ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/17)
17 Οκτωβρίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
C.T.K. DEVELOPERS - CONSTRUCTIONS LTD,
Εφεσείοντες, ν.
1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Εφεσίβλητων.
_______________________
Γ. Πιττάτζης, για Γ. Φ. Πιττάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_______________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από την Καλλιγέρου, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία επικυρώθηκε από το Δικαστήριο η απόφαση «Βεβαίωσης Φόρου», ημερομηνίας 12/9/2012, με την οποία είχε επιβληθεί στους εφεσείοντες φόρος προστιθέμενης αξίας (στο εξής «φ.π.α.») για το ποσό των €58.695,65, για την ανέγερση και παράδοση έξι διαμερισμάτων που συνιστούσαν την αντιπαροχή επί μεριδίου ακινήτου που αγόρασαν.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, οι εφεσείοντες είναι Κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με την αγορά και ανάπτυξη ακινήτων. Οι εφεσίβλητοι επέβαλαν φορολογία, φ.π.α. στους εφεσείοντες και οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της φορολογίας με την προσφυγή 1909/2012, ενώ προηγουμένως, και πριν την καταχώριση της ρηθείσας προσφυγής τους στο Δικαστήριο, είχαν υποβάλει ένσταση στην φορολογία.
Εκκρεμούσης της προσφυγής τους στο Ανώτατο Δικαστήριο, οι εφεσίβλητοι απέρριψαν την ένσταση των εφεσειόντων, απόφαση που κοινοποιήθηκε σε αυτούς με σχετική επιστολή ημερομηνίας 23/5/2013, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε.
Οι εφεσίβλητοι προέβαλαν προδικαστική ένσταση στην προσφυγή περί του απαράδεκτου αυτής, υποστηρίζοντας ότι στις περιπτώσεις που έχει καταχωρηθεί ένσταση, δεν χωρεί προσφυγή πριν την απόφαση επί της ενστάσεως, η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις είναι και η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη. Η προδικαστική ένσταση έγινε δεκτή από το Δικαστήριο και η προσφυγή απορρίφθηκε.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες πρόβαλαν δύο λόγους εφέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αποσύρθηκε ρητώς στο περίγραμμα εφεσειόντων και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η προδικαστική ένσταση ήτο βάσιμη και μοιραία για την προσφυγή, επειδή οι εφεσείοντες είχαν πριν την καταχώρισή της υποβάλει ένσταση επί της επιβληθείσας φορολογίας και ότι εστερούντο πλέον του δικαιώματος να προσβάλουν με προσφυγή την επίδικη διοικητική πράξη. Όπως είχαν και πρωτόδικα υποστηρίξει οι δικηγόροι των εφεσειόντων, επανέφεραν ενώπιον μας τους ισχυρισμούς τους σε σχέση με το κατάλοιπο ζημίας από την έκδοση της διοικητικής απόφασης, το οποίο επιτρέπει βάσει της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να συνεχίσει η εκδίκαση της προσφυγής, ανεξάρτητα εάν η απόφαση η οποία έχει προσβληθεί με ένσταση και/ή ιεραρχική προσφυγή έχασε στη συνέχεια την εκτελεστότητά της, λόγω της έκδοσης απόφασης επί της ενστάσεως. Ειδικότερα, κάλεσαν το Δικαστήριο να υιοθετήσει τα πορίσματα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατίας ν. Γ. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452, υποστηρίζοντας ότι όπως και σε εκείνη την περίπτωση ίσχυσε, όπου παρά τη συγχώνευση της αρχικής απόφασης στην δεύτερη (την απόφαση δηλαδή επί της ενστάσεως), το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την προσφυγή, με το σκεπτικό ότι στο διάστημα που διέρρευσε μέχρι την συγχώνευση της αρχικής απόφασης στην τελική (και μόνη εκτελεστή), είχε δημιουργηθεί ζημία εναντίον του εκεί προσφεύγοντος, έτσι και στην παρούσα υπόθεση είναι τεράστια η ζημία που έχουν υποστεί, νοουμένου ότι η φορολογία επικυρώθηκε με την απόφαση του Εφόρου για την απόρριψη της ενστάσεως, και ως εκ τούτου χρειάζεται τώρα να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό.
Έχουμε μελετήσει τα περιγράμματα τα οποία υιοθετήθηκαν από τους διαδίκους και καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζουν οι δικηγόροι των εφεσειόντων, το ζήτημα στην Ματθαίου (ανωτέρω), αφορούσε κατάλοιπο ζημίας που προκλήθηκε από μετάθεση εκπαιδευτικού εκτός έδρας, η οποία ίσχυσε αμέσως καθ' όλο το χρόνο μέχρι και την απόρριψη της ενστάσεώς του και χωρίς αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης για μετάθεση λόγω της υποβολής της ένστασης.
Εννοείτο τότε από το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως καταγράφηκε στην απόφαση Ματθαίου (ανωτέρω), ότι παρά το γεγονός ότι η αρχική εκτελεστή διοικητική απόφαση χάνει την εκτελεστότητα της και συγχωνεύεται στην μόνη εκτελεστή απόφαση επί της ενστάσεως, η προσφυγή που καταχωρήθηκε κατά της νομιμότητας της πρώτης απόφασης δεν χάνει το αντικείμενό της στην περίπτωση εκείνη, (και μόνον τότε), που υπάρχει κατάλοιπο ζημίας του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση. Η ζημία αφορά ζημία η οποία προξενήθηκε από την εκτέλεση στο μεταξύ της διοικητικής απόφασης που είχε προσβληθεί. Τονίστηκε ότι η διεκδίκηση αποζημιώσεων για την προκληθείσα ζημία μπορούσε να γίνει μόνο βάσει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Στην παρούσα υπόθεση, που αφορά επιβολή φορολογίας, οι εφεσείοντες απέτυχαν να υποστηρίξουν και να αποδείξουν στο Δικαστήριο ποιο συγκεκριμένο κατάλοιπο ζημίας επήλθε στο διάστημα που διέρρευσε μέχρι και την απόρριψη επί της ενστάσεως. Νοείται ότι η επικύρωση της φορολογίας με την απόφαση επί της ενστάσεως, επέφερε επιβεβαίωση της υποχρέωσης καταβολής του επιβληθέντος φόρου, χωρίς να υπάρχει άλλο κατάλοιπο ζημίας που να έχει στο μεταξύ δημιουργηθεί, αφού με την υποβολή της ένστασης εμπροθέσμως, η καταβολή του επιβληθέντος φόρου, δηλαδή η υποχρέωση συμμόρφωσης με τη διοικητική απόφαση, αναστάληκε.
Η αναστολή της εκτέλεσης προκύπτει ως γεγονός εκ δύο τινών από τον διοικητικό φάκελο. Κατά πρώτον οι εφεσείοντες επέλεξαν να υποβάλουν ένσταση στον Έφορο βάσει του άρθρου 51Α του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν.95(Ι)/2000), η υποβολή της οποίας αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης (σε αντίθεση με την τυχόν επιλογή υποβολής ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό Οικονομικών βάσει των άρθρων 52 και 53 του ιδίου Νόμου). Κατά δεύτερον δε, στην απόφαση επί της ενστάσεως, ημερομηνίας 23/5/2013 (βλ. παράρτημα 4γ της ένστασης) κλήθηκαν οι εφεσείοντες, με δεδομένη την απόρριψη αυτής, να καταβάλουν τον οφειλόμενο φόρο, πλέον τις επιβαρύνσεις και τους τόκους, ο οποίος και δεν είχε μέχρι τότε καταβληθεί.
Καταλήγουμε πως δεν συντρέχουν οι περιστάσεις που συνέτρεχαν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ματθαίου (ανωτέρω), της οποίας έγινε επίκληση από τους εφεσείοντες. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.