ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 76/2016
(Υπ. αρ.433/2014)
25 Σεπτεμβρίου, 2023
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. MENAKA MADHUMATHI SENADHIPATHI S. ΜUDIYANSELAGE,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ
Εφεσείοντες
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητων
------------------------
E. Ερωτοκρίτου (κα), για Κ. Π. Ερωτοκρίτου & Σία για Εφεσείοντες
Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους
--------------------
Τ.,ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Η παρούσα Έφεση έχει ως αντικείμενο απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ.12.8.2016 επί Προσφυγής που καταχώρισαν οι Εφεσείοντες, επιδιώκοντας την ακύρωση πράξης ή απόφασης των Εφεσίβλητων, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Εφεσείουσας 1 για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας της στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Το ιστορικό - πριν την επίδικη πράξη - είναι μακροσκελές και παρατίθεται με λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση. ΄Ο,τι κυρίως ενδιαφέρει είναι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων 2 (ως εργοδότης της Εφεσείουσας 1) στερείται προσωπικού και άμεσου έννομου συμφέροντος για προσβολή της επίδικης απόφασης, αφού αυτή αφορά άμεσα μόνο την Εφεσείουσα 1. Και αυτό με επίκληση σχετικής νομολογίας.
Σε σχέση με τους προβληθέντες λόγους ακυρώσεως έκρινε πως ουδείς δύναται να επιτύχει. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η διοικητική πράξη λήφθηκε εντός των ευλόγων πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Δημοκρατίας να ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα, προς το δημόσιο συμφέρον.
Όπως παρατηρήθηκε, η Εφεσείουσα 1 δεν είχε κάποιο κεκτημένο δικαίωμα για παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, ούτε βεβαίως για άδεια εργασίας. Αφού το Δικαστήριο ασχολήθηκε, καταρρίπτοντας επιμέρους θέσεις για την απέλαση του συζύγου της «ως εξωγενές στοιχείο», για πλάνη περί αυτού ή εκδικητικά κίνητρα, ως και ισχυρισμό για παραβίαση της οικογενειακής ζωής, απέρριψε την Προσφυγή.
Οι Εφεσείοντες επανέρχονται διατυπώνοντας 4 λόγους Έφεσης: ότι λανθασμένα κρίθηκε πως ο Εφεσείων 2 στερείται προσωπικού και άμεσου έννομου συμφέροντος για πρόσβολη της επίδικης απόφασης (πρώτος λόγος), ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως η επίδικη πράξη λήφθηκε εντός των ευλόγων πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας των Εφεσίβλητων είναι λανθασμένο (δεύτερος λόγος), ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας, ως και ότι δεν λήφθηκε εκδικητικά ή υπό πλάνη (τρίτος λόγος) και τέλος, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την απέλαση του συζύγου της Εφεσείουσας 1, ως εξωγενές στοιχείο που αφορούσε άλλη προσφυγή με αρ. 6375/13 (τέταρτος λόγος).
Σε σχέση με τον 1ο λόγο Έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε πως ο Εφεσείων 2 επηρεάζεται άμεσα από την προσβαλλόμενη απόφαση της διοίκησης, εφόσον πρόκειται για άτομο ηλικίας πέραν των 75 χρονών και συνεπώς δικαιούται να εργοδοτήσει οικιακή βοηθό πέραν των 4 ετών. Συνακόλουθα, έχει έννομο συμφέρον να αιτείται την ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας της Εφεσείουσας 1.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσιβλήτων, η οποία υποστηρίζει ότι ο Εφεσείων 2, ως εργοδότης της Εφεσείουσας 1, στερείται προσωπικού και άμεσου έννομου συμφέροντος για προσβολή της επίδικης απόφασης, η οποία αφορά άμεσα μόνο την Εφεσείουσα 1.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση των Εφεσειόντων. Το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά ως απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση Προσφυγής, την ύπαρξη άμεσου, ίδιου, δηλ. προσωπικού και ενεστώτος έννομου συμφέροντος. Άμεσο είναι το συμφέρον όταν η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη θίγει ευθέως τον αιτητή και συνδέεται άμεσα με το πρόσωπο του. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος για την διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτικής αγωγής «actio popularis» (βλ. Α. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 81).
Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνουμε πως τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον είχε μόνο η Εφεσείουσα 1, αφού αυτή είναι που είχε υποβάλει την αίτηση για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας της στη Δημοκρατία και εναντίον αυτής είχαν εκδοθεί, συνεπεία της μη ανανέωσης της άδειας της, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Συνεπώς άμεσο επηρεασμό από την προσβαλλόμενη απόφαση υπέστη άμεσα και προσωπικά η Εφεσείουσα 1 και όχι ο Εφεσείων 2, του οποίου το έννομο συμφέρον ενδεχομένως να επηρεάστηκε έμμεσα, κατ' επίκληση της προχωρημένης ηλικίας και των προβλημάτων υγείας του. Ωστόσο, τονίζεται πως ουδέποτε του αποστερήθηκε το δικαίωμα να εργοδοτήσει οποιοδήποτε άτομο για να τον φροντίζει.
Συνεπώς, καταλήγουμε ότι ο Εφεσείων 2, απέτυχε να στοιχειοθετήσει επαρκώς την εκ μέρους του ύπαρξη άμεσου έννομου συμφέροντος (βλ. Papantoniou v. EAC (1986) 3 CLR 105) και κατ' επέκταση ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτός στερείται προσωπικού και άμεσου έννομου συμφέροντος για προσβολή της επίδικης απόφασης.
Σχετική ως προς το ζήτημα της εκ μέρους του εργοδότη ύπαρξης άμεσου έννομου συμφέροντος, σε περιπτώσεις έκδοσης διοικητικής απόφασης που απευθύνεται σε αλλοδαπό εργαζόμενο, είναι η υπόθεση Ν. Κουπεπίδης ν. Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 518, στην οποία αποφασίστηκε ότι ο Αιτητής στερείτο έννομου συμφέροντος, διότι μόνο οι αλλοδαπές θα είχαν τέτοιο έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση της διοίκησης, τονίζοντας ότι ενώπιον του Λειτουργού Μετανάστευσης, δεν υπήρχε οποιοδήποτε αίτημα από αλλοδαπές καλλιτέχνιδες για είσοδο στη Δημοκρατία και παροχή σ' αυτές άδειας εργασίας στο κέντρο του Αιτητή. Στην εν λόγω υπόθεση έγινε αναφορά στην υπόθεση Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, όπου κρίθηκε ότι η αιτήτρια εταιρεία ως εργοδότης, δεν είχε άμεσο έννομο συμφέρον να προσβάλει την άρνηση της Διοίκησης να χορηγήσει άδεια εισόδου σε αλλοδαπό, με τον οποίο είχε συνάψει σύμβαση εργοδότησης. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:
«A question untouched by the parties but one I cannot overlook in the exercise of my powers under Article 146 of the Constitution, concerns the legitimacy of the interest of the applicants to prosecute the present recourse. Neither the Aliens and Immigration Law nor the Regulations made thereunder confer upon citizens of the Republic a right to employ aliens. The only right conferred by law is to aliens wishing to enter the country, a right to apply for entry coupled with a corresponding obligation on the part of the authorities to consider their application. Of course nothing prohibits the making of an application as in this case on behalf of an alien for entry. The fact that the application is made by a third person on behalf of the alien does not transfer any right in the representative, whoever he may be, whether a stranger or a prospective employer. Under Article 146.2 a direct personal interest is necessary in order to legitimize a party applying for the review of administrative action. The interest of the applicants in this case is indirect; it emanates from alleged violation of the right or interest of a third person, namely, Mr. Dacosta. Only he had a sufficient interest to seek the review of the decision of the Immigration Authorities denying him entry to the country.»
Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας - στα πλαίσια του 2ου λόγου Έφεσης - περί εσφαλμένου ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε εντός της διακριτικής ευχέρειας των Εφεσίβλητων, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως είναι νομολογημένο, η ευρεία διακριτική εξουσία του Κράτους περιορίζεται μόνο από την υποχρέωση να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. (βλ. Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307 και Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR, 1203.)
Στην παρούσα περίπτωση, η Εφεσείουσα 1 είχε ήδη συμπληρώσει 8 χρόνια παραμονής της στη Δημοκρατία και είχε ήδη ξεπεράσει την καθορισμένη περίοδο των 4 ετών διαμονής των αλλοδαπών στην Κύπρο, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την Εφεσείουσα 1. Επομένως η Εφεσείουσα 1 δεν είχε αυτόνομο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία και συνακόλουθα, ορθά αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο πως: «Η επίδικη απόφαση λήφθηκε εντός των ευλόγων πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση και ειδικότερα της Δημοκρατίας, να ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα, προς το δημόσιο συμφέρον. Η αιτήτρια δεν είχε κάποιο κεκτημένο δικαίωμα για παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και άδειας εργασίας. Είχε παραμείνει και εργάστηκε με ανανεώσεις της άδειας της, πέραν του επιτρεπόμενου χρονικού περιορισμού που έθεσε η διοίκηση.»
Με αυτά τα δεδομένα, καταλήγουμε πως η Εφεσείουσα 1 απέτυχε να τεκμηριώσει ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν αυθαίρετα και κακόπιστα.
Συνεπώς, ο 2ος λόγος Έφεσης επίσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Προχωρούμε στην εξέταση του 3ου και 4ου λόγου, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Αποτελεί κύριο επιχείρημα της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι οι Εφεσίβλητοι δεν προέβηκαν σε καμιά ουσιαστική έρευνα και έλαβαν υπόψη τους μόνο το γεγονός της απέλασης του συζύγου της Εφεσείουσας 1 - το οποίο, όπως εισηγούνται, αποτελεί εξωγενές στοιχείο - παραγνωρίζοντας την ηλικία του Εφεσείοντα 2, που είναι χήρος, με σοβαρά προβλήματα υγείας, ως και ότι η Εφεσείουσα 1 είναι νοσοκόμα.
Ούτε και αυτή η εισήγηση μας βρίσκει σύμφωνους. Οι Εφεσίβλητοι, μετά από δέουσα έρευνα διαπίστωσαν ότι η άδεια της Εφεσείουσας 1 είχε λήξει στις 30.4.2013, αφού είχε ήδη συμπληρώσει 8 χρόνια διαμονής στη Δημοκρατία, δηλαδή το διπλάσιο χρονικό διάστημα από αυτό που δικαιούτο. Επιπρόσθετα, οι Εφεσίβλητοι εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 28.1.2014 αιτιολογώντας την επαρκώς, στη βάση της διατήρησης της οικογενειακής ενότητας της Εφεσείουσας 1, του συζύγου της και της ανήλικης θυγατέρας τους, αφού ο σύζυγος της είχε ήδη απελαθεί από τη Δημοκρατία. Καταλήγουμε πως το γεγονός αυτό, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν αποτελούσε εξωγενές στοιχείο. Αντίθετα, αποτελεί, με βάση το Άρθρο 18ΛΣΤ(4) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (ΚΕΦ. 105), στοιχείο - μεταξύ άλλων - άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Διευθυντή, «ο χαρακτήρας και η σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του Αιτητή».
Περαιτέρω, όπως έχει νομολογηθεί, το καθεστώς παραμονής των οικιακών βοηθών - όπως και η παρούσα περίπτωση - περιέχει εύλογα, το χαρακτήρα της προσωρινότητας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας Cresencia Cabotaje Motilla ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29 είναι σχετικό:
«Η Κυπριακή Δημοκρατία, στα πλαίσια της Οδηγίας, έχει προβεί σε τέτοιες ρυθμίσεις, αφορώσες πολλές κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών, μέσα από την απόφαση της προς τούτο ορισθείσας Υπουργικής Επιτροπής την οποία και ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο και η οποία εκφράζει την έννοια του «επίσημου περιορισμού». Η περίπτωση των οικιακών βοηθών είναι μία από τις κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις αυτές. Η απόφαση όπως περιορίζεται χρονικά η άδεια παραμονής τους είναι αποκαλυπτική της αντίληψης της Δημοκρατίας ότι η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδεια τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που να δικαιολογεί την εξαίρεση τους από το γενικό κανόνα. Σε αυτή τη βάση η αιτήτρια, από την άφιξη της στην Κύπρο και καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής της, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωση της στην Κύπρο. Με κάθε ανανέωση μάλιστα της άδειας της, της ετονίζετο τούτο μέσα από την ένδειξη ότι η άδεια δεν θα ανανεώνετο περαιτέρω, δηλαδή πέραν του χρονικού ορίου που καθόριζε η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για το οποίο της εδίδετο η παράταση. Σαφώς συνιστούσε τούτο επίσημο περιορισμό της άδειας παραμονής της. Και μάλιστα περιορισμό που η αιτήτρια, αποδεχόμενη να έλθει και να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο μόνο ως εκ της άδειας παραμονής της για συγκεκριμένη εργασία, και η ίδια απεδέχθη εφόσον αυτός συνιστούσε αναπόσπαστο όρο της άδειας της. Δεν μπορεί τώρα, ανακρούουσα πρύμναν, να αρνείται την ίδια τη βάση της προσωρινότητας και του για περιορισμένο σκοπό της παραμονής της, ως εκ της οποίας και μόνο κατέστη δυνατή η νόμιμη παρουσία και εργασία της στην Κύπρο, και να ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η και χρονικά περιορισθείσα παραμονή της εκείνη της δημιούργησε συνθήκες εδραίωσης στην Κύπρο και ότι η απόρριψη της αίτησης της συνιστούσε άδικη μεταχείριση της. Η προοπτική τέτοιας εδραίωσης είχε εξ αρχής αναιρεθεί μέσα από τη φύση και το σκοπό της άδειας που της είχε δοθεί και τη διαχρονικά σαφέστατη προς την αιτήτρια θέση της Δημοκρατίας ότι αυτή δεν μπορούσε να αναμένει να παραμείνει στην Κύπρο πέραν του χρονικού ορίου και του σκοπού που η Δημοκρατία, ασκώντας τη μεταναστευτική πολιτική της, καθόρισε για την περίπτωση της. Να τονίσουμε ότι η πολιτική εκείνη συναρτάται προς τη στάθμιση όλων των παραγόντων που διέπουν τη μετανάστευση υπηκόων τρίτων χωρών, περιλαμβανομένης της έκτασης της δυνατότητας της Δημοκρατίας, ως εκ του μικρού μεγέθους της γεωγραφικής επικράτειας και του πληθυσμού της, να δεχθεί και να αφομοιώσει υπηκόους τρίτων χωρών, που συνιστά νόμιμη διάσταση στα πλαίσια της Οδηγίας.»
Συνακόλουθα, ο 3ος και 4ος λόγος απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η Έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος των Εφεσειόντων ύψους €2.500.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.