ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε234/2016

 

21 Οκτωβρίου, 2024

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

KETONIS DEVELOPMENTS LIMTED (HE47802)

Εφεσείοντες

ΚΑI

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ διά

1.   ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗΣ

        ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

2.   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

3.   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

4.   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Εφεσίβλητοι

-----------------------------

 

Κ. Κωσταρά (κα) για Προύντζος & Προύντζος ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες

Μ. Κωνσταντίνου, (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', με Π. Χρίστου (ασκούμενο δικηγόρο) για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητους

------------------

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, ενάγοντες πρωτοδίκως, αποτελούν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και δραστηριοποιούνται στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.  Για την ακρίβεια, ειδικεύονται στην κατασκευή και τη λειτουργία αιολικών πάρκων για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Στην προκειμένη περίπτωση ανέλαβαν την κατασκευή και λειτουργία του αιολικού πάρκου Μαρί.  Το έργο θα επιδοτείτο μερικώς από το Ταμείο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εξοικονόμησης Ενέργειας, (το Ταμείο), τούτου εγκαθιδρυθέντος διά του περί Προώθησης και Ενθάρρυνσης της Χρήσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας Νόμου του 2013, N.112(Ι)/2013, ενώ οι υποδομές του θα εγκαθίσταντο σε τουρκοκυπριακή γη.   

 

Προς επιδίωξη του πιο πάνω έργου, οι εφεσείοντες, συνήψαν δύο συμφωνίες με τα αρμόδια κρατικά Τμήματα. Συγκεκριμένα, στις 24.6.2011, συνήψαν σύμβαση  επιδότησης τους με το Ταμείο, ενώ μερικές βδομάδες προηγουμένως, στις 9.5.2011, συνήψαν σύμβαση μίσθωσης τουρκοκυπριακής γης, με το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Εμπορίου.  Η τελευταία σύμβαση αποτελούσε προϋπόθεση για τη σύναψη της πρώτης και ήταν διάρκειας τριών χρόνων, με δικαίωμα ανανέωσης.  Στη συνέχεια, η συγκεκριμένη γη θα απαλλοτριωνόταν και θα παραχωρείτο στους εφεσείοντες υπό καθεστώς μακράς διάρκειας σύμβασης ενοικίασης, προς εξυπηρέτηση των πιο πάνω αναγκών τους.  

 

Όσον αφορά τη σύμβαση επιδότησης, αυτή προέβλεπε για σταδιακή καταβολή του επιδοτούμενου ποσού που, παρεμπιπτόντως, αποτελούσε ένα μέρος μόνο της επένδυσης των εφεσειόντων, συγχρόνως με τη διεξαγωγή κάποιων εργασιών στη γη όπου θα κατασκευαζόταν το αιολικό πάρκο. Σε κάποιο στάδιο το Ταμείο διαμόρφωσε τη θέση ότι υπήρχε καθυστέρηση στη διεξαγωγή των εν λόγω εργασιών· αυτές, θεώρησε, δεν γίνονταν εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος. Οπότε, στις 25.7.2012, δόθηκε στους εφεσείοντες γραπτή προειδοποίηση, για το ενδεχόμενο τερματισμού της σύμβασης επιδότησης.  Οι εφεσείοντες αντέδρασαν προβάλλοντας ότι η σύντομη διάρκεια της μίσθωσης της τουρκοκυπριακής γης, ήτοι για τρία χρόνια, τους εμπόδιζε να εξασφαλίσουν την πρόσθετη χρηματοδότηση που απαιτείτο για την κατασκευή του έργου. Ωστόσο, το Ταμείο, θεωρώντας ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση από μέρους των εφεσειόντων, με επιστολή που τους απέστειλε τρία χρόνια μετά την πρώτη, δηλαδή στις 11.9.2015, τερμάτισε την σύμβαση επιδότησης.  Τοιουτοτρόπως, και η σύμβαση μίσθωσης κατέστη, μάλλον, χωρίς αντικείμενο.

        

Ως εκ των πιο πάνω, οι εφεσείοντες, κίνησαν εναντίον του Ταμείου και των λοιπών εναγομένων, εφεσίβλητων, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την αγωγή αρ. 6035/2015, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αξιώνουν διάφορες θεραπείες.  Με τις περισσότερες επιδιώκουν, μέσω διακηρυκτικών αποφάσεων ή ανάλογων διαταγμάτων, τη διασφάλιση της συνέχισης της σύμβασης επιδότησης.  Συγχρόνως ή και διαζευκτικά, αξιώνουν αποζημιώσεις για παράβαση της. Ειδικά στην παράγραφο Ζ ζητούν την ειδική εκτέλεση της.  Επιπρόσθετα, καταχώρησαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση αριθμού παρεμπίπτοντων διαταγμάτων, επιδιώκοντας την παρεμπόδιση της κατίσχυσης του τερματισμού της σύμβασης επιδότησης του  εν λόγω έργου, εκκρεμούσης της αγωγής.  Με οδηγίες του Δικαστηρίου, η πιο πάνω αίτηση επιδόθηκε και εξετάστηκε με τη συμμετοχή στην ενδιάμεση διαδικασία και των εφεσίβλητων.

 

Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της απόφασής του, συζήτησε εκτενώς τις αντίστοιχες εκδοχές των μερών όσον αφορά τα γεγονότα.  Διαπίστωσε ότι συμφωνούσαν επί των πλείστων, αυτών.  Οι σχέσεις τους, άλλωστε, διέπονταν από γραπτές συμφωνίες ενώ κατά τις συναντήσεις που πραγματοποίησαν, προφανώς, είχαν τηρηθεί πρακτικά, μια άλλη πηγή κι'  αυτή γεγονότων. Υπήρχε, πρόσθετα, και το περιεχόμενο της ανταλλαγείσας, μεταξύ τους, εκτενούς αλληλογραφίας. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο, είχε πάντοτε κατά νου τη φύση και τις απαιτήσεις της διαδικασίας σε σχέση με την ενώπιον του αίτηση. Κάποιες παρατηρήσεις, όμως, στις οποίες προέβη σε σχέση με συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας, δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του, αναφορικά με την υπό εξέταση ενδιάμεση αίτηση και εν τέλει την απόφασή του.  Μάλιστα, αυτές έτειναν προς την ουσία της αγωγής. Παρά ταύτα, οι εφεσείοντες συνεχίζοντας την πορεία αυτή, λανθασμένα αμφισβητούν την ορθότητα των εν λόγω παρατηρήσεων με τους λόγους έφεσης 1 έως 6.  Το Δικαστήριο, ωστόσο, τελικώς έκρινε την υπόθεση στη βάση ότι οι εφεσείοντες δεν ικανοποίησαν τη δεύτερη και την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, όπως έχει τροποποιηθεί, (ο Νόμος 14/1960), στη βάση και της υπόθεσης  Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, στις οποίες πτυχές αφορούν οι λόγοι έφεσης 7, 8 και 9.

 

Οι εφεσείοντες, όπως προκύπτει από τους καθορισθέντες, πιο πάνω, ως άμεσα σχετικούς λόγους έφεσης και στο πλαίσιο της αγόρευσης τους, θεωρούν ότι η προβολή μέσα από τη μαρτυρία τους, κατά το υπό συζήτηση ενδιάμεσο στάδιο, του παράνομου, γι'  αυτούς, τερματισμού της σύμβασης επιδότησης, αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση. Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της ίδιας μαρτυρίας, ελλείψει στο στάδιο εκείνο έκθεσης απαιτήσεως, διαπίστωσε ότι, όντως, ικανοποιείτο η πιο πάνω προϋπόθεση.  Δηλαδή, η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/1960. Εν ολίγοις, ότι η αγωγή θα μπορούσε να οδηγηθεί σε δίκη στη βάση αυτή.

Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο, επεσήμανε ότι στο πλαίσιο της εκδίκασης της αγωγής, οι εφεσείοντες θα επιδιώξουν, ως τελική θεραπεία, την έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης επιδότησης, στη βάση του άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.  Με αναφορά δε, στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) κατέληξε πως αυτοί δεν κατέδειξαν να έχουν ορατή πιθανότητα επιτυχίας για απόδοση σε αυτούς της συγκεκριμένης θεραπείας.  Τούτο, ειδικά στη βάση της μη τήρησης του χρονοδιαγράμματος τέλεσης κάποιων εργασιών επί του εδάφους, ως θέμα άσκησης από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την αγωγή, διακριτικής εξουσίας, κατά την εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 76.  Παρέπεμψε, συναφώς, στις υποθέσεις Hadjiyiannis v. The Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32 και  Απαισιώτη κ.α. ν. Ραγιά κ.α (1983) 1 Α.Α.Δ. 882, οι οποίες πραγματεύονται την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου.    

 

Εμφανώς, το Δικαστήριο, ενώ αναγνώρισε ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων περί παράνομου τερματισμού της συμφωνίας επιδότησης από το Ταμείο, αποκάλυπτε συζητήσιμη υπόθεση, εντούτοις, έκρινε ότι, υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις, δεν θα ήταν δυνατό να τους αποδοθεί, ειδικά, η θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης. Το Δικαστήριο μπορούσε να καταλήξει, ως ανωτέρω, στο πλαίσιο εξέτασης της υπό αναφορά προϋπόθεσης υπό το φως της ενώπιον του μαρτυρίας και της εξουσίας που κέκτηται κατά την εξέταση απόδοσης της εν λόγω θεραπείας . Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 ασχολούνται αποκλειστικά με την πιο πάνω πτυχή, δηλαδή της ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης επιδότησης, ώστε να μην είναι δυνατό να επιτύχουν. 

 

Παρεμπιπτόντως, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε οι εφεσείοντες  να δικαιούνται σε αποζημιώσεις αν επιτύχουν όσον αφορά τη θέση τους ότι το Ταμείο τερμάτισε παράνομα τη σύμβαση επιδότησης.  Επιπρόσθετα, ενδεχομένως να δικαιούνται και στη θεραπεία της αποκατάστασης, για δαπάνες τις οποίες, κατ'  ισχυρισμό, έχουν προβεί  στο πλαίσιο διεκπεραίωσης κάποιων εργασιών, σχετικών με το εν λόγω έργο, η αξία των οποίων φέρεται να ανέρχεται στο ποσό του €1.700.000.-  Ωστόσο, εξαιτίας της επικέντρωσης των εφεσειόντων στη θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης τής υπό αναφορά σύμβασης, δε δικαιολογείτο να εξεταστούν και δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο τα θέματα αυτά υπό το πρίσμα της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1), όπως ούτε και στο πλαίσιο της έφεσης.

 

Το θέμα, όμως, των αποζημιώσεων σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, εξετάστηκε από το Δικαστήριο κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1), ήτοι κατά πόσο η μη έγκριση των, ενδιάμεσα, αιτηθέντων ως άνω διαταγμάτων θα καταστήσει δύσκολη ή αδύνατη την πλήρη απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όσον αφορά την πτυχή αυτή, το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι στο πλαίσιο της σύμβασης επιδότησης αναφέρονται κριτήρια υπολογισμού της απόδοσης του συγκεκριμένου αιολικού πάρκου, εφόσον αυτό κατασκευαζόταν, στη βάση των οποίων δυνατό να υπολογιστεί αποζημίωση η οποία τυχόν να επιδικαστεί σε βάρος της Δημοκρατίας αν διαπιστωθεί ότι ο τερματισμός της εν λόγω σύμβασης από το Ταμείο ήταν παράνομος.  Κατέληξε δε, πως, δεδομένου ότι  εναγόμενη στην αγωγή, ουσιαστικά, είναι η Κυπριακή Δημοκρατία η οποία θεωρείται πάντοτε φερέγγυα οι εφεσείοντες θα είναι εξασφαλισμένοι αν θα έχουν να λαμβάνουν από αυτή οποιοδήποτε ποσό ως αποζημιώσεις.  Η συγκεκριμένη κρίση του Δικαστηρίου είναι οπωσδήποτε ορθή.  Στηρίζεται σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία και παρέπεμψε,  ήτοι την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.6) (1993) 1 Α.Α.Δ. 788).  Επί του ιδίου θέματος είναι, επίσης, η υπόθεση Electromatic Constructions Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2009) 1 Α.Α.Δ. 258), σύμφωνα με την οποία το Κράτος διαθέτει την ικανότητα να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις και ειδικά στην ικανοποίηση απόφασης που τυχόν εκδοθεί εναντίον του για αποζημιώσεις.    Επομένως, ούτε και ο λόγος έφεσης 9, είναι δυνατό να επιτύχει ώστε η έφεση, καθ'  ολοκληρίαν, να οδηγείται σε αποτυχία, χωρίς να απαιτείται η εξέταση, εν πάση περιπτώσει και για το λόγο που έχει προαναφερθεί των  λόγων έφεσης 1 ως 6. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον των εφεσειόντων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €9.000.- 

 

 

 

Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                        Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                  Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο