ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.59/2022)
18 Νοεμβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
NAUTILUS CIRCLE COMPANY LIMITED
(ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΟΝΟΜΑ BALTDRAGA DREDGING WORKS LTD)
Εφεσείουσα,
v.
1. VALERY TIKHONOV
2. SARASOTA CORPORATION
3. TOY ΠΛΟΙΟΥ Μ/V LAMMERT SR, ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΤΟΥ ΒΕLIZE, TΩΡΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ LIMASH, ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Εφεσίβλητων.
.................
Δ. Ιατρίδου (κα), για Α. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Ειρ. Λάμπρου (κα), για Ζάννα Φαχιρίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα για την επανεγγραφή του Εφεσίβλητου 3 πλοίου στο όνομα της Εφεσείουσας, ως της αποκλειστικής ιδιοκτήτριας του και απερρίφθη η αξίωση της για την καταβολή του ποσού των Η.Π.Α.$450.000.
Η Εφεσείουσα είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη με έδρα την Κύπρο και ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Εφεσίβλητου πλοίου. Μοναδικός της μέτοχος είναι ο ΑΒ, Ρωσικής καταγωγής. Από την ίδρυση της Εφεσείουσας μέχρι και τις 14.1.2024 που παραιτήθηκε, μοναδικός διευθυντής της ήταν ο Εφεσίβλητος 1, ο οποίος είχε την αποκλειστική διαχείριση αυτής και το αποκλειστικό δικαίωμα υπογραφής εκ μέρους της. Πριν την παραίτηση του Εφεσίβλητου 1 από διευθυντή της Εφεσείουσας, περί τον Ιούλιο του 2013, το πλοίο έπαυσε να βρίσκεται στην ιδιοκτησία της Εφεσείουσας και ενεγράφη στο όνομα της Εφεσίβλητης 2. Η Εφεσίβλητη 2 ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλοδαπή εταιρεία και ο Εφεσίβλητος 1 διευθυντής αυτής. Κατά τον ίδιο χρόνο το πλοίο διεγράφη από το νηολόγιο της Κυπριακής Δημοκρατίας και ενεγράφη στο νηολόγιο του Μπελίζ.
Με την αγωγή της η Εφεσείουσα αξίωνε εναντίον των Εφεσίβλητων το ποσό των Η.Π.Α.$450.000 ως την αξία του πλοίου, διάταγμα επανεγγραφής του πλοίου στο όνομα της, δήλωση ότι η Εφεσείουσα είναι η μόνη νόμιμη ιδιοκτήτρια του πλοίου και διατάγματα με τα οποία κηρύσσονταν εξ υπαρχής άκυρα τα έγγραφα για τη διαγραφή του πλοίου από το Κυπριακό νηολόγιο και για την εγγραφή του στο νηολόγιο του Μπελίζ στο όνομα της Εφεσίβλητης.
Με την αγωγή της η Εφεσείουσα καταλόγισε στους Εφεσίβλητους τη μεταβίβαση και την εγγραφή του πλοίου στο όνομα της Εφεσίβλητης, ως δόλια και παράνομη. Αποτέλεσε ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι o Εφεσίβλητος εξέφρασε την προθυμία να παραιτηθεί από διευθυντής της. Κατόπιν τελικής συμφωνίας μεταξύ των μερών, ο Εφεσίβλητος υπέβαλε την παραίτηση του και στη θέση του διορίστηκε ο υιός του ΑΒ, VB. Με την παραίτηση του από διευθυντής της, ο Εφεσίβλητος αρνείτο να προβεί σε απαιτούμενες ενέργειες συνεπεία της παραίτησης του, εκτός εάν του καταβάλλονταν τα ημερομίσθια που, κατά τον ίδιο, του αναλογούσαν μέχρι την ημερομηνία παραίτησης του. Σύμφωνα πάντα με την Εφεσείουσα, κατά τη διεξαγωγή έρευνας των βιβλίων της, διεφάνη ότι ο Εφεσίβλητος, με τη συνδρομή της Εφεσίβλητης, κατά τρόπο παράνομο, δόλιο και κατά παράβαση των καθηκόντων εμπιστοσύνης και επιμέλειας, μεταβίβασε και ενέγραψε το πλοίο στο νηολόγιο του Μπελίζ, ακυρώνοντας τη διαγραφή του από το Κυπριακό νηολόγιο, στο όνομα της Εφεσίβλητης, χρησιμοποιώντας πωλητήρια έγγραφα στα οποία είχε πλαστογραφηθεί η υπογραφή του ΑΒ. Η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε πως αυτή πληροφορήθηκε εκ των υστέρων ότι το πλοίο μεταφέρθηκε μαζί με ακόμη ένα πλοίο στην Τουρκία για ανάληψη έργων εκβάθυνσης τα οποία είχε προτείνει η εταιρεία Ancor. Η Εφεσείουσα απαίτησε την επανεγγραφή του πλοίου στο όνομα της, πλην όμως οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 αρνούντο να το πράξουν, μέχρι που η Εφεσείουσα πληροφορήθηκε ότι το πλοίο μεταφέρθηκε στη Βουλγαρία σε τελωνειακή ζώνη, σε άγνωστη κατάσταση και υπό καθεστώς κατακράτησης/δέσμευσης, και τελικώς διεφάνη ότι το πλοίο βρίσκεται σε άγνωστη τοποθεσία και κατάσταση. Ως εκ τούτου, αποτέλεσε ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι η μεταβίβαση και εγγραφή του πλοίου στο όνομα της Εφεσίβλητης ήταν αποτέλεσμα παράνομων, δόλιων και καταχρηστικών πράξεων των Εφεσίβλητων 1 και 2, οι οποίοι είχαν διαπράξει το αστικό αδίκημα της παράνομης κράτησης και ιδιοποίησης του πλοίου.
Οι Εφεσίβλητοι με τη σειρά τους ισχυρίστηκαν ότι ήταν κατόπιν ενημέρωσης και συνεννόησης μεταξύ τους και του ΑΒ που το πλοίο μεταφέρθηκε στην Τουρκία για τη διεξαγωγή εργασιών και μεταβιβάστηκε και ενεγράφη στο όνομα της Εφεσίβλητης, καθότι οι εργασίες σε αυτό μπορούσαν να επιτραπούν μόνο εάν το πλοίο δεν έφερε Κυπριακή σημαία. Αρνήθηκαν ότι τα πωλητήρια έγγραφα είχαν πλαστογραφηθεί και ισχυρίστηκαν ότι όλες οι υπογραφές έγιναν από τον ΑΒ. Τέλος, με την ανταπαίτηση τους αξίωναν την έκδοση διατάγματος επανεγγραφής του πλοίου στο όνομα της Εφεσείουσας με τα έξοδα να επιβαρύνουν αποκλειστικά την ίδια.
Κατά την ακρόαση της αγωγής, κατέθεσαν τρεις μάρτυρες για την Εφεσείουσα, ο ΑΒ, ο VB και η ΑΕ, γραφολόγος. Για τους Εφεσίβλητους κατέθεσε μόνο ο Εφεσίβλητος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ήταν κοινή δικογραφημένη θέση των μερών πως το πλοίο ανήκε ιδιοκτησιακά στην Εφεσείουσα, εξού και ήγειραν ίδια αξίωση για επανεγγραφή του σε αυτή. Επομένως, έκρινε πως μπορούσε να εκδώσει σχετικό διάταγμα. Αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, επεσήμανε ότι η μαρτυρία του ΑΒ δεν ήταν πειστική, ενώ ο VB δεν είχε γνώση των γεγονότων αλλά απέκτησε τέτοια γνώση, μετά την αποχώρηση του Εφεσίβλητου 1 από την Εφεσείουσα, προερχόμενη από διάφορες πληροφορίες και έγγραφα. Σημείωσε ότι το πρόσωπο που ήταν σε θέση να γνωρίζει τα γεγονότα καλύτερα ήταν ο Εφεσίβλητος 1, ο οποίος έδωσε μια καθόλα πειστική εκδοχή. Ως εκ τούτου αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μεταβίβαση του πλοίου έγινε εν γνώσει του ΑΒ. Με δεδομένη την έκδοση διατάγματος για την επανεγγραφή του πλοίου με τα έξοδα να επωμιστεί η Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν μπορούσε συγχρόνως να καταβληθεί και η αξία του και εξέδωσε απόφαση ως ανωτέρω.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με συνολικά οκτώ λόγους έφεσης. Αυτοί αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει όλες τις δικογραφημένες αξιώσεις της και στην κατάληξη του πως δεν μπορούσε να επιδικαστεί και το αιτούμενο χρηματικό ποσό υπέρ της.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τη σειρά που θεωρούμε ευχερέστερη και όχι με τη σειρά που αυτοί καταγράφονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται γενικά ως εσφαλμένη η αξιολόγηση του ΑΒ από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στους λόγους έφεσης 4 και 5, αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα αναφορικά με την αξιοπιστία του ΑΒ. Αυτά αφορούν στο ότι κατά τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 2013 ο ΑΒ πληροφορήθηκε από τον Εφεσίβλητο για τη ναύλωση των δύο πλοίων από την Alcor και ότι ο ΑΒ δεν προέβαλε ένσταση στη διεξαγωγή του έργου με την εμπλοκή των δύο πλοίων.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Στο πλαίσιο αξιολόγησης του ΑΒ, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε αρχικά πως αυτός αναφέρθηκε σε άσχετα με την υπόθεση θέματα «με μοναδικό σκοπό, προφανώς, να πλήξουν την αξιοπιστία της εκδοχής του εναγομένου, αναφορικά με τα διενεργηθέντα το 2013 σε σχέση με το εναγόμενο πλοίο». Αυτά τα θέματα αφορούσαν στο ότι, ενόσω ο Εφεσίβλητος 1 ήταν διευθυντής της Εφεσείουσας, είχε προβεί σε απόδοση στον εαυτό του διπλάσιου ποσού από αυτό που δικαιούτο και σε υπεξαίρεση χρημάτων, περιουσία της Εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως για αυτές τις διαφορές είχε καταχωριστεί ξεχωριστή αγωγή εναντίον του Εφεσίβλητου, όπως άλλωστε αναφέρεται και στο δικόγραφο της Εφεσείουσας. Επομένως, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τελικώς ο ΑΒ «τοποθέτησε τα πράγματα στην ορθή τους θέση» εφόσον δήλωσε πως αυτές οι διαφορές δεν ήταν επίδικο θέμα και πως τις παρέθεσε για να καταδείξει τον τρόπο συμπεριφοράς και ενεργειών του Εφεσίβλητου. Από τη στιγμή που εκκρεμούσε άλλη αγωγή και οι εν λόγω ενέργειες δεν ήταν επίδικο θέμα αλλά αντικείμενο άλλης αγωγής, ασφαλώς και δεν αποτελούσαν σχετικό με την υπό κρίση αγωγή ζήτημα. Δεν διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε βαρύτητα σε αυτούς ισχυρισμούς του ΑΒ για σκοπούς αξιολόγησης του, όπως εισηγείται η Εφεσείουσα.
Το σημαντικό και καθοριστικό στοιχείο για την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του ΑΒ ήταν η μαρτυρία του αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα, ήτοι τις εργασίες στην Τουρκία, την ανάθεση αυτών στο Εφεσίβλητο και το άλλο πλοίο και τη γνώση της Εφεσείουσας (μέσω του ΑΒ) περί τούτων.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε με σαφήνεια τη μαρτυρία του ΑΒ και ακολούθως ασχολήθηκε με την αξιολόγηση αυτής, επισημαίνοντας, ορθά, πως τελικώς διεφάνη όχι μόνο η γνώση του ΑΒ για το όλο ζήτημα, αλλά και η συγκατάθεση του για τη διενέργεια των εργασιών εκβάθυνσης από το Εφεσίβλητο πλοίο.
Όπως ορθά καταγράφεται στην απόφαση, η μαρτυρία του ΑΒ ήταν πως περί την άνοιξη του 2013 ο Εφεσίβλητος τον πληροφόρησε για ένα έργο βυθοκόρησης το οποίο θα αναλάμβανε η Εφεσείουσα στο Τουρκμενιστάν, διά του Εφεσίβλητου πλοίου και του άλλου πλοίου. Περί τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 2013 ο Εφεσίβλητος του εισηγήθηκε όπως τα δύο πλοία μεταφερθούν στην Κασπία θάλασσα, μέσω Τουρκίας όπου θα παρέμεναν εκεί μέχρι την έναρξη των εργασιών και όπως η ρυμούλκηση τους γίνει από την Τουρκική συμφερόντων εταιρεία Alcor, διευθυντής της οποίας ήταν κάποιος Kemal. Ο ΑΒ ανέφερε επίσης ότι είδε αυτό το γεγονός θετικά. Ακολούθως ισχυρίστηκε πως ουδέποτε είχε ενημερωθεί για την ανάληψη των εργασιών εκβάθυνσης από την Εφεσείουσα και ότι εάν γνώριζε κάτι τέτοιο, δεν θα τις ενέκρινε λόγω της προηγούμενης κακής εμπειρίας που είχε με την Alcor και τον διευθυντή της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντιλήφθηκε και κατέγραψε την εν λόγω μαρτυρία, και ειδικότερα ότι ο ΑΒ αναφέρθηκε στις εργασίες εκβάθυνσης και την ανάληψη αυτών από την Εφεσείουσα. Από το σύνολο της μαρτυρίας του δεν προκύπτει πως αυτός είχε περιοριστεί στις εργασίας ρυμούλκησης μόνο, παρά το ότι ακολούθως δήλωσε πως δεν γνώριζε για τις εργασίες εκβάθυνσης.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως εντοπίζεται μια αντίφαση στις θέσεις της Εφεσείουσας για αυτό το ζήτημα. Ενώ στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης προβάλλεται πως ο ΑΒ ουδέποτε κατέθεσε ότι γνώριζε για τη ναύλωση των δύο πλοίων στην Alcor και ή την ανάληψη οποιουδήποτε έργου βυθοσκόπησης στην Τουρκία, στην αιτιολογία του όγδοου λόγου έφεσης (που αφορά στην αξιολόγηση του Εφεσίβλητου) αναφέρεται ότι αποτελεί «παραδεκτό ή έστω μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι το Εναγόμενο Πλοίο μαζί με το πλοίο .. θα αναλάμβαναν εργασίες εκβάθυνσης στο Τουρκμενιστάν και προς το σκοπό αυτό θα μεταφέρονταν και τα δύο ταυτόχρονα από την εταιρεία Alcor στο Τουρκμενιστάν μέσω Τουρκίας. Για το ζήτημα αυτό, ο Εναγόμενος 1 και ο ΑΒ συνομίλησαν περί τις αρχές Ιουλίου 2013». Με αυτή την τοποθέτηση, ουσιαστικά η Εφεσείουσα αποδέχεται τα λεγόμενα του ΑΒ και τα βασιζόμενα σε αυτά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση του μάρτυρος, σημείωσε ότι είναι ο ίδιος ο ΑΒ που αναφέρθηκε στις εργασίες αυτές, δηλώνοντας μάλιστα πως γνώριζε ότι για να γίνουν τέτοιες εργασίες στην Τουρκία, τα πλοία έπρεπε να ναυλώνονταν σε τουρκικών συμφερόντων εταιρεία, το οποίο και έγινε εφόσον ναυλώθηκαν στην Alcor. Επίσης, ήταν καθόλα εύλογο και δικαιολογημένο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην πειστεί από την εκδοχή του ΑΒ, σημειώνοντας εύστοχα πως ενώ από τη μια ο ΑΒ δήλωσε ότι δεν θα συνεργαζόταν με την Alcor, εντούτοις σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι τον Φεβρουάριο του 2014 και μετά την αποχώρηση του Εφεσίβλητου 1 από την Εφεσείουσα, σε κατ' ιδίαν συνάντηση του με τον διευθυντή της Alcor, τον Kemal, ενέκρινε τη διεξαγωγή του έργου στην Τουρκία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με ακόμα μια πτυχή της μαρτυρίας του. Αυτή αφορούσε στη θέση του ΑΒ πως στην ίδια συνάντηση τους ο Kemal τον πληροφόρησε ότι τα δύο πλοία, ενώ βρίσκονταν στην Τουρκία, ήταν σε αμφίβολη τοποθεσία ή κατάσταση και ότι για την επανεγγραφή του πλοίου στην Εφεσείουσα, θα έπρεπε να είχε καταβληθεί το ποσό των €80.000 για τη μεταφορά του από το Μαρόκο στην Τουρκία, ως δασμοί και λιμενικά τέλη για όσο χρόνο βρισκόταν εκεί. Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως εκείνο που διεφάνη να ενοχλούσε τον ΑΒ ήταν το ότι «εκκρεμούσαν συγκεκριμένες οφειλές προς την Alcor ύψους €80.000 οι οποίες φαίνεται να είχαν προκύψει, μεταξύ άλλων, από τη μεταφορά των δύο πλοίων από το Μαρόκο στην Τουρκία, όχι, κατ' ανάγκη, για να αναλάμβανε η [Εφεσείουσα] το έργο βυθοσκόπησης στη χώρα εκείνη, αλλά προκειμένου αυτά να μεταφέρονταν, στη συνέχεια, στην Κασπία θάλασσα, όπου θα αναλάμβαναν παρόμοιο έργο στο Τουρκεμινστάν». Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην εντύπωση που έδωσε ο ΑΒ, ότι ήταν δυσαρεστημένος για το γεγονός πως, κατά τη δική του αντίληψη, το πλοίο δεν ήταν σε καλή κατάσταση, όταν βρισκόταν στην Τουρκία, ενώ πληροφορίες το έφεραν να είχε μετακινηθεί στη Βουλγαρία.
Με βάση τα πιο πάνω, διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε και αξιολόγησε τη σχετική επί τούτου μαρτυρία του ΑΒ στην ορθή της διάσταση και βάση. Ασχολήθηκε με κάθε πτυχή αυτής, προβαίνοντας σε εύλογα συμπεράσματα τα οποία έβρισκαν έρεισμα στην ίδια τη μαρτυρία του ΑΒ. Επομένως, δεν συντρέχει λόγος για την παρέμβαση μας στην αξιολόγηση του ΑΒ, είτε στο σύνολο της είτε αναφορικά με τα συμπεράσματα στα οποία γίνεται ειδική αναφορά στους λόγους έφεσης 4 και 5.
Οι λόγοι έφεσης 3-5 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση του Εφεσίβλητου 1. Έχει ήδη λεχθεί ότι η αιτιολογία αυτού του λόγου αντιφάσκει με την αιτιολογία του λόγου έφεσης 3, αναφορικά με τις εργασίες που ανέλαβε η Εφεσείουσα και τη γνώση της για την εμπλοκή της Alcor σε αυτές.
Στην αιτιολογία του ίδιου λόγου, γίνεται αναφορά σε παραδοχή του Εφεσίβλητου ότι πλαστογράφησε την υπογραφή του ΑΒ στα πωλητήρια έγγραφα. Αυτό δεν βρίσκει έρεισμα στην ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία. Ο Εφεσίβλητος δήλωσε πως τα έγγραφα δεν φέρουν την υπογραφή του ΑΒ αλλά τη δική του, κατόπιν οδηγιών του ΑΒ να υπογράψει αυτός εκ μέρους του. Με αυτή την έννοια, αυτή η τοποθέτηση του Εφεσίβλητου δεν συγκρούεται με τη δικογραφημένη θέση του ότι τα έγγραφα υπεγράφησαν από τον ΑΒ, εφόσον διευκρίνισε ότι αυτός υπέγραψε εκ μέρους του. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό πλαστογραφίας και η μαρτυρία της ΜΕ3, γραφολόγου, τελικώς κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είχαν σημασία στα γεγονότα, καθότι αφενός ο ΑΒ ουδόλως αναφέρθηκε σε πλαστογραφημένη υπογραφή του στα έγγραφα και αφετέρου ο Εφεσίβλητος δέχθηκε ότι η υπογραφή δεν ετέθη από τον ΑΒ και εξήγησε τις συνθήκες υπογραφής τους από τον ίδιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου ως καθόλα πειστική, σημειώνοντας ότι «συνάδει με τις απαιτήσεις των τουρκικών αρχών, τις οποίες ο ΑΒ δήλωσε ότι γνώριζε ότι έπρεπε να ικανοποιηθούν, προκειμένου η ενάγουσα εταιρεία να επωφελείτο του συγκεκριμένου έργου στην Τουρκία, διά των εν λόγω πλοίων». Διαπιστώνουμε ότι και για αυτόν τον μάρτυρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε ορθά τη μαρτυρία του, κατέληξε ορθά και εύλογα στο συμπέρασμα του. Η μαρτυρία του ουσιαστικά επιβεβαίωνε τα γεγονότα, όπως αυτά είχαν λεχθεί και από τον ΑΒ. Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Εφεσίβλητος επιβεβαίωσε την κινητοποίηση των πλοίων από το Μαρόκο με προορισμό την Κασπία θάλασσα, προς ανάληψη του έργου βυθοκόρησης στο Τουρκμεντιστάν και την ανάθεση της μεταφοράς τους στην Alcor. Επιβεβαίωσε επίσης την ανάγκη για παραμονή τους στην Τουρκία με την καταβολή μικρότερων τελών και ότι ενόσω τα δύο πλοία βρίσκονταν στην Τουρκία, αυτός ενεργώντας εκ μέρους της Εφεσείουσας ανέλαβε τη διεξαγωγή εκεί συγκεκριμένου έργου βυθοκόρησης με την Alcor. Επιβεβαίωσε ότι για να γίνει αυτό, το πλοίο έπρεπε να εγγραφεί σε μη κυπριακή εταιρεία, εξού και έλαβε την έγκριση του ΑΒ και η μεταβίβαση στην Εφεσίβλητη έγινε μέσω δικηγορικού γραφείου.
Η συλλογιστική των ερωτημάτων τα οποία η Εφεσείουσα θεωρεί ότι εύλογα προκύπτουν και παραμένουν αναπάντητα από το σύνολο της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου 1, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τέτοια είναι το γιατί δεν επιλέγηκε η εγγραφή του πλοίου σε νέα εταιρεία επ' ονόματι του ιδιοκτήτη της Εφεσείουσας και γιατί ο ΑΒ να έδινε εντολές στον Εφεσίβλητο 1 για υπογραφή των πωλητηρίων σε διαφορετικούς χρόνους και όχι στον VB ο οποίος βρισκόταν στην ίδια πόλη όπου είχαν ετοιμαστεί τα έγγραφα. Αυτά αφορούν μια θεωρητική διεργασία η οποία δεν αποτελεί το απότοκο της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου και, εν πάση περιπτώσει, συμφωνούσε με τα όσα είχε περιγράψει ο ΑΒ. Κάποια μάλιστα από αυτά τέθηκαν στον Εφεσίβλητο ο οποίος έδωσε τις δικές του απαντήσεις.
Στο πλαίσιο αυτών των ερωτήσεων, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ήταν η δικογραφημένη θέση των Εφεσίβλητων ότι η Εφεσίβλητη 2 ήταν εταιρεία συμφερόντων της Εφεσείουσας ενώ ο Εφεσίβλητος 1 κατά τη μαρτυρία του δέχθηκε ότι αυτή ήταν συμφερόντων του ιδίου. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στη δοθείσα μαρτυρία. Ο Εφεσίβλητος 1 επανέλαβε τη δικογραφημένη θέση ότι η Εφεσίβλητη 2 ενεγράφη στο όνομα του αλλά ήταν συμφερόντων της Εφεσείουσας και ότι κατά τον χρόνο της μαρτυρίας του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανήκε στον ίδιο.
Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί, το Εφετείο επεμβαίνει σε σπάνιες περιπτώσεις στην αξιολόγηση των μαρτύρων. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε ή ερμήνευσε λανθασμένα ή αυθαίρετα την ενώπιον του μαρτυρία, ούτε και ότι έλαβε υπόψη μαρτυρία η οποία δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα.
Επομένως και ο όγδοος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, προσβάλλεται η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει όλες τις δικογραφημένες βάσεις αγωγής.
Στον μεν πρώτο λόγο γίνεται ειδική αναφορά στο αστικό αδίκημα της παράνομης κράτησης και ή ιδιοποίησης του πλοίου και στον δεύτερο σε παράνομες, δόλιες, καταχρηστικές και αντικανονικές ενέργειες και σε ενέργειες κατά παράβαση των νόμιμων καθηκόντων και του καθήκοντος εμπιστοσύνης, δέουσας επιμέλειας και δεξιότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως παραγνώρισε όλες τις βάσεις αγωγής οι οποίες περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο της Εφεσείουσας. Αντιθέτως, επιμελώς και με προσοχή ανέφερε ότι ουδεμία μαρτυρία δεν είχε προσκομιστεί από τον ΑΒ για δόλο και ή παρανομία εκ μέρους του Εφεσίβλητου. Επομένως, ορθώς έκρινε ότι η απαίτηση της Εφεσείουσας ουσιαστικά περιοριζόταν σε κατ' ισχυρισμό μη εξουσιοδοτημένες πράξεις και ή ενέργειες, οι οποίες, με βάση τα ευρήματα του, δεν είχαν αποδειχθεί.
Περαιτέρω, αξίζει να λεχθεί ότι με την κατάληξη του ως προς την απόδοση της θεραπείας για επανεγγραφή του πλοίου στην Εφεσείουσα και την απόρριψη της χρηματικής απαίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ήταν αχρείαστο να ασχοληθεί με τις υπόλοιπες θεραπείες. Και τούτο είναι πλήρως δικαιολογημένο.
Μέσα από το δικόγραφο της Εφεσείουσας, προβάλλεται ισχυρισμός ότι η μεταβίβαση και εγγραφή του πλοίου ήταν αποτέλεσμα παράνομων, δόλιων, καταχρηστικών και ή μη εξουσιοδοτημένων πράξεων. Στην αμέσως επόμενη παράγραφο προβάλλεται περαιτέρω ισχυρισμός ότι οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 υπέπεσαν στο αστικό αδίκημα της παράνομης κράτησης και ή ιδιοποίησης του πλοίου, αποδίδοντας βασικά τέτοια ενέργεια σε σχέση με τη μεταβίβαση και εγγραφή του πλοίου και όχι σε σχέση με άλλο χρόνο ή ενέργεια. Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ενόψει των ευρημάτων του αυτά δεν μπορούσαν να εξεταστούν. Η θέση της Εφεσείουσας ότι η απαίτηση της καλύπτει την περίοδο από το αίτημα επιστροφής του πλοίου μέχρι και τη μεταβίβαση, ουδόλως καλύπτεται από το δικόγραφο και, επομένως, δεν μπορούσε να αποτελέσει επίδικο θέμα και να τύχει εξέτασης.
Ούτε και η κατ' ισχυρισμό παράβαση καθήκοντος ή εμπιστοσύνης αποτελεί επίδικο θέμα, ως προβάλλει η Εφεσείουσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Ουδόλως προβάλλεται ισχυρισμός περί παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος διευθυντή, ούτε και υπάρχει τέτοια αξίωση. Η θέση στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης πως ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση, κατά την αποχώρηση του από την Εφεσείουσα, να παραδώσει στον VB όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και να τον ενημερώσει με κάθε λεπτομέρεια για την κατάσταση αυτών, δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο και, επομένως, εκφεύγει των επίδικων θεμάτων. Αντιθέτως εκείνο που δικογραφείται είναι ότι, ενώ αρχικά ο Εφεσίβλητος έθετε όρο για την παράδοση των εγγράφων και ενημέρωση προς την Εφεσείουσα και για την παράδοση της επιστολής παραίτησης, και υπήρξαν διαφωνίες μεταξύ των μερών, εντούτοις σε νέα συνάντηση τους ο Εφεσίβλητος υπέβαλε την παραίτηση του. Δεν γίνεται αναφορά σε ζημιές, ούτε και υπάρχει τέτοια αξίωση, όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.
Οι λόγοι έφεσης 6 και 7 είναι συναφείς. Με τον λόγο έφεσης 6 αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είναι νομικά εφικτό το πλοίο να επανεγγραφεί στην Εφεσείουσα και συγχρόνως να της καταβληθεί η αξία του. Με τον έβδομο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν προβάλλεται απαίτηση για τυχόν ζημιές που η Εφεσείουσα έχει υποστεί, συνεπεία της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει στο πλοίο κατά την περίοδο που αυτό ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της Εφεσίβλητης.
Η Εφεσείουσα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξισώνει την κατοχή του τίτλου με την κατοχή και απόλαυση του πλοίου, το οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΑΒ, έχει ουσιαστικά απωλεσθεί. Επομένως, οι Εφεσίβλητοι είναι υπεύθυνοι να αποκαταστήσουν τη ζημιά για την απώλεια του που είναι το ύψος της αξίας του.
Διαφεύγει την προσοχή της Εφεσείουσας ότι το διάταγμα για επανεγγραφή του πλοίου σε αυτή δεν συνεπάγετο μόνο τη μεταφορά ενός τίτλου στο όνομα της. Ουσιαστικά το διάταγμα αφορά στη μεταβίβαση και εγγραφή του πλοίου στο όνομα της ούτως ώστε η Εφεσείουσα να είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια του και να το κατέχει, απολαμβάνει ή διαθέτει όπως η ίδια επιθυμεί. Εξού και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι δεν θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα εγγραφής του πλοίου στην Εφεσείουσα, η οποία θα το καρπωνόταν και ταυτόχρονα να επιδικαζόταν το ποσό της αξίας του πλοίου ωσάν αυτό να έχει απωλεσθεί. Τέτοια μαρτυρία για ζημιά, απώλεια ή καταστροφή του πλοίου, ενόσω ήταν εγγεγραμμένο στην Εφεσίβλητη, η οποία μάλιστα να είχε κριθεί αξιόπιστη, ελλείπει παντελώς. Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του μόνο τη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη μαρτυρία του ΑΒ περί της τοποθεσίας και κατάστασης του πλοίου, καθιστώντας αδύνατο για το Δικαστήριο να προβεί σε εύρημα περί της απώλειας ή μη καλής και χρησιμοποιήσιμης κατάστασης του.
Επομένως, και οι λόγοι έφεσης 6 και 7 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Για όλους τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης κρίνονται ανεδαφικοί.
Η Έφεση απορρίπτεται.
€5.000 έξοδα Έφεσης επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/κβπ