ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 24/2024)
(i-justice)
14 Νοεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 157/2024.
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΠΕΤΑΗ ΑΠΟ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ, ΚΑΤΟΧΟΥ ΔΤ [ ] ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ (ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ) ΗΜΕΡ. 02/08/2024 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 7/2024 ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΓΚΡΙΘΗΚΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 30/01/2024 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 10882/2021.
_____________________________________________________________________
Αν. Μυλωνάς για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
___________________________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
_____________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), στις 24/9/2024 στην Πολιτική Αίτηση αρ. 157/2024. Με την ως άνω Απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μονομερή αίτηση που ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει για να του επιτραπεί η χορήγηση άδειας για να καταχωριστεί αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται η Απόφαση του Εφετείου ημερ. 2/8/2024, η οποία εκδόθηκε στην Ποινική Αίτηση αρ. 7/2024 δια της οποίας εγκρίθηκε το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την παράταση της προθεσμίας καταχώρισης έφεσης εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας υπ' αρ. 10882/2021, ημερ. 30/1/2024.
Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό ότι εναντίον της πιο πάνω αθωωτικής απόφασης ο Γενικός Εισαγγελέας είχε αρχικά καταχωρίσει έφεση η οποία, ωστόσο, απεσύρθη άνευ βλάβης με αποτέλεσμα το Εφετείο στις 2/7/2024 να απορρίψει την έφεση. Ακολούθησε στη συνέχεια αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για παράταση του χρόνου για καταχώριση νέας αίτησης, το οποίο, ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, εγκρίθηκε με την ως άνω απόφαση του Εφετείου ημερ. 2/8/2024.
Η ορθότητα της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με τρεις Λόγους Έφεσης. Με τον 1ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το Εφετείο δεν είναι κατώτερο Δικαστήριο αλλά ανώτερο και ότι, συνεπώς, οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε έλεγχο μέσω της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την Απόφασή του επί της ουσίας της αίτησης του Εφεσείοντα, καθώς, όπως υποστηρίζεται, δεν εξέτασε επαρκώς τα νομικά επιχειρήματα του με αποτέλεσμα να απορρίψει την αίτηση. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση, ενώ η Απόφαση του Εφετείου αποτελούσε υπέρβαση εξουσίας και/ή έκδηλη παρανομία και/ή παραβίαση της αρχής υπέρ της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων και/ή παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του Εφεσείοντα να μην αντιμετωπίσει ξανά τον κίνδυνο καταδίκης για τα ίδια αδικήματα σε σχέση με τα οποία είχε τελεσίδικα αθωωθεί.
Το ζήτημα που εγείρεται μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης είναι κατά πόσο το Εφετείο συνιστά ή όχι κατώτερο Δικαστήριο. Ως γνωστό σε έλεγχο με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari υπόκεινται αποφάσεις κατώτερου Δικαστηρίου υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην αγγλική υπόθεση R. v. Cripps ex-parte Muldoon & Others [1983] 3 All E.R. 72 και υιοθετήθηκε στην υπόθεση In Re Lyras (1986) 1 C.L.R. 663.
Ο κ. Μυλωνάς, αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 152.1 του Συντάγματος, των Άρθρων 3(Α) και 9(4) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/64, καθώς και το Άρθρο 3(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, υποστήριξε ότι το Εφετείο, το οποίο έχει εγκαθιδρυθεί δυνάμει του Ν. 33/64, θα πρέπει να θεωρηθεί ως κατώτερο Δικαστήριο για σκοπούς της εποπτείας των αποφάσεων του από το Ανώτατο Δικαστήριο μέσω των προνομιακών ενταλμάτων. Η θέση αυτή, πρόσθεσε, στηρίζεται στη φύση και τις εξουσίες του Εφετείου, όπως αυτές καθορίζονται από το Νόμο ο οποίος το έχει εγκαθιδρύσει, καθώς και από τη σχέση του Εφετείου με το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το ζήτημα του κατά πόσο ένα Δικαστήριο συνιστά κατώτερο Δικαστήριο για σκοπούς ελέγχου με προνομιακά εντάλματα, έχει απασχολήσει τη νομολογία μας. Θα αναφερθούμε σε κάποιες αποφάσεις.
Στην υπόθεση In Re Attorney General (1988) 1 C.L.R. 459, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιδιώχθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari ο παραμερισμός απόφασης ημερ. 20/6/1988 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, με την οποία αυτό είχε αρνηθεί να παραπέμψει στο Ανώτατο Δικαστήριο οκτώ Νομικά Ερωτήματα για γνωμάτευση εκκρεμούσης της Ποινικής Υπόθεσης με αρ. 23069/1988, η οποία αφορούσε σε φόνο εκ προμελέτης. Η θέση των ενισταμένων συνηγόρων των κατηγορουμένων, στο πλαίσιο της πιο πάνω διαδικασίας, ήταν ότι το Κακουργιοδικείο είναι ανώτερο Δικαστήριο και τούτο γιατί, μεταξύ άλλων, έχει απεριόριστη δικαιοδοσία να εκδικάζει όλα τα αδικήματα που διαπράττονται εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την πιο πάνω θέση αλλά εκείνη του Γενικού Εισαγγελέα, κρίνοντας ότι το Κακουργιοδικείο συνιστά κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
"Article 152.1 of the Constitution and section 3(1)(a) and (b) of Law 14/60, read as follows:
"152.1: The judicial power, other than that exercised under Part IX by the Supreme Constitutional Court and under paragraph 2 of this Article by the Courts provided by a communal law, shall be exercised by a High Court of Justice and such inferior courts as may, subject to the provisions of this Constitution, be provided by a law made thereunder.
"Section 3(1): There shall be established under this law the following courts to exercise such jurisdiction and powers as are conferred upon them by this law or any other law in force for the time being:-
(a) District Courts;
(b) Assize Courts."
It is clear from the wording of Article 152.1 of the Constitution that an Assize Court, which is established under section 3(1) of Law 14/60 is an inferior court and I must say that I am in full agreement with the submission of the Attorney-General on this issue."
Παρόμοια ήταν και η προσέγγιση στην υπόθεση Efthymiadou v. Zoudros and Another (1986) 1 C.L.R. 341 όπου τονίσθηκε ότι τα Επαρχιακά Δικαστήρια αποτελούν κατώτερο Δικαστήριο εν τη εννοία του Άρθρου 152.1 του Συντάγματος[1].
Είναι σαφές από το λεκτικό του Άρθρου 152.1 του Συντάγματος ότι τα Επαρχιακά Δικαστήρια και τα Κακουργιοδικεία, τα οποία έχουν εγκαθιδρυθεί με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, όπως και τα υπόλοιπα πρωτόδικα Δικαστήρια τα οποία έχουν συσταθεί στη βάση άλλων νομοθεσιών, αποτελούν τα κατώτερα Δικαστήρια.
Το νεοσυσταθέν Εφετείο είναι το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο καθιδρύθηκε και λειτουργεί δυνάμει του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022, Ν. 145(Ι)/2022 (ο οποίος τροποποίησε το βασικό Νόμο 33/1964). Ο πιο πάνω τροποποιητικός Νόμος ρητά προνοεί στο εδάφιο (4) του Άρθρου 9 ότι το Εφετείο «κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί πάσης εφέσεως κατ' αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Πριν την 17η τροποποίηση του Συντάγματος και τον Τροποποιητικό Νόμο 33/1964, Ν. 145(Ι)/2022, με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο από την 1/7/2023 «διαχωρίστηκε» σε Ανώτατο Συνταγματικό και Ανώτατο Δικαστήριο[2] και καθιδρύθηκε Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το Εφετείο, το Ανώτατο Δικαστήριο λειτουργούσε και ως Εφετείο έχοντας αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάζει αναθεωρητικές εφέσεις, εφέσεις από αποφάσεις των πρωτόδικων Δικαστηρίων σε αστικές και ποινικές υποθέσεις καθώς και εφέσεις από τα πρωτόδικα Οικογενειακά Δικαστήρια.
Είναι, κατά την κρίση μας, σαφές πως το ιδρυθέν Εφετείο το οποίο είναι, πλέον, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της χώρας με δικαιοδοσία να αναθεωρεί, κατόπιν εφέσεως, όλες τις αποφάσεις των κατώτερων Δικαστηρίων, δεν συνιστά, το ίδιο, κατώτερο Δικαστήριο αλλά ανώτερο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κέκτηται πλέον τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου 33/1964 ως, επίσης, και να εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση ως διαλαμβάνεται στο Άρθρο 9(3)(β) του πιο πάνω Νόμου, ουδόλως μεταβάλλει το ιδρυθέν Εφετείο σε κατώτερο Δικαστήριο σε σχέση με το Ανώτατο Δικαστήριο[3].
Ως αποτέλεσμα των όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί, η θέση του Εφεσείοντα ότι το Εφετείο αποτελεί κατώτερο Δικαστήριο εν τη εννοία του Άρθρου 152 του Συντάγματος είναι παντελώς αβάσιμη.
Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης μας η οποία σφραγίζει το αποτέλεσμα της υπό κρίση Έφεσης, η ενασχόληση μας με τους υπόλοιπους Λόγους Έφεσης καθίσταται αχρείαστη.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
[1] 1. H δικαστική εξουσία, εξαιρουμένης της ασκουμένης κατά το έννατον μέρος υπό του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου υπό των δικαστηρίων των προβλεπομένων υπό κοινοτικού νόμου, ασκείται υπό Aνωτάτου Δικαστηρίου και υπό κατωτέρων δικαστηρίων, τα οποία θα ιδρυθώσι δια νόμου, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος.
[2] Δέστε Άρθρο 3(8)(α) του Ν.33/1964:
«(8)(α) Το Δικαστήριο από την 1η Ιουλίου 2023, λειτουργεί ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και ως Ανώτατο Δικαστήριο, έκαστο των οποίων ασκεί δικαιοδοσία, κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 9.»
[3] Δέστε Άρθρο 155.1 του Συντάγματος το οποίο προνοεί:
«1. Επιφυλασσομένης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146, το Ανώτατο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και, ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης υπό του Εφετείου και επί εφέσεως παραπεμπομένης ενώπιόν του υπό το Εφετείο κατά αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, όπως και επί άλλων θεμάτων ως νόμος ήθελε ορίσει.»