ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Αρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 116/2016)
21 Σεπτεμβρίου, 2023
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/στές]
AGS AGROTRADING LIMITED,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
Εφεσιβλήτων.
____________________
Αγγ. Παπαευσταθίου (κα) για Χ. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Οι Εφεσείοντες, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία, μεταξύ άλλων, ασχολείται με την εμπορία σιτηρών και πρώτων υλών για την παραγωγή ζωοτροφών, εισήγαγαν φορτία αραβοσίτου ελληνικής προέλευσης, για σκοπούς διάθεσης προς εμπορία, πρώτης ύλης προς παραγωγή ζωοτροφών.
Κατά ή περί τις 24.1.2013, λειτουργοί των Εφεσιβλήτων παρέλαβαν δείγματα αραβοσίτου προς εξέταση, στα πλαίσια αναλύσεων που διενεργούνται για όλα τα εμπορεύματα υψηλού κινδύνου σε σχέση με την παρουσία αφλατοξίνης Β1. Στις 29.1.2013 οι Εφεσείοντες ενημερώθηκαν για τα αποτελέσματα των αναλύσεων. Συγκεκριμένα, σε ένα από τα τέσσερα τελικά δείγματα που λήφθηκαν εντοπίστηκε ποσότητα αφλατοξίνης Β1, μεγαλύτερη του επιτρεπτού. Οι Εφεσείοντες υπέβαλαν αυθημερόν προσφυγή στο Υπουργείο Γεωργίας, ζητώντας επαναληπτική δειγματοληψία. Οι Εφεσίβλητοι, με επιστολή τους ημερ. 1.2.2013, ενημέρωσαν για το διορισμό ανεξάρτητου λειτουργού, προς το σκοπό διενέργειας δεύτερης επιθεώρησης. Τα δείγματα στάληκαν στο Γενικό Χημείο για ανάλυση και στις 13.2.2013 οι Εφεσείοντες ενημερώθηκαν για τα αποτελέσματα, σύμφωνα με τα οποία, δύο εκ των 14 δειγμάτων, εντοπίστηκε να εμπεριέχουν αφλατοξίνη Β1, πέραν του επιτρεπτού ορίου. Παράλληλα, οι Εφεσείοντες απέστειλαν σε χημείο στην Ελλάδα δείγματα, προς λήψη περαιτέρω γνώμης. Η ανάλυση αυτή κατέδειξε ότι το σύνολο των δειγμάτων που εξετάστηκαν δεν περιείχε αφλατοξίνη Β1 πέραν του επιτρεπομένου ορίου. Ως προς τούτο, ενημερώθηκαν σχετικά οι Εφεσίβλητοι στις 18.2.2013, ήτοι μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Στη βάση των πιο πάνω, οι Εφεσίβλητοι, στις 13.2.2013, αποφάσισαν την απαγόρευση της χρήσης του εν λόγω αραβοσίτου ή και την επίσημη κράτηση και δέσμευσή του. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε και το αντικείμενο προσφυγής των Εφεσείοντων. Προβλήθηκαν, ως λόγοι ακύρωσης, παράλειψη των Εφεσιβλήτων να προβούν σε δέουσα έρευνα, απουσία επαρκούς αιτιολογίας, πλάνη περί τα πράγματα και παράβαση προνοιών του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, ο οποίος αφορά στη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ο Κανονισμός).
Η ουσία της προσφυγής περιστρεφόταν γύρω από κατ΄ ισχυρισμό καταστρατήγηση των προνοιών του ΄Αρθρου 11(5) του Κανονισμού, ζήτημα το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα των ενώπιόν μας λόγων έφεσης. Το ΄Αρθρο 11 διέπει τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 11(5) οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται στη θέσπιση κατάλληλων διαδικασιών προς εξασφάλιση του δικαιώματος των επιχειρήσεων, τα προϊόντα των οποίων υποβάλλονται σε δειγματοληψία και ανάλυση, να ζητούν συμπληρωματική γνώμη εμπειρογνώμονα. Προς εφαρμογή των προνοιών αυτών και κατ΄ ακολουθίαν του ΄Αρθρου 11(6), οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν τη λήψη από τις υπό αναφορά επιχειρήσεις, ικανού αριθμού δειγμάτων, προκειμένου να τύχουν συμπληρωματικής γνώμης εμπειρογνώμονα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων, κρίνοντας ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού, προβαίνοντας σε επαναληπτική δειγματοληψία, μετά από απαίτηση των Εφεσιβλήτων ημερομηνίας 29.1.2013. Πρόσθεσε, περαιτέρω, ότι η ανάλυση στην οποία προέβηκαν οι Εφεσείοντες με δική τους πρωτοβουλία και σε εργαστήριο επιλογής τους «.. δεν μπορεί να έχει δεσμευτική ισχύ στους καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι έχουν ήδη καθορίσει μέσω της νομοθεσίας τα διαπιστευμένα εργαστήρια για το σκοπό αυτό.».
Ενώπιόν μας αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη με τέσσερις λόγους έφεσης. Είναι κοινό έδαφος ότι το αποτέλεσμα επί του πρώτου λόγου επιδρά καταλυτικά, καθορίζοντας την τύχη και των υπόλοιπων λόγων, αφού, ως η εισήγηση των συνηγόρων, τυχόν απόρριψη της θέσης ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν κατά παράβαση του ΄Αρθρου 11(5) του Κανονισμού, αναπόδραστα οδηγεί στην κατάληξη πως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έπασχε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας ή πλάνης περί τα πράγματα ή ελλιπούς αιτιολογίας (λόγοι έφεσης 2, 3 και 4).
Σύμφωνα με την αιτιολογία που καλύπτει τον πρώτο λόγο έφεσης, αλλά και όπως αναπτύχθηκε ενώπιόν μας από την ευπαίδευτη συνήγορό τους, οι Εφεσείοντες, ασκώντας το δικαίωμα που τους παρέχεται από το ΄Αρθρο 11(5) του Κανονισμού, επέλεξαν να αποστείλουν σε διαπιστευμένο ελληνικό χημείο το μέρος των επισήμων δειγμάτων, για τη λήψη συμπληρωματικής γνώμης από εμπειρογνώμονα. Παρά το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν για τη διαδικασία αυτή, προχώρησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να λάβουν υπόψη το απαραίτητο αυτό στοιχείο, αλλά ούτε και τα αρνητικά αποτελέσματα των αναλύσεων που έγιναν από το ελληνικό χημείο και τα οποία, μεταγενέστερα, τους γνωστοποιήθηκαν. Εισηγούνται ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν έτσι υποχρέωση ήταν εσφαλμένη και παραβίαζε τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 11(5), το οποίο, κατά τη θέση των Εφεσειόντων, έτυχε λανθασμένης ερμηνείας από την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της διαδικασίας δειγματοληψίας και δεύτερης επιθεώρησης στη βάση του ΄Αρθρου 16 του περί Ζωοτροφών και Προσθετικών των Ζωοτροφών (΄Ελεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Χρήσεως) Νόμου του 1993, Ν. 13(Ι)/1993 και του ΄Αρθρου 12 του Κανονισμού, θέματα που απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο στις ΑΕ 110/2015 και ΑΕ 122/15, ημερομηνίας 4 Ιουλίου 2022, ECLI:CY:AD:2022:C281, μεταξύ των ιδίων διαδίκων.
Το παράπονο των Εφεσειόντων, όπως αποτυπώνεται και διευκρινίζεται κατά τρόπο ξεκάθαρο στο διάγραμμα αγόρευσής τους, επικεντρώνεται στη θέση ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η ανάλυση στην οποία προέβηκαν με δική τους πρωτοβουλία σε εργαστήριο δικής τους επιλογής δεν έχει δεσμευτική ισχύ για τους Εφεσίβλητους, αποτελεί λανθασμένη προσέγγιση των επιχειρημάτων που έθεσαν προς κρίση. Τονίζουν ότι αίτημά τους δεν ήταν η δέσμευση της διοίκησης από τα εν λόγω αποτελέσματα, αλλά αυτό που ζήτησαν από τη διοίκηση ήταν να τα λάβει υπόψη και να προβεί στη δέουσα έρευνα προτού προχωρήσει στη λήψη οποιασδήποτε απόφασης, εν προκειμένω της προσβαλλόμενης. Με αυτό τον τρόπο θα οδηγείτο σε ασφαλέστερα συμπεράσματα, ένεκα της απόκλισης που παρουσίαζαν οι χημικές αναλύσεις. Προσθέτουν, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξομοίωσε τη δειγματοληψία που προβλέπεται από το ΄Αρθρο 11(5) με την επαναληπτική δειγματοληψία που έλαβε χώραν στις 29.1.2013.
΄Όπως επεξηγείται και από το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 12.3.2013 με αποστολέα το Health & Consumers Directorate General, το οποίο παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, το ΄Αρθρο 11(5) του Κανονισμού κατοχυρώνει, ουσιαστικά, το δικαίωμα μιας δεύτερης γνώμης, σε περίπτωση όπου διαπιστώνεται ότι το επίσημο δείγμα δεν τελεί σε συμμόρφωση. Είναι αδιαμφισβήτητο, όπως τα γεγονότα επιβεβαιώνουν, ότι μετά από σχετική απαίτηση των Εφεσειόντων, οι Εφεσίβλητοι ανταποκρίθηκαν αυθημερόν και διορίστηκε λειτουργός προς τον σκοπό πραγματοποίησης δεύτερης επιθεώρησης. Αυτό ήταν και το μόνο αίτημα των Εφεσειόντων, η ικανοποίηση του οποίου οδήγησε σε επαναληπτική δειγματοληψία, όπου εφαρμόστηκαν με κάθε λεπτομέρεια τα σχετικά πρωτόκολλα και τα αποτελέσματα της οποίας ήταν, ως ήδη λέχθηκε, επίσης θετικά. Υπό το πρίσμα αυτό, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν σύννομα, διασφαλίζοντας το δικαίωμα των Εφεσειόντων για δεύτερη, συμπληρωματική, γνώμη.
΄Όπως παραμένει, τελικά, αδιαμφισβήτητο, το αποτέλεσμα των αναλύσεων δείγματος από το ελληνικό χημείο, δείγμα το οποίο είχε ληφθεί στα πλαίσια αυτοελέγχου από υλικό που αποδεσμεύθηκε, δεν ήταν δεσμευτικό για την Αρμόδια Αρχή. Ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσε να μεταβάλει τα ενώπιον της δεδομένα, αφού η ανομοιόμορφη κατανομή της αφλατοξίνης στο επίδικο φορτίο δικαιολογούσε τα αρνητικά αποτελέσματα κάποιων αναλύσεων. Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε και στην Α.Ε. 110/2015, ημερομηνίας 4.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:C280, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, όπου κρίθηκε:
«Δεν χωρεί παρέμβασή μας στα όσα με ενδελέχεια αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως τα ενώπιόν μας γεγονότα επιβεβαιώνουν, οι Εφεσίβλητοι, προς λήψη της τελικής απόφασης, εξέτασαν σε βάθος και με ιδιαίτερη προσοχή όλα τα δεδομένα. Προέβηκαν σε επανειλημμένες δειγματοληψίες, έχοντας υπόψη προηγούμενες αναλύσεις και συνεκτιμώντας τη φύση του βακτηρίου της σαλμονέλας, του οποίου η παρουσία στον όγκο ενός υλικού είναι ανομοιόμορφα κατανεμημένη. Συνεπώς, η απουσία της από ένα σημείο του φορτίου δεν συνεπαγόταν και απουσία από κάποιο άλλο σημείο και αντιθέτως. Ζήτημα, ούτως ή άλλως, τεχνικής φύσεως, εκφεύγον του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου. Οι αρνητικές αναλύσεις κατά τη φόρτωση, οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν δεσμευτικές, δεν συνιστούσαν και απόδειξη ότι το φορτίο δεν επιμολύνθηκε στο μεσοδιάστημα μέχρι και της άφιξής του στην Κύπρο. Μέσα από τα αποτελέσματα των αναλύσεων η Αρμόδια Αρχή διαπίστωσε ότι η επιμόλυνση δεν αφορούσε στο σύνολο του φορτίου και ότι μέρος του ήταν καθαρό και απαλλαγμένο από σαλμονέλα. Το γεγονός ότι κάποιες από τις αναλύσεις δεν έδειχναν επιμόλυνση, δεν διαφοροποιούσε το όλο ζήτημα, ούτε έθετε εν αμφιβόλω τα αποτελέσματα περί του αντιθέτου. Τούτο, λόγω της ανομοιόμορφης κατανομής και παρουσίας του εν λόγω βακτηρίου σε ένα φορτίο.»
Εντέλει, το σύνολο των στοιχείων επιβεβαιώνει ότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο, ενεργώντας στα πλαίσια της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, εξέτασε δεόντως και σε βάθος την κρινόμενη περίπτωση. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από λεπτομερέστατη δειγματοληψία, τα αποτελέσματα της οποίας επιβεβαιώθηκαν από δεύτερη επιθεώρηση, ικανοποιώντας τη σχετική αξίωση των Εφεσειόντων, εκπρόσωποι και εμπειρογνώμονες των οποίων ήταν παρόντες σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και ουδέποτε υπέβαλαν οποιαδήποτε ένσταση ή άλλο αίτημα. Συνεκτιμήθηκαν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και λήφθηκαν υπόψη τα ειδικά δεδομένα της συγκεκριμένης ουσίας, αφλατοξίνης Β1, αποτέλεσμα της μόλυνσης του αραβοσίτου με μύκητα. Οι συγκεντρώσεις αφλατοξίνης Β1 που ανιχνεύθηκαν αποδείκνυαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, παρουσία μόλυνσης σε εκτεταμένο μέρος του φορτίου.
Η απόρριψη του πρώτου λόγου έφεσης συμπαρασύρει και τους λόγους έφεσης 2 και 3, η αιτιολογία των οποίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη στάθμιση των αποτελεσμάτων αναλύσεων του ελληνικού χημείου και την αξιολόγησή τους, προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης πραγματεύεται την αιτιολογία που δόθηκε από τους Εφεσίβλητους, προκειμένου να απαγορεύσουν τη χρήση και/ή να προχωρήσουν στη δέσμευση του υπό συζήτηση φορτίου. Προβάλλεται ότι η επίκληση διασφάλισης της δημόσιας υγείας έγινε κατά τρόπο γενικό και αόριστο, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία.
Η μορφή και έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, συναρτάται με τις συνθήκες που περιβάλλουν κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Υπό τις περιστάσεις που έχουμε ήδη εκθέσει, με δεδομένη τη φύση του φορτίου, τη μορφή επιμόλυνσης και με υπαρκτό τον κίνδυνο που ελλόχευε για τη δημόσια υγεία, ήταν απόλυτα αιτιολογημένοι οι όροι και τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν. Περιοριστικά μέτρα και όροι που είχαν ως γνώμονα, αφενός, την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων και, αφετέρου, την ελαχιστοποίηση, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της ζημιάς των Εφεσειόντων, με την αποδέσμευση σημαντικού μέρους του φορτίου.
Κατά προέκταση, έκθετος σε απόρριψη είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα καθοριζόμενα στο ποσό των €4000, εις βάρος των Εφεσειόντων.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
ΣΦ.