ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(΄Αρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 109/2016

 

25 Σεπτεμβρίου, 2023

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ  ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ

Eφεσείουσα/Αιτήτρια

Και

 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

1.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

                               2.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η αίτηση

---------

Δ.Αραούζος, για  CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC,  για την Εφεσείουσα

Θ.Πιπερή (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους

-----------

Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η


ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα-Αιτήτρια καταχώρησε πρωτοδίκως προσφυγή με την οποία ζητείτο δήλωση του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα Ανάκλησης Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης ημερ. 7.3.2013 είναι άκυρο.  Η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία της Εφεσείουσας στη Λεμεσό είχε απαλλοτριωθεί από τους Εφεσίβλητους-Καθ΄ων η αίτηση με Διάταγμα ημερ. 29.5.2009 (Γνωστοποίηση 13.2.2009) με σκοπό τη λειτουργία Κέντρου Υγείας.

 

Η νομική βάση της ανάκλησης υπήρξε το ΄Αρθρο 7(1)[1] του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, του 1962 (Ν.15/62), («ο Νόμος»).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή για τους λόγους που παραθέτει.  Εξ ου και η καταχώρηση της παρούσας έφεσης, η οποία δομείται σε τέσσερις λόγους. 

 

Θα ξεκινήσουμε με την εξέταση του πρώτου λόγου.

 

Κατά την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα στα γεγονότα της υπόθεσης τις αρχές που καθορίστηκαν στην Ηρακλείδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002)3 Α.Α.Δ. 518 αλλά και σε μεταγενέστερη νομολογία ως προς το πότε η Απαλλοτριούσα Αρχή δικαιούται να ασκήσει την εξουσία ανάκλησης απαλλοτρίωσης με βάση το ως άνω ΄Αρθρο.

 

Ο πυρήνας του επιχειρήματος της Εφεσείουσας είναι πως, εν προκειμένω, υπήρξε διαταγή για πληρωμή αποζημίωσης μετά από Παραπομπή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.  Αν και υπήρξε αυτή η κατάληξη στο Επαρχιακό Δικαστήριο, με έκδοση απόφασης στις 12.10.2012, δεν έγινε πληρωμή, η οποία να οδηγούσε σε στοιχειοθέτηση της πρόνοιας του ΄Αρθ.7(1) ανωτέρω, αντιτείνει η πλευρά των Εφεσιβλήτων.

 

Σημειώνουμε, πως Αρμόδια Αρχή για την Ανάκληση ήταν το Υπουργείο Υγείας  («το Υπουργείο»).  Γι΄αυτό, λόγω της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης και λόγω του ότι ο σχεδιασμός του Υπουργείου εξαρτιόταν από αποφάσεις άλλων εμπλεκομένων Υπουργείων, έγινε Υπουργική Σύσκεψη στις 4.1.2013, στην οποία αποφασίστηκε να γίνει από το Κτηματολόγιο επανεκτίμηση του τεμαχίου και να ακολουθούσε επαναδιαπραγμάτευση του με την Εφεσείουσα.

 

Το Κτηματολόγιο αναφέρει σε επιστολή του ημερ.5.2.2013:

«Όμως έχουν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης των δύο τεμαχίων που έγινε στις 13.2.2009, με σκοπό την ανέγερση Αστικού Κέντρου Υγείας και δημιουργία χώρων στάθμευσης και η θέση που εκφράστηκε από το Διευθυντή Προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών στην πιο πάνω σύσκεψη, είναι πως δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν, ούτε στην υλοποίηση του έργου, ούτε στην καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση και δεν προβλέπεται το δεδομένο αυτό να αλλάξει σύντομα. Ως εκ τούτου, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί και σύμφωνα με το άρθρο 7 (1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου 15/62, καθώς και του ’ρθρου 23 του Συντάγματος και μέσα στα πλαίσια της δίκαιης αντιμετώπισης των πολιτών από το κράτος, η θέση μας είναι ότι θα πρέπει πρώτα να προχωρήσετε σε ανάκληση του πιο πάνω κτήματος και, ακολούθως, αφού επιθυμείτε την αγορά του σε σημερινές τιμές, με σκοπό την διασφάλιση του για τις μελλοντικές σας ανάγκες, τότε να καλέσετε τους ιδιοκτήτες να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις, αν το επιθυμούν».

 

Τελικά, μετά από ενδιάμεση αλληλογραφία αρμοδίων, ακολούθησε η δημοσίευση της επίδικης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, η οποία έχει ως εξής:

«. Επειδή με τη γνωστοποίηση με αρ. ΔΠ116 που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα της επίσημης εφημερίδας της Δημοκρατίας με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 2009 (που θα αναφέρεται στο εξής ως "γνωστοποίηση με αρ. 116") η Κυπριακή Δημοκρατία, Απαλλοτριώνουσα Αρχή (που θα αναφέρεται στο εξής ως "η Απαλλοτριώνουσα Αρχή") εξέδωσε γνωστοποίηση απαλλοτριώσεως και περιγραφή και λεπτομέρειες της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που καθορίζονται στη γνωστοποίηση με αρ. 116.

 

Και επειδή με το διάταγμα απαλλοτριώσεως με αρ. ΔΠ 421 που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα της επίσημης εφημερίδας της Δημοκρατίας με ημερομηνία 29 Μάιου 2009 (που θα αναφέρεται στο εξής ως ''το διάταγμα με αρ. 421") διατάχθηκε η απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας που περιγράφεται στην γνωστοποίηση με αρ. 116.

 

Και επειδή σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, δεν καταβλήθηκε ή κατατέθηκε αποζημίωση σε σχέση με την απαλλοτρίωση που αναφέρεται πιο πάνω.

 

Και επειδή η Απαλλοτριώνουσα Αρχή θεωρεί την ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στον Πίνακα του διατάγματος αυτού, η οποία είναι μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που περιγράφεται στην γνωστοποίηση με αρ. 116 ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στη γνωστοποίηση με αρ. 116.

 

Για τους λόγους αυτούς ο Υπουργός Υγείας ασκώντας τις εξουσίες που χορηγούνται στο Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, και που η άσκηση τους ανατέθηκε από το υπουργικό Συμβούλιο σ' αυτόν, με το παρόν ανακαλεί τη γνωστοποίηση με αρ. 116 και το διάταγμα με αρ. 421 για όσο μέρος αυτά αφορούν την ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στον Πίνακα του διατάγματος αυτού. ..»

 

Η θέση της Εφεσείουσας είναι πως, εάν μια δικαστική απόφαση για αποζημίωση δεν ανατραπεί κατ΄ έφεση, η Διοίκηση δεν νομιμοποιείται σε ανάκληση της απαλλοτρίωσης.  Δεν νοείται, όπως εξηγεί, μια απόφαση να υπάρχει στο κενό.  Σε συνδυασμό η Εφεσείουσα επικαλείτο παραβίαση του ΄Αρθρου 51(4)[2] του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99, αφού οι Εφεσίβλητοι ανακάλεσαν μια απαλλοτρίωση για λόγους που οφείλονται σε δικές τους πράξεις και παραλείψεις, μετά που η Εφεσείουσα εξασφάλισε δικαστική απόφαση εναντίον της Διοίκησης. 

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με τη θέση της Εφεσείουσας.

 

Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 54(6)[3] του Ν.158(Ι)/1999, οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου που καθορίζονται στο ΄Αρθρο 54(1-5) και διέπουν την ανάκληση, δεν ισχύουν, εφόσον η περίπτωση διέπεται από  συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια (βλ. Αntoniades & Co v. Δημοκρατίας (1965)3 Α.Α.Δ. 673, Th. Flokkas Estates Ltd κ.ά. ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Αγγλισίδων, Υποθ. Αρ. 1444/2013, ημερ. 18.3.2015 και Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας ΑΕ238/12, ημερ.24.10.2018), ECLI:CY:AD:2018:C464.

 

Αφού η επίδικη ανάκληση διέπεται από το ΄Αρθρο 7(1) του Νόμου, η ανάκληση επιτρέπεται, εφόσον γίνει πριν την πληρωμή της αποζημίωσης.  Συνεπώς η έκδοση απόφασης, μετά από Παραπομπή, για καθορισμό αποζημίωσης δεν είναι πληρωμή και δεν εμποδίζει την ανάκληση. 

 

Ούτε κρίνουμε πως ο συσχετισμός του ΄Αρθρου 7(1) με τα ΄Αρθρα 12 και 13 του Νόμου, για υποχρέωση άμεσης πληρωμής μετά από συμφωνία ή καθορισμό αποζημίωσης, διαφοροποιεί τα πράγματα, όπως εισηγήθηκε ο κ.Αραούζος.

 

Δεν θεωρούμε ότι η ανάκληση «πλήττει» ή αφήνει στο κενό τη δικαστική απόφαση, αφού ο σκοπός της απόφασης αφορά αποκλειστικά στον καθορισμό αποζημίωσης συντελεσθείσας της απαλλοτρίωσης.

 

Σαφώς και η πρόνοια του Νόμου δεν μπορεί να διαβασθεί διασταλτικά, ως η πλευρά της Εφεσείουσας εισηγείται.

 

Αναφορικά με τη θέση της Εφεσείουσας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τη νομολογία για το πώς ασκείται η εξουσία της ανάκλησης και πάλι δεν θα συμφωνήσουμε.  Η Ηρακλείδης ανωτέρω έκρινε - υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης - πως υπήρξε κατάχρηση στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και η ύπαρξη συμφωνίας διευθέτησης ήταν ένα μέρος μιας ευρύτερης εικόνας για αυτή τη διαπίστωση.

 

Εξάλλου, αυτό επαναλήφθηκε με τον πιο εμφαντικό τρόπο στη Νικόλα ν. Δημοκρατίας ΑΕ48/15 1.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:C536, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Ταυτόχρονα, ορθά επισημάνθηκε ότι ο δικαστικός λόγος της Ηρακλείδης δεν καθιέρωσε γενική νομική αρχή απαγόρευσης της ανάκλησης οποτεδήποτε προηγείται καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης. Στην υπόθεση Ηρακλείδης είχε διαπιστωθεί μεγάλη καθυστέρηση στην ανάκληση, εφόσον εκεί είχαν παρέλθει 5 χρόνια από τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και 3½ χρόνια από την ημερομηνία που συμφωνήθηκε η αποζημίωση, γεγονός που κρίθηκε ότι έθετε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης εκτός των ορίων της χρηστής διοίκησης».

 

Και παρακάτω:

«Η ουσία των λεχθέντων τόσο στην Ηρακλείδης, όσο και στην Κυριακίδης, δεν είναι τίποτε άλλο από την υποχρέωση της Διοίκησης, σε περίπτωση ανάκλησης, να συμμορφώνεται με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, ώστε να αποφεύγονται αυθαίρετες πράξεις και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης».

 

Ακριβώς, με δεδομένο πως η ανάκληση δυνάμει του ΄Αρθρου 7(1) ασκείται κατά διακριτική ευχέρεια, διέπεται από τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου στη βάση βεβαίως του ΄Αρθρου 54(6) ανωτέρω και της σχετικής νομολογίας.  Εν προκειμένω, δεν έχουν καταδειχθεί τέτοιες περιστάσεις αυθαίρετης ή καταχρηστικής διοίκησης, ώστε να ανατρέπεται με οποιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο καλής πίστης της διοίκησης.   (Βλ. Souleiman v. Republic, (1987)3 C.L.R. 224)

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να ασχοληθεί και αιτιολογήσει δεόντως επί του ισχυρισμού της Εφεσείουσας ότι η Δημοκρατία με τη συμπεριφορά της καταστρατήγησε και το ΄Αρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθότι, επικαλούμενη τη δική της οικονομική αδυναμία να υλοποιήσει το σκοπούμενο έργο, (κάτι που περιλάμβανε και την αποζημίωση της Εφεσείουσας με τη δίκαιη αξία του ακινήτου της), δεν την αποζημίωνε σύμφωνα με το ΄Αρθρο 12 του Νόμου είτε από τις 6.2.2012 (ημερομηνία επιστολής αποδοχής συμβιβασμού εκ μέρους της Εφεσείουσας) είτε στη βάση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 12.10.2012.

 

Συναφής είναι και ο τρίτος λόγος με τον οποίο η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι οι Εφεσίβλητοι δεν δικαιούντο να επικαλούνταν τη δική της οικονομική δυσκολία και να παρέλειπαν συνάμα να καταβάλουν «πάραυτα τοις μετρητοίς  το εξ αποφάσεως χρέος των €4.530,000 πλέον τόκους», με βάση το ΄Αρθρο 12 του Νόμου.

 

Με τον τέταρτο λόγο, η Εφεσείουσα αποδίδει λάθος στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κατέληξε, πως μέσα από τα  ενώπιον του έγγραφα σαφώς προκύπτει η αδυναμία των Εφεσιβλήτων σε προβλεπτό χρονικό διάστημα να χρηματοδοτήσουν το σκοπό για τον οποίο επιθυμούσαν την δι΄ απαλλοτριώσεως απόκτηση της επίδικης γης.

 

Όλοι οι υπόλοιποι λόγοι μπορούν να εξεταστούν σε ενιαίο πλαίσιο.

 

Να τονίσουμε, πως η δυνατότητα μη ύπαρξης ειδικής αιτιολογίας σε σχέση με την ανάκληση θα μπορούσε να ήταν η απλή απάντηση στους λόγους αυτούς, αφού ακριβώς δεν θα χρειαζόταν ειδική αιτιολογία, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα.  (Βλ. Νικόλα, ανωτέρω, όπου αναφέρεται:  «Θα προσθέταμε επίσης, ότι με δεδομένο ότι η ανάκληση της απαλλοτρίωσης «αποκαθιστά», κατά κάποιο τρόπο, το πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας του διοικουμένου, γι΄αυτό η ειδική αυτή ανάκληση προνοείται από το Νόμο χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία»).

 

Θεωρούμε όμως, πως και στην ουσία τους οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να έχουν θετική για την Εφεσείουσα κατάληξη.

 

Η ανάκληση της απαλλοτρίωσης αποδίδει την ακίνητη περιουσία πίσω στο νόμιμο ιδιοκτήτη της.  Πρόκειται για ευμενή πράξη αφού δεν υφίσταται απώλεια ιδιοκτησιακού δικαιώματος.  Μόνο εάν διαγιγνώσκετο αλλότριο κίνητρο ή καταχρηστική συμπεριφορά συναρτώμενη με τις ειδικές περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, θα μπορούσε ο ευμενής χαρακτήρας της πράξης να αντιστραφεί.  Εδώ, κάτι τέτοιο, δεν παρατηρείται.  Ούτε αναφορικά με τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων, ούτε σε επίπεδο της έγγραφης κοινής μαρτυρίας, δεν παρατηρείται οτιδήποτε μεμπτό, εκτός από την οικονομική αδυναμία των Εφεσιβλήτων σε προβλεπτό χρονικό διάστημα να χρηματοδοτήσουν το σκοπό για τον οποίο επιθυμούσαν την δια απαλλοτριώσεως απόκτηση της επίδικης γης.

Ο επίδικος χρόνος (ειδικά τα έτη 2012 και 2013) έχει εξάλλου αναγνωρισθεί ως χρόνος κατά τον οποίον η Κυπριακή Δημοκρατία βίωσε πρωτοφανή οικονομική κρίση.  (Βλ. Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου κ.ά. (2013)3 Α.Α.Δ. 427).

 

Περαιτέρω, είναι ορθή η επισήμανση πως εκ της νομολογίας υφίσταται σύμφυτο δικαίωμα για ανάκληση διοικητικών πράξεων στα πλαίσια καθήκοντος επανεξέτασης εκ μέρους της διοίκησης για ληφθείσα απόφαση, σε περίπτωση που προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απαλλοτρίωσης.  (Βλ. Αυγουστή κ.ά. ν. Υπουργού Εσωτερικών (1993)3 Α.Α.Δ. 496 και Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001)3 Α.Α.Δ. 149, όπου λέχθηκε: «Η νομολογία έχει αναγνωρίσει στη διοίκηση σύμφυτο δικαίωμα για ανάκληση διοικητικών πράξεων. Εφ΄ όσον μάλιστα προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απόφασης το δικαίωμα αυτό κρίθηκε ότι προσλαμβάνει τη μορφή καθήκοντος για επανεξέταση ληφθείσας απόφασης»),

 

Θα προσθέταμε, υιοθετώντας αυτό που ελέχθη στη Flokkas ανωτέρω, ότι «εμμονή της Διοίκησης στην απαλλοτρίωση χωρίς δυνατότητα πραγμάτωσης του σκοπού, θα δημιουργούσε εικόνα μη χρηστής διοίκησης».  Εκ του περισσού, να αναφέρουμε ότι δεν βρίσκουμε καμμιά ομοιότητα με τις περιστάσεις των υποθέσεων του ΕΔΑΔ που η Εφεσείουσα επικαλείται, ιδίως την Βurdov v. Russia (2002) - III38 EHRR 639[4] και  QUFAJ CO. SH.P.K. v. Albania (Application no. 54268/00) Judgment Strasbourg 18 November 2004, Final 30/03/2005[5]).

 

Σε σχέση με τον τέταρτο λόγο να παραθέσουμε το αυτονόητο, ότι δηλαδή η δημόσια ωφέλεια, ως έννοια, δεν μπορεί να μην περιέχει τη δυνατότητα του κράτους να κρίνει, αν είναι σε πραγματική θέση να εκτελέσει ένα έργο.    Δεν συμβαίνει βεβαίως το ίδιο όταν διαγιγνώσκεται πως το κράτος δρα κερδοσκοπικά, οπότε και η επέμβαση του Δικαστηρίου είναι επιβεβλημένη.  Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω και τα όσα σχετικά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι ορθά. 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει και οι λοιποί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι λίγο πριν την επιφύλαξη της απόφασης, ετέθη προβληματισμός από την κα Πιπερή για το θέμα της συνέχισης ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στην Εφεσείουσα ενόψει του ότι - ως ελέχθη - κατά το χρόνο, μετά την ανάκληση, είχε μεσολαβήσει πώληση της επίδικης ακινήτου περιουσίας αλλά και μεταβίβαση της σε τρίτο πρόσωπο σύμφωνα με τον κ.Αραούζο, ο οποίος  θα έθετε με τη σειρά του, εισήγηση για κατάλοιπο ζημιάς.  Ενόψει του ότι δεν είχε ζητηθεί άδεια για γραπτά υπομνήματα ή άλλη ενέργεια διασαφήνισης των γεγονότων ώστε να είχαν έγκαιρα τα θέματα αυτά τεθεί ενώπιον μας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι δεν επέμεναν στις θέσεις τους, για να μην υπάρξει ανάγκη αναβολής.   Εν πάση περιπτώσει, με βάση την πιο πάνω κατάληξη, δεν θα είχε πρακτικό αποτέλεσμα η ενασχόληση μας, με το ως άνω θέμα, ούτε βέβαια με το ζήτημα κατάλοιπου ζημιάς, αφού η πράξη της ανάκλησης κρίθηκε νόμιμη.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.000 υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

                                                                       Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                                       ΣΤ.Χ΄ΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                                       Η.ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.



[1] «7.—(1) Καθ' οιονδήποτε χρόνον ΅ετά την δη΅οσίευσιν γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως και προ της πληρω΅ής ή καταθέσεως της αποζη΅ιώσεως ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νό΅ω, η απαλλοτριούσα αρχή δύναται διά διατάγ΅ατος δη΅οσιευο΅ένου εν τη επισή΅ω εφη΅ερίδι της ∆η΅οκρατίας, ν' ανακαλέση την τοιαύτην γνωστοποίησιν και παν δη΅οσιευθέν σχετικόν διάταγ΅α, είτε γενικώς είτε ειδικώς αναφορικώς προς την εν τούτω αναφερο΅ένην ιδιοκτησίαν ή ΅έρος ιδιοκτησίας· επί τούτω η επο΅ένη της τοιαύτης γνωστοποιήσεως ή διατάγ΅ατος απαλλοτριώσεως διαδικασία ατονεί, και η απαλλοτρίωσις λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γενικώς είτε αναλόγως της περιπτώσεως, αναφορικώς προς την τοιαύτην ειδικήν ιδιοκτησίαν ή ΅έρος ιδιοκτησίας».

 

[2] 51.(4) ∆εν είναι επιτρεπτό διοικητικές πράξεις να αντίκεινται σε παραστάσεις ή πληροφορίες των αρ΅όδιων αρχών ή σε πληροφορίες, τη χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νό΅ος, εφόσον οι παραστάσεις και οι πληροφορίες είναι σύ΅φωνες ΅ε το νό΅ο.

 

[3] 54.(6) Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθ΅ίζεται ειδικά από το νό΅ο.

[4] Στη Burdov, ο αιτητής ρώσος υπήκοος είχε κληθεί να συμμετάσχει σε έργα που αφορούσαν τις συνέπειες της έκρηξης στο Chernobyl με αποτέλεσμα να εκτεθεί σε ραδιενέργεια και να έχει  το δικαίωμα λήψης διαφόρων επιδομάτων.  Ενόψει της μη καταβολής σε αυτόν των επιδομάτων, ο αιτητής προσέφυγε εν τέλει στο ΕΔΑΔ επιτυγχάνοντας στην προσφυγή του.  Σαφώς τα γεγονότα της υπόθεσης δεν έχουν καμία σχέση με την παρούσα υπόθεση.

 

[5] Στη Qufaj, ο αιτητής είχε πρωτογενές δικαίωμα έκδοσης συγκεκριμένης πράξης και εκκαθαρισμένη απαίτηση την οποία αρνείτο να εκτελέσει η διοίκηση.  Στην παρούσα υπόθεση, όπως ήδη αναφέραμε, η απόφαση συσχετίζεται με την απαλλοτρίωση. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο