ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 84/16)
2 Οκτωβρίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητων.
_________________
Α. Σ. Αγγελίδης και Σ. Α. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Δ. Μ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Παπαμιχαήλ (κα) και Σ. Παφίτης, για Α & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 Ελένη Χαραλάμπους
_________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την έφεση, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια («η Εφεσείουσα») αμφισβητεί την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.9.16 («η Πρωτόδικη Απόφαση») να απορρίψει την Προσφυγή 585/12 («η Προσφυγή») και να εγκρίνει την απόφαση των Εφεσίβλητων/Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») να προαγάγουν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Ανδριανή Κωνσταντινίδου-Σιημητρά («ΕΜ1») και Ελένη Σίππη-Χαραλάμπους («ΕΜ2») στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης από 1.9.12 («η προσβαλλόμενη απόφαση»).
Δυο λόγια πρώτα για τα βασικά (και παραδεχτά) γεγονότα.
Την 1.12.11 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού («η Γενική Διευθύντρια»), υπέβαλε γραπτώς πρόταση για πλήρωση πέντε θέσεων Επιθεωρητών Γενικών Μαθημάτων (Δημοτικής Εκπαίδευσης).
Μετά από απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας («ΕΕΥ»), δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 9.12.11 η προκήρυξη των θέσεων, με τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων την 30.12.11.
Υποβλήθηκαν δεκαοκτώ αιτήσεις, με τα σχετικά έγγραφα να διαβιβάζονται προς την Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής («η Συμβουλευτική Επιτροπή»).
Η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής (με επιστολή ημερομηνίας 18.1.12), υπέβαλε προς την ΕΕΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τον κατάλογο των συσταθέντων υποψηφίων, στον οποίο περιλαμβάνονταν τα ΕΜ (όχι όμως η Εφεσείουσα).
Με επιστολή ημερομηνίας 25.1.12 η Γενική Διευθύντρια ζήτησε κάλυψη τριών πρόσθετων θέσεων, με την ΕΕΥ να την εγκρίνει την 31.1.12 στο πλαίσιο τής υπό εξέλιξη διαδικασίας για τις πέντε θέσεις που είχαν ήδη προκηρυχθεί.
Προς τούτο, ΕΕΥ κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων στον οποίο περιλαμβάνονταν τα ΕΜ και η Εφεσείουσα, με την ΕΕΥ να αποφασίζει κλήση των υποψηφίων σε προφορική συνέντευξη την 9.2.12.
Ύστερα από τη συμπλήρωση των συνεντεύξεων, η ΕΕΥ αξιολόγησε και συνέκρινε τους υποψήφιους, αποφασίζοντας να προσφέρει προαγωγή σε αριθμό αυτών, μεταξύ των οποίων και στα ΕΜ (όχι όμως και στην Εφεσείουσα).
Εξού και η Προσφυγή.
Η Εφεσείουσα - με τους Εφεσίβλητους να αντιτείνουν (λεπτομερώς και αυτοί) τα αντίθετα - προέταξε πρωτοδίκως σειρά λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορούσαν στη φερόμενα πάσχουσα σύνθεση ή και συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην αναιτιολόγητη και χωρίς δέουσα έρευνα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (αφού κατά τη θέση) η Εφεσείουσα δεν έτυχε σύστασης, με μοναδικό κριτήριο την υπεροχή των ΕΜ σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση Βοηθού Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, στην πλάνη της ΕΕΥ για την αξία των υποψηφίων, στην παραγνώριση τού πολυσύνθετου λογοτεχνικού και συγγραφικού έργου της Εφεσείουσας (με παράπονο την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας από την ΕΕΥ), στην απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην αρχαιότητα των ΕΜ, στη χρησιμοποίηση (ως μοναδικού κριτηρίου επιλογής), των συνεντεύξεων στην ΕΕΥ αντί ως συμπληρωματικού στοιχείου κρίσης, στην απουσία σαφών και άρτιων πρακτικών της ΕΕΥ, και στο γεγονός πως η αξιολόγηση «. του Διευθυντή, είναι αντίθετη από τα στοιχεία των φακέλων .» καθότι «. λόγω της υπεροχής της αιτήτριας σε αξία ...» τούτη έπρεπε «... να είχε αξιολογηθεί σε υψηλότερο επίπεδο από τα Ε/Μ .» και όχι στο ίδιο επίπεδο ως «Σχεδόν Εξαίρετα» (το απόσπασμα είναι ανέπαφο όπως και τα υπόλοιπα που ακολουθούν).
Το Διοικητικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο ότι οι θέσεις της Εφεσείουσας δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεχτές, απέρριψε την Προσφυγή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η Εφεσείουσα εναντιώνεται στην Πρωτόδικη Απόφαση με πέντε λόγους έφεσης, διατεινόμενη ότι το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της περί πάσχουσας σύνθεσης και αναρμόδιας συγκρότησης τής Συμβουλευτικής Επιτροπής κρίνοντας πως «. η επιστολή ημερομηνίας 9.12.2003 του τότε Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού προς «Γενικό Διευθυντή», με θέμα «Εκχώρηση Εξουσιών» που απορρέουν από Νόμο, καλύπτει δήθεν και την επίδικη διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων που άρχισε τον Δεκέμβρη του 2011 όταν ήταν άλλος τώρα ο Υπουργός .»,[1] αλλά και διότι «. δεν εμφανίστηκε πουθενά η συγκεκριμένη εντολή της Γενικής Διευθύντριας προς τον λειτουργό που απέστειλε «για» Γενική Διευθύντρια και/ή γιατί είχε «οδηγίες από αυτή, το παρτ. 1 όπου εν πάση περιπτώσει προβλέφθηκε και διορισμός της Γενικής Διευθύντριας ως μέλος άλλης Συμβουλευτικής πράγμα ανεπίτρεπτο, αφού δεν χωρούσε διπλός ρόλος στη Γενική Διευθύντρια .» (λόγος έφεσης 1), όπως και ότι το Διοικητικό Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε πρωτογενώς και «. έξω από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής .» πως η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία κρίσης «. μεταξύ αυτών και το λογοτεχνικό και συγγραφικό έργο .» τής Εφεσείουσας και ότι «. προέβη σε στάθμιση των στοιχείων και κατέληξε ότι δεν θα έπρεπε να συμπεριλάβει την Εφεσείουσα/αιτήτρια» «. στον κατάλογο των συστηθέντων, επειδή δήθεν υστερούσε έναντι των άλλων υποψηφίων σε ένα από τα προβλεπόμενα κριτήρια .» (λόγος έφεσης 2), με το Διοικητικό Δικαστήριο να αναφέρει μάλιστα πως δεν είχε υποδειχθεί από την Εφεσείουσα το πώς η μη συμπερίληψη της στον κατάλογο «. των συστηνομένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων την επηρέασε, αφού τελικά η Επιτροπή την συμπεριέλαβε στον τελικό της κατάλογο .» (λόγος έφεσης 3). Προσθέτως, η Εφεσείουσα λέγει πως αν και το Διοικητικό Δικαστήριο «. είχε ενώπιον του τον ισχυρισμό ότι αγνοήθηκε από [την] Συμβουλευτική αλλά και από την ΕΕΥ το λογοτεχνικό και συγγραφικό έργο της . και ενώ έκρινε ορθά ότι, το Δικαστήριο δεν ασκεί Πρωτογενή έλεγχο και δεν υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση την ελλείπουσα έρευνα και κρίση της διοίκησης .», κακώς απέρριψε την Προσφυγή αντί να «. την ακυρώσει ως πάσχουσα από μη δέουσα έρευνα και ή πλάνη .» (λόγος έφεσης 4), και ότι εξίσου άστοχα αποφάσισε πως παρότι δεν ασκήθηκε έλεγχος νομιμότητας από την ΕΕΥ «. στην Έκθεση της Συμβουλευτικής ... δεν διέκρινε πρόσθετα, οτιδήποτε το μεμπτό στην κρίση της ΕΕΥ από τις προφορικές συνεντεύξεις η οποία ήταν αναξιοκρατικά και υποκειμενικά το βαρύνον ή και μόνο αποφασιστικό στοιχείο κρίσης .» (λόγος έφεσης 5).
Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Το ίδιο, και τις επιμελείς αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Θα επιληφθούμε πρώτα τον λόγο έφεσης 1, και έπειτα τους λόγους έφεσης 2-5 σωρευτικά (αφού η ουσία που εκφράζουν είναι αλληλένδετη).
Για τον λόγο έφεσης 1 - και εκτός από τη συνοπτική αποτύπωση του ανωτέρω - η Εφεσείουσα προτάσσει ότι η επιστολή του τότε Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού («ο Υπουργός») ημερομηνίας 9.12.03 (Παράρτημα 10 στην πρωτόδικη γραπτή αγόρευση των Εφεσίβλητων), δεν έπρεπε να εκληφθεί από τους Εφεσίβλητους πως κάλυπτε τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων (που άρχισε τον Δεκέμβριο 2011 επί άλλου Υπουργού). Τούτο, γιατί, ο νέος Υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με την αντικατάσταση του προηγούμενου Υπουργού (εξαιτίας του θανάτου του), δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς την (νέα) Γενική Διευθύντρια, με επακόλουθο η εξέλιξη να οδηγήσει στην παράνομη συγκρότηση και σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που συστάθηκε για τις προαγωγές. Έτσι, κατά την Εφεσείουσα, με δοσμένο ότι η κατά νόμο αρμοδιότητα για ενέργεια ανήκει στον εκάστοτε Υπουργό ανεξάρτητα από το τί έπραξε ο προηγούμενος Υπουργός, ο νυν Υπουργός όφειλε να παράσχει (εκ νέου) συγκεκριμένη εκχώρηση αρμοδιοτήτων προς την Γενική Διευθύντρια για τα καθέκαστα μια και όταν αναλαμβάνει ένας Υπουργός καθίσταται πλέον εκείνος η κατά νόμο αρμόδια αρχή, με αποτέλεσμα «. ο ίδιος τότε και ανεξάρτητα τι αποφάσισε ο προηγούμενος Υπουργός .» να αποκτά την «. κατά το Νόμο αρμοδιότητα προσωπικά .», και αν ο νυν Υπουργός δεν εκχωρήσει τις εξουσίες του στον εντεταλμένο κατά τον κρίσιμο χρόνο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού («ο Γενικός Διευθυντής») «. δεν μπορεί αυτός να ενεργήσει ως αρμόδια αρχή .». Η όποια εκχώρηση αρμοδιότητας - συνεχίζει η Εφεσείουσα - γίνεται ως προσωπική επιλογή του εκάστοτε Υπουργού «. προς τον τότε Γενικό Διευθυντή και ισχύει προφανώς για όσο χρόνο ο ίδιος ως Υπουργός «μπορούσε» να αποφασίσει τούτο .».
Κατά την περαιτέρω οπτική της Εφεσείουσας, τα ως άνω ενισχύονται και από το ότι ο τότε Γενικός Διευθυντής ενεργώντας με αφετηρία την επιστολή ημερομηνίας 9.12.03 (Παράρτημα 10), σε επιστολή του ημερομηνίας 10.12.03 (Παράρτημα 11/γραπτή αγόρευση των Εφεσίβλητων), αναφερόμενος στο θέμα (και επισυνάπτοντας την επιστολή 9.12.03), ενέταξε την εκχώρηση (από τον Υπουργό) προς τον Γενικό Διευθυντή προσωπικά, κατά τρόπο που να τον εξουσιοδοτεί να ασκεί εκ μέρους του Υπουργού τις αρμοδιότητες που άπτονταν (μεταξύ άλλων), της πλήρωσης κενών θέσεων στην Εκπαιδευτική και Δημόσια Υπηρεσία. [2]
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις της Εφεσείουσας.
Απεναντίας, διακρίνουμε σύγκλιση με εκείνες των Εφεσίβλητων.
Από όσα τέθηκαν στο Διοικητικό Δικαστήριο προκύπτει με καθαρότητα και επαρκή τεκμηρίωση ότι υπήρξε η αναγκαία έγκριση της αρμόδιας αρχής για νόμιμη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά το Άρθρο 2 του Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 10/69 («ο Ν.10/69»). [3]
Η εκχώρηση έγινε από τον τότε Υπουργό προς τον Γενικό Διευθυντή, δίχως να προσδιορίζεται το όνομα του τελευταίου, γεγονός που, και αυτό, πέραν της λογικής και ερμηνευτικής τάξης των πραγμάτων, δείχνει όχι μόνο την πρόθεση του τότε Υπουργού να εκχωρήσει την υπό συζήτηση αρμοδιότητα και εξουσία νομίμως προς τον Γενικό Διευθυντή, αλλά και το ότι η εκχώρηση συνέχιζε σε ισχύ χωρίς ανάγκη έκδοσης άλλης από τον νέο Υπουργό προς την Γενική Διευθύντρια.
Η πραγμάτευση του Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν ορθή και εντός των αρχών της υφιστάμενης τότε νομολογίας (στην οποία παρέπεμψε το Διοικητικό Δικαστήριο), [4] και που εξελικτικά - με αναφορά και στην Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και Άλλων ν. Παναγή και Άλλων, Α.Ε. 47/14, ημ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71 (όπου υπογραμμίστηκε το «. θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου ...») - διευκρινίστηκε και επιβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια στην Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημ. 4.4.23, ECLI:CY:AD:2023:C130.
Στην Κασσέρα (ανωτέρω), η Ολομέλεια καταπιάστηκε και με τη θέση του εκεί εφεσείοντα ότι η συγκρότηση της αφορώσας Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή κατά τις πρόνοιες των Άρθρων 2 και 35Α(2)(η), [5] Ν.10/69.
Είχε στην προκειμένη προσκομιστεί ως τεκμήριο εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός (Παιδείας και Πολιτισμού) εκχωρούσε προς την Γενική Διευθύντρια τού υπό αναφορά υπουργείου τις εξουσίες που του παρέχονταν δυνάμει του Ν.10/69.
Ο εφεσείων, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση είχε δοθεί πολλά χρόνια πριν (από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων), υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση δεν μπορούσε να ισχύει αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη.
Η Ολομέλεια διαφωνώντας με τον εφεσείοντα τόνισε πως η εξουσιοδότηση προσδιόριζε ότι είχε δοθεί για σκοπούς πλήρωσης κενών θέσεων και πως δεν ήταν αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Όσον αφορά στην έγκριση που επακολούθησε εν σχέσει προς τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής από την Γενική Διευθύντρια, ο εφεσείων είχε πει ότι δεν μπορεί, και δεν γίνεται «... ο Γενικός Διευθυντής να διορίζει τον εαυτό του ...» και πως για όλα τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής χρειαζόταν η έγκριση του Υπουργού ως της αρμόδιας αρχής.
Απορρίπτοντας το επιχείρημα, η Ολομέλεια έκρινε πως:
«[...] Εφόσον στο Νόμο διαλαμβάνεται ότι ο Υπουργός μπορεί να ενεργεί δια του Γενικού Διευθυντή και στην υπό κρίση περίπτωση υφίστατο σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού ημερ. 9/12/2003, η Γενική Διευθύντρια δύνατο να εγκρίνει τα Μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Κατά συνέπεια, υπό το φως της πιο πάνω νομικής πτυχής που διέπει την εξεταζόμενη περίπτωση και λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων αυτής, η έγκριση της συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τη Γενική Διευθύντρια ήταν, εν προκειμένω, σύννομη. Επιπρόσθετα, σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες εξετάζεται πανομοιότυπος ισχυρισμός, επισημαίνεται ότι ο Νόμος δεν απαγορεύει την έγκριση της Συμβουλευτικής Επιτροπής από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και δεν απαιτείται, προς τούτο, η έγκριση του οικείου Υπουργού, νοουμένου ότι ο Γενικός Διευθυντής, κατόπιν σχετικής εκχώρησης εξουσίας, ενεργεί για τον Υπουργό.
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ρουσιά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 569/2011, ημερ. 23/10/2013:
«Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, εφόσον Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την πλήρωση των επίδικων θέσεων ήταν η Γενική Διευθύντρια, θα έπρεπε να υπάρχει απόφαση ορισμού των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού. Θεωρούν ότι η Γενική Διευθύντρια δεν μπορεί να προτείνει τον ίδιο της τον εαυτό ως Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Επίσης ισχυρίζονται ότι η αλλαγή της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε χωρίς την έγκριση της αρμόδιας αρχής. [...] Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα για αλλαγή της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε στις 19.11.2010 από το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, και ακολούθησε χειρόγραφο σημείωμα της ίδιας ημερομηνίας της Γενικής Διευθύντριας η οποία ενέκρινε τη σύνθεση εκείνη.
Η Γενική Διευθύντρια, ενεργώντας ως αρμόδια αρχή ενέκρινε τη νέα σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Συναφώς παρατηρώ ότι, εφόσον ο Ν. 10/69 ορίζει ότι ο Υπουργός μπορεί να ενεργεί δια του Γενικού Διευθυντή και εφόσον υπάρχει γραπτή εξουσιοδότηση του Υπουργού ημερομηνίας 9.12.2003 αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα 2 στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, η Γενική Διευθύντρια μπορούσε να εγκρίνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή χωρίς οτιδήποτε άλλο.
Ο Ν. 10/69 δεν απαγορεύει την έγκριση Συμβουλευτικής Επιτροπής από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου στην οποία θα προεδρεύει η ίδια. Εξάλλου η Γενική Διευθύντρια ενεργεί για τον Υπουργό, ως αρμόδια αρχή[.]».
Στη βάση των γεγονότων που περιστοιχίζουν την παρούσα περίπτωση, δεν υφίσταται νομιμοποιητικός λόγος για να αποστεί κανείς από τον δικαστικό λόγο στην Κασσέρα (ανωτέρω), ως η περί του αντιθέτου, σθεναρή πάντως, εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου της Εφεσείουσας.
Οι αυθεντίες στις οποίες βασίστηκε ο συνήγορος της Εφεσείουσας επί της αναλυόμενης πτυχής, διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τα γεγονότα που τη συναπαρτίζουν - αλλά και από το ευρύτερο νομικό φάσμα που την αφορά - με υπόψη πάντοτε τους λόγους έφεσης.
Ενδεικτικά, αναφερόμαστε στην Αδάμου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 374 (επί της οποίας ανέπτυξε επιχειρήματα ο κ. Αγγελίδης), στην οποία, εντούτοις, υπήρχε προφορική απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών να διορίσει τα μέλη τριμελούς εξεταστικής επιτροπής. Αυτονόητα, αυτή η παράμετρος απέχει πολύ από όσα συνθέτουν την παρούσα, όπου υπήρχε (κατά απρόσβλητη διαπίστωση στην Πρωτόδικη Απόφαση) «. χειρόγραφη μονογραφημένη σημείωση ημερομηνίας 25/11/2011 της Γενικής Διευθύντριας (ερυθρή σημείωση 31α, του φακέλου 15.21.02/3), ότι "εγκρίνονται" (εννοείται τα πιο πάνω αναφερόμενα, δηλαδή και η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής)».
Παρόμοια, ισχύουν και για την Βανέζη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 402/2007, ημ. 30.6.09, στην οποία δεν είχε παρουσιαστεί οτιδήποτε - σε αντίθεση με εδώ - από το οποίο να φαίνεται ότι είχε γίνει εκχώρηση της εξουσίας του Υπουργού Οικονομικών για έγκριση του αιτήματος της εφεσείουσας να τοποθετηθεί στην ανάλογη μισθολογική κλίμακα που βρισκόταν όταν αποχώρησε από το ΕΤΕΚ.
Ομοίως, στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 987, και πάλι απουσίαζε έγγραφη καταχώριση που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για την εκεί απασχολούσα μετάθεση της εφεσείουσας είχε ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο εφαρμοζόμενος νόμος είχε εναποθέσει τη σχετική αρμοδιότητα.
Παρενθέτουμε, πως η επίκληση ανάλογης νομολογίας και αρχών κατά το Ελληνικό δίκαιο από τον δικηγόρο της Εφεσείουσας - όπως η μνεία στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 (σελίδες 106-107) - καθόλου δεν κατόρθωσε, ως εκ των γεγονότων που συγκροτούν την υπό κρίση περίπτωση, να αναδείξει εκφάνσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αμβλύνουν, πόσω δε μάλλον να καταρρίψουν, την ορθότητα της δικαστικής προσέγγισης στην Κασσέρα (ανωτέρω).
Κρίνουμε πως η Κασσέρα (ανωτέρω) - ως και η απόφαση Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και Άλλων ν. Παναγή και Άλλων (ανωτέρω) - καλύπτει ευθέως τα εδώ επίμαχα, με την πρόσθετη επισήμανση μας πως (για ό,τι αφορά στην τρέχουσα περίπτωση) το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής (στον οποίο είχε δοθεί η εκχώρηση 9.12.03), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική), τα αναλυόμενα.
Η θεώρηση αυτή, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, ενισχύεται και από την Saleh ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Δ.Π. 4/22, ημ. 23.6.22, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο είπε τα εξής:
«[.]Το γεγονός ότι δεν κατονομάζεται το πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτεί ο Υπουργός δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της εξουσιοδότησης, εφόσον καθορίζεται η θέση που πρέπει να κατέχει το πρόσωπο αυτό. Στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για την Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία υπογράφει και το σχετικό διάταγμα κράτησης (Παράρτημα Α στην ένσταση της Δημοκρατίας). Στο εν λόγω διάταγμα η Αν. Διευθύντρια προβαίνει σε ρητή αναφορά στις εξουσίες που δίδονται στον Υπουργό Εσωτερικών, δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ του Ν.6(Ι)/2000 και στο ότι αυτές εκχωρήθηκαν στην ίδια [.]».
Δεν υπάρχει περιθώριο αποδοχής του λόγου έφεσης 1.
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Προχωρούμε με τους λόγους έφεσης (2-5).
Την ουσία τους την έχουμε ήδη καταγράψει.
Δεν έχουμε πολλά να πούμε για αυτή την ενότητα.
Τούτο, λόγω του ότι η Πρωτόδικη Απόφαση κάλυψε επαρκώς όλα τα εγειρόμενα, στηριγμένη σε πάγια και συναφή νομολογία, χωρίς διόλου να αγνοεί το περιεχόμενο των πρακτικών (Παράρτημα 6) και των Διοικητικών Φακέλων (Τεκμήρια 1Α-Γ και 2Α-Γ), όπως και τα άλλα Παραρτήματα και έγγραφα που παρουσιάστηκαν στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Πιο συγκεκριμένα, το Διοικητικό Δικαστήριο έγραψε και τούτα, τα οποία επιλέγουμε να μεταφέρουμε αυτούσια παρά την έκταση τους, αφού αντανακλούν με πιστότητα τη κρίση μας για την ορθότητα της Πρωτόδικης Απόφασης:
«[.] Σε σχέση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας που άπτονται της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρχήν είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία κρίσεως, μεταξύ αυτών και το λογοτεχνικό και συγγραφικό έργο της αιτήτριας, προέβη σε στάθμιση των στοιχείων και κατέληξε ότι δεν θα συμπεριλάβει την αιτήτρια στον κατάλογο των συστηνομένων από αυτή, αφού υστερούσε έναντι των άλλων υποψηφίων σε ένα από τα νομολογημένα κριτήρια.
Η κατάληξη αυτή, κατά την κρίση μου, κινείται εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού είναι νομολογημένο ότι η βαρύτητα των στοιχείων κρίσεως δεν προκαθορίζεται απαρεγκλίτως. Με το δεδομένο ότι αυτά είναι νόμιμα στοιχεία κρίσης, συναπτόμενα προς τα κριτήρια που καθορίζει ο νόμος, κατ' ανάγκη η βαρύτητα τους συναρτάται προς τους ιδιαίτερους συσχετισμούς που η κάθε περίπτωση δικαιολογεί. (Βλ. Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 275). Αυτός δε ο συσχετισμός δεν είναι βεβαίως έργο του Δικαστηρίου, αλλά του διοικητικού οργάνου.
Επιπρόσθετα, δεν έχει υποδειχθεί από την αιτήτρια, πώς η μη συμπερίληψή της στον κατάλογο των συστηνομένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων την επηρέασε, αφού τελικά η Επιτροπή την συμπεριέλαβε στον τελικό της κατάλογο.
Τα πιο πάνω απαντούν και στους υπόλοιπους ισχυρισμούς της αιτήτριας που αφορούν την διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής. Προκύπτει από τα πρακτικά, τα οποία κατά τη κρίση μου είναι άρτια και αποδίδουν με επάρκεια το τι εκεί διημήφθη, ότι η Επιτροπή είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία, τα στάθμισε καταλήγοντας σε εύλογο αποτέλεσμα. Επρόκειτο για υποψηφίους, που από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και υπηρεσιακών εκθέσεων, δεν παρουσίαζαν διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα προσόντα και την αξία όπως αυτή προέκυπτε από τους φακέλους, όπως η Επιτροπή σημείωσε.
Στη δε ενώπιον της Επιτροπής συνέντευξη, η αιτήτρια αξιολογήθηκε ως "Πολύ Καλή", ενώ το Ε/Μ 1. Ανδριανή Κωνσταντίνου - Σιημητρά, ως "Πάρα Πολύ Καλή" και το Ε/Μ 2. Ελένη Σίππη - Χαραλάμπους, ως "Σχεδόν Εξαίρετη". Αυτό το δεδομένο, κατά την κρίση της Επιτροπής, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία προσέδωσε υπεροχή στα Ε/Μ στο κριτήριο της αξίας.
Και πάλι δεν διακρίνω οτιδήποτε το μεμπτό στην κρίση αυτή του διορίζοντος οργάνου. Η αιτήτρια υστέρησε στη συνέντευξη, μέσα στα πλαίσια διεκδίκησης μιας θέσης όπως η επίδικη, όπου η προσωπικότητα, η επάρκεια τεκμηρίωσης απόψεων, η κριτική ανάλυση προβλημάτων ήταν μεταξύ άλλων, επιμέρους κριτήρια αξιολόγησης των συνεντεύξεων που η ίδια η Επιτροπή προκαθόρισε και μέσα από τα οποία θα διαπίστωνε την καταλληλόλητα των υποψηφίων (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6 στην Ένσταση, παράγραφοι 10 και 11).
Συνεπώς θεωρώ λογικό, η απόδοση των υποψηφίων κατά τη προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής να συναρτηθεί με την αξία και να προσμετρήσει στη τελική επιλογή (Μικελλίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ (2001) 3 ΑΑΔ), αφού δεν προκύπτει έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης του διορίζοντος οργάνου.
Δεν ευσταθεί επίσης ούτε ο ισχυρισμός της αιτήτριας, ότι εδόθη από την Επιτροπή υπέρμετρη βαρύτητα στην υπεροχή των Ε/Μ σε αρχαιότητα, στην θέση Βοηθού Διευθυντή. Όπως η ίδια η Επιτροπή αναφέρει "η υπεροχή σε αρχαιότητα δε μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων" [.]».
Τίποτα από όσα πρότεινε η Εφεσείουσα δεν κατέδειξε πως η περίπτωση της πρέπει να ιδωθεί υπό διαφορετικό φακό δεδομένης και της σχετικής νομολογίας που καθορίζει πως εφόσον οι φάκελοι με τα προσωπικά στοιχεία των υποψηφίων βρίσκονται ενώπιον του διοικητικού οργάνου θεωρείται κατ' αρχήν ότι το όργανο έχει το σύνολο των στοιχείων προκειμένου να μπορεί να προβεί σε ανάλογη κρίση (Ορφανού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 131/12, ημ. 19.4.18, ECLI:CY:AD:2018:C178, Βραχίμης ν. Δημοκρατίας (2017) 3(Β) Α.Α.Δ. 771, 777-781, Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 273, 281-282, Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, 174-176, Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234, 241-244).
Περιπλέον, δεν εντοπίσαμε κάτι που να καλεί σε ανατροπή της Πρωτόδικης Απόφασης σε σχέση προς τους (υπόλοιπους) εν γένει χειρισμούς της ΕΕΥ και τη διαπίστωση του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι τούτη δεν υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας της ώστε να χωρεί δικαστική δευτεροβάθμια παρέμβαση, έχοντας βεβαίως κατά νουν και τη διαχρονικά σταθερή στάση της νομολογίας πως το Δικαστήριο δεν ασκεί κατά κανόνα πρωτογενή έλεγχο και δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του εντύπωση (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 119/16, ημ. 14.9.23, Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, 687-697, Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454, 465-469).
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας έξοδα ύψους €2.500,00.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/μκε
[1] Η επιστολή αυτή επισυνάφθηκε ως Παράρτημα 10 στην πρωτόδικη Γραπτή Αγόρευση των Εφεσίβλητων, με το εξής (παραδεχτό από τα μέρη ως πραγματική μαρτυρία) περιεχόμενο:
«[.]
Γενικό Διευθυντή,
Θέμα: Εκχώρηση εξουσιών που απορρέουν από νόμο.
Με βάση το άρθρο 3(3) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών εκ τινός Νόμου του 1962 (Νόμος 23 του 1962), σας εξουσιοδοτώ να ασκείτε εκ μέρους μου την εξουσία που έχω, ως αρμόδια αρχή, από τους περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους, αναφορικά με την πλήρωση κενών θέσεων και την πειθαρχική δίωξη, εκπαιδευτικών λειτουργών και δημοσίων υπαλλήλων αντίστοιχα.
2. Η εκχώρηση άσκησης της πιο πάνω εξουσίας δε με αποκλείει από την άσκηση αυτής σε οποιοδήποτε χρόνο αυτοπροσώπως.
Πεύκιος Γεωργιάδης
Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού».
[2] Το Παράρτημα 11 διαβάζει στο κύριο μέρος του ως ακολούθως:
«[.]
Διευθυντές/Προϊσταμένους
Τμημάτων και Υπηρεσιών
του Υπουργείου Παιδείας
και Πολιτισμού
Θέμα: Εκχώρηση από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού της εξουσίας αναφορικά με την πλήρωση θέσεων και πειθαρχική δίωξη.
Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και επισυνάπτω έγγραφο ημερ. 9.12.2003, με το οποίο ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού με εξουσιοδοτεί να ασκώ εκ μέρους του τις πιο πάνω αρμοδιότητες, για ενημέρωση και ανάλογες ενέργειες.
Δρ. Πέτρος Μ. Καρεκλάς
Γενικός Διευθυντής».
[3] «2. [.]: «αρμoδία αρχή» σημαίvει τov Υπoυργόv εvεργoύvτα συvήθως διά τoυ Γεvικoύ Διευθυvτoύ τoυ Υπoυργείoυ αυτoύ» [.]».
[4] Όπως στην Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1767/09, ημ. 22.7.11 και Αγαθοκλέους και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1603/09, ημ. 28.9.12.
[5] «35Α. [.] (2) Οι Συμβoυλευτικές Επιτρoπές θα καταρτίζovται από τηv αρμόδια αρχή στo χρόvo πoυ θα υπoβάλλεται η πρόταση στηv Επιτρoπή για πλήρωση της κεvής θέσης και θα απαρτίζovται από τoυς πιo κάτω: [.]
(η) για τηv πλήρωση oπoιασδήπoτε άλλης θέσης η σύvθεση της Συμβoυλευτικής Επιτρoπής απoφασίζεται από τηv αρμόδια αρχή, vooυμέvoυ ότι τα μέλη της θα έχoυv θέση ψηλότερη από εκείvη η oπoία θα πληρωθεί».