ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 17/17)
5 Οκτωβρίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ)
ΑΝΝΑ ΚΥΡΑΤΖΙΗ-ΚΤΩΡΙΔΟΥ
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητων.
____________________
Β. Χατζηχάννας, για την Εφεσείουσα.
Μ. Κοτσώνη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
Σ. Βασιλειάδης και Ι. Σιαμούτης, ασκούμενος δικηγόρος, για Ανδρέας Ι. Καρύδης & Σία ΔΕΠΕ και Κ. Λοϊζου & Σία ΔΕΠΕ, για το ΕΜ.
---------------
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ) στην παρούσα έφεση και άλλα πρόσωπα που αναφέρονται ως ΕΜ πρωτοδίκως, είχαν προαχθεί στη μόνιμη θέση γραμματειακού λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού από 1.4.2013. Τα άλλα πρόσωπα δεν εμφανίστηκαν στη διαδικασία της έφεσης.
Η εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης αυτής με προσφυγή, επικαλούμενη διάφορους λόγους, και ειδικότερα ότι υπερείχε σε πείρα ως εκ της υπεροχής της σε αρχαιότητα και ότι είχε καθόλα εξαίρετες υπηρεσιακές εκθέσεις και ότι ουδόλως υστερούσε σε προσόντα. Συνεπώς η σύσταση του διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού που περιελάμβανε το ΕΜ βρισκόταν σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων και κατά τον ίδιο τρόπο η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) τελούσε υπό πλάνη.
Το ΕΜ υποστήριξε ότι υπερέχει σε αρχαιότητα από την εφεσείουσα λόγω ημερομηνίας γέννησης και πέραν τούτου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς για πλάνη. Σε ότι αφορά στην αξία, όπως φαίνεται στον Κατάλογο Αξιολόγησης Υποψηφίων για Προαγωγή και τα προσόντα παρατηρείται ισοδυναμία και με δεδομένο ότι το ΕΜ είχε υπέρ του τη σύσταση του διευθυντή το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς ενήργησε η ΕΔΥ λαμβάνοντας υπόψη την ηλικιακή αρχαιότητα του ΕΜ.
Κρίσιμο ήταν στην πρωτόδικη απόφαση και παραμένει στην έφεση το ζήτημα της αρχαιότητας.
Τόσο η εφεσείουσα, όσο και το ΕΜ, διορίστηκαν στη μόνιμη θέση γραφέα 2ης τάξης στις 8.11.1985. Κατείχαν την ίδια θέση στις 16.2.1996, με τους ίδιους μισθοδοτικούς όρους (Κλ. Α2-Α5).
Στις 16.2.1996 έγινε αναδιοργάνωση της θέσης έτσι ώστε να μετονομαστεί σε θέση γραφέα (Κλ. Α2-Α5-Α7).
Την ίδια επίσης ημέρα η εφεσείουσα τοποθετήθηκε στην Κλ. Α7. Το ΕΜ τοποθετήθηκε στην Κλ. Α7 τρία χρόνια αργότερα (1.2.1999).
Αυτά είναι εν ολίγοις τα γεγονότα επί των οποίων η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπερτερεί σε αρχαιότητα με βάση την προγενέστερη τοποθέτηση της σε υψηλότερη μισθολογική κλίμακα. Το ΕΜ αντιτείνει ότι υπερτερεί σε αρχαιότητα με κριτήριο την ηλικιακή αρχαιότητα.
Σύμφωνα με το άρθρο 49(5) του του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/1990 (ο Νόμος), σε περίπτωση αναδιοργάνωσης, η αρχαιότητα υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση κρίνεται σύμφωνα με την αμέσως πριν από την τέτοια αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 49(2) σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού η αρχαιότητα κρίνεται με βάση την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων. Σε περίπτωση που η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων (άρθρο 49(7)).
Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι από τα δύο γεγονότα της ίδιας ημέρας (16.2.1996) είχε προηγηθεί η αναδιοργάνωση. Ορθά εφόσον δεν θα μπορούσε να γίνει τοποθέτηση της εφεσείουσας στην Κλ. Α7 πριν την αναδιοργάνωση, όπως ήταν η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου της, όταν η θέση ήταν στην Κλ.Α2-Α5. Άρα ο κρίσιμος χρόνος ήταν ο χρόνος αμέσως πριν από την αναδιοργάνωση. Επειδή κατά τον χρόνο εκείνο το δεδομένο που υπήρχε αναφορικά με την αρχαιότητα είναι το γεγονός πως τα μέρη είχαν διοριστεί την ίδια ημερομηνία στην ίδια θέση, το δικαστήριο έκρινε ότι ορθά η ΕΔΥ εφάρμοσε τις πρόνοιες του εδαφίου 7 του άρθρου 49, περί ηλικιακής αρχαιότητας. Συναφώς απέρριψε και τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας για πλάνη, έλλειψη αιτιολογίας κ.α., οι οποίοι κατέληγαν στο ζήτημα και πάλι της αρχαιότητας.
Ζήτημα το οποίο επαναφέρθηκε με την έφεση, τιθέμενο με διάφορους λόγους έφεσης, οι οποίοι όμως απολήγουν στην ίδια πάντοτε ουσία. Προβάλλει η εφεσείουσα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι παραβλέφθηκε η υπεροχή της σε αξία και αρχαιότητα επειδή δεν έγινε δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν αναιτιολόγητη και χωρίς να τηρηθούν άρτια πρακτικά. Στην πραγματικότητα και αυτοί οι λόγοι έφεσης επαναφέρουν εν πολλοίς το ίδιο ζήτημα, ήτοι το ζήτημα της αρχαιότητας. Ως προς το ζήτημα της αξίας σημειώνουμε από τώρα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε από τα ενώπιον του στοιχεία ότι υπήρχε ισοδυναμία σε όλα τα άλλα στοιχεία. Η περί αντιθέτου εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου της εφεσείουσας, ότι δηλαδή η εφεσείουσα υπερέχει σε αξία και μάλιστα ότι αυτό το παραδέχεται η ίδια η εφεσίβλητη στην αγόρευση της, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στα γεγονότα. Η δε σχετική αναφορά στην αγόρευση όπως εξηγήθηκε οφείλεται σε λανθασμένη αναφορά.
Έχοντας ακούσει τα μέρη θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, όχι μόνο λόγω της έκδηλης ορθότητας της εφεσιβληθείσας απόφασης, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι η πρωτόδικη προσέγγιση έχει στο μεταξύ επιβεβαιωθεί ως ορθή από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Άννας Κυρατζιή Κτωρίδου, ΑΕ Αρ. 31/16, ημερ. 8.5.2023, ECLI:CY:AD:2023:C154. Η υπόθεση εκείνη εκ συμπτώσεως αφορούσε το ίδιο άτομο και υπάρχει ταύτιση γεγονότων. Η μόνη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι είχε προσβληθεί η προαγωγή άλλων συναδέλφων της εφεσείουσας. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε αποφασίσει τα εξής με βάση τα ίδια ακριβώς γεγονότα:
«Δεδομένου ότι κατά το χρόνο της μετονομασίας της θέσης Γραφέα 2ης Τάξης (Κλίμακες Α2 - Α5) σε θέση Γραφέα (Κλίμακες Α2 - Α5 - Α7) με βάση το Ν. 8(ΙΙ)/96, τόσο τα ΕΜ 2 και 4 όσο και η Εφεσίβλητη κατείχαν την ίδια θέση, δηλαδή τη θέση Γραφέα 2ης Τάξης από την ίδια ημερομηνία, ήτοι από 8/11/1985, τότε συμπεραίνεται ότι έχουν την ίδια υπηρεσιακή αρχαιότητα.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει, οι διάδικοι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχαν την ίδια θέση, δηλαδή τη θέση του Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού (Κλίμακες Α2 - Α5 - Α7). Είχε προηγηθεί στις 16/2/1996 αναδιοργάνωση. Με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (5) του Άρθρου 49 η αρχαιότητα θα κριθεί σύμφωνα με την αμέσως πριν από την αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων, η οποία, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η 8/11/1985, ημερομηνία κατά την οποία διορίστηκαν όλοι οι διάδικοι στη θέση Γραφέα 2ης Τάξης.
Σύμφωνα δε με το Άρθρο 49(2) του Ν. 1/90 σε «περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων» η οποία, με βάση τις ερμηνευτικές διατάξεις του εδαφίου (7) του Άρθρου 49, στην περίπτωση που η αρχαιότητα στον πρώτο διορισμό είναι η ίδια, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων.
Δεδομένου λοιπόν ότι οι διάδικοι κατείχαν την ίδια θέση, δηλαδή τη θέση του Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού η οποία αντικατέστησε τη θέση του Γραφέα 2ης Τάξης, στην οποία όλοι είχαν διοριστεί την 8/11/1985, η αρχαιότητα τους καθοριζόταν, δυνάμει των προνοιών των εδαφίων (2) και (7) του Άρθρου 49, με βάση την ημερομηνία γέννησης τους.
Η μετονομασία και ακολούθως η αντικατάσταση της θέσης του Γραφέα 2ης Τάξης, σε «Γραφέα» και στη συνέχεια σε «Βοηθό Γραμματειακό Λειτουργό», δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα στην παρούσα περίπτωση, εφόσον και πάλι το καθεστώς αρχαιότητας αμέσως πριν από την εκάστοτε αναδιοργάνωση, παρέμενε αμετάβλητο, με αναφορά στον αρχικό διορισμό της 8/11/1985 και, συνακόλουθα, στην ηλικιακή αρχαιότητα.
Το γεγονός ότι η ένταξη της Εφεσίβλητης συμπίπτει με την ημερομηνία της αναδιοργάνωσης, ήτοι στις 16/2/1996, ουδόλως διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού η αρχαιότητα με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (5) του Άρθρου 49 «κρίνεται σύμφωνα με την αμέσως πριν από την τέτοια αναθεώρηση ή αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων» κατά την οποία η Εφεσίβλητη δεν είχε ακόμη ενταχθεί στην Κλίμακα 7.
Είναι, λοιπόν, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 49 του Ν. 1/90, που η ΕΔΥ ετοίμασε το σχετικό κατάλογο αρχαιότητας και με δεδομένο ότι τόσο τα ΕΜ 2 και 4, όσο και η Εφεσίβλητη είχαν διοριστεί την ίδια ημερομηνία, ήτοι 8/11/1985, ορθά λήφθηκε υπόψη η ημερομηνία γέννησης τους. Συνακόλουθα, ορθώς κρίθηκε στη σύσταση του Διευθυντή και στην Απόφαση της ΕΔΥ ότι τα ΕΜ 2 και 4 υπερείχαν σε ηλικιακή αρχαιότητα.»
Το ΕΜ γεννήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της εφεσείουσας. Είχε συνεπώς αρχαιότητα έναντι της εφεσείουσας λόγω ηλικίας που αποτελεί αναγνωρισμένο διαφοροποιητικό στοιχείο, εάν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα, όπως εν προκειμένω.
Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να παρέμβουμε ούτε στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας για έλλειψη άρτιων πρακτικών, μη δέουσα έρευνα και έλλειψη αιτιολογίας. Το δικαστήριο παρέπεμψε στο σχετικό παράρτημα στην ένσταση που καταδεικνύει ότι τηρήθηκε άρτιο πρακτικό το οποίο καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο ώστε να στοιχειοθετείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα και με τρόπο ώστε να είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Μια καταληκτική παρατήρηση. Είναι ανεπιθύμητο να επαναφέρονται τα ίδια νομικά σημεία που έχουν πρόσφατα αποφασιστεί κατά τρόπο που να έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο. Τούτο είναι νοητό όταν πρόκειται να ζητηθεί απόκλιση από το δεδικασμένο. Αγγίζει δε τα όρια της κατάχρησης όταν τα ίδια νομικά σημεία επαναφέρονται από τον ίδιο διάδικο εκπροσωπούμενο από τον ίδιο δικηγόρο, ο οποίος δεν τοποθετήθηκε επί της εν λόγω απόφασης της Ολομέλειας και πολύ περισσότερο δεν μας ζήτησε να αποστούμε. Αλλά και σε ό,τι αφορά την ευπαίδευτη δικηγόρο της Δημοκρατίας, το αναμενόμενο θα ήταν να παρουσιάσει την απόφαση της Ολομέλειας εξαρχής δηλώνοντας ρητά και με σαφήνεια ότι το νομικό σημείο που εγείρει η υπό εκδίκαση υπόθεση έχει επιλυθεί, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στο δικαστήριο να ακούσει επί τούτου το δικηγόρο της άλλης πλευράς. Αντί τούτου η διαδικασία προχώρησε σε ακρόαση ως εάν να μην υπήρχε η απόφαση της Ολομέλειας στην οποία παραπεμφθήκαμε στο τέλος της ακρόασης και εν μέσω συζήτησης διαφόρων άλλων επιχειρημάτων, χωρίς να μας υποδειχθεί αμέσως η καίρια σημασία της.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
Μ. Καλλιγέρου, Δ.
/φκ