ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ  

(Αρ. Αίτησης 31/2024)

 

 22 Νοεμβρίου, 2024

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΗΛΙΑΔΗ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΗΣ 332/2018, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/07/2024

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση

ν.

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΗΛΙΑΔΗ  

Εφεσίβλητου/Αιτητή

.......

Παναγιώτης Κλεοβούλου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή. 

Μ. Β. Ιωάννου, για Μιχάλης Β. Ιωάννου, Έλενα Ιωάννου, Άνθια Ιωάννου, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο «νομικών θεμάτων» τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024, Ν.33/1964.

Η Καθ'  ης η Αίτηση καταχώρισε ένσταση στη βάση του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Ειδικότερα οι λόγοι που υποστηρίζουν την ένσταση είναι πως ο Αιτητής δεν εγείρει νομικά θέματα, εγείρει ζητήματα τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας και συνακόλουθα της έφεσης και δεν συνδέει τα κατ'  ισχυρισμό νομικά θέματα με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964.

Ο Αιτητής ήγειρε αγωγή εναντίον της Καθ' ης και του συζύγου της, ΣΧ, αξιώνοντας αποζημιώσεις για ζημιές που κατ' ισχυρισμό υπέστη λόγω παράβασης σύμβασης ενοικίασης ενός καταστήματος ιδιοκτησίας της Καθ'  ης και του συζύγου της στο οποίο ο Αιτητής διατηρούσε επιχείρηση ταχυφαγείου. Ο Αιτητής ισχυριζόταν πως πριν την έγερση της αγωγής είχε μεταβιβάσει και εγγράψει για φορολογικούς λόγους την επιχείρηση του ταχυφαγείου στη σύζυγο του, ως καταπιστευματοδόχου. Στην υπεράσπιση τους η Καθ'  ης και ο σύζυγος της αμφισβήτησαν την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος από τον Αιτητή στη βάση του ότι με τη μεταβίβαση και εγγραφή της επιχείρησης στη σύζυγο του, δεν υπήρχε πλέον σχέση ενοικιαστή-ιδιοκτήτη μεταξύ του Αιτητή και των εκεί εναγομένων.

          Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και προέβη στα ευρήματα του. Κατέληξε ότι η εγγραφή της επιχείρησης στη σύζυγο του Αιτητή έγινε μόνο για φορολογικούς σκοπούς και δεν συνιστούσε μεταβίβαση της επιχείρησης και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή. Έκρινε ότι ο Αιτητής κατάφερε να αποδείξει την υπόθεση του εναντίον της Καθ'  ης και όχι του συζύγου της και εξέδωσε απόφαση υπέρ του Αιτητή και εναντίον της Καθ'  ης για το ποσό των €10.913 και απέρριψε την αγωγή εναντίον του συζύγου της.

          Η Καθ'  ης καταχώρισε την Έφεση υπ'  αρ. 332/2018 εναντίον της εν λόγω απόφασης. Το Εφετείο εξέδωσε απόφαση στις 4.7.2024, με την οποία έκρινε δύο από τους οκτώ λόγους έφεσης βάσιμους, δηλαδή ότι ήταν «ακροσφαλές και λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης ταχυφαγείου και ότι ως εκ τούτου υπέστη ζημιά για την οποία του απέδωσε αποζημιώσεις». Έτσι η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε. Σημειώνεται ότι ενόψει της μαρτυρίας του Αιτητή ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως υπάλληλος στα Δημόσια Έργα, το Εφετείο έκρινε πως εγειρόταν ζήτημα πιθανής διάπραξης πειθαρχικού και ή ποινικού αδικήματος και έδωσε οδηγίες για αποστολή των πρακτικών στον Γενικό Εισαγγελέα.  

Το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964 προνοεί ότι άδεια δίδεται νοουμένου ότι η αίτηση αφορά σε νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου «τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ' αυτού ενασκούμενη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία».

Η πρώτη επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.

          Το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/64 δεν απαιτεί μόνο την ύπαρξη νομικού θέματος προς εκδίκαση σε τρίτο βαθμό αλλά όπως αυτό το νομικό θέμα αφορά τη διαφοροποίηση της νομολογίας ή την ανάγκη ορθής ερμηνείας νόμου ή κανονισμού ή είναι μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή αφορά ζήτημα συνοχής του δικαίου όπου υπάρχουν συγκρουόμενες ή αντιφατικές αποφάσεις. Επομένως, το εν λόγω άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα παροχής άδειας για εκδίκαση σε τρίτο βαθμό νομικών ζητημάτων που σαφώς χρήζουν είτε νέας ερμηνείας κατ' απόκλιση από την υπάρχουσα νομολογία, είτε ορθής ερμηνείας όπου η μέχρι στιγμής ερμηνεία δεν είναι σαφής, είτε σαφήνειας όπου υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις του Εφετείου, είτε αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος. Χρήσιμη καθοδήγηση επί της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου προσφέρει η απόφαση στην υπόθεση Artio Designs Ltd v. Stephen Van Zupthen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30.1.2024.

          Τόσο στην προαναφερόμενη απόφαση όσο και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Νίκου Εγγλέζου κ.ά, Αρ. Αίτησης 12/2024, ημερ. 9.7.2024, επισημαίνεται ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις θα πρέπει να διατυπώνεται με κάθε σαφήνεια αμιγώς νομικό θέμα, ούτως ώστε η απάντηση του να αφορά όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του θέματος.

Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων η οποία επισυνάπτεται στην υπό κρίση Αίτηση για άδεια περιλαμβάνονται έξι «νομικά θέματα» τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία.

Το πρώτο «νομικό θέμα» αφορά στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε τη μαρτυρία του ΜΕ2 ως ανεπίτρεπτη, εφαρμόζοντας λανθασμένα την απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του A.G. κ.ά, Πολ. Αιτήσεις Αρ. 178/2022-182/2022, ημερ. 12.1.2013.  

Ο ΜΕ 2 ήταν λογιστής ο οποίος έδωσε μαρτυρία για τις συνθήκες μεταβίβασης και εγγραφής της επιχείρησης στη σύζυγο του Αιτητή και για τον τρόπο υπολογισμού και το ύψος της κατ'  ισχυρισμό ζημιάς την οποία υπέστη ο Αιτητής. Το Εφετείο, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι δεν είναι επιτρεπτή η μαρτυρία ειδικού ως προς το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας της επιχείρησης, παραπέμποντας στην προαναφερόμενη απόφαση.

Βασικά, ο Αιτητής εκφράζει τη διαφωνία του με τον τρόπο αξιολόγησης και αντιμετώπισης της μαρτυρίας του ΜΕ2, κάτι το οποίο δεν αποτελεί νομικό ζήτημα, αλλά προσπάθεια επανεξέτασης της μαρτυρίας του ΜΕ2 σε τρίτο βαθμό. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση αυτής της νέας του δικαιοδοσίας, δεν εκδικάζει εκ νέου τους λόγους έφεσης λόγω της διαφωνίας του αιτητή με την απόφαση του Εφετείου. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3.6.2024, στην οποία λέχθηκε πως «η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσω μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης».

Η κατ'  ισχυρισμό λανθασμένη εφαρμογή της αρχής που αναφέρεται στην προαναφερόμενη υπόθεση δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε των κατηγοριών για τις οποίες δύναται να χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ).

Το δεύτερο «νομικό θέμα» αφορά στο ότι εσφαλμένα το Eφετείο παραγνώρισε το νομικό καθεστώς που διέπει την οικογενειακή περιουσία και δεν ερμήνευσε ορθά τη σχετική νομοθεσία, κρίνοντας ότι η επίδικη επιχείρηση δεν ενέπιπτε εντός του νομικού πλαισίου της οικογενειακής επιχείρησης.

Το Εφετείο ουδόλως ασχολήθηκε με τέτοιο ζήτημα, επομένως αυτό δεν προκύπτει από την απόφαση του.

Το τρίτο «νομικό θέμα» αφορά στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα αποφάνθηκε πως η μαρτυρία του ΜΕ2 δεν συνάδει με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς.

Είναι προφανές ότι το εν λόγω «νομικό θέμα» αφορά την αξιολόγηση μαρτυρίας και, ως τέτοιο, δεν αποτελεί νομικό θέμα. Ο Αιτητής βασικά εκφράζει και πάλι τη διαφωνία του με τον τρόπο αξιολόγησης, επιδιώκοντας την εκ νέου εξέταση του ζητήματος, κάτι το οποίο δεν αποτελεί το αντικείμενο αυτής της διαδικασίας. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Κλεοβούλου (ανωτέρω), καθώς επίσης στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση των Θεοδόση Σάββα κ.ά., Αίτηση Αρ. 8/2024, ημερ.8.7.2024 και Αναφορικά με την Αίτηση του Arthur Petrov, Αίτηση Αρ.18/2024, ημερ.15.7.2024.

Με το τέταρτο «νομικό θέμα» εγείρεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα αξιολόγησε και ερμήνευσε τις σχετικές πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου.

Το Εφετείο, στην απόφαση του, παρέπεμψε στον περί Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000 έως (Αρ.5) του 2010 και στους σχετικούς Κανονισμούς, καταλήγοντας ότι δεν νοείται τυπική εγγραφή στο όνομα ενός ιδιοκτήτη για σκοπούς Φ.Π.Α. και μόνο και άλλου προσώπου για άλλους σκοπούς, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Επαναλαμβάνουμε ότι η διαφωνία του Αιτητή με την ερμηνεία της νομοθεσίας δεν δημιουργεί νομικό θέμα προς επίλυση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Δεν εγείρεται ασάφεια ή οποιαδήποτε ερώτημα αναφορικά με την ερμηνεία του νόμου, παρά μόνο η κατ'  ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία από το Εφετείο. Επομένως, και εδώ επιζητείται η επανεκδίκαση αυτού του θέματος από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το πέμπτο «νομικό θέμα» αφορά στο ότι το Εφετείο, καθ'  υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, απεφάνθη ότι η επίδικη επιχείρηση ενεγράφη για σκοπούς Φ.Π.Α. στο όνομα της συζύγου του Αιτητή «προς παραπλάνηση των αρχών».

Το ζήτημα υπέρβασης δικαιοδοσίας και πάλι δεν αποτελεί νομικό θέμα και δεν εμπίπτει εντός των ζητημάτων στα οποία γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 9(3)(γ) και τα οποία δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αίτησης δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

Το έκτο «νομικό θέμα» αφορά στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε τον Αιτητή ως δημόσιο υπάλληλο καθότι λανθασμένα ερμήνευσε τη νομοθεσία ενώ, στην πραγματικότητα, εργαζόταν ως ωρομίσθιος υπάλληλος και δεν θεωρείται δημόσιος υπάλληλος δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας. Αναφέρεται, επίσης, ότι το Εφετείο εξέφρασε «παρεμπίπτουσα κρίση επί του εν λόγω θέματος το οποίο άπτεται ζητήματος διοικητικού δικαίου και δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του», συνεπώς ενήργησε καθ'  υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.

Κατ'  αρχάς το Εφετείο ουδόλως προέβη σε εύρημα ότι ο Αιτητής ήταν δημόσιος υπάλληλος. Αντιθέτως, στο τέλος της απόφασης και μετά την κατάληξη του για τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και έκδοσης διαταγής για τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και της έφεσης, αναφέρθηκε, ως σημείωση, αυτολεξεί στη μαρτυρία του Αιτητή για το θέμα, χωρίς όμως να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα. Μάλιστα, το Εφετείο ήταν σαφές ότι τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε πρωτόδικα και ότι επειδή «φαίνεται να ήταν δημόσιος υπάλληλος» και περιήλθε εις γνώση του αυτή η μαρτυρία, θεώρησε ορθό να αποσταλούν τα πρακτικά στον Γενικό Εισαγγελέα.

Επομένως, τέτοιο ζήτημα δεν προκύπτει από την απόφαση και σαφώς δεν αποτελεί νομικό ζήτημα, όπως ούτε και ο ισχυρισμός για υπέρβαση δικαιοδοσίας αποτελεί τέτοιο. 

Τέλος, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι κανένα από τα πιο πάνω θέματα συναρτήθηκε με μια από τις περιοριστικά καθορισμένες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο για σκοπούς  χορήγησης άδειας. Έχει υποδειχθεί σε προηγούμενες αποφάσεις επί του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/64, πως το εν λόγω άρθρο απαιτεί όπως στην έκθεση νομικών θεμάτων περιέχεται ξεχωριστά κάθε νομικό ζήτημα το οποίο χρήζει επίλυσης τόσο για σκοπούς της υπό κρίση περίπτωσης όσο και για γενικότερη καθοδήγηση αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, είτε αφορά ερμηνεία είτε αφορά σε διασαφήνιση αντικρουόμενης υφιστάμενης νομολογίας του Εφετείου είτε αφορά σε ζήτημα δημόσιου συμφέροντος ή σημασίας.

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση της Αίτησης.

Η Αίτηση απορρίπτεται.

Τα έξοδα της Αίτησης εκ €1.500 επιδικάζονται υπέρ της Καθ' ης η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

         

 

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

                                                    Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                     Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο