ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 40/17)

 

1  Νοεμβρίου, 2023

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΥΡΙΛΛΑ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων,

 

_________________

 

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

Α. Αντωνιάδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

_________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (στο εξής Δικαστήριο), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα, κατά της απόφασης, ημερομηνίας 7.02.2014, με την οποία η πειθαρχική ποινή των δέκα ημερών που του επιβλήθηκε, από τον Αρχηγό του ΓΕΕΦ παρέμεινε σε ισχύ. 

 

Ο εφεσείοντας είναι μόνιμος αξιωματικός του στρατού της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την 12.03.2012 ο διοικητής του τον τιμώρησε με δεκαήμερη φυλάκιση, για αναξιοπρεπή και ανοίκεια συμπεριφορά καθότι την 29.02.2012, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαν,  όταν  ο διοικητής τον κάλεσε  να προσέλθει στο γραφείο του να συζητήσουν κάποιο υπηρεσιακό θέμα, αυτός του απάντησε «δεν έρχομαι, να έλθεις εσύ».

 

Ο εφεσείοντας υπέβαλε αναφορά παραπόνου την 13.03.2012 και αιτήθηκε την άρση της επιβληθείσας ποινής. Πρόβαλε, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι ο διοικητής ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στο περιστατικό και δεν μπορούσε να είναι «ταυτόχρονα μάρτυρας, ερευνώντας  αξιωματικός και αξιωματικός που επιβάλλει τη ποινή».  Η αναφορά απορρίφθηκε. Με δεύτερη αναφορά παραπόνου, ημερομηνίας 27.03.2012, εζήτησε εκ νέου την άρση της ποινής του, επικαλούμενος τους ίδιους λόγους με αυτούς που πρόβαλε τη 13.03.2012. Η επιβληθείσα ποινή ήρθη από τον Αρχηγό του ΓΕΕΦ, την 23.05.2012, καθότι κρίθηκε ότι ο διοικητής που επέβαλε την ποινή ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στο περιστατικό. Η διερεύνηση της υπόθεσης θα έπρεπε, υπό τις περιστάσεις, να είχε γίνει από τον ίδιον τον Αρχηγό του ΓΕΕΦ (στο εξής Αρχηγός). 

 

Ο Αρχηγός, λίγες ημέρες αργότερα, την 15.06.2012, κάλεσε τον εφεσείοντα με γραπτή ειδοποίηση σε διοικητική απολογία για πειθαρχικό αδίκημα, που αφορούσε το πιο πάνω συμβάν και για ένα δεύτερο πειθαρχικό παράπτωμα, που αφορούσε την υλοποίηση διαταγής μετάθεσης στρατιώτη που υπηρετούσε στη μονάδα του. Τα δύο υπό διερεύνηση πειθαρχικά αδικήματα συνδέονταν μεταξύ τους.

 

Ο εφεσείοντας με γραπτή αναφορά του, ημερομηνίας 23.06.2012,  αρνήθηκε τη διάπραξη αμφοτέρων των πειθαρχικών παραπτωμάτων και απολογούμενος δήλωσε, «δεν έχω διαπράξει κανένα πειθαρχικό αδίκημα».

 

Ο Αρχηγός, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένης και της απολογίας του εφεσείοντα, έκρινε ότι οι ενέργειες του τελευταίου και στις δύο περιπτώσεις συνιστούσαν πειθαρχικά παραπτώματα και τον τιμώρησε με ποινή φυλάκισης δέκα ημερών για το επίδικο συμβάν και πέντε ημερών για το δεύτερο συμβάν. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή, ημερομηνίας 18.07.2012, όπου παρατίθενται  τα γεγονότα επί των οποίων εδράζονταν τα παραπτώματα και σημειωνόταν, μεταξύ άλλων, ότι η ενέργεια του να αρνηθεί να συμμορφωθεί με τη διαταγή του ανωτέρου του:

 

   «    . δε συνάδει με τη στρατιωτική δεοντολογία, το βαθμό που φέρετε ως Ανώτερος Αξκος της ΕΦ και ιδιαίτερα της θέσης που κατέχετε ως Δκτης Μονάδας, όπου έπρεπε δια του παραδείγματος να νουθετείτε τους υφιστάμενους σας και είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί διασάλευση της πειθαρχίας, αταξία και αναστάτωση στις εμπλεκόμενες Δκσεις, επιδεικνύοντας συμπεριφορά που προσβάλει την υπόληψη της Δύναμης και ως εκ τούτου, έχετε υποπέσει στο πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς και ανοίκειου συμπεριφοράς κατά παράβαση της παραγράφου (1) του Κανονισμού 3, των Πειθαρχικών Κανονισμών ΕΦ.»

 

Ο εφεσείοντας υπέβαλε αναφορά παραπόνου, τη 28.07.2012,  προς τον Αρχηγό, παραπονούμενος για την επιβληθείσα ποινή. Πρόβαλε, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι ο Αρχηγός δεν ήταν ο διοικών αξιωματικός του και κατ' επέκταση δεν είχε εξουσία, με βάση το νόμο, να τον τιμωρήσει. Ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι δεν διενεργήθηκε ανάκριση αλλά «προσωπική έρευνα», κατά παράβαση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και  Δικονομίας Νόμου. Η αναφορά παραπόνου απορρίφθηκε από τον Αρχηγό. 

 

Ο εφεσείοντας υπέβαλε στη συνέχεια, τη 22.11.2012,  δεύτερη αναφορά παραπόνου, ζητώντας όπως το παράπονο του εξετασθεί από τον Υπουργό Άμυνας. Ο Υπουργός Άμυνας, εξέτασε το παράπονο του, τη 10.12.2013  και αφού έλαβε υπόψη του όλες τις πληροφορίες  και τα έγγραφα στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση, έκρινε ότι το παράπονο του σε σχέση με το πειθαρχικό αδίκημα, στο οποίο επιβλήθηκε  πενθήμερη φυλάκιση, ήταν δικαιολογημένο και ήρε την ποινή, απόρριψε όμως το παράπονο του σε σχέση με το επίδικο πειθαρχικό αδίκημα, ως αβάσιμο.  Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή,  ημερομηνίας 7.02.2014.  

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, ως προαναφέραμε, προσβλήθηκε με προσφυγή. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις, απόρριψε την προσφυγή του. Η θέση ότι ο Αρχηγός είχε εξουσία να επιβάλει πειθαρχική ποινή, μόνο μετά από διενέργεια ανάκρισης και ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 12(2) του Συντάγματος, καθότι αυτός δικάστηκε για το ίδιο αδίκημα πέραν της μιας φοράς, δεν έγινε δεκτή. Άνευ ερείσματος κρίθηκε και ο ισχυρισμός του ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείτο δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.

 

Με την υπό κρίση έφεση πλήττεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Εγείρονται οι πιο κάτω λόγοι έφεσης :

 

«1.  Το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση, ως αποτέλεσμα προσωπικής έρευνας, λήφθηκε από αρμόδιο όργανο.

 

2.   Το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

3.   Το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι προηγήθηκε δέουσα έρευνα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και/ή απόφασης.

 

4.   Το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και/ή να αξιολογήσει και/ή εσφαλμένα αγνόησε και/ή απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντος/Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και ή κατά τρόπο που συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

 

5.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εσφαλμένα έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση δεν παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και την αρχή της καλής πίστης.»

 

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι το ακυρωτικό δικαστήριο, όταν εξετάζει προσφυγή εναντίον απόφασης σε πειθαρχική διαδικασία, δεν μπορεί να υπεισέλθει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προέβη το αρμόδιο όργανο (Ioanna Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409 και Kypros Kyprianou v. The Republic (1973) 3 C.L.R. 206, 222).  Δεν μπορεί να ελεγχθεί από το παρόν δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, η ουσία της υπόθεσης,  αυτό εμπίπτει στην ελεύθερη εκτίμηση του δικάζοντος οργάνου. Ο έλεγχος του δικαστηρίου  περιορίζεται στη νομιμότητα της απόφασης του πειθαρχικού οργάνου. (ΑΝΤΕΝΝΑ και ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ  (2011) 3 Α.Α.Δ. 124, Sigma Radio T.V.  v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2003) 4 Α.Α.Δ. 1).

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 4 θα εξετασθούν σωρευτικά καθότι εδράζονται επί των ιδίων θέσεων. Η βασική τοποθέτηση του εφεσείοντα εστιάζεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Αρχηγός είχε εξουσία να υποκαταστήσει το διοικούντα αξιωματικό του ως προς τη διεξαγωγή έρευνας για το πειθαρχικό παράπτωμα που αντιμετώπιζε. Ο Αρχηγός μπορούσε να επιβάλει πειθαρχική ποινή στον εφεσείοντα μόνο μετά τη διεξαγωγή ανάκρισης, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (3) του Κανονισμού 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, (στο εξής ο Κανονισμός),  και όχι μετά από έρευνα, όπως έγινε στην υπό κρίση υπόθεση. Ενήργησε υπό τις περιστάσεις, με βάση την εισήγηση,  καθ' υπέρβαση εξουσίας. 

 

Ο Κανονισμός, που ρυθμίζει τα πλείστα θέματα που καλούμαστε να αποφασίσουμε, προνοεί  τα πιο κάτω: 

       

«6(1)   Εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:

          ...........................

           

  (2)    Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας:

 

         Νοείται ότι εφόσον κρίνη ανεπαρκή την ποινήν ην έχει εξουσίαν να επιβάλη συμφώνως προς την δικαιοδοσίαν αυτού παραπέμπει την υπόθεσιν εις τον αμέσως ανώτερον διοικητήν όπως επιληφθεί της υποθέσεως:

 

         ............................

 

  (3)    Εάν το αναφερθέν παράπτωμα αποτελεί αδίκημα ή χρήζει περαιτέρω ερεύνης ο διοικών αξιωματικός διατάσσει ανάκρισιν.

 

  (4)    Ο ανακριτής δέον όπως είναι μέλος φέρον βαθμόν ανώτερον του βαθμού του μέλους αναφορικώς προς ο εγένετο η αναφορά δι' ην διεξάγονται ανακρίσεις, ή μέλος φέρον τον αυτόν βαθμόν, αρχαιότερον όμως αυτού, όπερ εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να είναι βαθμού κατωτέρου του ανθυπολοχαγού.»       

         

Σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες, σε περίπτωση που υποβάλλεται αναφορά για διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος, αρμοδιότητα να επιληφθεί προσωπικά της έρευνας και να επιβάλει  πειθαρχική ποινή, έχει ο διοικών αξιωματικός. Ο διοικών αξιωματικός του εφεσείοντα ήταν ο διοικητής της ΧΧΧ Ταξιαρχίας. Ο τελευταίος ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στην υπόθεση καθότι, ως προαναφέραμε, ήταν ο παραπονούμενος, ο καταγγέλων του παραπτώματος.  Η εμπλοκή του διοικούντα αξιωματικού στο συμβάν καθιστούσε αντικειμενικά αδύνατη την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο Κανονισμός. Υπενθυμίζουμε ότι αυτή ήταν και η θέση του ιδίου του εφεσείοντα, στο παρελθόν, παραπέμπουμε στις αναφορές παραπόνου που υπέβαλε τη 13.03.2012 και τη 27.03.2012,  οι οποίες οδήγησαν στην άρση της ποινής που τού επιβλήθηκε αρχικά, από τον Αρχηγό. Εύστοχη ήταν η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η στάση και η συμπεριφορά του εφεσείοντα ήταν  «αντιφατική».

 

Ενόψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων, η διοίκηση μπορούσε να ακολουθήσει μια παραπλήσια διαδικασία που θα παρείχε τα ίδια εχέγγυα με αυτήν που προβλέπεται από το συγκεκριμένο Κανονισμό, (βλέπετε άρθρο 13(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν158(Ι)/1999 και  Ζήνωνας Μιχαηλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. 1074/2001, ημερομηνίας 22.10.2003). Η παραπλήσια διαδικασία που ακολουθήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η ανάθεση της υπόθεσης στον Αρχηγό, πρόσωπο ιεραρχικά ανώτερο τόσο  του εφεσείοντα όσο και του  διοικητού αξιωματικού.

 

Ο Αρχηγός δεν ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης, με βάση τις πρόνοιες των παραγράφων (3) και (4) του Κανονισμού 6, ως είναι η εισήγηση του εφεσείοντα, αλλά με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (2) του πιο πάνω Κανονισμού. Αντικατέστησε δηλαδή τον διοικούντα αξιωματικό στη διερεύνηση του παραπτώματος, λόγω αδυναμίας του τελευταίου να αναλάβει το συγκεκριμένο έργο και ενήργησε με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 2 του Κανονισμού. Οι πρόνοιες των παραγράφων (3) και (4) του Κανονισμού, που προβλέπουν τη διενέργεια ανακρίσεων, τις οποίες επικαλείται ο εφεσείοντας, καμιά εφαρμογή έχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αφορούν την περίπτωση που το παράπτωμα, στο οποίο υπέπεσε το μέλος,  αποτελεί αδίκημα ή όταν κριθεί ότι χρήζει περαιτέρω έρευνας, κάτι που δεν ισχύει στη συγκεκριμένη  υπόθεση.

 

Η κρίση του δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προέβλεπε ο Κανονισμός και η διοίκηση μπορούσε να ακολουθήσει παραπλήσια διαδικασία, είναι ορθή. Οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.

 

Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 5 αφορούν την κρίση του δικαστηρίου σε σχέση με τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και την ικανοποιητική αιτιολόγηση της προσβαλλομένης απόφασης. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Τέλος, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.  Από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, δεν διαπιστώνεται ελλιπής διερεύνηση από τον Αρχηγό ΓΕΕΦ και Υπουργό Άμυνας.  Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο (ερυθρά 10, 11), ο Αρχηγός ΓΕΕΦ, αναφέρει ότι μελέτησε όλη τη σχετική αλληλογραφία και τις ενέργειες που έγιναν για το θέμα και κάλεσε τον αιτητή στο Γραφείο του, όπου εξέθεσε τις δικές του θέσεις και απόψεις για τα γεγονότα.  Ο δε Υπουργός Άμυνας, αναφέρει (ερυθρό 3), ότι μελέτησε την αλληλογραφία, εξέτασε τους ισχυρισμούς του αιτητή που περιλαμβάνονται στις αναφορές του και έλαβε υπόψη του όλες τις πληροφορίες και τα σχετικά έγγραφα που αφορούν το θέμα.

 

Επομένως, στη βάση των όσων έχουν εκτεθεί ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι οι καθ' ων η αίτηση λειτούργησαν εντός των ορίων της διακριτικής τους εξουσίας και η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη νόμιμα.»

 

Η μορφή της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ 503 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366). Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 189). 

 

Άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης είναι και η αιτιολογία. Κατά πόσο η αιτιολογία μιας απόφασης είναι επαρκής ή όχι θα κριθεί με βάση τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης. Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (Άρθρο 28(1) του Ν.158(Ι)/1999). Η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας (Άρθρο 29 του πιο πάνω νόμου).

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν απλά και δεν έτυχαν αμφισβήτησης από τον εφεσείοντα. Τη 29.02.2012, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με το Διοικητή Ταξιαρχίας, για υπηρεσιακό θέμα και συγκεκριμένα τη μετάθεση στρατιώτη που υπηρετούσε στη μονάδα του και σε διαταγή του τελευταίου όπως μεταβεί στο γραφείο του, αυτός απάντησε «δεν έρχομαι να έλθεις εσύ». Μετά την καταγγελία,  κλήθηκε σε διοικητική απολογία, σχετικό είναι το παράρτημα 8 στην ένσταση, στο οποίο καταγράφονται με λεπτομέρεια τα γεγονότα που συνιστούσαν την καταγγελία και του δόθηκε το δικαίωμα να παρουσιάσει τις δικές του θέσεις, εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου. Αυτός, απολογούμενος,  δεν πρόβαλε κάποια διαφορετική εκδοχή σε σχέση με τα γεγονότα, περιορίσθηκε να αναφέρει ότι «δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα».

 

Όλα τα πιο πάνω στοιχεία ήταν ενώπιον τόσο του Αρχηγού που προέβη στον έλεγχο της υπόθεσης όσο και του Υπουργού Άμυνας που εξέτασε στη συνέχεια την αναφορά παραπόνου του εφεσείοντα. Η τελική κρίση τους μορφώθηκε, ως ρητά οι ίδιοι αναφέρουν,  με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και των θέσεων των εμπλεκομένων, οι οποίες περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο. Τα περιστατικά της υπόθεσης δεν παρουσίαζαν οποιαδήποτε περιπλοκότητα, ώστε να έχρηζε το περιστατικό περαιτέρω διερεύνησης, ούτε οι αποφάσεις των πιο πάνω αξιωματούχων  δημιουργούσαν οποιεσδήποτε αμφιβολίες ως προς τους λόγους που τούς οδήγησαν να λάβουν τις συγκεκριμένες αποφάσεις.

 

Ο εφεσείοντας  προς υποστήριξη της θέσης του ότι η έρευνα ήταν ελλιπής και η αιτιολόγηση των αποφάσεων ανεπαρκής, ισχυρίζεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε και/ή δεν εξέτασε και/ή δεν αξιολόγησε το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν διέταξαν διεξαγωγή ανάκρισης, παρά το γεγονός ότι αυτός, μέχρι και σήμερα, αρνείται τα όσα του καταλογίζουν ότι είπε στον διοικούντα αξιωματικό του. Διεξήλθαμε όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μας και δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε που να υποστηρίζει την πιο πάνω θέση. Επισημαίνουμε ότι σε καμία αναφορά του εφεσείοντα και ή στην απολογία του, προβάλλεται η θέση ότι δεν ανέφερε τα όσα του καταλόγισε ο Διοικητής της Ταξιαρχίας. Εκείνο που πρόβαλε στις αναφορές του είναι ότι ο Διοικητής επέλεξε να αναφερθεί επιλεκτικά στις «πέντε λέξεις», ήτοι στη φράση «δεν έρχομαι, να έλθεις εσύ», απομονώνοντας τις από την υπόλοιπη συνομιλία. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στις αναφορές παραπόνου που υπέβαλε στις 27.03.2012, 28.07.2012 και 22.11.2012.

 

Ουδέποτε στο παρελθόν αρνήθηκε ότι προέβη στην πιο πάνω δήλωση, η θέση του διαχρονικά ήταν ότι τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του Διοικητή Ταξιαρχίας και του ιδίου, δεν συνιστούσαν αντιδεοντολογική συμπεριφορά. Η θέση του ότι δεν προέβη στη συγκεκριμένη δήλωση, προβάλλεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της έφεσης και εμμέσως στη γραπτή αγόρευση που καταχώρησε στα πλαίσια της προσφυγής, όπου ανέφερε ότι «δεν είχε διαπιστωθεί δια ανακρίσεως στα πλαίσια της δέουσας έρευνας, το πραγματικό περιεχόμενο των διαμειφθέντων», αφήνοντας στη συνέχεια υπονοούμενα για τη συμπεριφορά του Διοικητή Ταξιαρχίας.

 

Η πιο πάνω θέση δεν μπορεί να γίνει δεκτή και δεν θα ληφθεί υπόψη. Η συζήτηση της έφεσης περιορίζεται στα επίδικα θέματα τα οποία εγείρονται στην προσφυγή. Τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία και στοιχειοθετούνται από το διοικητικό φάκελο. Η αγόρευση, δεν διευρύνει ούτε επεκτείνει τα επίδικα θέματα, ούτε αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας. Η ισχύς της αγόρευσης συναρτάται με την πειστικότητα της επιχειρηματολογίας που προβάλλεται. (Βλέπετε Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, SYCOBONDED ESTATES LTD v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (1999) 3 Α.Α.Δ. 823 και Γρηγοριάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 735).

 

Από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, συμφωνούμε με το σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα της υπόθεσης και οι αποφάσεις του Αρχηγού και του Υπουργού Άμυνας δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένες, δεν ευσταθεί.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται παράλληλα η θέση ότι ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία ενώ είχε ήδη κρίνει ότι αυτός διέπραξε το επίδικο παράπτωμα. Στην επιστολή που του είχε σταλεί αναγράφεται η φράση «διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων», ενώ στο αντίτυπο της επιστολής που είναι καταχωρημένο στο διοικητικό φάκελο, προστέθηκε, χειρόγραφα, πριν την πιο πάνω φράση, η λέξη «ενδεχόμενη». Διαπιστώνουμε ότι ούτε αυτή η θέση εγείρεται στην προσφυγή και ως εκ τούτου, για τους λόγους που αναλύουμε ανωτέρω, δεν μπορεί να τύχει εξέτασης από το παρόν δικαστήριο.

 

Οι λόγοι έφεσης 2, 3  και 5, απορρίπτονται.

 

Ο εφεσείοντας στην αγόρευση του, ανέπτυξε σε έκταση τη θέση ότι τιμωρήθηκε  για δεύτερη φορά για το ίδιο αδίκημα, κατά παράβαση των προνοιών του Συντάγματος και των Πειθαρχικών Κανονισμών. Η θέση αυτή δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τύχει εξέτασης. (Βλέπετε Anthimos Demetriou Bonded Warehouse Co Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 122).  

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Τα έξοδα, καθοριζόμενα στο ποσό των €2.500, επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

                                       

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                       

 

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΓΓ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο