ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

 

(Αίτηση Αρ. 29/2024)

 

 

14 Νοεμβρίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (Α.Δ.Τ.[   ])

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 274/2018, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/07/2024 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

 

Αιτητή/Εφεσείοντα στο Εφετείο,

 

ΚΑΙ

 

    1. TORGUT YASHAR, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ

        ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΤΖΑΒΙΤ

    2. DURIYE DJAVIT HJIMELVIT, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ

    3. ΚΗΔΕΜΟΝΑ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

    4. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

 

Καθ'ων η Αίτηση/Εφεσίβλητων στο Εφετείο.

 

 

 

Δρ. Α. Ποιητής για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή/Εφεσείοντα.

 

Καμία εμφάνιση για τον Καθ'ου η Αίτηση/Εφεσίβλητο 1.

 

Δ. Κακουλλής, για την Καθ'ης η Αίτηση/Εφεσίβλητη 2.

 

Ε. Φλωρέντζου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η Αίτηση/Εφεσίβλητους 3 και 4.

 

_________________________________________________________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί  από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

_________________________________________________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής, Εφεσείων στην αναφερόμενη στον τίτλο Πολιτική Έφεση αρ. 274/2018, στην οποία εκδόθηκε Απόφαση από το Εφετείο στις 19/7/2024, καταχώρισε την υπό κρίση Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιζητώντας άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (3) του 2023 (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Η πιο πάνω Απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης που καταχωρήθηκε εκ μέρους των Εναγόμενων 3 και 4 για παράταση χρόνου καταχώρισης Αντέφεσης.

 

Για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης της επίδικης Αίτησης και των όσων έπονται, κρίνεται αναγκαία η παράθεση των όσων προηγήθηκαν της πιο πάνω Αίτησης ενώπιον του Εφετείου, όπως αποτυπώνονται στην Απόφασή του.

 

Αντικείμενο της διαφοράς των διαδίκων είναι αγοραπωλητήριο έγγραφο, το οποίο υπογράφηκε το 2002 μεταξύ του Αιτητή/Εφεσείοντα και των Εναγόμενων 1 και 2/Εφεσίβλητων 1 και 2 για αγορά συγκεκριμένης περιουσίας στα Κούκλια της Επαρχίας Πάφου έναντι του ποσού των               Λ.Κ. 20.000, ως ήταν τότε. Το 2006 ο Εφεσείων κάλεσε τους Εναγόμενους 1 και 2/Εφεσίβλητους 1 και 2 να ολοκληρώσουν την πράξη και να μεταβιβάσουν επ' ονόματι του το ακίνητο, δεν υπήρξε ανταπόκριση από πλευράς τους, γεγονός που οδήγησε τον Εφεσείοντα στην καταχώριση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ισχυριζόμενος διάρρηξη της Σύμβασης από πλευράς των Εναγόμενων 1 και 2, στην οποία αξίωνε αποζημιώσεις ύψους €265.828, που κατά τον ίδιο αντικατόπτριζε τη ζημιά του, στρεφόμενος όμως και εναντίον των Εναγόμενων 3 και 4/Εφεσίβλητων 3 και 4.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε την αγωγή του Εφεσείοντα, ο οποίος καταχώρισε έφεση εναντίον της Απόφασης, την οποία επέδωσε τόσο στο δικηγόρο των Εναγόμενων 1 και 2, όσο και στο δικηγόρο των Εναγόμενων 3 και 4. Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη περιουσία δεν ήταν Τουρκοκυπριακή και συνακόλουθα δεν τύγχανε εφαρμογής ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμος,                 Ν. 139/1991. Με την Έφεση που ο Αιτητής καταχώρισε στις 7/8/2018 προβάλλονταν επτά Λόγοι Έφεσης. Η Εναγόμενη 2 καταχώρισε Αντέφεση στις 18/9/2018 την οποία επέδωσε τόσο στο δικηγόρο του Εφεσείοντα, όσο και στο δικηγόρο των Εναγόμενων 3 και 4.

 

Στις 12/4/2024 καταχωρήθηκε εκ μέρους των Εναγόμενων 3 και 4/Εφεσίβλητων 3 και 4 αίτηση, με την οποία ζητούσαν παράταση του χρόνου για καταχώριση Αντέφεσης. Το Εφετείο με την Απόφαση του ενέκρινε την αίτηση επιτρέποντας στους Εναγόμενους 3 και 4/Εφεσίβλητους 3 και 4 να καταχωρίσουν Αντέφεση, παρατείνοντας, συναφώς, το χρόνο για την καταχώρισή της. Απορρίπτοντας τη θέση του Εφεσείοντα ότι η Έφεση δεν αφορά τους Εναγόμενους 3 και 4 έκρινε, συναφώς, ότι θα έπρεπε να ακουστεί και ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Εναγόμενος 3 και κατ' επέκταση και ο Εναγόμενος 4, Γενικός Εισαγγελέας, στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του ενάγοντα‑εφεσείοντα ότι η έφεση δεν αφορά τους εναγόμενους 3 και 4-εφεσίβλητους 3 και 4 και συνεπώς δεν έχουν locus standi να υποβάλουν την αίτηση, με όλο τον σεβασμό προς τον δικηγόρο του εφεσείοντα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως αναφέρει ορθά και η συνήγορος των αιτητών‑εναγομένων 3 και 4, από τους λόγους έφεσης που προβάλλει ο εφεσείοντας, για την προσπάθεια του για ικανοποίηση της όποιας απαίτησης του από την περιουσία του αποβιώσαντα, θα πρέπει να ακουστεί και ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και κατ' επέκταση ο εναγόμενος 4. Αυτό γιατί για να εκτελεστεί τυχόν απόφαση που μπορεί να ληφθεί υπέρ του εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης του, και ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, θα πρέπει να προωθηθούν μέτρα εκτέλεσης. Αναπόφευκτα συνεπώς θα πρέπει να αποφασιστεί αν η επίδικη περιουσία εμπίπτει ή όχι εντός της διαχείρισης περιουσιών από τον Κηδεμόνα και αν εμπίπτει, θα πρέπει να εξεταστεί το θέμα εγκυρότητας της σύμβασης πώλησης της επίδικης ιδιοκτησίας εξ αρχής, αφού είναι παραδεχτό ότι αυτή έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του εναγόμενου 3.»

 

 

Σ' άλλο δε σημείο της Απόφασης του το Εφετείο, κατ' επίκληση του Κανονισμού 41.1(2)(ε) των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, καταλήγοντας ότι οι Εναγόμενοι 3 και 4 θεωρούνται ως Εφεσίβλητοι στην Έφεση, ανέφερε και τα εξής:

 

«Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι αιτητές-εναγόμενοι 3 και 4 θεωρούνται ως εφεσίβλητοι στην έφεση και κατ' επέκταση αν νομιμοποιούνται να καταχωρήσουν την παρούσα αίτηση. Σύμφωνα με τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα το Μέρος 41: Εφέσεις, και ειδικότερα στην παράγραφο 41.1 με τίτλο «Πεδίο Εφαρμογής και Ερμηνεία» διαβάζουμε τα ακόλουθα στον Κανονισμό 41.1(2)(ε) «Στο παρόν μέρος: «εφεσίβλητος» σημαίνει: (i) πρόσωπο άλλο από τον εφεσείοντα το οποίο ήταν διάδικος στη διαδικασία στο κατώτερο Δικαστήριο και το οποίο επηρεάζεται από την έφεση και (ii) πρόσωπο στο οποίο επιτρέπει το Εφετείο να καταστεί διάδικος στην έφεση•».

 

Είναι η θέση μας ότι οι αιτητές στην παρούσα υπόθεση ξεκάθαρα εμπίπτουν εντός της έννοιας «εφεσίβλητος» ως αυτή απαντάται στον Κανονισμό 41.1(2)(ε)(i), δηλαδή είναι πρόσωπα άλλα από τον εφεσείοντα τα οποία ήταν διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και τα οποία σαφέστατα επηρεάζονται από την έφεση ως είναι η θέση της συνηγόρου τους και ως κατωτέρω παραθέτουμε.

 

Το θέμα παραμένει απλό. Οι εναγόμενοι 3 και 4-εφεσίβλητοι 3 και 4 ζητούν άδεια να καταχωρήσουν αντέφεση σε μία υπόθεση η οποία τους αφορά ξεκάθαρα, ο ίδιος ο ενάγοντας-εφεσείοντας αποφάσισε να τους συνενώσει ως διάδικους πρωτόδικα, θεωρώντας ότι το θέμα τους αφορά. Το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης, που θεωρητικά «δικαιώνει» τους εναγόμενους, εξακολουθεί να αφορά όλους τους διάδικους που ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»

 

 

Μετά την έκδοση της Απόφασης του Εφετείου ακολούθησε η καταχώριση από τον Αιτητή της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητά άδεια για την εκδίκαση νομικών θεμάτων που, όπως αναφέρεται, προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση 3 και 4 καταχώρισαν Ένσταση στη βάση του ότι, μεταξύ άλλων, δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας, ότι αυτό το οποίο επιζητείται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της εφετειακής Απόφασης, αν δηλαδή οι Εναγόμενοι 3 και 4 νομιμοποιούνταν να προωθήσουν αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρισης της Αντέφεσής τους, καθώς και ότι επιζητείται μια καινούρια κρίση σχετικά με την ευχέρεια του Εφετείου να εξασκήσει το δικαίωμα που έχει για τη χορήγηση παράτασης στους Εναγόμενους 3 και 4 για καταχώριση Αντέφεσης. Επιπλέον προβάλλεται ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν φαίνεται να προκύπτει ζήτημα διαφοροποίησης της μέχρι σήμερα πάγιας νομολογίας ή να τίθεται οποιοδήποτε νομικό θέμα συνοχής δικαίου λόγω σύγκρουσης νομολογίας ή διαφοροποίησης πάγιας νομολογίας από την Απόφαση του Εφετείου.

 

Το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:

 

«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

 

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30/1/2024:

 

«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων. Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:

 

-     με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-  με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε    δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-    με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-    ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-    ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.

 

  Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.»

 

 

Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Δομίνικου Κολλίτση (Δ.Β.Γ.Κ) v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ. 10/2024, ημερ. 11/9/2024, το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προβλέπει τη δυνατότητα παροχής άδειας για εκδίκαση σε τρίτο βαθμό νομικών ζητημάτων που σαφώς χρήζουν είτε νέας ερμηνείας κατ' απόκλιση από την υπάρχουσα νομολογία, είτε ορθής ερμηνείας όπου η μέχρι στιγμής ερμηνεία δεν είναι σαφής, είτε σαφήνειας όπου υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις, είτε αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος.

 

Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023, με τον Κανονισμό 9(2)(α)(iv) προβλέπεται ότι για τη χορήγηση άδειας επισυνάπτεται έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ στον Κανονισμό 9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 14(1)(α) προβλέπει ότι, όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η έκθεση Νομικών Θεμάτων θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση. Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε σε πρόσφατες Αποφάσεις μας, αυτό σημαίνει ότι το νομικό ζήτημα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τρόπο ώστε να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως έχει.

 

Η πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.

 

Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια καταγράφοντα επτά «Νομικά Θέματα» τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία. Αναφερθήκαμε πιο πάνω στην πρωτόδικη και εφετειακή Απόφαση ούτως ώστε με το υπόβαθρο που προκύπτει να μπορούσε να αναδειχθούν, αν αυτό ήταν δυνατόν, τα θέματα που με την υπό συζήτηση Αίτηση προβάλλονται ως τα «Νομικά Θέματα» που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.

 

Μεταφέρουμε αυτούσια τα εν λόγω «Νομικά Θέματα» - χωρίς την αιτιολογία που τα συνοδεύει -  ως εκτίθενται στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων της Αίτησης:

 

 

«1ο ΘΕΜΑ

 

Είναι δυνατόν ένα πρόσωπο το οποίο ήταν διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία να θεωρηθεί ότι είναι εφεσίβλητος εάν κάποιος άλλος διάδικος καταχωρήσει έφεση η οποία, όμως, δεν στρέφεται εναντίον του, έστω και αν του επεδόθη το εφετήριο;»

 

«2ο ΘΕΜΑ

 

Αν ένα πρόσωπο, το οποίο δεν είναι διάδικο στο Εφετείο, δύναται να προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα προτού του επιτρέψει το Δικαστήριο να καταστεί διάδικο.»

 

«3ο ΘΕΜΑ

 

Αν κάποιο πρόσωπο δικαιούται να καταχωρήσει αντέφεση όταν το περιεχόμενό της δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την έφεση ή, αν πρέπει, για το σημείο αυτό, θα πρέπει να καταχωρηθεί εξ υπαρχής νέα έφεση από το πρόσωπο αυτό.»

 

«4ο ΘΕΜΑ

 

Αν ένα πρόσωπο το οποίο ζητά παράταση χρόνου για καταχώρηση αντέφεσης μπορεί να το πράξει χωρίς να καταχωρείται το ίδιο το έγγραφο της προτιθέμενης αντέφεσης ώστε να γνωρίζει το Δικαστήριο πριν εξετάσει το θέμα της χορήγησης παράτασης.»

 

«5ο ΘΕΜΑ

 

Μπορεί το Δικαστήριο για οποιοδήποτε λόγο να δώσει παράταση χρόνου για καταχώρηση αντέφεσης μετά την πάροδο 6 ετών από την λήξη της προθεσμίας ή λόγω ιδιαίτερου ενδιαφέροντος ή δημόσιου συμφέροντος του θέματος που άπτονται των οργάνων και των αρμοδιοτήτων κάποιου οργάνου της πολιτείας, μεταξύ των οποίων και ο Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών, εις βάρος της αρχής της τελεσιδικίας;»

 

«6ο ΘΕΜΑ

 

Το Εφετείο μπορεί, μετά την καταχώρηση έφεσης, να αποδεχτεί αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης αντέφεσης, χωρίς να έχει καταχωρηθεί προηγουμένως αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση; Και πως θα ερμηνευτεί η διαζευκτική έκφραση «ή» (Καν. 41.6(1)), ο οποίος κανονισμός, σ' αυτό το σημείο, «στο κατώτερο Δικαστήριο ή στο Εφετείο» είναι ο ίδιος με της Δ.35, Θ. 18 των Κανονισμών του 1938, ο οποίος είχε ερμηνευτεί ότι προέβλεπε καταχώρηση αίτησης πρώτα στο Επαρχιακό Δικαστήριο;»

 

«7ο ΘΕΜΑ

 

Μπορεί το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει βλάβη σε έναν Εφεσείοντα όταν η παράταση χρόνου την οποία παρέχει για καταχώρηση αντέφεσης εναντίον του είναι τεράστια, διότι μπορεί να αποζημιωθεί με ορθή διαταγή για έξοδα;»

 

 

Εξέταση των Νομικών Θεμάτων, όπως αυτά έχουν διατυπωθεί στην Αίτηση, αποκαλύπτει ότι τα όσα εγείρει ο Αιτητής δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις αυστηρές προϋποθέσεις που το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου εξαντλητικά καταγράφει. Κατ' ακρίβεια, τα αναφερόμενα ως «Νομικά Θέματα» ουδόλως συναρτήθηκαν με διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομολογίας, ορθή ερμηνεία νομοθεσίας και ζητήματα γενικής δημόσιας σημασίας και συμφέροντος. Ως εκ τούτου δεν εντοπίζεται, στην υπό συζήτηση περίπτωση, αλλά ούτε και προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον Αιτητή, οποιαδήποτε διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, οποιαδήποτε πρωτογενής ή δευτερογενής ουσιαστική νομοθετική διάταξη η οποία χρήζει ερμηνείας, ούτε και μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. Η γενική και εισαγωγική, αναφορά σε αυτούς στο έγγραφο που τιτλοφορείται «ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΟΡΗΓΗΘΕΙ ΑΔΕΙΑ» δεν αρκεί για να εντάξει τα υπό συζήτηση «Νομικά Θέματα» στις περιοριστικά καθορισμένες περιπτώσεις για παροχή άδειας. Ούτε και οι Λόγοι που ο Αιτητής επικαλέστηκε για σκοπούς χορήγησης άδειας, όπως αυτοί τελικώς καταγράφονται κάτω από το καθένα από τα επτά «Νομικά Θέματα», εμπίπτουν σε αυτούς που το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου εξαντλητικά καθορίζει.

 

Ειδικότερα καθόσον αφορά το «1ο Θέμα», ό,τι προβάλλεται ως λόγος για σκοπούς χορήγησης άδειας είναι ότι «το θέμα είναι σοβαρό, διότι είναι γενικότερο», ενώ σε σχέση με το «2ο Θέμα» ότι «αν επιτραπεί η λήψη μέτρων από μη διάδικο, έστω και αν αυτός ήταν διάδικος πρωτοδίκως, προφανώς θα προκύψουν πολλές περιπλοκές στις εφέσεις». Σε ό,τι αφορά το «3ο Θέμα» ως λόγος διατυπώνεται το ερώτημα «θα εφαρμοστεί η προηγούμενη νομολογία, ή θα έχουμε νέες νομολογιακές αρχές;» Τέτοια αναφορά οπωσδήποτε δεν είναι αρκετή για να εντάξει το εν λόγω θέμα στις προϋποθέσεις του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου. Όφειλε εν προκειμένω ο Αιτητής να καταδείξει, αφενός, ποια είναι η αναφερόμενη ως «προηγούμενη» νομολογία και, αφετέρου, με ποιο τρόπο το Εφετείο δια της Απόφασης του, ουσιαστικά αποκλίνει από αυτή, εφαρμόζοντας «νέες νομολογιακές αρχές». Αναφορικά με το                      «4ο Θέμα» ό,τι προβάλλεται ως λόγος, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, είναι ότι «το Δικαστήριο θα πρέπει να γνωρίζει τι είναι ακριβώς αυτό που θα ισχυριστεί ο διάδικος» ενώ σε σχέση με το «5ο Θέμα», ότι «πρέπει να αποσαφηνιστεί αν η αρχή της τελεσιδικίας έχει όρια και αν ναι, ποια είναι τα όρια της;» Όσον αφορά το «6ο Θέμα» ως λόγος προβάλλεται ότι «επειδή το θέμα αυτό θα αντιμετωπίζεται τακτικότατα, πρέπει να τεθεί ο κανόνας». Τέλος σε σχέση με το «7ο Θέμα» ό,τι προβάλλεται ως λόγος είναι ότι «είναι βασική νομική αρχή ότι η τελεσιδικία πρέπει να προστατεύεται και η καταστρατήγηση της δημιουργεί ανεπανόρθωτη βλάβη».

 

Πασιφανώς ο Αιτητής με τους πιο πάνω λόγους, δεδομένου του περιεχομένου τους, δεν επικαλείται οποιοδήποτε από τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου, στη βάση του οποίου θα ήταν δυνατόν να παραχωρηθεί άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως έχει προηγουμένως αναφερθεί.

 

Δεδομένης της πιο πάνω διαπίστωσης η οποία καθορίζει το αποτέλεσμα της Αίτησης, δεν χρειάζεται να αποφανθούμε κατά πόσο τα προβαλλόμενα ως «Νομικά Θέματα» όντως συνιστούν τέτοια. Περιοριζόμαστε, απλώς, να επισημάνουμε ότι η μέχρι στιγμής νομολογία απαιτεί σαφή προσδιορισμό αμιγώς νομικού θέματος, ούτως ώστε η απάντηση του να αφορά όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του θέματος.

 

Ως αποτέλεσμα των όσων πιο πάνω αναφέρθηκαν, είναι η κατάληξη μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση 3 και 4 και εναντίον του Αιτητή, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3000 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                                    Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

                                                  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                  Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο