ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(Γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

(Αίτηση Αρ. 27/2024)

  

19 Νοεμβρίου, 2024

                                                     

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ HASSAN FARHAT

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥN ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 

ΜΕΤΑΞΥ:

HASSAN FARHAT,

 

Εφεσείοντα στο Εφετείο/Αιτητή,

 

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης στο Εφετείο/Καθ΄ης η Αίτηση.

 

____________________

 

 

Κ. Σοφοκλέους (κα) και Ι. Ιωάννου, για Κ. Σοφοκλέους & Ι. Ιωάννου

 ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα/Αιτητή.

Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικό Εισαγγελέα της

 Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.

 

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Ο Αιτητής,  Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 89/23, στην οποία εκδόθηκε Απόφαση από το Εφετείο στις 13.6.2024, με την υπό κρίση Αίτηση ζητά άδεια για να υποβάλει αίτηση, δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (3) του 2023 (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Με την εν λόγω Έφεση ο Αιτητής είχε προσβάλει την καταδίκη του, μετά από ακροαματική διαδικασία, για σωρεία κατηγοριών που αφορούσαν συνωμοσία, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου Ν.29/1977, καθώς και κατηγορία για συνωμοσία και κατοχή αρχαίου αντικειμένου. Το Εφετείο απέρριψε την Έφεση, σε όση έκταση αφορούσε τα ναρκωτικά, παρά το ότι διαπίστωσε κάποια σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Η Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση καταχώρησε ένσταση, στην οποία προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου ώστε να παραχωρηθεί άδεια στον Αιτητή.

 

Το άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:

 

«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη  πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

 

Στην υπόθεση Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30.1.2024 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω νομοθετικής διάταξης:

 

«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων.  Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:

 

-      με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-      με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-      με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-      ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-      ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.

 

    Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.»

 

Στον Κανονισμό 9(2)(α)(iv) των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανώτατου Δικαστηρίου του 2023, προβλέπεται ότι στην αίτηση για χορήγηση άδειας επισυνάπτεται Έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ στον Κανονισμό 9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 14(1)(α) προβλέπει ότι, όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η έκθεση Νομικών Θεμάτων θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση. Συνακόλουθα, το νομικό ζήτημα θα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τρόπο ώστε να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως έχει.

 

Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια καταγράφονται επτά «Νομικά Θέματα» και για το καθένα αναφέρεται αιτιολογία. Σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου, η αίτηση πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου. Για σκοπούς εύκολης αναφοράς παρατίθενται αυτούσια τα «Νομικά Θέματα» που εγείρονται, χωρίς την αιτιολογία που τα συνοδεύει.

 

«Πρώτο Νομικό Θέμα

 

Η ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 145(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας νόμου (ΚΕΦ. 155), η οποία διαφοροποιεί πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Εφετείο αποφάσισε ότι ήταν αναπόφευκτη η εξέταση του άρθρου 145 και της επιφύλαξης αυτού, παρά την αποδοχή του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σφάλματα σχετικά με λόγους έφεσης ως αναφέρεται στην απόφαση του. Αυτό αποτελεί ζήτημα που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την νομολογία η οποία αναφέρει ότι το βάρος απόδειξης της εφαρμογής του άρθρου 145(1)(β), βρίσκεται στην Κατηγορούσα Αρχή. Αντίθετα το Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα ως αναπόφευκτο καθήκον του Δικαστηρίου, χωρίς να αιτηθεί η Κατηγορούσα Αρχή την εφαρμογή του άρθρου 145 ούτε ζητήθηκε η θέση της Υπεράσπισης, παραβιάζοντας συνακόλουθα το Δικαίωμα στη Δίκαιη Δίκη.».

 

«Δεύτερο Νομικό Θέμα

 

Με την εφαρμογή του άρθρου 145(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας νόμου (ΚΕΦ. 155), χωρίς να εγείρεται από τα μέρη, προκύπτει νομικό ζήτημα κατάχρησης διαδικασία/εξουσία, και παραβίασης του διαιτητικού ρόλου του Δικαστηρίου στο νομικό σύστημα της Κυπριακής Δημοκρατίας, πράγμα που καθιστά ζήτημα μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας και/ή διαφοροποιεί πάγια νομολογία σχετικά με το ζήτημα του διαιτητικού ρόλου του δικαστηρίου ως καθορίζεται από τον σχετικό νόμο.».

 

«Τρίτο Νομικό Θέμα

 

Με την εφαρμογή του άρθρου 145(1)(β) το Περί Ποινικής Δικονομίας νόμου (ΚΕΦ. 155), πέρα από τα ανωτέρω νομικά ζητήματα, προκύπτει και τελικά η ερμηνεία και η υπαγωγή του εν λόγω άρθρου στην υπό κρίση περίπτωση. Σύμφωνα με τα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απαλείφοντας τα και βλέποντας συνολικά την μαρτυρία το Εφετείο δεν μπορούσε να οδηγηθεί στην εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στην υπό κρίση υπόθεση, με αποτέλεσμα να τίθεται θέμα παραβίασης του δικαιώματος ελευθερίας του Αιτητή και της δίκαιης δίκης. Η δε, τελικά, εφαρμογή του α.145(1)(β) αντικρούεται συνολικά με την νομολογία για το τρόπο που εφαρμόζεται το α.145(1)(β). Τα σφάλματα που διαπίστωσε το Εφετείο ήταν τέτοια που στο σύνολο της μαρτυρίας θα έπρεπε να οδηγήσει σε ανατροπή της καταδίκης. Το σύνολο της μαρτυρίας θα έπρεπε να οδηγήσει σε ανατροπή της καταδίκης. Το ζήτημα αυτό είναι νομικό ζήτημα που άπτεται της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του πρωτογενούς κανόνα του, ήτοι της επιφύλαξης του α.145(1)(β), ταυτόχρονα σε ζήτημα δημόσιας σημασίας λόγω της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ανατρέπει την νομολογία για την εφαρμογή του α.145(1)(β).».

 

«Τέταρτο Νομικό Θέμα

 

Παρόλο που το Εφετείο διαπίστωσε σφάλματα αρχής ως αναφέρονται και εξηγούνται στις σελίδες 15 και 35 της απόφασης του Εφετείου αυτό διατήρησε την καταδίκη. Το νομικό ζήτημα που προκύπτει είναι το γεγονός της διαπίστωσης των σφαλμάτων αρχής, θα έπρεπε να οδηγήσει σε ανατροπή της καταδίκης, ως προκύπτει από την νομολογία. Η στάση του Εφετείου για την εφαρμογή του α.145(1)(β), παρά την διαπίστωση σφαλμάτων τα οποία θεωρούμε ως σφάλματα αρχής, διαφοροποιούν την πάγια νομολογία που αναφέρουν την ανάγκη παρέμβασης του Εφετείου για διαφοροποίηση της Πρωτόδικης Κρίσης όταν υπάρχει σφάλμα αρχής.».

 

«Πέμπτο Νομικό Θέμα

 

Παρόλο που το Εφετείο διαπίστωσε σφάλματα, κατά την κρίση του και εφαρμογή του α.145 προβαίνει σε υποκειμενική κρίση και αιτιολόγηση της καταδίκης, ασκώντας υποκειμενική κρίση επί των γεγονότων, ενεργώντας ως πρωτόδικο Δικαστήριο αντί ως Εφετείο, διαφοροποιώντας την πάγια νομολογία αλλά και εγείροντας ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας σημασίας.».

 

«Έκτο Νομικό Θέμα

 

Στα πλαίσια της απόφασης του Εφετείου προκύπτει ζήτημα ότι με την απόφαση του Εφετείου και την θέση του σχετικά με την απόφαση Skye Case (σελ. 38), η υιοθέτηση της και η ερμηνεία της στην εν λόγω υπόθεση ανατρέπει το λόγο της απόφασης και την νομολογία η οποία προκύπτει από την ELENA HISCOCK κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 183/15, 205/2015, 19/10/2017.».

 

«Έβδομο Νομικό Θέμα

 

Στα πλαίσια της απόφασης του Εφετείου προκύπτει ζήτημα παραβίασης της δίκαιης δίκης του καθώς η απόφαση του και η λανθασμένη προσέγγιση του, αν καταδειχθεί, ως αναφέρεται ανωτέρω, στέρησαν το δικαίωμα του Αιτητή, να τύχει δίκαιης δίκης και δικαίωμα ελευθερίας. Το ζήτημα αυτό είναι νομικό ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας και δημοσίου συμφέροντος καθώς η εκδίκαση μίας υπόθεσης δίκαιης αποτελεί ζήτημα που άπτεται σημαντικής δημόσιας σημασίας.».

 

Όλα τα εγειρόμενα θέματα περιστρέφονται γύρω από την εφαρμογή του άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155.

 

Αναφορικά με το πρώτο θέμα, αυτό που ουσιαστικά ισχυρίζεται ο Αιτητής είναι ότι το Εφετείο εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 145(1)(β), διαφοροποιώντας την πάγια νομολογία, χωρίς να προηγηθεί αίτημα από την Κατηγορούσα Αρχή και χωρίς να ζητηθεί η θέση της Υπεράσπισης, παραβιάζοντας το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία που δίδεται, η εφαρμογή του άρθρου 145(1)(β) έγινε κατά παράβαση πάγιας νομολογίας και, ως εκ τούτου, η τελική κρίση του Εφετείου θα πρέπει να αντικατασταθεί με την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Πρόκειται συναφώς για σφάλμα, στο οποίο, κατ΄ισχυρισμό, περιέπεσε το Εφετείο στην απόφαση του. 

 

Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν αποσκοπεί στο να διορθώνει λάθη του Εφετείου, αλλά να εξετάζει νομικά θέματα που προκύπτουν ξεκάθαρα από την απόφαση του Εφετείου, ως καθορίζεται στο άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου.

 

Σχετική είναι η πιο κάτω αναφορά από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3.6.2024:

 

«Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης.»

 

 

Τόσο ο τρόπος με τον οποίο έχει συνταχθεί το εν λόγω θέμα, όσο και ο σκοπός που τίθεται, δεν αποκαλύπτουν ότι αυτό αφορά αποκλειστικά νομικό θέμα το οποίο συναρτάται με διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομολογίας, ορθή ερμηνεία νομοθεσίας και γενικά ζήτημα γενικής σημασίας και συμφέροντος, ως προνοείται στο άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου. Είναι πρόδηλο ότι αυτό που επιδιώκει ο Αιτητής είναι  να διατυπώσει έφεση επί της απόφασης του Εφετείου.

 

Στην υπόθεση Κλεοβούλου (πιο πάνω) αναφέρθηκε ότι:

 

«Καθοδήγηση για τον τρόπο διαμόρφωσης του νομικού ζητήματος θα μπορούσε να αντληθεί από τη νομολογία μας σε σχέση με την επιφύλαξη νομικών ερωτημάτων για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως επίσης τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., σε αιτήσεις που υποβάλλονται για προδικαστικά ερωτήματα. Μια έμμεση υπόδειξη έχουμε κάμει στην Χατζησωφρονίου.».

 

 Όπως δε τονίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του (1) Νίκου Εγγλέζου κ.ά., Αίτηση Αρ. 12/2024, ημερ. 9.7.2024:

 

«τέτοιας φύσης αιτήσεις θα πρέπει να διατυπώνουν με κάθε σαφήνεια καθαρά νομικό θέμα, ούτως ώστε η απάντηση του να αφορά όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του ζητήματος. Αυτός φαίνεται να είναι ο σκοπός του Νομοθέτη μέσω του άρθρου 9(3)(γ) το οποίο αφορά αποκλειστικά σε νομικά θέματα τα οποία συναρτώνται με διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομολογίας, ορθή ερμηνεία νομοθεσίας και γενικά ζητήματα γενικής σημασίας και συμφέροντος.» 

 

Με το δεύτερο θέμα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι το Εφετείο καταχράστηκε την εξουσία του και διαφοροποίησε το ρόλο του μπαίνοντας στη δικαστική αρένα, διαφοροποιώντας με αυτό το τρόπο τη νομολογία. Και σε αυτή την περίπτωση, το εγειρόμενο ζήτημα δεν εμπίπτει σε καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 9(3)(γ). Αυτό που εμφανώς επιδιώκει ο Αιτητής είναι να διατυπώσει έφεση επί της απόφασης του Εφετείου.

 

Αναφορικά με το τρίτο θέμα που εγείρεται, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι με τον τρόπο που το Εφετείο εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155 ανέτρεψε τη νομολογία και ενήργησε ως πρωτόδικο, παρά ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Στην αιτιολογία δε του θέματος, το αναγάγει σε ζήτημα δημόσιας σημασίας. Τόσο η διατύπωση, όσο και το περιεχόμενο του εγειρόμενου ζητήματος, δεν εμπίπτει σε κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 9(3)(γ), παρά μόνο διατυπώνεται λανθασμένη εφαρμογή του σχετικού άρθρου της Ποινικής Δικονομίας στην υπόθεση, κάτι που σαφώς αποτελεί μορφή περαιτέρω έφεσης.

 

Στο τέταρτο και πέμπτο νομικό θέμα γίνεται αναφορά σε λάθη του Εφετείου, κατά την εφαρμογή του άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155, τα οποία, κατά την εισήγηση, διαφοροποιούν τον τρόπο που η νομολογία αντιμετωπίζει τα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώ με το έκτο θέμα, με αναφορά σε δικαστική απόφαση που υιοθετήθηκε από το Εφετείο, προβάλλεται ότι ανατρέπεται νομολογία που προκύπτει από άλλη δικαστική απόφαση. Και για αυτά τα θέματα, τόσο ο τρόπος διατύπωσης τους, όσο και το περιεχόμενο τους, αποτελούν μορφή περαιτέρω έφεσης και δεν εμπίπτουν σε καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 9(3)(γ).

 

Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται ισχυρισμός περί παραβίασης της δίκαιης δίκης του Αιτητή, θέμα που σαφώς  αποτελεί μορφή περαιτέρω έφεσης.

 

Ως εκ των ανωτέρω, διαπιστώνουμε ότι κανένα από τα εγειρόμενα νομικά θέματα δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου.

 

Η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.300 έξοδα υπέρ της καθ΄ ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο