικευμένου λόγου στα νομικά σημεία, τα οποία αναφέρονται στην ίδια την αίτηση, με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος ισχυρισμός να μην μπορεί να εξεταστεί στο παρόν στάδιο. Ισχύουν και εδώ τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω περί της αναγκαιότητας δικογράφησης στην αίτηση ακυρώσεως με τη δέουσα λεπτομέρεια των επίδικων ζητημάτων (βλ. Γιασουμής και Δημοκρατία ν. Ευγενίου, ανωτέρω). Επομένως, ένα τέτοιο ζήτημα που άπτεται του δικαιοδοτικού πλαισίου εξέτασης της νομιμότητας της απόφασης, θα έπρεπε με σαφήνεια και καθαρότητα να αναφερθεί στην ίδια την προσφυγή, κάτι που δεν έγινε.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής που εδώ ενδιαφέρουν[1], η Πολεοδομική Αρχή δεν είναι υπόχρεα αλλά παρέχεται σε αυτήν δυνητική ευχέρεια να επιτρέπει κατ' εξαίρεση τη χωροθέτηση διαφόρων τύπων ανάπτυξης, ως και η αιτούμενη, εκτός των προβλεπομένων ζωνών ή περιοχών.
Κατά τη λήψη δε μιας τέτοιας απόφασης, σύμφωνα με την παράγραφο 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής, η Πολεοδομική Αρχή θα συμβουλεύεται το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, το Διευθυντή της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος και την οικεία Τοπική Αρχή. Αυτό, σε άμεση συνάρτηση με τον Κανονισμό 15 της προαναφερθείσας Κ.Δ.Π. 309/1999, σύμφωνα με τον οποίο κατά τη μελέτη της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων λαμβάνει υπόψη του την έκθεση της οικείας Πολεοδομικής Αρχής, την έκθεση της οικείας Τοπικής Αρχής, σε περίπτωση που αυτή είναι διαφορετική από την Πολεοδομική, την έκθεση του Επάρχου, την έκθεση άλλης υπηρεσίας ή φορέα, καθώς και την έκθεση του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όταν αυτός δεν είναι η Πολεοδομική Αρχή. Από το λεκτικό τους, προκύπτει ότι σαφώς και οι εν λόγω πρόνοιες είναι επιτακτικής φύσεως, με αποτέλεσμα να καθίσταται απαραίτητη η προηγούμενη σύμπραξη και/ή υποβολή έκθεσης και/ή συμβουλή των εμπλεκομένων υπηρεσιών, την οποία βεβαίως οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα Κανονισμό 15 και τη Δήλωση Πολιτικής, να λάβουν υπόψη, όχι όμως και να ακολουθήσουν (βλ. Παναγιώτης Χατζηκυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1558/2007, ημερ. 10.2.2010, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα).
Εν προκειμένω, η Πολεοδομική Αρχή, ορθώς ζήτησε, ως όφειλε, κατά τη λήψη της απόφασής της, την γνώμη και/ή συμβουλή και/ή έκθεση του Επάρχου, καθώς και τις απόψεις της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής και του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Μονής. Αποτελεί δε λόγο απόρριψης της αιτούμενης άδειας, περιεχόμενο στο λόγο άρνησης (502), ότι ο Έπαρχος Λευκωσίας και το Κοινοτικό Συμβούλιο Κάτω Μονής εξέφρασαν αρνητική άποψη σε σχέση με την προτεινόμενη ανάπτυξη. Αυτό εξάλλου προκύπτει και από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη τα παραρτήματα 3 και 4 της ένστασης των καθ' ων η αίτηση, όπου περιέχονται οι θέσεις του Επάρχου και του Κοινοτικού Συμβουλίου αντίστοιχα. Η δε απορριπτική απόφαση των καθ' ων η αίτηση είναι σαφές ότι έλαβε υπόψη και τη θέση του Κοινοτικού Συμβουλίου αναφορικά με σοβαρά προβλήματα οχληρίας-δυσοσμίας που προκαλούνται στους περιοίκους από τη λειτουργία του βιολογικού σταθμού, κάτι βεβαίως που ενσωματώθηκε τελικά στον προαναφερθέντα λόγο άρνησης (501) περί αναπτύξεων που «επηρεάζουν αρνητικά τις ανέσεις της περιοχής».
Δεν διακρίνω να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη, αλλ' ούτε και ανεπάρκεια της έρευνας, αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε μέχρι και την έκδοση της απορριπτικής απόφασης της Διοίκησης, εφόσον, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί ανωτέρω, κρίνω ότι ορθώς εφαρμόστηκαν οι οικείες πρόνοιες της νομοθεσίας, στη βάση των οποίων ζητήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη και οι θέσεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Συνάγεται δε ότι όλα τα δεδομένα ήταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση 1, οι οποίοι είχαν ενώπιον τους τόσο τις υπέρ, όσο και τις εναντίον των αιτητών τοποθετήσεις των διαφόρων αρμοδίων φορέων. Η δε επίδικη απόφαση τεκμαίρεται ότι έχει λάβει υπόψη όλες τις θέσεις. Ούτε επάγεται ότι οι θετικές απόψεις που δεν υπερίσχυσαν, δεν μελετήθηκαν. Εναπόκειτο στους καθ' ων η αίτηση να επεξεργαστούν και συνθέσουν τις διάφορες απόψεις. Εφόσον το έχουν πράξει με τα πλήρη δεδομένα ενώπιον τους, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης (βλ. Παναγιώτης Χατζηκυριάκου, ανωτέρω και Γιώργος Νεοφύτου Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/07, ημερ. 26.5.09).
Θεωρώ εξάλλου χρήσιμο στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω ότι τα πιο πάνω, κατά πάγια νομολογία, παραμένουν στην ουσία τεχνικά ζητήματα, κατά κανόνα ανέλεγκτα από το αναθεωρητικό Δικαστήριο (βλ. Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389, Πιερίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113 και Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 616/2009 και 633/2009, ημερ. 12.4.2011).
Σαφώς και οι υπό κρίση περιπτώσεις παρουσιάζουν πολεοδομικά χαρακτηριστικά, τα οποία παραπέμπουν σε τεχνικά θέματα, που παραμένουν ανέλεγκτα από το Δικαστήριο τούτο. Παραπέμπω επίσης στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ειρήνη Κουτσού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 311, όπου το ανέλεγκτο της κρίσης της Διοίκησης επιβεβαιώθηκε με αναφορά στη μελέτη σχεδίων και κτιριακών εγκαταστάσεων, στα πλαίσια αίτησης για κατάταξη διαμερισμάτων, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί άδεια λειτουργίας.
Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας, αλλ' ούτε περί νομικής και πραγματικής πλάνης. Συνακόλουθα, οι σχετικοί προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι».
Προσπάθησε ο κ. Χ΄Γεωργίου να πείσει, πως έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι οι επίδικες αιτήσεις μπορούσαν να εξεταστούν εκτός των αναφερόμενων προνοιών για παρέκκλιση, ότι γενικότερα δεν απαιτείτο τέτοιο αίτημα και κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τη συλλογιστική της διοίκησης.
Η Πολεοδομική Αρχή δεν ενήργησε αυθαίρετα ή με πλάνη στην επίκληση των προνοιών 9.9.2.2(β) και 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής, που αφορούν την κατ΄εξαίρεση άδεια. ΄Ολες οι αιτήσεις και τα προκύπτοντα θέματα μελετήθηκαν δεόντως από την Αρμόδια Αρχή. Ουσιαστικά η πλευρά των Εφεσειόντων ισχυρίζεται ότι δεν χρειάζεται παρέκκλιση και ότι το θέμα δεν είναι τεχνικό αλλά νομικό.
Δεν θα συμφωνήσουμε. Προκύπτει, θα λέγαμε, και από τις ίδιες τις θέσεις των δύο πλευρών και πληθώρα λεπτομερειών, αλλά και την συναφή αιτιολογία, πως το θέμα είναι κατ΄εξοχήν τεχνικό.
Επίσης δεν θα συμφωνήσουμε με τη θέση ότι η Διοίκηση δεν είχε στοιχεία για την οχληρία που ταλάνιζε την περιοχή εκ της λειτουργίας του Σφαγείου. Ο κ.Χ΄Γεωργίου εισηγήθηκε πως το θέμα ήταν «διαχειρίσιμο». Ανεξάρτητα από αυτή τη θέση, η οποία και πάλι στην ουσία άπτεται τεχνικών θεμάτων, οι απόψεις που δόθηκαν από αρμόδιους φορείς και στήριζαν αυτή τη θέση, δεν μπορούσαν να αγνοηθούν, ούτε φαίνεται να ήταν αναγκαία η υποχρέωση λήψης σχετικής εμπειρογνωμοσύνης.
΄Εχουμε επανεξετάσει τις θέσεις των διαδίκων υπό το πρίσμα της πρωτόδικης απόφασης και των σχετικών λόγων έφεσης. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή. Αντιθέτως. Ορθά επισημαίνεται πρωτοδίκως η εκ του Νόμου ευθύνη του αρμοδίου οργάνου και η εκ των πραγματικών δεδομένων (απόψεις των λοιπών φορέων) κατάσταση, η οποία συνηγορούσε εύλογα υπέρ της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, της οποίας εξάλλου η υφή και το περιεχόμενο, αφού άπτεται κυρίως τεχνικών θεμάτων, δεν θα μπορούσε να κριθεί στην ουσία της από το Δικαστήριο, πέραν από τα στεγανά που θέτει η νομολογία. Κάτι που ο πρωτόδικος Δικαστής ορθά οριοθέτησε.
Επαναλαμβάνουμε πως το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε τεχνικά θέματα παρά μόνο εάν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή όπου η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας ή έλλειψη αιτιολογίας. (βλ. Eliades v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1904, Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389, Κουτσού ν. ΚΟΤ (2001) 3A Α.Α.Δ. 311 και Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151).
Στην κρινόμενη περίπτωση ισχύει αυτό που αναφέραμε στην υπόθεση C. & V. KRITICOS SUPPLIERS LTD v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, ΑΕ34/2015, 15.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:C512:
«Εξετάζοντας τις ογκώδεις αγορεύσεις των εφεσειόντων, τόσο πρωτοδίκως αλλά και τη μακρά αιτιολογία του δεύτερου λόγου ως αναλύεται στο πολυσέλιδο περίγραμμα τους, έχουμε διαπιστώσει ότι πολλά από τα θέματα που προβάλλονται είναι αμιγώς τεχνικά και ενώ δεν θα διαφωνούσαμε ότι πρόκειται κυρίως για ουσιώδεις όρους, παράλληλα εντοπίζουμε έντονη προσπάθεια που ξεκίνησε με την πρωτόδικη διαδικασία να εμπλακεί η δικαστική κρίση σε πληθώρα τεχνικών θεμάτων.
Στη First Elements Euroconsultants Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/12, 15.12.2017, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Η αξιολόγηση του υλικού όμως, όχι μόνο δεν υποχρεώνει το διοικητικό Δικαστή να λάβει θέση επί των τεχνικών διχογνωμιών, αλλά, όπως σχολιάζεται στο σύγγραμμα της καθηγήτριας Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, Αόριστες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1997, σ. 116: «δεν είναι και σε θέση να προβαίνει σε ιδίαν κρίση. Λόγω συνεπώς του προβαδίσματος της διοίκησης σε ειδικές τεχνικές γνώσεις, ο δικαστής θεωρεί τις τεχνικές κρίσεις καταρχήν αποδεκτές. Ο στόχος αυτού του δικαστικού αυτοπεριορισμού είναι να μην παρεμποδίζεται η διαδικασία έγκρισης τεχνικών εγκαταστάσεων αφενός και αφετέρου να μην καθίσταται ο διοικητικός δικαστής ιεραρχικός προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής αρχής.»
Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων, που παρέχουν και τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, αναλόγως συνυφασμένων με το αντικείμενο της διαφοράς, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189, Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, xxx xxx Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14.3.2013 και Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α., Α.Ε. Αρ. 153/09, 14.1.2014).
Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της δικαστικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, xxx Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3083, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 696, C-440/13, Croce Amica One Italia Srl κατά Azienda Regionale Emergenza Urgenza (AREU), 11.12.2014, σκέψη 46 και Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ν. xxx xxx Ιωάννου κ.α., ECLI:CY:AD:2016:C575, Α.Ε. Αρ. 81/11, 22.12.2016).»
Η δικανική κρίση περιορίστηκε - ορθά - στον έλεγχο νομιμότητας. (Βλ.
ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ACTION PR & PUBLICATIONS LTD & EPISTLE (EPISTELE) COMMUNICATIONS & MEDIA LTD., ν. 1. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ L & T PARTNERS COMMUNICATIONS SERVICES LTD ΚΑΙ PR PARTNERS LTD a.o.. (2009) 3 ΑΑΔ 475). Ο Πρωτόδικος Δικαστής, με επιμέλεια κατέγραψε τα θεωρούμενα ως ουσιώδεις όρους και εξέτασε το ενδεχόμενο πραγματικής και νομικής πλάνης χωρίς να εμπλακεί σε τεχνικά θέματα. Με την ορθή διάσταση του καθήκοντος του αναθεωρητικού ελέγχου παρέμεινε στον έλεγχο που θα δύνατο να διενεργήσει ως προς την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας - συνολικής και επιμέρους - ώστε, ακριβώς να μην καθίσταται ο διοικητικός δικαστής «ιεραρχικός προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής Αρχής». (Βλ. Σύγγραμμα Ρεγκάκου «Αόριστες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο», εκδ. 1997, σελ. 115 και 116, xxx Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009)3 ΑΑΔ 79, xxx Ττουσουνά ν. Δημοκρατίας (2013)3 ΑΑΔ 151 και Peratica Trading Ltd v. Δημοκρατίας (2002)3 ΑΑΔ 445)».
Συνεπώς, και οι πιο πάνω λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
΄Εβδομος λόγος έφεσης:
Ο έβδομος λόγος σχετίζεται με την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο του λόγου ακύρωσης περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα συσχέτισε τον πιο πάνω λόγο με την όλη διεργασία της Αρμόδιας Αρχής την οποία έκρινε εύλογη. Πέραν αυτού η απόρριψη όπως διαφαίνεται από το απόσπασμα που δόθηκε πιο πάνω, ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Ορθές συνεπώς οι σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνακόλουθα και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Κατάληξη: Η έφεση απορρίπτεται με €4,000 έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Στ. Χ΄Γιάννη, Δ.
Η. Γεωργίου, Δ.