ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                         

(Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2016)

 

23 Οκτωβρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                             Εφεσείων,

ν.

 

TRAVEL WORLD VACATIONS LIMITED, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΩΝ

ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ OLYMPIC HOLIDAYS

                                                                                      Εφεσίβλητων.

....................

 

Σ. Κουρουζίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Πιριλίδης, για N. Pirilides & Associates LLC, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

           και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου η οποία εκδόθηκε υπέρ των Εφεσίβλητων (εκεί εναγόντων) και εναντίον του Εφεσείοντα (εκεί εναγόμενου) για το ποσό των 400.000 Αγγλικών Λιρών ή το αντίστοιχο σε ευρώ με νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, ως ποσό το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ των Εφεσίβλητων και του τότε Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ότι θα καταβάλλετο προς τους Εφεσίβλητους από τη Δημοκρατία για κάλυψη μέρους της ζημιάς την οποία υπέστησαν οι τελευταίοι.

Οι Εφεσίβλητοι είναι ιδιωτική εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στο Guernsey και διατηρούν εμπορικό γραφείο στο Λονδίνο. Ασχολούνται με επιχειρήσεις διοργανωτών ταξιδιών και παροχής ταξιδιωτικών διευθετήσεων και διακοπών σε τουρίστες από το Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ άλλων, με προορισμό την Κύπρο. Οι Εφεσίβλητοι είχαν συνάψει συμφωνία ημερ. 22.4.2008 με την Eurocypria για την αποκλειστική διάθεση προς αυτούς αριθμού εβδομαδιαίων πτήσεων και μεταφορά τουριστών προς και από την Κύπρο σε καθορισμένες τιμές. Τον Ιανουάριο του 2010 η Eurocypria έθεσε θέμα εγκυρότητας της συμφωνίας και ανακοίνωσε την απόφαση της να αφαιρέσει κάποιες από τις συμφωνηθείσες πτήσεις με αναπροσαρμογή των συμφωνηθεισών τιμών. Συνεπεία τούτου, οι Εφεσίβλητοι είχαν υποστεί ζημιά και βρέθηκαν εκτεθειμένοι προς τους πελάτες τους οι οποίοι είχαν ήδη αγοράσει το πακέτο των διακοπών τους στην Κύπρο. Ενόψει τούτου, έγιναν διαβουλεύσεις μεταξύ των Εφεσίβλητων, της Eurocypria και του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων και κατόπιν συνάντησης ημερ. 8.2.2010, οι Εφεσίβλητοι και η Eurocypria συμφώνησαν όπως η τελευταία θα αναλάμβανε μέρος της ζημιάς εκ 400.000 Αγγλικών Στερλινών. Προς τούτου τα δύο μέρη υπέγραψαν γραπτή συμφωνία ημερ. 13.2.2010 δυνάμει της οποίας είχαν προβεί σε διευθέτηση για τη μεταφορά των τουριστών με διαφορετικές τιμές και την αναπροσαρμογή των τιμών με έκπτωση 400.000 Αγγλικών Στερλινών προς όφελος των Εφεσίβλητων. Αντίστοιχο ποσό εκ 400.000 Αγγλικών Στερλινών θα επωμίζονταν και οι Εφεσίβλητοι. Η εν λόγω συμφωνία εκπληρώθηκε.

Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι κατά τη συνάντηση ημερ. 8.2.2010, συμφωνήθηκε επίσης, προφορικά, ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν υποστεί ζημιά της τάξης των 1.200.000 Αγγλικών Στερλινών και όπως το εναπομείναν ποσό της ζημιάς τους, εκ 400.000 Αγγλικών Στερλινών, επωμισθεί η Δημοκρατία η οποία τελικώς δεν εκπλήρωσε τα συμφωνηθέντα, εξού και οι Εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή αξιώνοντας το εν λόγω ποσό. Η Δημοκρατία αρνήθηκε τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας, ισχυριζόμενη ότι ο Υπουργός συμμετείχε στις διαβουλεύσεις λόγω της θέσης του με μοναδικό σκοπό να βοηθήσει την κατάσταση και το μόνο που είχε υποσχεθεί ήταν η παροχή καλών υπηρεσιών και η μεσολάβηση του για μείωση της ζημιάς των Εφεσίβλητων.

Κατά την ακρόαση της αγωγής κατέθεσαν συνολικά τέσσερις μάρτυρες για τους Εφεσίβλητους και τρεις για τη Δημοκρατία. Για τους Εφεσίβλητους κατέθεσαν κατά σειρά ο ΝΜ, διευθυντής των Εφεσίβλητων, η ΑΤ, διευθύνουσα σύμβουλος εταιρείας που διαχειρίζεται ξενοδοχεία, ο ΧΓ πρόεδρος της Επιτροπής Ξενοδόχων της ελεύθερης περιοχής Αμμοχώστου και ο ΔΓ, αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ξενοδόχων. Για τη Δημοκρατία κατέθεσαν κατά σειρά ο ΠΓ, τουριστικός λειτουργός στον ΚΟΤ, ο τότε Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και τουρισμού, ΑΠ και ο ΛΦ, Αναπληρωτής Διευθυντής του ΚΟΤ από τον Μάιο του 2010 μέχρι και τον Μάιο του 2012.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων των Εφεσίβλητων, ενώ έκρινε ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα επειδή η αγωγή δεν αφορούσε τον ΚΟΤ και εν πάση περιπτώσει αποσκοπούσε στην απεμπλοκή του ΚΟΤ από οποιαδήποτε ευθύνη. Απέρριψε τη μαρτυρία των ΜΥ2 και ΜΥ3 ως αναξιόπιστη. Έτσι, κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει την απαίτηση τους στον απαιτούμενο βαθμό και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Με τους λόγους έφεσης 1 και 3 (ο δεύτερος λόγος απεσύρθη), αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία του ΜΥ2 και εσφαλμένα κατέληξε πως η μαρτυρία του ΜΕ1 παρέμεινε αναντίλεκτη καθότι δεν αντεξετάστηκε σε ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ2, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο μάρτυρας δεν είπε όλη την αλήθεια και δημιούργησε την εντύπωση ότι «ήθελε με κάθε τρόπο να αποστασιοποιηθεί από την κατάληξη της εμπλοκής του και των παρεμβάσεων του σε ένα ζήτημα το οποίο κατά τα άλλα όπως ισχυρίστηκε δεν τον αφορούσε και ξέφευγε από τις αρμοδιότητες του». Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του τα οποία, όπως επεσήμανε, «ελέγχονται για την ανακρίβεια ή ανακολουθία τους».

Πριν ασχοληθούμε με αυτά τα σημεία, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι το αρχικό σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία του ΜΥ2. Ο εν λόγω μάρτυρας ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι έλαβε μέρος στη συνάντηση χωρίς να έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί τούτου. Αυτό που ισχυρίστηκε είναι πως στη συνάντηση ζητήθηκε από τον ίδιο η πολιτική στήριξη στην προσπάθεια των Εφεσίβλητων να λάβουν κάποια βοήθεια από τον ΚΟΤ και να τους δοθεί κάποιο άλλο πρόγραμμα ώστε να μειώσουν τις κατ' ισχυρισμό ζημιές τους, αναγνωρίζοντας πως κλήθηκε να μεσολαβήσει λόγω ακριβώς της ιδιότητας του και του γεγονότος πως ο ΚΟΤ «αποτελεί τον βραχίονα του Υπουργείου». Επομένως, ο ΜΥ2 επικαλέστηκε την ιδιότητα του και τη σχέση του ΚΟΤ με το Υπουργείο για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή και εμπλοκή του στη συνάντηση. Διαχώρισε μόνο τη θέση του όσον αφορά τη δυνατότητα σύναψης συμφωνίας με τους Εφεσίβλητους, λέγοντας ότι η σύναψη τέτοιας συμφωνίας ήταν εκτός των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου του και ότι συμφωνίες με τουριστικούς πράκτορες εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας του ΚΟΤ ο οποίος, αν και είναι «βραχίονας» του Υπουργείου, αποτελεί ανεξάρτητο οργανισμό ο οποίος αποφασίζει χωρίς την ανάμειξη του Υπουργείου.

Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, οι Εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν τη σύναψη προφορικής συμφωνίας μεταξύ τους και της Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργού, και όχι μεταξύ τους και του ΚΟΤ, εξού και δεν ήγειραν απαίτηση εναντίον του τελευταίου. Ο ΜΥ2 αρνήθηκε τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας, δικαιολογώντας ταυτόχρονα τη δική του εμπλοκή στη συνάντηση όπως επεξηγείται ανωτέρω.

Αυτό το ζήτημα αποτέλεσε και ένα εκ των σημείων για τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε ως ανακριβή και ανακόλουθη τη μαρτυρία του ΜΥ2, κάτι το οποίο και πάλι κρίνουμε πως δεν δικαιολογείτο με βάση τις αναφορές του μάρτυρος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε τον προβληματισμό και την απορία γιατί ο ΜΥ2 δέχθηκε να συμμετέχει τόσο στην αρχική όσο και σε μετέπειτα συναντήσεις επί του ζητήματος, εάν πράγματι δεν είχε αρμοδιότητα επί τούτου, και γιατί δεν παρέπεμψε τους εμπλεκόμενους στο αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών. Ο ΜΥ2, όμως, αναφέρθηκε στις αρμοδιότητες των δύο Υπουργείων και τον λόγο και τη φύση της δικής του εμπλοκής, στοιχεία τα οποία παραγνωρίστηκαν πλήρως από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έδωσε μια άλλη διάσταση η οποία δεν συνάδει με τα λεγόμενα του μάρτυρος.

Ένα άλλο σημείο το οποίο απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι σύμφωνα με επιστολή ημερ. 26.1.2010 που απέστειλε ο εκτελεστικός διευθυντής των Εφεσίβλητων στον ΜΥ2 ονομαστικά γίνεται αναφορά σε προηγηθείσα συνάντηση τους ημερ. 21.1.2010 όταν και ενημερώθηκε για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την απόφαση της Eurocypria, ενώ κατά την κυρίως εξέταση του παρουσιάστηκε  ότι έλαβε γνώση αυτής της υπόθεσης με το τηλεφώνημα που έλαβε από τη ΜΕ2.

Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αν ο ΜΥ2 δεν ήταν ενήμερος για το πρόβλημα, τότε θα αναμενόταν να επιφυλαχθεί να τοποθετηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο ή ακόμη ο ίδιος, ως Υπουργός, να συγκαλούσε σύσκεψη για συζήτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε πως ενώ ουδείς τον εξανάγκασε να συμμετάσχει σε μια συζήτηση η οποία δεν τον αφορούσε και δεν ενέπιπτε στη δική του δικαιοδοσία, αποδέχθηκε να συζητήσει και να διαπραγματευτεί και να καταλήξει σε συμφωνία. Αυτοί οι συλλογισμοί αναιρούνται από την ίδια τη μαρτυρία του ΜΥ2, ο οποίος είχε αναφερθεί στη σχέση και στον σκοπό συμμετοχής του στις συναντήσεις.

Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή και σφαιρική εκτίμηση της μαρτυρίας του ΜΥ2 ως προς το πότε έλαβε γνώση για το συγκεκριμένο πρόβλημα. Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΥ2 δήλωσε ότι θυμόταν πως δέχθηκε τηλεφώνημα από τη ΜΕ2 και μάλιστα ότι δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί επακριβώς τα γεγονότα και τις ημερομηνίες, λόγω της παρόδου του χρόνου. Επιπρόσθετα, ο ΜΥ2 αρνήθηκε ότι έλαβε γνώση της επιστολής ημερ. 26.1.2010, επεξηγώντας ότι παρόλο που αυτή απευθυνόταν στον ίδιο προσωπικά, τέτοιες επιστολές δεν κατέληγαν στον ίδιο αλλά σε άλλο λειτουργό του Υπουργείου και μάλιστα ότι η εν λόγω επιστολή θα αναμενόταν να απαντηθεί από τον ΚΟΤ, λόγω της φύσης του ζητήματος. Την ίδια θέση εξέφρασε και για την προγενέστερη επιστολή ημερ. 15.9.2010 από τους Εφεσίβλητους τόσο προς τον Υπουργό όσο και προς τον ΚΟΤ, στην οποία γινόταν αναφορά σε συμφωνία με τον Υπουργό για την παροχή στους Εφεσίβλητους ποσού εκ 400.000 Αγγλικών Στερλινών (τεκμήρια 6 και 7 αντίστοιχα). Η επιστολή (τεκμήριο7) πράγματι απαντήθηκε από τον ΚΟΤ με επιστολή ημερ. 22.9.2010 (τεκμήριο 8) στην οποία αναφερόταν πως ο ΚΟΤ δεν συμμετείχε σε οποιαδήποτε διευθέτηση και πως εν πάση περιπτώσει θα εξέταζε το ζήτημα «με στόχο να εξευρεθεί τρόπος για την επίτευξη αμοιβαίας συνεργασίας, τόσο για το υπόλοιπο του χρόνου όσο και για τον επόμενο χρόνο». 

Επομένως, ο συλλογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η επιστολή (τεκμήριο 6) έπρεπε να είχε απαντηθεί από τον ΜΥ2, στον οποίο αποδίδετο ενεργός ρόλος στη σύναψη συμφωνίας και όχι από τον ΚΟΤ παραγνωρίζει την προσαχθείσα μαρτυρία. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι «εύλογα τίθεται το ερώτημα τι άραγε θα απαντούσε ο Κ.Ο.Τ. στον αποστολέα της επιστολής όταν ο Κ.Ο.Τ. δεν ήταν μέρος της συμφωνίας, έστω και αν σε αυτή αναφέρεται ότι με το 1/3 της ζημιάς που υπέστησαν οι ενάγοντες από την αθέτηση συμφωνίας εντός άλλου κρατικού οργανισμού, της Eurocypria, θα επιβάρυνε όπως υποσχόταν ένα άλλο ανεξάρτητο Οργανισμό όπως είναι ο Κ.Ο.Τ. με άντληση χρηματοδότησης από αυτόν τον «βραχίονα» όπως τον χαρακτήρισε του Υπουργείου στα θέματα του τουρισμού». Αυτή η θέση του Δικαστηρίου παραγνωρίζει ακριβώς ότι ο ΚΟΤ απάντησε στην εν λόγω επιστολή, εκφράζοντας μάλιστα την πρόθεση να εξετάσει το ζήτημα με σκοπό την αμοιβαία συνεργασία. Ο τελικός χαρακτηρισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αδόκιμου του χειρισμού από τον ΜΥ2 του όλου ζητήματος, δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Ο ΜΥ2 έδωσε εξηγήσεις για τον λόγο της ανάμειξης του και το αποτέλεσμα αυτής, σε σχέση πάντοτε με τον ΚΟΤ και όχι σε συνάρτηση με συμφωνία εκ μέρους της Δημοκρατίας. Μάλιστα, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επισημάνει ότι η συμφωνία του Υπουργού αφορούσε τη Δημοκρατία, εντούτοις στην πιο πάνω τοποθέτηση του αφήνεται να νοηθεί ότι ο Υπουργός βασικά είχε, με την κατ' ισχυρισμό συμφωνία καταβολής του ποσού των 400.000 Αγγλικών Στερλινών, επιβαρύνει τον ΚΟΤ, κάτι το οποίο δεν προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας. Σημειώνεται πως σύμφωνα με τα τεκμήρια 13 και 14, σημείωμα του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του ΚΟΤ προς το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ και απόσπασμα από τα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΟΤ ημερ. 29.9.2010, αποφασίστηκε η έγκριση καταβολής προς τους Εφεσίβλητους ποσού εκ 100.000 Αγγλικών Στερλινών για διαφημιστικές ενέργειες κατά την περίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2010 και ότι θα επανεξεταζόταν η δυνατότητα συμπληρωματικής συνεργασίας μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2011. Στο σημείωμα γίνεται αναφορά σε συσκέψεις κατά τις οποίας υπεβλήθη εισήγηση όπως το ποσό των 1.2 εκ. ευρώ επωμιστούν ισόποσα η Eurocypria, οι Εφεσίβλητοι και ο ΚΟΤ και ότι ο ΚΟΤ δεν ήταν ενήμερος για την πρόταση για τη δική του εμπλοκή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι η σύναψη συμφωνίας με την ανάληψη καταβολής του ποσού των 400.000 Αγγλικών Στερλινών ήταν  η μοναδική «πρακτική λύση» και ο τρόπος παροχής βοήθειας προς τους Εφεσίβλητους από όλους τους εμπλεκόμενους, Υπουργείο Οικονομικών, Eurocypria και ΚΟΤ, που ήταν και ο στόχος της συμμετοχής του ΜΥ2 στις συναντήσεις. Τέτοια κατάληξη όμως δεν αποτελεί το μόνο εύλογο συμπέρασμα που εξαγόταν από τη μαρτυρία του ΜΥ2. Αυτός επέμενε ότι ο στόχος της συμμετοχής του ήταν ακριβώς να μεσολαβήσει και ασκήσει πολιτική επιρροή στην ώθηση του ΚΟΤ για παροχή στήριξης και βοήθειας στους Εφεσίβλητους. Ουδέποτε ο ΜΥ2 ανέφερε πως δεσμεύτηκε για συγκεκριμένο ποσό και ενέργεια εκ μέρους του ΚΟΤ, ως θεώρησε εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνεται αυθαίρετο και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσπάθεια του ΜΥ2 να αποστασιοποιηθεί από τη συμφωνία ήταν «εκ των υστέρων σκέψη όταν αντιλήφθηκε στη σύσκεψη της 12.08.2010 από τα λεγόμενα του κ. Φ. [ΜΥ3], ο οποίος . επεσήμανε [σ]τις διαδικασίες που ακολουθούνται για την εκταμίευση χρημάτων από τον Κ.Ο.Τ. και αντιλαμβανόμενος ότι δεν θα μπορούσε να τιμήσει τα συμφωνηθέντα». Αυτή η θέση και πάλι εκλαμβάνει πως ο ΜΥ2 είχε συμφωνήσει την καταβολή του ποσού από τον ΚΟΤ και όχι τη Δημοκρατία, θέση η οποία ουδέποτε προωθήθηκε από τους Εφεσίβλητους ούτε και αποτελούσε το επίδικο θέμα στην αγωγή, όπως αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Για όλους τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, θεωρούμε ότι η αξιολόγηση του ΜΥ2, στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης και αυθαίρετης συλλογιστικής. Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε συλλογισμούς οι οποίοι δεν ήταν η λογική απόρροια από τη μαρτυρία, ούτε και απέληγαν σε εύρημα για τη σύναψη της κατ'  ισχυρισμό συμφωνίας, αλλά αντιθέτως αυτοί οι συλλογισμοί εκλάμβαναν ως δεδομένη τη σύναψη της κατ' ισχυρισμό συμφωνίας. Αυτή η διεργασία δεν αποτελεί ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας. 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πλαίσιο αξιολόγησης του ΜΕ1 πως η μαρτυρία του «παρέμεινε αναντίλεκτη εφόσον δεν αντεξετάστηκε σε ουσιώδεις ισχυρισμούς του περί της εμπλοκής στην εν λόγω συμφωνία του ίδιου του τότε Υπουργού».

Είναι γεγονός ότι κατά την αντεξέταση του ΜΕ1, δεν του υπεβλήθησαν μια προς μια υποβολές αναφορικά με τη βασική θέση του περί σύναψης της κατ'  ισχυρισμό προφορικής συμφωνίας με τον ΜΥ2. Παρά ταύτα, οι υποβολές προς αυτόν ουσιαστικά απέληγαν στην άρνηση σύναψης της εν λόγω συμφωνίας. Τέθηκαν οι υποβολές ότι ο ΜΥ2 δεν χειριζόταν χρηματικά ποσά που αφορούσαν συνεργασίες με τουριστικούς πράκτορες αλλά ότι αυτό ήταν θέμα το οποίο αφορούσε τον ΚΟΤ, ότι ο ΚΟΤ κατέβαλε στους Εφεσίβλητους το ποσό των 300.000 Αγγλικών Στερλινών και ότι το 2011 δεν είχε επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των Εφεσίβλητων και του ΚΟΤ. Σε αυτές τις υποβολές ο ΜΕ1 έδωσε τις απαντήσεις του και αυτά τα ζητήματα αποτέλεσαν αντικείμενο αναφοράς κατά τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης οι οποίοι προώθησαν αυτή την εκδοχή.

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου v. Αργυρίδου, Πολ. Έφεση Αρ. 32/20, ημερ. 29.9.2021, οι υποβολές κατά την αντεξέταση δεν περιβάλλονται από συμφυή αποδεικτική αξία αφού δεν στοιχειοθετούν μαρτυρία. Μέσω τους τίθεται απλώς μια θέση ή ένας ισχυρισμός στον μάρτυρα ο οποίος μπορεί να τον αποδεχθεί (και υπό κάποιες προϋποθέσεις να καταστήσει το περιεχόμενο των υποβολών μαρτυρία) ή να τον απορρίψει, οπότε και οι υποβολές αυτές παραμένουν ως απλοί ισχυρισμοί οι οποίοι, αν δεν αποδειχθούν αργότερα, παραμένουν μετέωροι χωρίς αποδεικτική αξία. Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Ιωαννίδης v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

Επομένως, το ουσιώδες δεν είναι μόνο η ύπαρξη υποβολών αλλά η προσκόμιση μαρτυρίας, όταν αυτές δεν γίνονται δεκτές, προς υποστήριξη τους (βλ. Ευστρατίου v. Alpha Τράπεζα Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 314/2013, ημερ. 20.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A156 και Έλληνας κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 87/2013, ημερ. 3.12.201).

Στην υπό κρίση περίπτωση, τέθηκαν οι ανωτέρω υποβολές στον ΜΕ1 και ακολούθως προσκομίστηκε μαρτυρία προς αντίκρουση των θέσεων των Εφεσίβλητων υπέρ της υπεράσπισης. Σαφώς δεν διεφάνη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ότι η μαρτυρία του ΜΕ1, μέσω των υποβολών, παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη και αποδεκτή από την πλευρά του Εφεσείοντα και των μαρτύρων του.

Από τη στιγμή που η εσφαλμένη αυτή διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσε μέρος της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΕ1 και παραμένει άγνωστο ποια βαρύτητα δόθηκε σε αυτή για την κατάληξη του Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία ως αξιόπιστη, τότε η εν λόγω αξιολόγηση παραμένει τρωτή.

Και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.

Ενόψει της κατάληξης μας, η μοναδική επιλογή είναι η επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής. Δεν χρειάζεται να δώσουμε οδηγίες όπως η αγωγή τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή, αφού ο εκδώσας την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστής έχει αφυπηρετήσει. Αναμένεται να δοθεί προτεραιότητα στην εκδίκαση της.

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

€6.000 έξοδα Έφεσης επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων.

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

         

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

         

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο