ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 93/16)

 

 

11 Σεπτεμβρίου, 2023

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

_________________

 

Σ. Αγγελίδης, για Ανδρέα Σ. Αγγελίδη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

_________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας προσέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο την νομιμότητα της απόφασης του εφεσίβλητου, η οποία του γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 31.07.2012, με την οποία, αφενός δεν κρίθηκε κατάλληλος για την ανέλιξη στη βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Μηχανικών, Μηχανολογίας και Κατασκευαστικής του Πανεπιστημίου Κύπρου (στο εξής θα καλείται «το Τμήμα») και αφετέρου τερματίστηκε η εργοδότησή του στη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή με ισχύ από 10.06.2013. 

 

     Το Διοικητικό Δικαστήριο, για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του, απέρριψε την πιο πάνω προσφυγή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

     Με την υπό κρίση έφεση, με αριθμό λόγων, αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

     Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση σε συντομία έχουν ως ακολούθως: O εφεσείοντας, την 01.09.2005, διορίστηκε στη θέση του επίκουρου καθηγητή στο πιο πάνω τμήμα. Μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας ενεργοποιήθηκε η διαδικασία, με βάση τους Περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμοί του 1996 έως 2001 (στο εξής θα καλούνται «ο Κανονισμός»)[1] για την αξιολόγηση του και τη λήψη απόφασης κατά πόσο θα συνεχιζόταν ή όχι η απασχόλησή του, καθώς και για την ανέλιξη του στην βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή. Το Συμβούλιο του Τμήματος, σε συνεδρία, ημερομηνίας 17.11.2009, αποφάσισε τη σύνθεση ειδικής επιτροπής για την αξιολόγηση του εφεσείοντα, την οποία και εισηγήθηκε στο Συμβούλιο της Πολυτεχνικής Σχολής. Ακολούθως, το τελευταίο σε συνεδρία του, ημερομηνίας 18.11.2009, ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση και υπέβαλε σχετικό σημείωμα προς τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου, η οποία, σε συνεδρία της ημερομηνίας 02.12.2009, ενέκρινε την εισήγηση αναφορικά με τη σύνθεση της ειδικής επιτροπής. Η τελική διαμόρφωση της τελευταίας έγινε στις 13.10.2010 με τον διορισμό προσώπου στη θέση του παραιτηθέντος προέδρου της και αφού προηγουμένως δύο εκ των τριών εξωτερικών μελών της επιτροπής, ως και τα αναπληρωματικά μέλη, δεν είχαν αποδεχθεί τη συμμετοχή τους σε αυτήν, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η αντικατάστασή τους.

 

     Η Ειδική Επιτροπή, στις 14.06.2011, συνέταξε την έκθεσή της με την οποία ομόφωνα αποφάσισε να μην συστήσει τον εφεσείοντα για προαγωγή στη βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή, αλλά συνέστησε τη συνέχιση του συμβολαίου του. Στη συνέχεια, το Πανεπιστήμιο, με επιστολή του, ημερομηνίας 15.06.2011, γνωστοποίησε στον εφεσείοντα την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης και του ζήτησε όπως υποβάλει γραπτώς, μέχρι την 20.06.2011, τυχόν παρατηρήσεις που θα επιθυμούσε να προωθηθούν προς το Εκλεκτορικό Σώμα.  Ο εφεσείοντας υπέβαλε τις παρατηρήσεις του, με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 30.06.2011. Το Εκλεκτορικό Σώμα του Τμήματος σε συνεδρία του, ημερομηνίας 31.08.2011, ομόφωνα αποφάσισε όπως προτείνει στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου τη μη προαγωγή του εφεσείοντα στη θέση του αναπληρωτή καθηγητή. Σε δεύτερη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερομηνίας 16.09.2011, αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία, να προτείνει στη Σύγκλητο τη μη ανανέωση του συμβολαίου του εφεσείοντα στη θέση του επίκουρου καθηγητή. Η Σύγκλητος σε συνεδρία της, ημερομηνίας 05.10.2011, αποφάσισε, με δεκαεννέα ψήφους υπέρ και δύο αποχές, να επικυρώσει την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για τη μη ανέλιξη του εφεσείοντα στη θέση του αναπληρωτή καθηγητή, καθώς και τον τερματισμό της απασχόλησής του.

 

     Ακολούθως, το Συμβούλιο της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών, σε συνεδρία του, ημερομηνίας 10.11.2011, επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για την μη ανέλιξη του εφεσείοντα στη θέση του αναπληρωτή καθηγητή και επιπρόσθετα, αποφάσισε όπως παραπέμψει στο Συμβούλιο την απόφαση της Συγκλήτου για τερματισμό της απασχόλησής του. Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου σε συνεδρία του, ημερομηνίας 11.06.2012, αποφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσείοντα. Ο τελευταίος πληροφορήθηκε για την πιο πάνω απόφαση, με επιστολή του Πανεπιστημίου ημερομηνίας 31.07.2012.

 

    Καταρχάς, κρίνουμε ορθολογικό να εξετάσουμε πρώτα το νομικό υπόβαθρο που είχε εφαρμογή στην υπό εξέταση περίπτωση και δη το λόγο έφεσης ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έχει εφαρμογή ο Κανονισμός 9(8) και όχι ο Κανονισμός 9(2) (2ος λόγος έφεσης).

 

    Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, προς επίρρωση του πιο πάνω λόγου έφεσης, εισηγήθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην απόφαση  Παπαλεοντίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθεση αρ. 166/10, ημερομηνίας 28.09.2011, η οποία, παραμερίστηκε, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου και δη στις 24.10.2017[2]. Στο στάδιο τούτο, σημειώνεται ότι, πράγματι η πρωτόδικη απόφαση στην πιο πάνω υπόθεση παραμερίστηκε για το μοναδικό όμως λόγο ότι, η Ειδική Επιτροπή δεν έλαβε ειδική και αιτιολογημένη απόφαση σχετικά με το αίτημα για εξαίρεση συγκεκριμένου προσώπου που συμμετείχε στην Ειδική Επιτροπή. Έτσι, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους έφεσης. Στην υπό εξέταση περίπτωση, το Διοικητικό Δικαστήριο με αναφορά στην πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση εξήγησε τους λόγους για τους οποίους εφαρμόζεται ο Κανονισμός 9(8), κάτι όμως που δεν απασχόλησε την Ολομέλεια του Ανωτάτου  Δικαστηρίου στην πιο πάνω απόφαση. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η πρωτόδικη απόφαση δεν βασίστηκε σε αρχή δικαίου η οποία ανατράπηκε από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.

 

    Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, στην υπό εξέταση περίπτωση,  έχει εφαρμογή ο Κανονισμός 9(8)  και όχι ο Κανονισμός 9(2).

 

    Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα του Άρθρου 22(1) του Περί Πανεπιστημίου Νόμου του 1989, «Η εκλογή ή ανέλιξη μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού αποφασίζεται μετά από την έκθεση Ειδικής Επιτροπής που συγκροτείται σύμφωνα με τους Κανονισμούς. Η απόφαση λαμβάνεται με ψηφοφορία στην οποία παίρνουν μέρος τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του τμήματος και του συμβουλίου της οικείας σχολής των υψηλοτέρων βαθμίδων, στην περίπτωση όμως θέση καθηγητή ψηφίζουν οι ισοβάθμιοι».

 

 

    Ο Κανονισμός 9(2)[3] καθορίζει, μεταξύ άλλων, ότι με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας επίκουρου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενεργοποιείται η διαδικασία αξιολόγησης του, με την οποία αποφασίζεται η συνέχιση ή μη της απασχόλησης του ή η ανέλιξη του στην βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή. Σχετικός είναι και ο Κανονισμός 9(5)(α), ο οποίος καθορίζει ότι η διαδικασία αξιολόγησης ενεργοποιείται με τον ορισμό Ειδικής Επιτροπής και Ανεξάρτητων Κριτών.[4] Ο τελευταίος αυτός Κανονισμός αναφέρεται στη διαδικασία αξιολόγησης λέκτορα, επίκουρου καθηγητή, όπως στην υπό εξέταση περίπτωση και αναπληρωτή καθηγητή.

 

    Επιπρόσθετα, ο Κανονισμός 9(2) διαλαμβάνει ότι σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησης του επίκουρου καθηγητή και μη ανέλιξής του, ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος πριν τη συμπλήρωση του έβδομου χρόνου υπηρεσίας του να ζητήσει την ανέλιξη του διαφορετικά η διαδικασία αξιολόγησης ενεργοποιείται από το Πανεπιστήμιο. Σε περίπτωση δεύτερης αποτυχίας του για ανέλιξη στην βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή, η απασχόληση του τερματίζεται.

 

     Όπως έχει ήδη αναφερθεί, με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας επίκουρου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο και με τον ορισμό Ειδικής Επιτροπής και Ανεξάρτητων Κριτών, ενεργοποιείται η διαδικασία αξιολόγησης. Στη συνέχεια ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στον Κανονισμό. Όταν ετοιμαστεί η  έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα του Κανονισμού 9(8) «Το Εκλεκτορικό Σώμα εξετάζει την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και τις τυχόν παρατηρήσεις του υποψηφίου, λαμβάνει την απόφαση και υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση στη Σύγκλητο για επικύρωση. Σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22(1) του Νόμου, το Εκλεκτορικό Σώμα συνεδριάζει αρχικά με σύνθεση που κρίνει τον υποψήφιο για ανέλιξη. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, συνεδριάζει με σύνθεση που αποφασίζει για τη συνέχιση ή τον τερματισμό της απασχόλησης του υποψηφίου.». Ακολούθως, η Σύγκλητος εξετάζει την Έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος και διαβιβάζει την απόφασή της για επικύρωση στο Συμβούλιο[5] και η τελική απόφαση κοινοποιείται στο υποψήφιο από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου μαζί με την έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος.[6] 

 

    Στην υπό εξέταση περίπτωση, ορθά αποφασίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, οι πρόνοιες που τυγχάνουν εφαρμογής είναι αυτές του Κανονισμού 9(8), αφού όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην περίπτωση όπου με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων στη συγκεκριμένη θέση αποφασίζεται η μη ανέλιξη του υποψηφίου και η μη συνέχιση της απασχόλησης του, όπως είναι η περίπτωση του εφεσείοντα, τότε ο μηχανισμός που ενεργοποιείται είναι αυτός που ενεργοποιήθηκε στην υπό εξέταση περίπτωση και που δεν είναι άλλος από αυτόν που προβλέπεται από τον πιο πάνω Κανονισμό. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έχει εφαρμογή ο Κανονισμός 9(8), απορρίπτεται.

 

    Ακολούθως, θα εξεταστεί ο λόγος έφεσης  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και τελώντας υπό πλάνη, αποφάσισε πως δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του εφεσείοντα πριν τερματιστούν οι υπηρεσίες του (1ος λόγος έφεσης).

 

    Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως ουδέποτε δόθηκε το δικαίωμα στον τελευταίο να ακουστεί για τον τερματισμό της απασχόλησής του αφού, η Ειδική Επιτροπή με την έκθεσή της ημερομηνίας 14.06.2011, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν, ομόφωνα αποφάσισε να μην συστήσει τον εφεσείοντα στη θέση του αναπληρωτή καθηγητή, αλλά συνέστησε τη συνέχιση του συμβολαίου του. Ως αναφέρθηκε, ουδείς ενημέρωσε τον εφεσείοντα για το ενδεχόμενο απόλυσής του και δεν ακούστηκε επί τούτου από οποιονδήποτε. Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν συνυπολόγισε πως οι παρατηρήσεις του εφεσείοντα αφορούσαν μόνο το ζήτημα της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής και πεπλανημένα θεώρησε ότι υποβλήθηκαν παρατηρήσεις και κατά της απόφασης απόλυσης. 

 

    Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης κάθε προσώπου πριν ληφθεί ατομικό μέτρο σε βάρος του αναγνωρίζεται από το Άρθρο 41(1) και (2) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

    Στην Κύπρο υφίσταται γενική νομοθετική ρύθμιση της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα το Άρθρο 43(1) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν.158(Ι)/99) διαλαμβάνει ότι «Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από την λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.»

 

    Η προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου έχει ως διπλό σκοπό αφενός, να δώσει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να υποστηρίξει τα δικαιώματα ή συμφέροντα του και αφετέρου, να διασφαλίσει την καλύτερη ενημέρωση της διοίκησης και επομένως την αποτελεσματικότερη, ευλογότερη και δικαιότερη λειτουργία της (βλ. Σύγγραμμα Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο (7η Αναθεωρημένη Έκδοση), στις σελ. 278 και 279).

 

    Το περιεχόμενο δικαιώματος είναι η ακρόαση πριν τη λήψη του διοικητικού μέτρου ή της ενέργειας και έγκειται στην παροχή ευκαιρίας στον ενδιαφερόμενο να αναπτύξει, ανάλογα με την περίπτωση, γραπτώς ή προφορικώς τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του ενώπιον του οργάνου που ασκεί την αποφασιστική αρμοδιότητα.

 

    Το δικαίωμα ακρόασης δεν εξαντλείται μόνο στο δικαίωμα του διοικούμενου να λάβει γνώση των στοιχείων της υπόθεσης και να εκθέσει τις απόψεις του, αλλά επεκτείνεται και στην υποχρέωση της διοίκησης να λάβει υπόψη της, τις απόψεις αυτές (βλ. Μ. Στασινόπουλος, Το Δικαίωμα Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών, 1974, σελ. 50 και 51 και Χατζηδημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361).

 

    Στην υπό εξέταση περίπτωση, εφαρμογή είχαν οι πρόνοιες του Κανονισμού 9(8). Όπως έχει αναφερθεί, το Πανεπιστήμιο με επιστολή του ημερομηνίας 15.06.2011, γνωστοποίησε στον Εφεσείοντα την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης και επιπρόσθετα, του ζητούσε όπως υποβάλει γραπτώς τυχόν παρατηρήσεις που επιθυμούσε για να προωθηθούν προς το Εκλεκτορικό Σώμα. Με την πιο πάνω έκθεση, η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης ομόφωνα αποφάσισε να μην συστηθεί ο εφεσείοντας για προαγωγή στη βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή, ενώ συστήθηκε η συνέχιση του συμβολαίου του. Ο εφεσείοντας υπέβαλε τις παρατηρήσεις του και όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, λήφθηκαν υπόψη τόσο κατά τη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος ημερομηνίας 31.08.2011, αναφορικά με την ανέλιξη του εφεσείοντα, όσο και κατά την μεταγενέστερη συνεδρία ημερομηνίας 16.09.2011, αναφορικά με την ανανέωση της σύμβασης του τελευταίου. Όλα αυτά σε ακολουθία των προνοιών του Κανονισμού 9(8) που προβλέπει για αρχική συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος με σύνθεση που κρίνει τον υποψήφιο για ανέλιξη και σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, συνεδριάζει με σύνθεση που αποφασίζει για τη συνέχιση ή τον τερματισμό της απασχόλησης του υποψηφίου. 

 

    Όπως έχει αναφερθεί, η διαδικασία αξιολόγησης του εφεσείοντα ενεργοποιήθηκε με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας στη θέση του επίκουρου καθηγητή και με τον ορισμό Ειδικής Επιτροπής και Ανεξάρτητων Κριτών. Τρεις πιθανότητες υφίσταντο. Η ανέλιξη του στη βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή και σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, η συνέχιση ή ο τερματισμός της απασχόλησης του.

 

    Το γεγονός ότι η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης στην έκθεσή της αποφάσισε να μην συστήσει τον εφεσείοντα για προαγωγή στην πιο πάνω βαθμίδα, αλλά συνέστησε τη συνέχιση του συμβολαίου του, δεν ήταν δεσμευτική για το Εκλεκτορικό Σώμα. Το τελευταίο με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(8) εξετάζει την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και τις τυχόν παρατηρήσεις του υποψηφίου, λαμβάνει απόφαση και υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση στην Σύγκλητο για επικύρωση. Η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης συστήνει και το Εκλεκτορικό Σώμα είναι αυτό που αποφασίζει. Στην παρούσα περίπτωση παραχωρήθηκε στον εφεσείοντα η δυνατότητα να εκθέσει γραπτώς τις παρατηρήσεις του ώστε να τεθούν ενώπιον του οργάνου που ασκούσε αποφασιστική αρμοδιότητα. Στην περίπτωση που ο ίδιος ο εφεσείοντας εξέλαβε ως δεδομένη τη συνέχιση της απασχόλησης του ως επίκουρου καθηγητή ενόψει της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης, πρόκειται για σφάλμα του ιδίου και δεν θα πρέπει να μέμφεται για αυτό τη διοίκηση.   

    Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του εφεσείοντα δεν είχε με οποιονδήποτε τρόπο παραβιαστεί αφού ζητήθηκε από αυτόν να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, πράγμα που εν πάση περιπτώσει έπραξε. Συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

     Στη συνέχεια, θα εξεταστεί ο λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα, τελώντας υπό πλάνη, έκρινε ότι, νόμιμα το Εκλεκτορικό Σώμα τερμάτισε την υπηρεσία του εφεσείοντα ενώ η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης εισηγήθηκε παράταση της υπηρεσίας του. Κατά προέκταση, ως προβάλλεται, εσφαλμένα κρίθηκε ότι η εν μέρει υιοθέτηση της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής και η αντίστοιχη παράλληλα απόκλιση από αυτή από το Εκλεκτορικό Σώμα δεν έχρηζε ειδικής αιτιολογίας και δεν επέβαλλε να ακουστεί ο εφεσείοντας (3ος λόγος έφεσης). 

 

    Όπως έχει ήδη επισημανθεί, για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπό εξέταση περίπτωση εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 9(8) και υιοθετούμε τα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω, τα οποία δεν χρήζουν επανάληψης

 

    Απορριπτέος είναι και ο έτερος ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος δεν ήταν αιτιολογημένη. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, οι απόψεις του εφεσείοντα εξετάστηκαν από το Εκλεκτορικό Σώμα, το οποίο αιτιολόγησε πλήρως γιατί απέκλινε από την εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής. Συνοπτικά επισημαίνεται ότι στα πιο πάνω πρακτικά καταγράφεται ότι το ακαδημαϊκό έργο του εφεσείοντα κατά την περίοδο αξιολόγησης ήταν υπερβολικά αδύνατο. Δεν είχε καμία δημοσίευση σε διεθνές περιοδικό. Επιπρόσθετα, η όλη ακαδημαϊκή του δραστηριότητα ήταν αδύνατη και δεν ανταποκρινόταν στα επίπεδα που προβλέπονται από τον Περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο. Πρόσθετα, το Εκλεκτορικό Σώμα διαφώνησε με τις αναφορές του εφεσείοντα με τις οποίες αποποιείτο ευθύνης και έλαβαν υπόψη «. την μέχρι τώρα απόδοση του υποψηφίου και το μέγεθος του κενού που θα έπρεπε να καλυφθεί δεν αναμένουν ότι θα υπάρξει βελτίωση για να δικαιολογήσει προαγωγή σε μόνιμη βαθμίδα σε ένα χρόνο αν το συμβόλαιο ανανεωνόταν.».

    Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσής του προβάλλει ότι η απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερομηνίας 16.09.2011, είναι πρόωρη αφού, δεν προηγήθηκε έγκριση της μη προαγωγής του εφεσείοντα ως την εισηγήθηκε με την απόφαση του ημερομηνίας 31.08.2011. Ως αναφέρθηκε, θα έπρεπε πρώτα να είχε αποφασιστεί τελικά από το Συμβούλιο η μη προαγωγή του.

 

    Το πιο πάνω ζήτημα εγέρθηκε για πρώτη φορά στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα. Όπως έχει επισημανθεί από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, «.δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.». Ενόψει ότι το εγερθέν ζήτημα δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου για εξέταση, απορρίπτεται.

 

    Ακολούθως θα εξεταστεί ο λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η απόφαση/εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη προαγωγή ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας και μη νόμιμης αιτιολογίας (4ος λόγος έφεσης).

 

    Αποτελεί πάγια πάγια και διαχρονική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση και η μορφή έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης ( βλ. Σολωμού κ.α v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α (2006)3 Α.Α.Δ 345, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366).  Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας, έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά., (1996) 3 Α.Α.Δ. 503).

 

     Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε πως ούτε ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του Εκλεκτορικού Σώματος ευσταθεί. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα, το οποίο υιοθετούμε:

«Εν προκειμένω, όπως έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω, στον αιτητή παρασχέθηκε το δικαίωμα να ακουσθεί και οι παρατηρήσεις του ήταν ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος τόσο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 31.8.2011, αναφορικά με την ανέλιξη του αιτητή, όσο και κατά τη μεταγενέστερη συνεδρία ημερομηνίας 16.9.2011, αναφορικά με την εξέταση του ζητήματος της ανανέωσης ή μη της σύμβασης του αιτητή. Επιπρόσθετα, από την ανάγνωση του πρακτικού τόσο της συνεδρίας του Εκλεκτορικού Σώματος που αφορά στην ανέλιξη του αιτητή, όσο και της δεύτερης κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του, καταδεικνύεται με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία ότι το Εκλεκτορικό Σώμα διερεύνησε και έλαβε υπόψη το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα, περιλαμβανομένων και των παρατηρήσεων του αιτητή. Τα δε μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος αιτιολόγησαν και στις δυο περιπτώσεις την ψήφο τους.».

 

     Για τους λόγους που εξηγούνται, ο  πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

    Ο εφεσείοντας προβάλλει ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε αφενός ότι, οι εξουσίες της Συγκλήτου περιορίζονται στην επικύρωση ή όχι της απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος και από τη στιγμή που επικύρωσε την απόφαση του τελευταίου θα ήταν περιττή η παράθεση οποιασδήποτε αιτιολογίας και αφετέρου ότι, η απόφαση της Συγκλήτου ήταν προϊόν επαρκούς έρευνας και αιτιολογίας (5ος λόγος έφεσης).

 

     Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση έχει εφαρμογή ο Κανονισμός 9(8), ο οποίος διαλαμβάνει ότι ο Εκλεκτορικό Σώμα εξετάζει την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και τις τυχόν παρατηρήσεις του υποψηφίου, λαμβάνει απόφαση και υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση στην Σύγκλητο για επικύρωση.

 

     Τα όσα αναφέρονται σχετικά με τον πιο πάνω λόγο έφεσης από το πρωτόδικο δικαστήριο, μας βρίσκουν σύμφωνους και παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

«.Είναι κατά την άποψή μου σαφές ότι η απόφαση για εκλογή ή ανέλιξη του ακαδημαϊκού προσωπικού, μετά την έκθεση της ειδικής επιτροπής, εμπίπτει, σύμφωνα με το Νόμο 144/89 και τους Κανονισμούς, εντός των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Εκλεκτορικού Σώματος, ενώ οι εξουσίες της Συγκλήτου περιορίζονται στην επικύρωση ή όχι της απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος. Ενόψει των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι, από τη στιγμή που η Σύγκλητος αποφάσισε να επικυρώσει, και επικύρωσε, την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, η παράθεση οποιασδήποτε περαιτέρω αιτιολογίας θα ήταν περιττή.Παρά ταύτα, θα πρέπει να επισημάνω ότι η απόφαση της Συγκλήτου ημερομηνίας 5.10.2011, όπως προκύπτει από το πρακτικό της σχετικής συνεδρίας του σώματος (παράρτημα 15 στην ένσταση), και προϊόν δέουσας και επαρκούς έρευνας είναι και επαρκώς αιτιολογημένη είναι.»

 

     Έτσι, για τους λόγους που εξηγούνται ο πιο πάνω λόγος έφεσης, απορρίπτεται.

 

     Ο εφεσείοντας προβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι από τη στιγμή που το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου επικύρωσε κατά πλειοψηφία την απόφαση της Συγκλήτου δεν απαιτείτο να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία και τα όσα καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό από συγκεκριμένο μέλος του Συμβουλίου δεν επηρεάζει την απόφαση και ούτε επέβαλλε αιτιολογία.

 

    Και αυτός ο λόγος είναι απορριπτέος και υιοθετούμε τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια:

«Η τελική απόφαση των μελών του Συμβουλίου, συνεχίζει ο συνήγορος του αιτητή, θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα δικής τους έρευνας και αιτιολογίας και έχρηζε μάλιστα ειδικής αιτιολογίας, εφόσον επρόκειτο για δυσμενή για τον αιτητή απόφαση. Ωστόσο, καταλήγει η πλευρά του αιτητή, καμιά έρευνα δεν διεξήχθη από το Συμβούλιο, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία για την τελική απόφασή του.

Έχω την άποψη ότι ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθεί. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(9) της Κ.Δ.Π. 145/2001, η απόφαση της Συγκλήτου υποβάλλεται στο Συμβούλιο αποκλειστικά για σκοπούς επικύρωσης, δηλαδή έγκρισης, και το Συμβούλιο μπορεί να επικυρώσει ή να μην επικυρώσει την απόφαση που του έχει υποβληθεί. Κατά συνέπεια, όπως κρίθηκε και στην Παπαλεοντίου, ανωτέρω, δεν απαιτείται οποιαδήποτε αιτιολογία σε περίπτωση που η απόφαση της Συγκλήτου επικυρωθεί, σε αντίθεση με την περίπτωση όπου το Συμβούλιο δεν επικυρώνει την απόφαση, οπόταν και υποχρεούται να αιτιολογήσει την άρνησή του. Υπό το φως δε των πιο πάνω, οι αναφορές στα όσα λέχθηκαν, και καταγράφονται στο πρακτικό της συνεδρίας 11.6.2012 (παράρτημα 17 στην ένσταση), από το μέλος του Συμβουλίου κα Κυπριανίδου, δεν μπορούν να επηρεάσουν την κατάληξή μου αναφορικά με την τύχη του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης. Εξάλλου, στο ίδιο πρακτικό του Συμβουλίου ρητά αναφέρεται πως «Ο Πρύτανης διευκρίνισε ότι η απόφαση για τερματισμό της απασχόλησης του κ. Κωνσταντινίδη βασίζεται αποκλειστικά στην αξιολόγηση του έργου του», το οποίο, ως έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω, τέθηκε ενώπιον της ειδικής επιτροπής, από την οποία και αξιολογήθηκε, αλλά και ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος, ενώ από τα πρακτικά των προαναφερθέντων οργάνων του καθ' ου η αίτηση είναι σαφές ότι ο λόγος της μη ανέλιξης αλλά και του τερματισμού του συμβολαίου του αιτητή ήταν η αξιολόγηση του έργου του ως μη επαρκούς και/ή αδύναμου.»

 

    Για τους πιο πάνω λόγους, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

    Ο εφεσείοντας προβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απόρριψε ότι οι Κανονισμοί 9(2) και 9(β) και ή ο Κανονισμός 9(8) που προβλέπει τερματισμό απασχόλησης επίκουρου καθηγητή σε περίπτωση αποτυχίας για ανέλιξη του στη βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή είναι ultra vires του εδαφίου 6 του Άρθρου 22 και επιπρόσθετα εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο όρος «εκλογή» που χρησιμοποιείται στο Άρθρο 22(6)[7] του Νόμου θα πρέπει να ερμηνευθεί ως εμπεριέχον και την εξουσία τερματισμού των υπηρεσιών των μελών του διδακτικού προσωπικού που έχουν εκλογή. Άλλωστε, ως προβάλλεται,  συντρέχουν και λόγοι κατά το Νόμο 98(1)/2003 και η Ευρωπαϊκή Οδηγία 1999/10/ΕΚ, ως προς τη συνέχιση της εργοδότησης (7ος λόγος έφεσης).

 

     Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα έλαβε χώρα δυνάμει του Κανονισμού 9(8) και όχι δυνάμει του Κανονισμού 9(2) και συνεπώς παρέλκει η εξέταση του έτερου ζητήματος.

 

    Συνακόλουθα, και ο πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

    Ακολούθως, θα εξεταστούν σωρευτικά οι λόγοι έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα: (i) έκρινε ότι ήταν αιτιολογημένη η κρίση της Ειδικής Επιτροπής για μη προαγωγή του εφεσείοντα και όχι απόφαση άδικη ή μεροληπτική αναφορικά προς τα δύο μέλη της (ii) απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι έπασχε ως προς το περιεχόμενο της η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής αποφασίζοντας ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει και να αξιολογήσει το επίπεδο των εργασιών και δημοσιεύσεων του εφεσείοντα και τέλος (iii) έκρινε ότι οι αποφάσεις της Ειδικής Επιτροπής, το Εκλεκτορικού Σώματος είναι σύμφωνες με τα στοιχεία των φακέλων και το Άρθρο 23(3) του Νόμου (8ος, 9ος και 10ος λόγος έφεσης αντίστοιχα).

 

    Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε, επί των πιο πάνω εγερθέντων ζητημάτων, και παραθέτουμε αυτούσια τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν, τα οποία και υιοθετούμε:

«Επιπρόσθετα, όσον αφορά τους ισχυρισμούς που στρέφονται κατά της ορθότητας, εγκυρότητας και νομιμότητας του περιεχομένου της ειδικής επιτροπής, κρίνω σκόπιμο να τονίσω εξ' αρχής την πάγια και διαχρονική αρχή της ημεδαπής νομολογίας, σύμφωνα με την οποία δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση του σχετικού υλικού και ο προσδιορισμός της σημασίας του. Η συγκεκριμένη λειτουργία ανήκει στο αρμόδιο διοικητικό όργανο. Το έργο του δικαστηρίου εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση των αρχών που διέπουν το θέμα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επιλογής ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εφικτές λύσεις, στις οποίες υπεισέρχονται τεχνικά ζητήματα ή ζητήματα που χρειάζονται εξειδικευμένη γνώση. Από τη στιγμή που έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και το σχετικό Νόμο διαδικασία, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός και αν η Διοίκηση ενήργησε υπό πλάνη είτε περί τα πράγματα είτε περί το Νόμο ή έχει κάνει κακή χρήση της διακριτικής της εξουσίας ή προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Κλ. Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318).

.Επιπρόσθετα, ισχύει εν προκειμένω και αυτό που έχει χαρακτηριστικά λεχθεί στην Μιχάλης Δημητρίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υποθ. Αρ. 951/2010, ημερ. 26.7.2013, ότι δηλαδή το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει και να αξιολογήσει το επίπεδο των εργασιών και δημοσιεύσεων του αιτητή.

Εν πάση περιπτώσει, έχω μελετήσει την υπό αναφορά έκθεση της ειδικής επιτροπής για την ανέλιξη του αιτητή στη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή, που ετοιμάστηκε στις 14.6.2011 (παράρτημα 10 στην ένσταση) και δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε που να συνηγορεί, είτε υπέρ της θέσης ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί είναι προϊόν πλάνης, είτε υπέρ της θέσης ότι αυτή θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί είναι προϊόν μεροληπτικής λειτουργίας των καθ' ων η αίτηση, έτσι ώστε να ενδείκνυται δικαστική επέμβαση. Γενικότερα, δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε μεμπτό στην υπό εξέταση έκθεση. Αντίθετα, διαπιστώνω ότι εξετάστηκαν όλα τα ουσιώδη και/ή απαραίτητα στοιχεία αναφορικά με τον αιτητή και το έργο αυτού και, κάτω από τέσσερα κεφάλαια, σε χωριστές ενότητες και με παραπομπή σε στοιχεία, γίνεται η παρουσίαση και αξιολόγηση τόσο του ιδίου του αιτητή, όσο και του επιστημονικού έργου του, ενώ με αναφορά στο περιεχόμενό τους, σχολιάζονται και αξιολογούνται οι συστατικές του εκθέσεις. Μάλιστα, επισυνημμένα στην εν λόγω έκθεση βρίσκονται όλα τα συναφή στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της επιτροπής και αξιολογήθηκαν. Σημειώνω επίσης ότι, στην ενότητα με τίτλο "Rationale for Recommendation", παρατίθεται αναλυτικά και με ιδιαίτερη λεπτομέρεια το σκεπτικό που οδήγησε την επιτροπή στη συγκεκριμένη κατάληξή της.

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέλος, δεν με βρίσκουν σύμφωνο ούτε οι ισχυρισμοί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων, καθώς και με το προαναφερθέν άρθρο 23(3) του Νόμου 144/89. Από τη μελέτη των αποφάσεων της ειδικής επιτροπής, του Εκλεκτορικού Σώματος και της Συγκλήτου και υπό το φως και των όσων έχουν ήδη λεχθεί πιο πάνω, στο πλαίσιο εξέτασης των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, προκύπτει, κατά την άποψή μου, το ανεδαφικό του πιο πάνω λόγου ακύρωσης...»

 

     Σε ακολουθία των όσων αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

    Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα στο ποσό των €3.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.  

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.



[1] Κ.Δ.Π. 36/96 και Κ.Δ.Π. 145/2001

[2] Παπαλεοντίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2017) 3Β Α.Α.Δ. 807

[3] Ο Κανονισμός 9(2) προνοεί ότι «Με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας Επίκουρου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενεργοποιείται η διαδικασία αξιολόγησης του, με την οποία αποφασίζεται η συνέχιση ή μη της απασχόλησης του ή η ανέλιξη του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησης του και μη ανέλιξης του, ο Επίκουρους Καθηγητής είναι υποχρεωμένος πριν τη συμπλήρωση του έβδομου χρόνου υπηρεσίας του να ζητήσει την ανέλιξή του διαφορετικά η διαδικασία αξιολόγησης ενεργοποιείται από το Πανεπιστήμιο. Σε περίπτωση δεύτερης αποτυχίας του για ανέλιξή του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, η απασχόλησή του τερματίζεται.» 

 

[4] Ο Κανονισμός 9(5)(α) διαλαμβάνει ότι «Η διαδικασία αξιολόγησης ενεργοποιείται με τον ορισμό Ειδικής Επιτροπής και Ανεξάρτητων Κριτών».

[5] Βλέπε Κανονισμό 9(9).

[6] Βλέπε Κανονισμό 9(10).

[7]   Το Άρθρο 22(6) του Νόμου  προνοεί:  «Αφού τηρηθούν οι διατάξεις του παρόντα Νόμου, οι διαδικασίες που αφορούν την εκλογή και ανέλιξη του ακαδημαϊκού προσωπικού προβλέπονται στους Κανονισμούς»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο