ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 110/2016)
21 Σεπτεμβρίου, 2023
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΣΟΦΤΑ
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Εφεσίβλητης.
---------
Δ. Νικολεττόπουλος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα.
Λ. Ουστά (κα), Aνώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
---------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας κατά της απόφασης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 8.11.2012, όπου κατόπιν επανεξέτασης η εφεσείουσα κατατάγηκε σε κατώτερη θέση προτεραιότητας στον τελικό κατάλογο για τις ανάγκες σε έκτακτους ιδρυματικούς λειτουργούς στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.
Κατά τη διαδικασία λήψης της προσβληθείσας διοικητικής πράξης, κρίθηκε ότι η βεβαίωση σπουδών που η εφεσείουσα υπέβαλε δεν αποτελούσε δίπλωμα αναγνωρισμένης ανώτερης σχολής, τριετούς τουλάχιστον διάρκειας στην Νηπιοβρεφοκομεία.
Με δύο λόγους έφεσης πλήττεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι «σαφής και αιτιολογημένη η διερεύνηση που έγινε» από την εφεσίβλητη επί του ζητήματος της αναγνώρισης του πιστοποιητικού σπουδών της εφεσείουσας και πως κατ' εσφαλμένο επίσης τρόπο έκρινε ότι δεν διαπίστωσε ασυνέπεια εκ μέρους της εφεσίβλητης, η οποία να πλήττει «την αρχή της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του διοικούμενου», εν όψει της απόδοσης μονάδων για το συγκεκριμένο πιστοποιητικό, σε προγενέστερη διαδικασία.
Δεδομένου ότι αμφότεροι οι λόγοι έφεσης είναι επάλληλοι και αλληλοκαλύπτονται, αφορώντες την αναγνώριση του πιστοποιητικού σπουδών της εφεσείουσας, θα εξεταστούν μαζί αφού πρώτα γίνει μια καταγραφή των αναγκαίων, για κατανόηση των λόγων έφεσης, γεγονότων.
Η κρινόμενη απόφαση προήλθε κατόπιν επανεξέτασης, μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης σε προσφυγή που καταχώρισε η εφεσείουσα για πλημμελή αξιολόγηση του προσόντος της και δυσμενή κατάταξη της στον κατάλογο διοριστέων. Συγκεκριμένα: Στις 9.2.2007 με ανακοίνωση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η εφεσίβλητη γνωστοποίησε την πρόθεση της για πρόσληψη εκτάκτων ιδρυματικών λειτουργών. Η εφεσείουσα υπέβαλε σχετική αίτηση και κατετάγη στον προκαταρκτικό κατάλογο που δημοσιεύθηκε στις 6.7.2007 στην 290η θέση με συνολική βαθμολογία 13 μονάδων.
Μετά από ένσταση που υπέβαλε, ισχυριζόμενη ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη, τόσον η εργασιακή της πείρα, όσο και τα προσόντα της, αυτή έγινε αποδεκτή εν μέρει, ήτοι για την εργασιακή της πείρα. Ακολούθησε η καταχώριση της προσφυγής Γ. Κουτσόφτα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Aρ. Υποθ. 1542/2007, ημερ. 11.4.2011, με την οποία έγινε αποδεκτή λόγω πάσχουσας συγκρότησης της Επιτροπής Ενστάσεων. Διαπιστώθηκε επίσης έλλειψη αναφοράς στο πρακτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης, στα προσόντα της, η οποία «οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν εξετάστηκε, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου της αποδοχής του ή όχι».
Κατόπιν τούτου, προς συμμόρφωση με το αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης έπρεπε να συσταθεί εκ νέου η Τριμελής Επιτροπή Αξιολόγησης (στο εξής η Επιτροπή), η οποία να επανεξετάσει και αποφασίσει εάν θα έκανε αποδεκτό ή όχι το δίπλωμα της εφεσείουσας. Συστάθηκε, η Επιτροπή, η οποία σε συνεδρία της ημερ. 30.7.2012 επανεξέτασε την αίτηση της εφεσείουσας και έκρινε ότι δεν κατέχει, εκ πρώτης όψεως, δίπλωμα αναγνωρισμένης ανώτερης σχολής τριετούς τουλάχιστον διάρκειας. Για τούτο, ζήτησε από την εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 13.9.2012 να προσκομίσει βεβαίωση από το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ) αναγνώρισης ισοτιμίας της βεβαίωσης του Κέντρου Παιδαγωγικών Σπουδών ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ - Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών - Τμήμα Βρεφονηπιοκόμων.
Οι συνήγοροι της εφεσείουσας με επιστολή τους ημερ. 10.10.2012 υπεστήριξαν ότι εσφαλμένα ζητείται από αυτήν να προσκομίσει βεβαίωση από το ΚΥΣΑΤΣ και μάλιστα στο στάδιο της επανεξέτασης και «δεν τίθεται θέμα αναμόχλευσης της ήδη υπάρχουσας κατά τον ουσιώδη χρόνο αναγνώρισης του διπλώματος της».
Προς συμπλήρωση της εικόνας, σημειώνεται πως η εφεσείουσα είχε λάβει κατόπιν τριετούς φοίτησης στο Κέντρο Παιδαγωγικών Σπουδών «Πυθαγόρας» δίπλωμα βρεφονηπιοκόμου στις 19.6.1991. Στις 19.7.1991 ο Αναπληρωτής Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας εξέδωσε βεβαίωση σύμφωνα με το Άρθρο 5(1)(α) της ΚΔΠ 158/81 ότι «τα ακαδημαϊκά σας προσόντα σας καθιστούν ικανή να εργαστείτε ως Διευθύνον Πρόσωπο σε Παιδοκομικό Σταθμό».
Με δεδομένη την εν λόγω έγκριση, η εφεσείουσα εργάστηκε ως νηπιαγωγός από το 1991 μέχρι το 2005. Την 1.11.2005 διορίστηκε ως έκτακτη ιδρυματική λειτουργός, αφού η τότε Τριμελής Επιτροπή Αξιολόγησης και Πρόσληψης απέδωσε σχετικές μονάδες για την κατοχή του διπλώματος της.
Εν των μεταξύ, αμέσως μετά την απόκτηση του διπλώματος της, η Ελληνική Δημοκρατία με το Νόμο 1966, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23.9.1991, νομοθέτησε πως από της έναρξης ισχύος του Νόμου, τα εργαστήρια ελευθέρων σπουδών δεν αποτελούν εκπαιδευτικά ιδρύματα και δεν παρέχουν αναγνωρισμένη επαγγελματική εκπαίδευση οποιουδήποτε επιπέδου και ότι η «βεβαίωση που θα χορηγηθεί μετά το πέρας των σπουδών δεν αποτελεί, κατά νόμο, τίτλο σπουδών ισότιμο με οποιοδήποτε άλλο τίτλο αναγνωρισμένης σχολικής μονάδας οποιασδήποτε βαθμίδος εκπαίδευσης στην Ελλάδα».
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο της επιστολής των δικηγόρων της εφεσείουσας, αποφάσισε με την επίδικη πράξη ότι δεν μπορούν να αποδοθούν σε αυτή μονάδες για το δίπλωμα της το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αναγνωρισμένων ιδρυμάτων του ΚΥΣΑΤΣ, ούτε έχει οποιαδήποτε ισχύ αφού σύμφωνα με Νόμο της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν αποτελεί δίπλωμα αναγνωρισμένης ανώτερης σχολής τριετούς τουλάχιστον διάρκειας και ότι η επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή Κοινωνικής Ευημερίας δεν αποτελεί αναγνώριση της Βεβαίωσης Σπουδών ως δίπλωμα αναγνωρισμένης σχολής τριετούς τουλάχιστον διάρκειας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αναγνώριση, όπως την χαρακτηρίζει, του διπλώματος της εφεσείουσας από το αρμόδιο, κατά τα ισχύοντα τον ουσιώδη χρόνο, όργανο και στην μακρόχρονη πείρα της πελάτιδος του, η οποία έρεισμα είχε το συγκεκριμένο προσόν. Στοιχεία τα οποία δημιούργησαν στην εφεσείουσα την πεποίθηση της κατοχής του αναγκαίου προσόντος, με την ανατροπή του οποίου δια της μεταβολής της θέσης της εφεσίβλητης, διασαλεύεται η καλή πίστη και η εμπιστοσύνη του διοικούμενου προς τη διοίκηση.
Η αντίθετη άποψη της συνηγόρου της εφεσίβλητης εστιάζει στο γεγονός της δημοσίευσης του Νόμου 1966 τον οποίο η διοίκηση είχε ενώπιον της κατά την επανεξέταση. Αποδεχόμενη ότι η εφεσείουσα απέκτησε το δίπλωμα της πριν την έναρξη ισχύος του, επεσήμανε πως αν και δεν καταγράφεται ρητά στα πρακτικά ότι απασχόλησε την Επιτροπή Αξιολόγησης ότι είχε αναγνωριστεί και ίσχυε το δίπλωμα της, ωστόσο στα πλαίσια του τεκμηρίου της κανονικότητας πρέπει να εκληφθεί ότι όλα τα στοιχεία βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής και αξιολογήθηκαν.
Έχουμε με ιδιαίτερη προσοχή διεξέλθει τα εγειρόμενα από τους συνηγόρους θέματα. Κρίνουμε ότι οι επισημάνσεις του συνηγόρου της εφεσείουσας, είναι απόλυτα ορθές.
Από τα ως άνω εκτεθέντα γεγονότα προκύπτει αβίαστα ως γεγονός ότι η εφεσείουσα απέκτησε δίπλωμα τριετούς φοίτησης στον τομέα της βρεφονηπιοκομείας, του οποίου η ισχύς δεν αναστάληκε αλλά αντίθετα εγκρίθηκε από το αρμόδιο, σύμφωνα με την ΚΔΠ 155/81, Άρθρο 5(1)(α), όργανο, ως προσόν το οποίο την καθιστούσε ικανή να εργαστεί ως διευθύνον πρόσωπο σε παιδοκομικό σταθμό.
Αυτό το θέμα δεν φαίνεται να απασχόλησε την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία στηριζόμενη στο Νόμο 1966, του οποίου όμως η έναρξη της ισχύος του, δεν επηρέαζε την εφεσείουσα, έκρινε αντίθετα με το πραγματικό γεγονός. Η κρίση αυτή, η οποία εμπεριέχει πλάνη, συνιστούσε λόγο ακυρότητας της επίδικης πράξης, αφού η θεμελίωση ακόμα και του ενδεχόμενου πλάνης στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας (Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Μιχαήλ Ιακωβίδη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, Γεώργιος Ιορδάνου ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ. 250).
Πέραν του ανωτέρω λόγου, ακόμη και να θεωρείτο ότι η επίδικη πράξη αφορούσε θέση ιδρυματικού λειτουργού, με διαφορετικά καθήκοντα από εκείνα του διευθύνοντος προσώπου σε παιδοκομικό σταθμό, εν τούτοις, το δίπλωμα της εφεσείουσας είχε αναγνωριστεί και πιστώθηκε με συγκεκριμένες μονάδες για την κατοχή του, για την ίδια θέση ιδρυματικού λειτουργού το έτος 2005, για την οποία ίσχυε το ίδιο σχέδιο υπηρεσίας. Η θέση αυτή της εφεσίβλητης δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί δύο χρόνια αργότερα, καθώς η αρχή της συνέχειας, της συνέπειας, της μη αντιφατικότητας και της καλής πίστης πρέπει να διέπουν τις πράξεις της διοίκησης, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου.
Η αρχή της χρηστής διοίκησης ή των χρηστών διοικητικών ηθών, δηλαδή της χρηστότητας της συμπεριφοράς των διοικητικών οργάνων προς τους διοικούμενους, έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας και αποτελεί στοιχείο της αμεροληψίας της διοίκησης (Βλ. Tasmi Trading v. Republic (1988) 3 CLR 782, Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 AAΔ 60, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη, Α.Ε. 1209-1210 ημερ. 10.7.96, Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589 ημερ. 18.6.96, Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 25, 36 και Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α.Τ. Τάχου, 4η έκδοση, σελ. 300).
Στο σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 3η εκδ. του Π.Δ.Δαγτόγλου αναφέρονται τα εξής - στις παρ. 387, 388 και 389 - σε σχέση με τις αρχές της καλής πίστεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και της ασυνεπούς ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοικήσεως:
«387. Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση την λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι΄ αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.
388. Συγγενής είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως, διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος δεν επιδέχεται βέβαια ως κανόνα συμβατικές ή ημι-συμβατικές δεσμεύσεις της διοικήσεως, όπως εκείνες στις οποίες αρχικώς αναφερόταν η αρχή της καλής πίστεως. ο βασικός τρόπος ενέργειας της διοικήσεως παραμένει λοιπόν κατ΄ ανάγκη μονομερής. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς μεταβαλλόμενους και διεθνώς επηρεαζόμενους όρους της οικονομικής κυρίως ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοικήσεως να μεταβάλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο.
389. Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως. ........»
Οι αρχές αυτές, καλά εδραιωμένες στη νομολογία, έχουν ενσωματωθεί και κωδικοποιηθεί στο Άρθρο 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), όπου ρητά προνοείται ότι η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό και κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον διοικούμενο (ΘΟΚ ν. Ηλέκτρας Φωτιάδου, ΕΔΔ Αρ. 56/16, ημερ. 4.9.2023).
Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πάμπου Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόνισε ότι επιβάλλεται αναντίρρητα από την κοινή λογική, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα από το διορίζον όργανο, η αναγνώριση και/ή κρίση ως πραγματικού γεγονότος ότι «ο προαχθείς διέθετε το επίμαχο προσόν, που είναι το ίδιο με αυτό που απαιτείται για τη θέση, στην οποία διορίστηκε αρχικά» και ότι το συμπέρασμα αυτό «δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη». Οποιαδήποτε δε περαιτέρω έρευνα από το διορίζον όργανο για το επίμαχο προσόν, θα απέληγε ουσιαστικά σε αναψηλάφηση του αρχικού διορισμού του στην επίδικη θέσης, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο. Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε αργότερα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Διονυσία Χατζηκυριάκου ν. ΡΙΚ (2001) 3 Α.Α.Δ. 491, όπου διατυπώθηκε εκ νέου η αρχή, σύμφωνα με την οποία, όταν ένα πρόσωπο έχει ήδη κριθεί ως προσοντούχο για συγκεκριμένη θέση, υπάρχει τεκμήριο νομιμότητας, ώστε να μη δικαιολογείται επανεξέταση των προσόντων του για τη θέση αυτή. Περαιτέρω, στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 Α.Α.Δ. 468, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αναφορά στην Πογιατζή, ανωτέρω, τόνισε εκ νέου ότι το τεκμήριο που δημιουργείται από την κατοχή του προσόντος είναι αμάχητο.
Η εν λόγω αρχή έχει έρεισμα στα λεχθέντα στη Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 347, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επανέλαβε τη θέση, «ότι διορισμός σε θέση στο δημόσιο αποτελεί αφ' εαυτού τεκμήριο για την κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων για διορισμό». Διαφορετική δε προσέγγιση θα σήμαινε ότι θα επιτρεπόταν παρεμπίπτων έλεγχος ή αναψηλάφηση άλλης διοικητικής πράξης, κάτι ανεπίτρεπτο.
Στην κρινόμενη περίπτωση η εφεσείουσα επιλέγηκε και διορίστηκε, με τα ίδια προσόντα, βάσει του ιδίου σχεδίου υπηρεσίας, στην ίδια θέση το 2005, κρινόμενη από την τότε Επιτροπή Αξιολόγησης ως ικανή και συνεπώς η θέση της εφεσίβλητης, η οποία επικυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν δεσμεύεται από την απόφαση της τότε Επιτροπής Αξιολόγησης, δεν ήταν ορθή, με δεδομένα τα όσα ανωτέρω καταγράφηκαν για τη συνέχεια και συνέπεια που επιβάλλεται να διέπει τη συμπεριφορά της διοίκησης.
Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, όπως και η διαταγή για τα πρωτόδικα έξοδα. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα €3.500, πλέον ΦΠΑ προς όφελος της εφεσείουσας, περιλαμβανομένων των πρωτόδικων εξόδων.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
/φκ/κα