ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 123/16)
9 Οκτωβρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΛΗ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων,
_________________
Α. Κ. Αιμιλιανίδης, για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Κωνσταντίνου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
_________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (στο εξής πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές του εφεσείοντα, 653/2012 και 690/2012, κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Δ.Υ.), με την οποία διορίστηκαν, αναδρομικά, στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β, τα ενδιαφερόμενα μέρη, Λύτρας και Χατζηελισσαίου, αντί του εφεσείοντα. Η προσβαλλομένη απόφαση της Ε.Δ.Υ, ημερομηνίας 4.01.2012, λήφθηκε στα πλαίσια της τέταρτης επανεξέτασης του θέματος.
Κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε συντομία στο ιστορικό του μακρού δικαστικού αγώνα, που προηγήθηκε της προσβαλλομένης απόφασης, καθότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θέμα που καλούμαστε να αποφασίσουμε.
Οι επίδικες θέσεις, Κτηματολογικού Λειτουργού Β, δημοσιεύτηκαν το 1992. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης προέβλεπε, μεταξύ άλλων ότι, «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελούσε πλεονέκτημα», χωρίς να διευκρινίζεται η ελάχιστη χρονική διάρκεια αυτής. Η ελάχιστη χρονική διάρκεια καθορίσθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, το 1992, σε «έξι μήνες».
Η Ε.Δ.Υ, με απόφαση της, ημερομηνίας 11.03.1993, διόρισε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β, δεκαπέντε πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα και έκτοτε άρχισε ο δικαστικός αγώνας μεταξύ των υποψηφίων.
Κατά την τρίτη επανεξέταση του θέματος, η Ε.Δ.Υ με απόφαση της, ημερομηνίας 2.05.2007, αποφάσισε το διορισμό του εφεσείοντα και τριών άλλων προσώπων στην επίδικη θέση. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκαν οι πρόσφυγες, 920/2007, 928/2007, 1008/2007 και 1198/2007, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν. Οι τρεις εκ των τεσσάρων προσφυγών και συγκεκριμένα οι προσφυγές, 920/2007, 928/2007, 1008/2007, στρέφονταν εναντίον του διορισμού του εφεσείοντα και κάποιων άλλων προσώπων. Η προσφυγή 1198/2007 στρεφόταν εναντίον του διορισμού τρίτων προσώπων, δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτήν ο εφεσείοντας. Η προσφυγή 920/2007 απορρίφθηκε, ενώ οι υπόλοιπες τρεις στέφθηκαν με επιτυχία και η προσβαλλομένη απόφαση ακυρώθηκε σε σχέση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Προς συμπλήρωση της εικόνας που περιβάλλουν τα γεγονότα της υπόθεσης, σημειώνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή με έκθεση της, ημερομηνίας 3.07.2006, αποφάσισε όπως καθορίσει ως χρονική διάρκεια απόκτησής του πλεονεκτήματος που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, τα «δύο έτη», ανατρέποντας την προηγούμενη απόφαση που είχε λάβει το 1992, με την οποία, ως προαναφέραμε, είχε καθορίσει την ελάχιστη διάρκεια απόκτησης του συγκεκριμένου πλεονεκτήματος, σε έξι μήνες. Η Ε.Δ.Υ υιοθέτησε το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής με το πρακτικό της, ημερομηνίας 15.02.2007.
Η Ε.Δ.Υ όταν τη 2.05.2007 αποφάσισε το διορισμό του εφεσείοντα στην επίδικη θέση, αν και έκρινε ότι αυτός δεν κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας που προέβλεπε το Σχέδιο Υπηρεσίας, καθότι η εργοδότηση του ήταν χρονικής διάρκειας μικρότερης των δύο ετών, θεώρησε ότι υπερείχε των υπολοίπων υποψηφίων.
Στα πλαίσια της προσφυγής 1198/2007, ένας από τους λόγους ακύρωσης που ηγέρθηκε και αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ήταν κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. είχε εφαρμόσει ορθά τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με την πείρα του ενδιαφερομένου μέρους, Αθηνοδώρου. Το Δικαστήριο απόρριψε τον πιο πάνω λόγο και έκρινε ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε ο συγκεκριμένος υποψήφιος σχετίζονταν με τα καθήκοντα της θέσης και ότι:
« . Ούτε και ο καθορισμός της χρονικής περιόδου πρόσκτησης αυτής της πείρας παρουσιάζεται να είναι αυθαίρετος όπως υποστηρίζει η αιτήτρια η δε αιτιολογία που δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην Έκθεση της ημερομηνίας 3.07.2006 για τον καθορισμό εκείνο, και πειστική ήταν και επαρκής».
Ο συγκεκριμένος λόγος δεν έγινε δεκτός, το Δικαστήριο όμως προχώρησε και ακύρωσε τους διορισμούς λόγω των παρατυπιών που διαπίστωσε σε σχέση με τις προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων.
Ασκήθηκε έφεση εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την αιτήτρια, η Α.Ε. 210/2010, παρά το γεγονός ότι η προσφυγή της είχε πετύχει. Η έφεση αφορούσε αποκλειστικά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την πείρα του ενδιαφερομένου μέρους, Αθηνοδώρου. Το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλέπετε Θεοδοσίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 64). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, αυτούσιο:
«Η επέκταση του χρόνου στα 2 έτη και λογική ήταν και αιτιολογημένη. Διεύρυνε την εξέταση και την έρευνα σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και αυτή ήταν μια συνετή επιλογή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που εξ αντικειμένου λειτούργησε προς όφελος όλων των υποψηφίων. Συνεπώς, κακώς παραπονείται στο ζήτημα η εφεσείουσα.»
Η πλήρωση της θέσης επανεξετάστηκε για τέταρτη φορά από την Ε.Δ.Υ και με απόφαση της, ημερομηνίας 4.01.2012, διόρισε αναδρομικά στη επίδικη θέση τους Χατζηελισσαίου και Λύτρα, αντί τον εφεσείοντα. Ο εφεσείοντας άσκησε τις προσφυγές 653/2012 και 690/2012, οι οποίες συνεκδικάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ήγειρε πολλούς λόγους ακυρότητας οι οποίοι επικεντρώθηκαν κυρίως στο πλεονέκτημα που προνοείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και στη παράλειψη της Ε.Δ.Υ να καλέσει τους υποψήφιους σε προφορικές εξετάσεις. Σε σχέση με το πλεονέκτημα εισηγήθηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παράνομα και αυθαίρετα μετέβαλε προηγούμενη απόφαση της και καθόρισε την αναγκαία πείρα που απαιτείτο σε «δύο έτη» αντί σε «έξι μήνες». Η πιο πάνω ενέργεια συνιστά παράβαση της αρχής του «ουσιώδους χρόνου», διότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα πραγματικά γεγονότα ως αυτά ίσχυαν κατά την κρίσιμη ημερομηνία του πρώτου διορισμού, ιδιαίτερα ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος.
Με την υπό κρίση έφεση πλήττεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε στα πλαίσια των δύο πιο πάνω προσφυγών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ήταν δεσμευμένο από την απόφαση του Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση, Θεοδοσίου (ανωτέρω) και δεν θα μπορούσε να είχε διαφορετική κατάληξη σε σχέση με το θέμα του πλεονεκτήματος. Κανένας από τους λοιπούς λόγους ακυρότητας εξετάσθηκε.
Ο εφεσείοντας εγείρει ως πρώτο λόγο έφεσης ότι :
«1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας την προσφυγή και θεωρώντας ότι δεσμεύεται από το εύρημα του Δικαστηρίου στην Α.Ε. 210/2010 και ότι τα όσα ανέφερε το Δικαστήριο στην Α.Ε. 210/2010 δεν ήταν obiter και δεν διαφοροποιούνταν από τα γεγονότα της παρούσας και ότι κατά συνέπεια ο εκ των υστέρων προσδιορισμός της χρονικής περιόδου που απαιτείται για την ικανοποίηση του πλεονεκτήματος ήταν νόμιμος και ότι δεν αποδόθηκε στον Αιτητή το πλεονέκτημα, ήταν νόμιμο.
Με τους υπόλοιπους τρεις λόγους έφεσης αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση. Εισηγείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις αρχές του διοικητικού δικαίου στα γεγονότα της υπόθεσης και ότι παρέλειψε να εξετάσει τους λόγους ακυρότητας που επικαλέσθηκε στις προσφυγές του.
Η βασική τοποθέτηση του εφεσείοντα, με βάση τον πρώτο λόγο έφεσης, εδράζεται στην εισήγηση ότι τα όσα αποφασίστηκαν από το δικαστήριο πρωτοδίκως, στα πλαίσια της προσφυγής 1198/2007, σε σχέση με το πλεονέκτημα, ήταν «obiter dicta», καθότι η προσφυγή είχε ήδη επιτύχει με βάση τον πρώτο λόγο ακύρωσης. Το πλεονέκτημα αφορούσε τον τέταρτο λόγο ακύρωσης. Ακόμη και σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η κρίση του δικαστηρίου, δεν ήταν obiter dicta, αλλά αποτελούσε μέρος του λόγου της απόφασης (ratio), αυτή εξακολουθεί να μην είναι δεσμευτική για τον εφεσείοντα, με βάση την εισήγηση, για τους πιο κάτω λόγους:
Ο εφεσείοντας ήταν ένας εκ των υποψηφίων που είχε επιλεγεί για διορισμό στην επίδικη θέση και κατ΄ επέκταση δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει το πόρισμα της διοίκησης. Ως ανέφερε χαρακτηριστικά, «δεν είχε νομικό περιθώριο» να εγείρει στα πλαίσια των προσφυγών που ασκήθηκαν εναντίον του διορισμού του, ισχυρισμούς που θα αντιστρατεύονταν τα ευρήματα της διοικήσεως.
Πέραν τούτου, ο εφεσείοντας δεν ήταν διάδικος στην προσφυγή 1198/2007, ούτε στην έφεση Θεοδοσίου (ανωτέρω) που ακολούθησε και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου. Επικαλούμενος την απόφαση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ 625, εισηγήθηκε, ότι η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει εκτός από τη τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση διαδίκων, ιδιότητας των διαδίκων και των επιδίκων θεμάτων.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσίβλητης και ο ευπαίδευτος συνήγορος των ενδιαφερομένων μερών υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση που αφορούσε το δεδικασμένο. Ο κ. Κωνσταντίνου, που εκπροσωπεί τα ενδιαφερόμενα μέρη, εισηγήθηκε, ότι υπάρχει δεδικασμένο μεταξύ του εφεσείοντα και του ενδιαφερόμενου μέρους, Χατζηελισσαίου, καθότι ο εφεσείοντας ήταν διάδικος στην προσφυγή αρ. 928/2007 που ήγειρε ο Χατζηελισσαίου. Το πόρισμα στην προσφυγή 1198/2007 δεν αποτελεί, σύμφωνα πάντα με την εισήγησή του, δεδικασμένο έναντι του εφεσείοντα, που δεν ήταν διάδικος σε εκείνη τη διαδικασία, αποτελεί όμως δεδικασμένο για τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την Ε.Δ.Υ. που ήταν υποχρεωμένες να συμμορφωθούν και να εφαρμόσουν τη δικαστική ακυρωτική απόφαση. Το πόρισμα του Δικαστηρίου ήταν δεσμευτικό για τη διοίκηση, η οποία δεν ήταν «πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη».
Το πρώτο θέμα που καλούμαστε να εξετάσουμε, είναι κατά πόσο η απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την πείρα, στην προσφυγή 1198/2007, ήταν «obiter dicta», ως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα.
Στα πλαίσια της προσφυγής 1198/2007, ηγέρθηκαν επτά (7) λόγοι ακύρωσης της πράξης. Το γεγονός ότι οι δύο πρώτοι λόγοι ακύρωσης έγιναν δεκτοί από το Δικαστήριο, δεν καθιστά την απόφαση του Δικαστηρίου, σε σχέση με τους υπόλοιπους λόγους, «obiter dicta». Το Δικαστήριο εξέτασε όλους τους λόγους ακύρωσης, προφανώς για να γνωρίζει το διοικητικό όργανο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ε.Δ.Υ., κατά πόσο η διαδικασία που ακολούθησε σε όλα τα στάδια ήταν ορθή ή κατά πόσο υπήρξαν παράνομες ή παράτυπες ενέργειες τις οποίες δεν θα έπρεπε να επαναλάβει σε περίπτωση επανεξέτασης του θέματος. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θ. Δ. Τσάτσου στο σύγγραμμά του, «Η Αίτησις Ακυρώσεως», 3η έκδοση, σελ. 384:
«. Επιβάλλεται πάντοτε η διαπίστωσις και απαγγελία της πολλαπλότητος των λόγων της ακυρότητος, ίνα μη επανέλθη η διοίκησης δι΄ενεργείας, ης η ακυρότης ήτο δυνατόν να προδηλωθή.»
Η κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα της πείρας, αφορούσε λειτουργικά ευρήματα και όχι παρεμφερή, ως ήταν η θέση του εφεσείοντα. Επισημαίνουμε ότι το συγκεκριμένο θέμα ήταν ένας από τους λόγους ακύρωσης της διοικητικής πράξης. Όπως τονίστηκε από τον Δικαστή Πική, στην υπόθεση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 7:
«. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση, υπέχει όμως υποχρέωση και σ΄ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.»
Καταλήγουμε ότι η κρίση του Δικαστηρίου για το συγκεκριμένο θέμα, αφορούσε λειτουργικά και όχι παρεμφερή ευρήματα. Η εισήγηση ότι η απόφαση για την υπό κρίση θέση ήταν «obiter dicta», δεν γίνεται δεκτή.
Το επόμενο θέμα που καλούμαστε να αποφασίσουμε είναι κατά πόσο η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για δημιουργία δεδικασμένου είναι ορθή. Η εφαρμογή του δεδικασμένου άπτεται ευθέως της νομιμότητας της δημόσιας λειτουργίας και αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1590). Σε αντίθετη περίπτωση, ως ανέφερε χαρακτηριστικά ο δικαστής Νικήτας στην υπόθεση Ιγνατίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (776/94), ημερομηνίας 7.03.96), «. θα ήταν αναπόφευκτη η διαιώνιση των διαφορών και θα χανόταν η ασφάλεια του δικαίου».
Το δεδικασμένο τυγχάνει εφαρμογής και στο πεδίο του διοικητικού όπως και στο πεδίο του αστικού δικαίου. Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος (βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).
Οι αποφάσεις που εκδίδονται στα πλαίσια προσφυγών, διακρίνονται σε απορριπτικές, όπου δεν γίνεται δεκτή η αίτηση ακύρωσης της διοικητικής πράξης και σε ακυρωτικές, όπου γίνεται δεκτή η αίτηση ακύρωσης της διοικητικής πράξης.
Οι ακυρωτικές αποφάσεις υποδιαιρούνται σε δύο κατηγορίες, σε εκείνες που η αίτηση ακύρωσης έγινε δεκτή «εν όλω», για λόγο συνεπαγόμενο την ολική ακυρότητα της προσβληθείσας πράξεως και σε εκείνες που η αίτηση έγινε δεκτή «εν μέρει», για λόγο μη συνεπαγόμενο την ολική ακυρότητα της προσβληθείσας πράξεως. (Βλέπετε σχετικά σύγγραμμα Θ. Δ. Τσάτσου, «Η Αίτησις Ακυρώσεως», (ανωτέρω), σελίδες 380 και 381).
Η ακυρωτική απόφαση δημιουργεί απόλυτο δεδικασμένο και ισχύει έναντι πάντων (erga omnes), έστω και αν δεν συμμετείχαν στη διαδικασία.
Η απορριπτική απόφαση δεν δημιουργεί απόλυτο αλλά σχετικά ουσιαστικό δεδικασμένο, μόνο έναντι του αιτούντος (inter partes). Η νομιμότητα της διοικητικής πράξης που επικυρώθηκε από το Δικαστήριο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης σε άλλη διοικητική δίκη. Οι διάδικοι που συμμετείχαν στη διαδικασία, δεν δικαιούνται να αμφισβητήσουν τα θέματα που έχουν ήδη κριθεί από το Δικαστήριο, δεν εμποδίζεται όμως άλλος διοικούμενος να ασκήσει αίτηση ακύρωσης κατά της ίδιας πράξης, επικαλούμενος νέους λόγους ακύρωσης.
Ο καθηγητής Τσάτσος στο σύγγραμμά του «Αίτησις Ακυρώσεως», (ανωτέρω), σελ. 396, παράγραφος 209, αναφέρει ότι:
«Το εκ των απορριπτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικόν ουσιαστικόν δεδικασμένον αφορά εις τα υπό τούτου κριθέντα διοικητικά ζητήματα.»
Επίσης στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», 4η Έκδοση, 1974, σελ. 249, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Το εκ των αποφάσεων του Συμβουλίου Επικρατείας απορρέον δεδικασμένον. - Δια να καθορίσωμεν τα αποτελέσματα της αποφάσεως, ήτις θα εκδοθή επί της αιτήσεως ακυρώσεως, δέον να διακρίνωμεν μεταξύ της περιπτώσεως καθ' ην το Συμβούλιον της Επικρατείας θα απορρίψη την αίτησιν και της περιπτώσεως καθ' ην θα δεχθή αυτήν.
α) Εάν το Συμβούλιον της Επικρατείας απορρίψη την αίτησιν, δεν κωλύεται έτερος διοικούμενος να ασκήση αίτησιν ακυρώσεως κατά της αυτής πράξεως, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρώσεως.
β) Εάν όμως το Συμβούλιον ακυρώση την πράξιν, η ακύρωσις ισχύει όχι μόνον έναντι του ασκήσαντος την αίτησιν, αλλ' έναντι οιουδήποτε, η δε πράξις παύει να υπάρχη εις τον νομικόν κόσμον.
Δια τούτο λέγομεν ότι η μεν ακύρωσις της πράξεως δημιουργεί δεδικασμένον απόλυτον, έναντι πάντων (erga omnes), έστω και μη μετασχόντων εις την δίκην, η δε απόρριψις της αιτήσεως δημιουργεί δεδικασμένον σχετικόν, έναντι μόνον του αιτούντος (inter partes).»
Σχετικές επί του θέματος είναι οι αποφάσεις Γενακρίτου ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1992) 3 Α.Α.Δ. 497, Κλέαρχος Μιλτιάδους ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318.
Το Άρθρο 59 του Νόμου 158(Ι)/99, περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, κωδικοποίησε τη Νομολογία σε σχέση με το δεδικασμένο ως ακολούθως:
«(59).(1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.
(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχθηκε το διατακτικό της απόφασης.»»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των ενδιαφερομένων προσώπων εισηγήθηκε ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο τόσο με την απόφαση στην προσφυγή 1198/2007, όσο και με την απόφαση στην προσφυγή 928/2007.
Αρχίζοντας από την απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια της προσφυγής 928/2007, παρατηρούμε ότι δεν εξετάσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η δημιουργία δεδικασμένου λόγω της έκδοσης απόφασης στην πιο πάνω προσφυγή. Η κρίση του Δικαστηρίου περί δεδικασμένου, αφορούσε μόνο την προσφυγή 1198/2007. Το γεγονός αυτό δεν μας εμποδίζει να εξετάσουμε κατά πόσο έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο με την απόφαση στην προσφυγή 928/2007, καθότι η εφαρμογή του δεδικασμένου αποτελεί, ως αναλύουμε ανωτέρω, ζήτημα δημόσιας τάξης που μπορεί να εξετασθεί από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα. Το υπό συζήτηση, αναπτύχθηκε επαρκώς στα ενώπιον μας περιγράμματα.
Διεξήλθαμε του κειμένου της απόφασης και διαπιστώνουμε ότι στην προσφυγή 928/2007, δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο η αλλαγή του καθορισμού της ελάχιστης χρονικής διάρκειας της πείρας για σκοπούς απόκτησης του πλεονεκτήματος. Εκείνο που εξετάστηκε ήταν κατά πόσο η απόφαση της Ε.Δ.Υ., με την οποία κρίθηκε η υπεροχή του εφεσείοντα, που δεν είχε το πλεονέκτημα, έναντι του αιτητή που το κατείχε, ήταν αιτιολογημένη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία που δόθηκε για τον υπερακοντισμό του πλεονεκτήματος του αιτητή έπασχε και ως εκ τούτου ακύρωσε την απόφαση της διοίκησης, με την οποία διορίσθηκε ο εφεσείοντας στην επίδικη θέση. Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει ταυτοσημία του θέματος που ηγέρθηκε στην προσφυγή 928/2007 με τα θέματα που ηγέρθηκαν στις υπό κρίση προσφυγές.
Στρεφόμενοι στην απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή 1198/2007, διαπιστώνουμε ότι αυτή ήταν ακυρωτική, «εν μέρει». Υπενθυμίζουμε ότι η απόφαση στην έκταση που αφορούσε το πλεονέκτημα της πείρας, που αποτελεί και το επίδικο θέμα στην παρούσα διαδικασία, ήταν επικυρωτική. Ως αναφέρουμε και ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επικύρωσε τη συγκεκριμένη πτυχή της απόφασης της Ε.Δ.Υ. και έκρινε ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθούσε. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατ΄ έφεση, στην υπόθεση Θεοδοσίου (ανωτέρω). Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η κρίση του διοικητικού οργάνου επί του συγκεκριμένου θέματος ήταν εύλογη και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντιμετώπισε το όλο ζήτημα.
Εφόσον με τη δικαστική απόφαση, στην έκταση που αφορούσε την πείρα, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν ακυρώθηκε, αλλά επικυρώθηκε, δεν δημιουργείται απόλυτο δεδικασμένο αλλά σχετικά ουσιαστικό δεδικασμένο. Διοικούμενος ο οποίος δεν ήταν διάδικος στη διαδικασία, δικαιούται να εγείρει το θέμα που έχει ήδη κριθεί, επικαλούμενος νέους λόγους ακύρωσης.
Ως έχουμε ήδη επισημάνει, ο εφεσείοντας δεν ήταν διάδικος στην προσφυγή 1198/2007, ο διορισμός του δεν προσβλήθηκε με τη συγκεκριμένη διαδικασία, ενώ οι λόγοι που ήγειρε στις προσφυγές 653/2012 και 690/2012, σε σχέση με το πλεονέκτημα της πείρας, δεν έχουν εξετασθεί από άλλο Δικαστήριο.
Υπενθυμίζουμε ότι τόσο στην πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή 1198/2007 όσο και στην κατ΄ έφεση απόφαση Θεοδοσίου (ανωτέρω), τα λειτουργικά ευρήματα του δικαστηρίου αφορούσαν την αιτιολογία της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 3.07.2006, με την οποία αύξησε την ελάχιστη χρονική διάρκεια της πείρας, για σκοπούς πλεονεκτήματος, από έξι μήνες σε δύο έτη. Συγκεκριμένα, κατά πόσο η πιο πάνω απόφαση ήταν, υπό τις περιστάσεις, λογική και επαρκώς αιτιολογημένη.
Στις προσφυγές 653/2012 και 690/2012, ο λόγος ακύρωσης που προβάλλεται σε σχέση με το πλεονέκτημα της πείρας είναι εντελώς διαφορετικός. Ο εφεσείοντας επικαλέσθηκε την αρχή της αναδρομής της ακύρωσης, που είναι γνωστή και ως αρχή του «ουσιώδους χρόνου» (βλέπετε σχετικά Κεραμοποιεία Παλαικύθρου Γίγας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 421 και Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608) και το καθήκον του διοικητικού οργάνου να επανεξετάσει το θέμα της πλήρωσης της θέσης με βάση το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο προκήρυξης της θέσης και όχι αυτό που ίσχυε κατά την επανεξέταση. Κατ΄ επέκταση, κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει ή όχι την απαιτούμενη πείρα για σκοπούς πλεονεκτήματος, θα πρέπει να κριθεί με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας που ίσχυε το 1992 και όχι το τροποποιημένο.
Επιπρόσθετα επισημαίνουμε ότι το Εφετείο στη Θεοδοσίου (ανωτέρω), έκρινε ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν λογική και αιτιολογημένη αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι η αλλαγή του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν προς όφελος όλων των διαδίκων, καθότι η πείρα τους ήταν τουλάχιστο δύο έτη. Στη συγκεκριμένη υπόθεση εντοπίζεται αρνητικός επηρεασμός του εφεσείοντα από την εν λόγω αλλαγή, καθότι αυτός δεν διέθετε πείρα δύο τουλάχιστον ετών.
Καταλήγουμε, ότι ο εφεσείοντας δεν εμποδίζεται να αμφισβητήσει την υπό κρίση απόφαση του διοικητικού οργάνου. Ο πρώτος λόγος έφεσης, στην έκταση που αφορά το δεδικασμένο, γίνεται δεκτός.
Έχοντας κατά νου ότι τα όσα καλύπτουν τους υπόλοιπους λόγους έφεσης και τους λοιπούς λόγους ακύρωσης δεν έτυχαν εξέτασης πρωτοδίκως και ότι οι λόγοι ακύρωσης για τους οποίους δεν υπήρξε τελική κρίση από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούν να εξετασθούν κατ΄ έφεση, στη βάση των λεχθέντων στη Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/2012, ημερομηνίας 6.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο δικαστήριο για εκδίκαση από την ίδια Δικαστή.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Τα έξοδα της έφεσης καθορίζονται στο ποσό των €2.000 προς όφελος του εφεσείοντα.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
/ΓΓ