ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.64/2017

(Yποθ.αρ.650/2012)

 

7 Νοεμβρίου, 2023

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

GUO  SHUYING

Εφεσείoυσα

και

     ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Εφεσίβλητης

------------------------

Νικ. Χαραλαμπίδου, (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα

Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη

                          

--------------------

 

Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Η Εφεσείουσα κατάγεται από την Κίνα.  Αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 10.8.2000 με άδεια εισόδου και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως τραπεζοκόμος μέχρι τις 15.11.2000.  Συνεπεία διαδοχικών αιτήσεων, η άδεια της ανανεώθηκε μέχρι 31.10.05.

 

Στις 10.11.05 η Εφεσείουσα τέλεσε γάμο με Κύπριο πολίτη.  Κατόπιν αναγκαίων εξετάσεων από την Αστυνομία, η περίπτωση της Εφεσείουσας τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για  Εικονικούς Γάμους, η οποία, σε συνεδρία της ημερ. 1.7.11, αποφάσισε ότι ο γάμος της είναι εικονικός διότι το ζεύγος δεν εντοπίστηκε να συζεί αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη και επιπρόσθετα, οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα και καθημερινής συμβίωσης ήταν αντιφατικές.

 

Η Διευθύντρια του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, αφού έλαβε υπόψη το ιστορικό της Εφεσείουσας, ως και τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους, θεώρησε το γάμο ως εικονικό και απαγόρευσε στην Εφεσείουσα να παραμένει στη Δημοκρατία.  Συνακόλουθα, η αίτηση της Εφεσείουσας για άδεια παραμονής απορρίφθηκε και ενημερώθηκε γραπτώς στις 14.9.2011 για το δικαίωμα της να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών εντός 20 ημερών, όπως και έπραξε στις 13.10.2011.

 

Στις 27.12.2011 η Εφεσείουσα συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση λόγω παράνομης παραμονής, ενώ στις 28.12.2011 εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα απέλασης τα οποία αναστάληκαν μέχρι νεωτέρων οδηγιών.

 

Η ιεραρχική προσφυγή της Εφεσείουσας απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών και της αποστάληκε σχετική επιστολή ημερομηνίας 16.2.2012.

 

Στις 8.6.2012, τα διατάγματα απέλασης/κράτησης της ημερ. 28.12.2011, αντικαταστάθηκαν με νέα διατάγματα, εφόσον είχε πλέον απορριφθεί η πιο πάνω ιεραρχική προσφυγή της Εφεσείουσας.  Η έκδοση των νέων διαταγμάτων απέλασης/κράτησης γνωστοποιήθηκαν στην Εφεσείουσα με σχετική επιστολή ημερ. 8.6.2012.  Η Εφεσείουσα αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές για να καταστεί δυνατή η απέλαση της και με δεδομένη την κράτηση της για σκοπούς απέλασης, η Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε να εγκρίνει παράταση της κράτησης της.  Η εν λόγω απόφαση της Υπουργού γνωστοποιήθηκε στην Εφεσείουσα με σχετική επιστολή ημερ. 14.6.2012.

 

Στις 18.7.2012, η Εφεσείουσα υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο  αίτηση Habeas Corpus με αρ. 108/12 η οποία απορρίφθηκε στις 30.7.2012.  Εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, καταχωρίστηκε η Πολ. ΄Εφ. 351/12, η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 10.12.2012 και κατ΄ επέκταση, τα διατάγματα απέλασης/κράτησης της Εφεσείουσας ημερ. 8.6.12 ακυρώθηκαν από την Εφεσίβλητη.

 

Εναντίον της νομιμότητας της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 16.2.2012, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή της  Εφεσείουσας εναντίον της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης να θεωρήσει το γάμο της με Κύπριο πολίτη ως εικονικό, η Εφεσείουσα καταχώρισε την προσφυγή με αρ.650/12.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 16.2.2012 προς τη δικηγόρο της Εφεσείουσας:

«΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολής σας προς τον Υπουργό Εσωτερικών με ημερ. 13/10/2011, σχετικά με το πιο πάνω θέμα που αφορά το γάμο που έχει τελέσει η εν θέματι πελάτιδά σας με τον κ. Γιάννη Χατζηπέτρου και να σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού διερεύνησε επιμελώς την όλη υπόθεση, ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και έχοντας υπόψη τόσο τις παραστάσεις που έχετε υποβάλει, όσο και τα πορίσματα της Επιτροπής Μετανάστευσης, έχει απορρίψει την πιο πάνω προσφυγή, αφού, όπως έχει, μεταξύ άλλων διαφανεί

 

(α)  Το ζεύγος δεν συζεί κάτω από την ίδια στέγη (΄Αρθρο 7Α(3)α του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου).

 

(β)  Υπάρχει έλλειψη κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το γάμο (΄Αρθρο 7Α(3)γ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου)

 

(γ)  Οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα είναι αντιφατικές (΄Αρθρο 7Α(3)δ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου).

 

(δ)  Ο αλλοδαπός (sic) αντιμετώπιζε προβλήματα με την παραμονή του στη Δημοκρατία (΄Αρθρο 7Α(3)ζ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου).»

 

 

Σε σχέση με τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως ουδείς δύναται να επιτύχει.  Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, «η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά διεξαγωγή δέουσας έρευνας, χωρίς πλάνη περί τα πράγματα, είναι σαφώς και πλήρως αιτιολογημένη, ενώ σε καμιά περίπτωση έχει αποδειχθεί αυτή να είναι προϊόν κακοπιστίας της καθ΄ης η αίτηση ή κακής άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας». 

 

Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οδήγησε σε απόρριψη της προσφυγής αρ.650/12 και συνακόλουθα, η επίδικη απόφαση με την οποία ο γάμος της Εφεσείουσας με Κύπριο πολίτη κηρύχθηκε ως εικονικός, επικυρώθηκε. 

 

Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα ΄Εφεση επιδιώκει την ανατροπή της, στη βάση (5) λόγων Έφεσης.

 

Ειδικότερα, η Εφεσείουσα υποστηρίζει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα:  (α) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε πλάνη περί το Νόμο κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης (1ος λόγος ΄Εφεσης), (β) απέρριψε τους ισχυρισμούς της ως προς την κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (2ος λόγος ΄Εφεσης), ως και (γ) τις θέσεις της σε σχέση με την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης (3ος λόγος ΄Εφεσης), (δ) δεν επεξήγησε και δεν αιτιολόγησε την απόρριψη των λόγων ακύρωσης 4, 5 και 6 που είχε προβάλει πρωτόδικα, αλλά αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι τους απορρίπτει, χωρίς να επεξηγεί το λόγο για τον οποίο οδηγήθηκε σε αυτή την κατάληξη, παραβιάζοντας τη θεμελιώδη αρχή που επιτάσσει την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, όπως προβλέπεται στο ΄Αρθρ.30(2) του Συντάγματος (4ος λόγος Έφεσης) και τέλος (ε) απέρριψε τους λόγους ακύρωσης 4, 5 και 6, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας, με πλάνη περί τα πράγματα, ήταν αναιτιολόγητη και προϊόν κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης και κακής πίστης (5ος λόγος Έφεσης).

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις εισηγήσεις της Εφεσείουσας.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τις εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας, στα πλαίσια των πιο πάνω λόγων ΄Εφεσης.  Θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε πρώτα με τον 4ο λόγο ΄Εφεσης, ο οποίος άπτεται της υποχρέωσης για την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, ως αναπόσπαστη πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και καθήκον που επιβάλλει το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος.

 

Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, η Εφεσείουσα είχε εγείρει, μεταξύ άλλων, ως λόγους ακύρωσης με αρ. 4, 5 και 6, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προϊόν μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, αναιτιολόγητη και λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και με κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.

 

Προς υποστήριξη της εισήγησης της αυτής, πρωτόδικα, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας, μέσω της γραπτής της αγόρευσης, εισηγήθηκε ότι η έρευνα της Εφεσίβλητης, η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 16.2.2012, διέπεται από αντιφατικότητα ως προς τις πληροφορίες που κατά καιρούς συλλέχθηκαν.   Προς τούτο, παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συγκεκριμένες αναφορές στο διοικητικό φάκελο και ειδικότερα:  α) στο σημείωμα αρ.52 ημερ. 14.10.06 σε σχέση με έρευνα που διεξήχθηκε στη δηλωθείσα διεύθυνση του ζεύγους σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες, χωρίς το ζεύγος να διαμένει εκεί και στη βάση του οποίου έγινε εισήγηση για να παραπεμφθεί ο φάκελος στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, β) στο σημείωμα αρ.54 ημερ. 29.11.06 σε σχέση με τη διαπίστωση ότι ο σύζυγος της Εφεσείουσας βρισκόταν στις Κεντρικές Φυλακές, γ) στο σημείωμα 61 ημερ. 14.9.07 σε σχέση με το αίτημα της Εφεσείουσας να αποκτήσει δίπλωμα οδήγησης για να επισκέπτεται το σύζυγο της στις Κεντρικές Φυλακές, δ) στο σημείωμα αρ.72 ημερ. 18.2.09 προς το Διοικητή της ΥΑΜ, σε σχέση με τη διαπίστωση ότι το ζεύγος συζεί αρμονικά κάτω από την ίδια  στέγη και με εισήγηση ότι ο γάμος της Εφεσείουσας είναι γνήσιος και δεν αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων, ως και ε) σε συγκεκριμένα ερυθρά του διοικητικού φακέλου αρ.204-206, 222, 266-268, 269, 377, 408, 409-410, 428 και 429-431, τα οποία σχετίζονται με τις έρευνες της Εφεσίβλητης για τη γνησιότητα του γάμου, ως και στα ερυθρά 391, 396Α, 398, 397 και 480 που αφορούν δηλώσεις του συζύγου της Εφεσείουσας, του Κοινοτάρχη και της μητέρας του, ημερ. 13.5.09 και 17.10.09, ως και ένορκη δήλωση ημερ. 25.11.12 του συζύγου της Εφεσείουσας, ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη σχέση τους είχαν ξεπεραστεί και συζούν κανονικά στην ίδια διεύθυνση. 

 

Ενδεικτικά, αναφέρουμε πως τα ερυθρά 269Α και 269Β  ημερ.18.4.08 αφορούν σημειώματα της ΥΑΜ, ότι η Εφεσείουσα μόνο μια φορά είχε επισκεφθεί το σύζυγο της στις Κεντρικές Φυλακές, ενώ στο σημείωμα 377, που αφορά πρακτικά της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης ημερ. 26.6.09, αναφορικά με την αίτηση της για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, αναφέρεται συγκεκριμένα στο ερυθρό 372, ότι της δόθηκε άδεια παραμονής της μέχρι 27.9.08 επειδή είχε διαπιστωθεί πως  επισκεπτόταν το σύζυγο της στις Κεντρικές Φυλακές και ότι μετά από έρευνα στο σπίτι του ζεύγους διαπιστώθηκε ότι αυτό διέμενε κάτω από την ίδια στέγη.

 

Παρά τις πιο πάνω εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας, περί αντιφατικών πληροφοριών και στοιχείων που συλλέχθηκαν από την Εφεσίβλητη, ως και την παραπομπή της σε συγκεκριμένα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που φαίνεται να στοιχειοθετούσαν τέτοιες αντιφάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς καμιά αναφορά σ΄αυτά και χωρίς καμιά επεξήγηση, κατέληξε πως:

  «. με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί στις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και υπό το φως του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, βρίσκω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά διεξαγωγή δέουσας έρευνας, χωρίς πλάνη περί τα πράγματα, είναι σαφώς και πλήρως αιτιολογημένη, ενώ σε καμία περίπτωση έχει αποδειχθεί αυτή να είναι προϊόν κακοπιστίας της καθ' ης η αίτηση ή κακής άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας».

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, με υπόβαθρο τα πιο πάνω στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η υπό κρίση κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνιστά την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα αιτιολόγηση της δικαστικής του απόφασης.

 

Συναφώς υπενθυμίζουμε ότι, κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολόγηση μιας δικαστικής απόφασης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας.  Συνιστά απαρέγκλιτο καθήκον των δικαστικών Αρχών και αντίστοιχο δικαίωμα του διαδίκου να γνωρίζει το λόγο, το σκεπτικό της κατάληξης του Δικαστηρίου, το οποίο είναι συστατικό στοιχείο έγκυρης δικαστικής απόφασης.  Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλεται μόνο από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής απόφασης, αλλά αποτελεί θεμελιακό κανόνα της δικαστικής διαδικασίας και θεσμικό φραγμό κατά του ανέλεγκτου, ως και εχέγγυο για τη σύννομη άσκηση της δικαστικής εξουσίας (Βλ. Καραγιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α.Ν. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916 και Alnaser v. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ. 81/20, ημερ. 21.7.20).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ανωτέρω, χωρίς ωστόσο να παραθέσει το λόγο, το σκεπτικό που το οδήγησε στην κατάληξη του.  Η γενική και αόριστη αναφορά του στις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, χωρίς καμιά απολύτως σύνδεση ή και συγκεκριμενοποίηση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, εκείνων των στοιχείων που στοιχειοθετούσαν την ως άνω κατάληξη του, πολύ περισσότερο λόγω των αντιφατικών στοιχείων που υποδείχθηκαν από την Εφεσείουσα ότι εμπεριέχοντο στο διοικητικό φάκελο, δεν συνιστά κατά την κρίση μας, αιτιολόγηση της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης.

 

Κατ΄ακολουθία των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η  πρωτόδικη απόφαση στερείται του σκεπτικού της κατάληξης του Δικαστηρίου, ως αναγκαίο και άκρως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της εγκυρότητας της.  Συνεπώς, αυτή δεν είναι αιτιολογημένη και αφίσταται των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζεται στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, εφόσον δεν διαγιγνώσκεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου ως προς την απλή διατύπωση της θέσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας, χωρίς πλάνη περί τα πράγματα, εντός της ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης, ότι είναι πλήρως αιτιολογημένη και καλόπιστη. 

 

Σ΄ ό,τι αφορά ειδικότερα, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία  μπορεί, με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, μόνο όταν αυτή, ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του, παραπέμπουμε στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438:

«Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ' αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, το θέσαμε ως εξής:

 

Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν.Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)."

 

 

(Βλ. επίσης Α. Πολυβίου ν. Δημοκρατίας (2004)3 Α.Α.Δ. 494).

 

Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, η εισήγηση της Εφεσείουσας, περί αντιφατικότητας των στοιχείων του διοικητικού φακέλου και συνεπώς η θέση της ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν ήταν σαφώς και άρρηκτα συνδεδεμένα με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι αναπόφευκτα την στοιχειοθετούν,  ως και ότι αυτά δεν καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της, επέβαλλε ακόμη περισσότερο στο πρωτόδικο Δικαστήριο την παράθεση αναγκαίου σκεπτικού, με ρητή αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που θα μπορούσαν, κατά την κρίση του πάντοτε, να οδηγούσαν στην κατάληξη του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν  «σαφώς και πλήρως αιτιολογημένη».

 

Ενόψει της ως άνω κατάληξης μας, θεωρούμε αχρείαστο να προχωρήσουμε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ΄Εφεσης, μετά τη διαπίστωση μας ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Για όλα τα πιο πάνω, η ΄Εφεση επιτυγχάνει.

 

Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων και των επιδικασθέντων εξόδων, παραμερίζεται.

 

Διατάσσεται επανεκδίκαση της Προσφυγής από άλλο Δικαστή, κατά προτεραιότητα. 

 

Διευκρινίζουμε πως, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, όλα τα  ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο των υπόλοιπων λόγων ΄Εφεσης, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος του  εφαρμοστέου νομοθετικού καθεστώτος στην προκειμένη περίπτωση  - το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τις δύο πλευρές - παραμένουν ανοικτά προς εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της επανεκδίκασης.

 

Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης ύψους €2,500 (πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει).

 

                                                        ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                        ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                        ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο