ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 179/2024)
(i-justice)
7 Νοεμβρίου, 2024
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (ΑΔΤ [ ])
2. ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (ΑΔΤ [ ])
3. ΜΑΡΙΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. [ ])
4. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Δ.Τ. [ ])
ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ - CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 56/2024 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/09/24 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 56/2024 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17/09/24 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 56/2024
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03/10/24 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 264/2024
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03/10/24 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 56/2024
______________________________________________________________
Π. Βορκάς για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Ανδρέας Ε. Ανδρέου & Χρίστος Παρασκευάς ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
______________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι πιο πάνω Αιτητές με την παρούσα Αίτηση, όπως αυτή περιορίστηκε, αξιώνουν:
(Α) Άδεια για καταχώριση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της Απόφασης ημερ. 17/9/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στο πλαίσιο της Αγωγής με αριθμό 56/2024, και,
(Β) Άδεια για την καταχώριση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση και τυπικά των Προσωρινών Διαταγμάτων ημερ. 23/8/2024 ως ipso facto άκυρα και μη εκδοθέντα λόγω του ότι ουδέποτε θα έπρεπε να εκδοθούν εφόσον ουδέποτε αναλήφθηκε εγγύηση από τον Ενάγοντα-Αιτητή 1 και 2 στην Αγωγή αρ. 56/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.
Πρωτίστως θα πρέπει να τεθεί το ιστορικό της διαδικασίας που οδήγησε στην επίδικη Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αναφορικά με την οποία διατυπώνεται το παρόν αίτημα, όπως προκύπτει από την Ένορκη Δήλωση του Ανδρέα Ιωάννου που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση (εφεξής Ένορκη Δήλωση Ιωάννου) και τα επισυνημμένα σε αυτές Τεκμήρια.
Οι Αιτητές 1 - 4 είναι οι Εναγόμενοι 1 - 4 στην Αγωγή υπ' αρ. 56/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Τεκμήριο 1 στην Ένορκη Δήλωση Ιωάννου), στην οποία Ενάγοντας αρ. 1 αναφέρεται ο Αντώνης Βασιλείου υπό την ιδιότητα του ως Παραλήπτης/Διαχειριστής της Εταιρείας ALPHA PANARETI PUBLIC LTD και ως Ενάγοντας αρ. 2 είναι επίσης ο Αντώνης Βασιλείου υπό την ιδιότητα του ως Παραλήπτης/Διαχειριστής της Εταιρείας THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE COMPANY LTD.
Ο Όμιλος Εταιρειών PANARETI, περιλαμβανομένων των Εταιρειών ALPHA PANARETI PUBLIC LTD και SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE COMPANY LTD, ελέγχονται άμεσα και/ή έμμεσα από τον Αιτητή αρ. 2, ο οποίος είναι ο πατέρας του Αιτητή αρ. 1 και ο ιδρυτής του Ομίλου, ενώ οι Αιτήτριες αρ. 3 & 4 είναι οι αδελφές του Αιτητή αρ. 1.
Ο Αιτητής αρ. 1 είναι ένας εκ των Διευθυντών του Ομίλου PANARETI και επίσης είναι ένας εκ των Διευθυντών της θυγατρικής Εταιρείας, ήτοι της SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE COMPANY LTD. Μαζί με τον Εναγόμενο 2 στην πιο πάνω αναφερόμενη Αγωγή, είναι Διευθυντές και Μέτοχοι της Εταιρείας ALPHA PANARETI PUBLIC LTD, ενώ η Εναγόμενη 4 είναι η γραμματέας της εν λόγω Εταιρείας, όπως επίσης και Μέτοχος της, ενώ η Εναγόμενη 3 είναι Γραμματέας και Μέτοχος της SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE COMPANY LTD. Ουσιαστικά οι Εναγόμενοι 1 - 4 και Αιτητές στην υπό κρίση Αίτηση αποτελούν τους αξιωματούχους και το Διοικητικό Συμβούλιο του Ομίλου και των Εταιρειών ALPHA PANARETI PUBLIC LTD και THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE COMPANY LTD.
Με την Αγωγή του ο Αντώνης Βασιλείου, ζητεί, μεταξύ άλλων, την έκδοση Προστακτικών Διαταγμάτων εναντίον των Εναγόμενων 1 - 4, ζητώντας ουσιαστικά την παράδοση της κατοχής και όπως μην επεμβαίνουν στην ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στο κτιριακό συγκρότημα Δήμητρα, το ξενοδοχείο Panareti's Royal Coral Bay Resort και το συγκρότημα Rania Beach Hotel Apartment, των Εταιρειών ALPHA PANARETI PUBLIC LTD και THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE COMPANY LTD.
Στο πλαίσιο της εν λόγω Αγωγής καταχωρήθηκε, εκ μέρους του Αντώνη Βασιλείου και εναντίον των Εναγομένων 1 - 4, μονομερής Αίτηση ημερ. 27/2/2024 για Προσωρινά Διατάγματα η οποία, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, επιδόθηκε στους Εναγόμενους 1 - 4 οι οποίοι καταχώρισαν Ένσταση.
Στις 23/8/2024 το Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση Απόφαση με την οποία, παρότι αποφάσισε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων, έθεσε ως όρο για την έκδοση τους την ανάληψη εγγύησης από τον ίδιο τον Ενάγοντα/Αιτητή 1 και 2 στην Αγωγή υπ' αρ. 56/2024, ήτοι τον Αντώνη Βασιλείου, για το ποσό του €1.000.000 αναφορικά με τις ζημιές που ήθελαν προκληθούν από την έκδοση των εν λόγω Διαταγμάτων (Τεκμήριο 5 στην Ένορκη Δήλωση Ιωάννου).
Όπως προβάλλεται από μέρους των Αιτητών, μετά από έρευνα στο φάκελο του Δικαστηρίου στις 3/9/2024, διαπιστώθηκε ότι ο Ενάγων 1 και 2 δεν συμμορφώθηκε με τον πιο πάνω όρο για την έκδοση των Διαταγμάτων, αφού η εγγύηση που δόθηκε, ως ο όρος που έθεσε το Δικαστήριο, δόθηκε από τις Εταιρείες των Αιτητών, ήτοι, την ALPHA PANARETI PUBLIC LTD και THE SUNSET BOULEVARD TOURIST AND ESTATE COMPANY LTD.
Είναι η θέση των Αιτητών ότι, ως εκ των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι εφόσον δεν υπήρξε συμμόρφωση από τον Ενάγοντα/Αιτητή 1 και 2 με τον όρο που έθεσε το Δικαστήριο για ανάληψη εγγύησης από τον ίδιο, τότε τα αιτούμενα Διατάγματα βάσει της Αίτησης του ημερ. 27/2/2024 ουδέποτε εκδόθηκαν και ούτε απέκτησαν νομική ισχύ και υπόσταση και σε κάθε περίπτωση είναι εξ υπαρχής άκυρα και ανυπόστατα.
Όπως οι Αιτητές υποστηρίζουν, πέραν του γεγονότος ότι η πιο πάνω εγγύηση αντίκειται και καταστρατηγεί τον όρο που έθεσε ρητώς το Δικαστήριο, ήτοι για την παροχή εγγύησης από τον ίδιο τον Ενάγοντα και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει συμμόρφωση εκ μέρους του με αυτόν τον όρο, περαιτέρω δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε ισχύ μια εγγύηση που δίνεται από τις ίδιες τις Εταιρείες των Αιτητών, αφού δεν μπορεί να καθίστανται αυτές υπόλογες για την κάλυψη των ζημιών των Αιτητών, Εταιρείες στις οποίες οι Εναγόμενοι είναι μέτοχοι και τελικοί δικαιούχοι και αξιωματούχοι αυτών, ενώ σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την Απόφαση του Δικαστηρίου, είναι ο ίδιος ο Ενάγων 1 και 2 προσωπικά που θα έπρεπε να παράσχει την εν λόγω εγγύηση και ουδέποτε έπραξε.
Ως εκ των ανωτέρω, οι Αιτητές (Εναγόμενοι στην Αγωγή 56/2024) προχώρησαν με την καταχώριση ενδιάμεσης μονομερούς Αίτησης ημερ. 10/9/2024 (Τεκμήριο 7 στην Ένορκη Δήλωση Ιωάννου) με την οποία επεδίωξαν την έκδοση των ακόλουθων Διαταγμάτων:
«Α) Διάταγμα και/ή ενδιάμεση αναγνωριστική δήλωση που να αναγνωρίζει ότι τα αιτούμενα διατάγματα βάσει της αίτησης του Ενάγοντα/Αιτητή ημερομηνίας 27/2/24 ως αυτά αναφέρονται στην απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερομηνίας 23/8/24, ουδέποτε εκδόθηκαν και/ή είναι χωρίς νομική ισχύ και/ή χωρίς νομικό αποτέλεσμα και/ή νομική υπόσταση και/ή είναι εξ υπαρχής άκυρα, καθότι ο Ενάγοντας/Αιτητής δεν συμμορφώθηκε με τον όρο που τέθηκε από το Σεβαστό Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 23/8/24 για την έκδοση τους, ήτοι την παροχή από τον Ενάγοντα/Αιτητή εγγύησης αξίας 1.000.000 ευρώ.
Β) Διάταγμα και/ή ενδιάμεση αναγνωριστική δήλωση ότι ο Ενάγοντας/Αιτητής έχει παραιτηθεί η εγκαταλείψει τα αιτούμενα διατάγματα βάσει της αίτησης του Ενάγοντα/Αιτητή ημερομηνίας 27/2/24 ως αυτά αναφέρονται στην απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερομηνίας 23/8/24, καθότι ο Ενάγοντας/Αιτητής δεν έχει τηρήσει ή συμμορφωθεί με τον όρο που τέθηκε από το Σεβαστό Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 23/8/24 για την έκδοση τους, ήτοι την παροχή από τον Ενάγοντα/Αιτητή εγγύησης αξίας 1.000.000 ευρώ.»
Όπως προβάλλεται, η εν λόγω Αίτηση καταχωρήθηκε μονομερώς εφόσον, ως αναφέρεται και στην Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει, υφίσταται το κατεπείγον και εξαιρετικές περιστάσεις που επιβάλλουν την έκδοση μονομερώς των αιτούμενων Διαταγμάτων και Δηλωτικών αποφάσεων της Αίτησης, ώστε να αναγνωρίζεται ότι τα δραστικής φύσεως Διατάγματα της Αίτησης ημερ. 27/2/2024 του Ενάγοντα/Αιτητή δεν υφίστανται και ουδέποτε είχαν εκδοθεί λόγω ακριβώς της παράλειψης και άρνησης του Ενάγοντα/Αιτητή να συμμορφωθεί με τον όρο που τέθηκε από το Δικαστήριο.
Είναι η θέση των Αιτητών ότι ο Ενάγων, χρησιμοποιώντας την Απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με τα Διατάγματα, εισήλθε στην επίδικη ακίνητη περιουσία στις 26/8/2024, χωρίς να επιδώσει το Διάταγμα ημερ. 23/8/2024 και χωρίς να αναλάβει προσωπική εγγύηση όπως ο όρος που έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ήδη προβαίνει σε πράξεις και παραλείψεις καταστροφικές για την επιχείρηση αφού στο επίδικο συγκρότημα και στο ξενοδοχείο διαμένουν τουρίστες, καθώς και άλλοι ένοικοι, με αποτέλεσμα την πρόκληση καταστροφικών συνεπειών στη λειτουργία της τουριστικής επιχείρησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε της Αίτησης στις 17/9/2024, οπόταν και εξέδωσε σχετική Απόφαση ιδίας ημερομηνίας, με την οποία αποφάσισε όπως μη εκδώσει μονομερώς τα αιτούμενα Διατάγματα και τις αιτούμενες Δηλωτικές αποφάσεις αποφασίζοντας όπως η Αίτηση επιδοθεί στον Ενάγοντα. Η εν λόγω Απόφαση - αντικείμενο της υπό κρίση Αίτησης - επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 9 στην Ένορκη Δήλωση Ιωάννου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 17/9/2024, αντικείμενο της υπό κρίση Αίτησης, αποφάσισε τη μη έκδοση μονομερώς των αιτούμενων Διαταγμάτων, χωρίς, όπως είναι η θέση των Αιτητών, να εξετάσει καθόλου τους λόγους και τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του μέσω της σχετικής Ένορκης Δήλωσης, ούτε και αναφέρθηκε στη νομολογία και νομοθεσία που οι Αιτητές επικαλέστηκαν με τις γραπτές αγορεύσεις τους σε ό,τι αφορά την ύπαρξη του κατεπείγοντος και εξαιρετικών περιστάσεων. Αντιθέτως, ως προβάλλεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και εξέτασε άλλα γεγονότα παντελώς άσχετα με το ενώπιον του επίδικο ζήτημα, αναφερόμενο γενικά στις αντιδικίες των μερών και στις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν σε άλλα Δικαστήρια, όπως επίσης και την ύπαρξη άλλων ενδιάμεσων αιτήσεων, αναφέροντας ότι τα γεγονότα που προβάλλονται και οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί της εν λόγω διαδικασίας είναι σοβαρά και περίπλοκα.
Είναι η θέση των Αιτητών ότι, ως προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό της Απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθ' υπέρβαση της εξουσίας του και ευρισκόμενο σε νομική και πραγματική πλάνη, δεν αξιολόγησε και δεν εξέτασε καθόλου τους ισχυρισμούς των Αιτητών αναφορικά με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων και του κατεπείγοντος, ενώ αναφέρθηκε και εξέτασε άσχετα γεγονότα με το ενώπιον του επίδικο ζήτημα.
Ο κ. Π. Βορκάς προώθησε τους προαναφερθέντες λόγους με εμπεριστατωμένη Γραπτή Αγόρευση, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε και ενώπιον του Δικαστηρίου σήμερα.
Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς και ό,τι οι Αιτητές, μέσω των ευπαίδευτων συνηγόρων τους, έχουν θέσει ενώπιον μου.
Να υπενθυμίσω, κατ' αρχάς, ότι σύμφωνα με πάγια και διαχρονική νομολογία τα Προνομιακά Διατάγματα χορηγούνται κατ' εξαίρεση, εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των Κατώτερων Δικαστηρίων.
Άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος παρέχεται όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).
Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία, που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω κανόνας θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).
Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464 και Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116).
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 1Β Α.Α.Δ. 925, 935:-
«Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητας της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92/24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική 'Εφεση 9169/18.7.95).»
Εφόσον, δηλαδή, στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση του τρόπου άσκησης των δικαιοδοσιών του, εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. Σε καμιά, όμως περίπτωση το ένταλμα τύπου Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο έφεσης, ούτε και ως όργανο εποπτείας του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας ή ακόμα και της πρακτικής η οποία ακολουθείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Νεοφύτου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1). Η νομολογία έχει σταθερά αναφέρει ότι ζητήματα που εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούν την παροχή άδειας για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος, διότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ενεργεί ως forum εποπτείας του τρόπου με τον οποίο το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε ή αποφάσισε να χειριστεί με συγκεκριμένο τρόπο την ενώπιον του υπόθεση ασκώντας διακριτική ευχέρεια (βλ. Αναφορικά με την Απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας, ημερ. 3/4/2017 στην Αίτηση με αριθμό 81/2017, Πολιτική Αίτηση αρ. 49/2017, ημερ. 6/4/2017, ECLI:CY:AD:2017:D131).
Το παράπονο των Αιτητών περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι το Κατώτερο Δικαστήριο, αποφάσισε τη μη έκδοση μονομερώς των αιτούμενων Διαταγμάτων χωρίς, όμως, να εξετάσει και αξιολογήσει, καθόλου, τους λόγους και τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του αναφορικά με την ύπαρξη του στοιχείου του κατεπείγοντος και των εξαιρετικών περιστάσεων, στερώντας τους, όπως προβάλλεται, «το δικαίωμα τους για πραγματική ακρόαση και πραγματική πρόσβαση στη Δικαιοσύνη».
Αποτελεί βασική αρχή του δικαίου η οποία εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα "audi alteram partem" ή με το ελληνικότερον «μηδένα δικάσεις πριν αμφί μύθον ακούσεις»[1], ότι κανένας δε δικάζεται χωρίς να ακουστεί. Κατά παρέκκλιση, όμως, ο νομοθέτης με το Άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, επιτρέπει την έκδοση διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά, εφόσον καταδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις. Πρόκειται για εξαιρετικό αλλά και σπάνιο μέτρο. Οι εξουσίες του δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 9(1) του Κεφ. 6 ασκούνται σύμφωνα με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Διαδικαστικοί Κανονισμοί επιτρέπουν στο Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης που καταχωρήθηκε μονομερώς (ex parte) να διατάξει όπως αυτή κοινοποιηθεί στο άλλο μέρος.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση το Κατώτερο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι διαφορές των διαδίκων αφενός είναι πολλές και χρονολογούνται και αφετέρου ότι τα ζητήματα που εγείρονται κάθε φορά είναι πολύπλοκα και επιφέρουν δραστικές συνέπειες επισημαίνοντας, συγχρόνως, ότι η υπό κρίση Αίτηση δεν αποτελούσε εξαίρεση, έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα έπρεπε να ακούσει και τις απόψεις του Ενάγοντα/Καθ' ου η Αίτηση. Με βάση, δε, τις πρόνοιες του Κανονισμού 23(9)(δ) των νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ)[2] έδωσε οδηγίες όπως η Αίτηση επιδοθεί σε αυτόν για να τοποθετηθεί στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«... Οι Εναγόμενοι αιτούνται διατάγματα που πραγματεύονται ένα νομικό θέμα που δύναται να επιφέρει ουσιαστικά νομικά αποτελέσματα με σοβαρό ενδεχόμενο να προκληθεί πρόβλημα στην εκτέλεση νομοθετικών καθηκόντων και υποχρεώσεων του Ενάγοντα. Τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί είναι τέτοια που κρίνω ότι προτού αποφασιστεί οτιδήποτε που αφορά την αίτηση θα πρέπει πρώτα να ακούσω τις απόψεις του Ενάγοντα/Καθ΄ ου η αίτηση. Ως εκ τούτου, δυνάμει των εξουσιών που μου παρέχουν οι πρόνοιες του Κανονισμού 23(9)(1)(δ) δίδω οδηγίες όπως επιδοθεί στον Ενάγοντα/Καθ' ου η αίτηση ώστε να έχει, υπό τις περιστάσεις, την ευκαιρία να τοποθετηθεί. Θεωρώ ότι αυτό εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Συνεπώς, σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου όταν επιλαμβάνεται μονομερούς αίτησης να δώσει οδηγίες όπως αυτή επιδοθεί στην άλλη πλευρά. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος ή της ύπαρξης ιδιαζουσών περιστάσεων σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δεδομένο, έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προχωρήσει μονομερώς στην εξέταση της ουσίας της αίτησης και να διαγνώσει εάν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο για την έκδοση του διατάγματος, αλλά διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχεται από τον Κανονισμό 23(9)(δ)[3] να δώσει οδηγίες ώστε, ουσιαστικά, η αίτηση να μετατραπεί σε δια κλήσεως αίτηση για να λάβει γνώση η άλλη πλευρά (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των (1) Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 8 και Cyprus Sulphur κ.ά. v. Παραλάμα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 1051[4]).
Όπως συναφώς τονίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Brookemil Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 897, ενώ όμως τυγχάνει επιτακτικός δικαιοδοτικός όρος είτε η ύπαρξη του στοιχείου του κατεπείγοντος, είτε η ύπαρξη άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων, από την άλλη, η στοιχειοθέτηση τους και η συνακόλουθη απόδοση δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο όπως προχωρήσει και εξετάσει την αίτηση μονομερώς. Η διαπίστωση της ύπαρξης του στοιχείου του κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων δίδει απλώς στο Δικαστήριο τη δυνητική εξουσία, τη διακριτική ευχέρεια όπως προχωρήσει μονομερώς, αν κρίνει τούτο σκόπιμο.
Είναι σαφές ότι η ουσία του παραπόνου των Αιτητών είναι ο τρόπος που το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι το όλο θέμα ανάγεται στον τρόπο χειρισμού της διαδικασίας από το Κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που αυτό κέκτητο. Δεν θα κριθεί εδώ η ορθότητα του χειρισμού αυτού στον οποίο το Κατώτερο Δικαστήριο προέβη μέσα στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων που είχε ενώπιόν του. Δεν είναι ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην παρούσα διαδικασία ο έλεγχος της ορθότητας του χειρισμού στον οποίο έχει προβεί το Κατώτερο Δικαστήριο ασκώντας, προς τούτο, τη διακριτική του ευχέρεια. Το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση. Ακόμα και εκεί που η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε με τρόπο λανθασμένο, δεν αποτελεί λόγο για έκδοση διατάγματος στο πλαίσιο της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με το Προνομιακό Ένταλμα δεν αντικαθίσταται η κρίση που διαμόρφωσε το Κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ένα ζήτημα που αποφάσισε στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του (βλ. In Re Malikides and Others (1980) 1 C.L.R. 472[5]).
Όλες οι εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου, ουσιαστικά απολήγουν στην εισήγηση για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, επειδή, κατά τη θέση του, το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του εξουσία επί θέματος που ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του.
Το Κατώτερο Δικαστήριο στάθμισε δεδομένα και αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δίδοντας οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά και, συνακόλουθα, να προχωρήσει ως αίτηση με ειδοποίηση, ζήτημα για το οποίο αδιαμφισβήτητα είχε δικαιοδοσία. Εάν, ενδεχομένως, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας των δεδομένων, αυτό δεν δικαιολογεί τον έλεγχο της ενδιάμεσης απόφασης του με τo επιδιωκόμενo Προνομιακό Ένταλμα[6].
Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και το αποτέλεσμα στο οποίο απολήγει δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων (βλ. Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068). Τα Προνομιακά Εντάλματα δεν χρησιμοποιούνται ως έφεση υπό μεταμφίεση, ούτε και ως μέσο επανακρόασης των ζητημάτων που απασχόλησαν το Κατώτερο Δικαστήριο (Ξάνθου (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).
Για τους πιο πάνω λόγους η Αίτηση για παραχώρηση άδειας δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
[1] Βλ. Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.ά. ν. Benfleet Enterprises Ltd κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 280.
[2] 23.9. Ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών σε αιτήσεις χωρίς ειδοποίηση
(1) Όταν η αίτηση γίνεται χωρίς ειδοποίηση, το δικαστήριο κατά την ΑΔΟ δύναται:
(α) να εκδώσει διάταγμα· ή
(β) να απορρίψει την αίτηση· ή
(γ) να αναβάλει την ΑΔΟ για καλό λόγο· ή
(δ) να αναβάλει την ΑΔΟ σε άλλη ημερομηνία και ώρα και να δώσει οδηγίες για επίδοση της αίτησης σε τέτοια πρόσωπα ως το δικαστήριο κρίνει κατάλληλο. Σε τέτοια περίπτωση η αίτηση θα προχωρήσει ως αίτηση με ειδοποίηση στην επόμενη ΑΔΟ.
[3] Με τους παλιούς Κανονισμούς εφαρμόζετο η Δ. 48, θ. 8(3) η οποία διαλάμβανε ότι "(3) The Court or Judge dealing with an application made ex parte may direct that it be made by summons with notice to such persons as the Court or Judge may think fit."
[4] «Η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων είναι ότι, μετά την απόδειξη του κατεπείγοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση να προχωρήσει στην εξέταση αν τα άλλα κριτήρια, που προβλέπει το Άρθρο 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 μέχρι 1990, ικανοποιούνταν και να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα.
Τόσον η παράγραφος (1) του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, όσον και η παράγραφος (3) του θ.8 της Δ.48, μιλούν με γλώσσα διάφορη και δεικνύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο πρωτόδικος Δικαστής διατηρεί την ευχέρεια να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία εάν θα προχωρήσει με τη μονομερή αίτηση, ή εάν θα δώσει οδηγίες για αίτηση με κλήση και ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά.»
[5] ".it should be stressed that a prerogative order cannot be made for the purpose of dictating to a Court in what manner it is to decide on a certain matter within its jurisdiction."
[6] Δέστε Attorney- General of the Republic and another (No. 2) v. Savvides (1979) 1 C.L.R. 349, 365.