ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Aίτηση αρ. 166/2024)

(i-Justice)

 

9 Oκτωβρίου, 2024

 

[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ Α. Π., Κ. Π., Σ. Π. ΚΑΙ Π. Π. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ/Ή ΑΔΕΙΑ ΚΑΙ/Ή ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΉΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 2652/2024, ΗΜΕΡ. 28/03/2024, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 38 ΚΑΙ 43(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155  

_________________

Γ. Βρυώνη (κα) για Πελεκάνος & Πελεκάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

Ελ. Λάμπρου (κα) για Pavlou & Pavlou, για τους Καθ΄ ων η Aίτηση.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Στο κατηγορητήριο με αρ. 2652/2024, Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, υπήρχαν αρχικά τριάντα κατηγορίες. Λέω υπήρχαν, γιατί το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 25.6.2024 απέρριψε την 30η κατηγορία, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αφορούσε στους εδώ αιτητές. Η εν λόγω κατηγορία αφορούσε μόνο στην κατηγορούμενη 1, η οποία εκατηγορείτο για αδίκημα, για το οποίο ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα. Τέτοια συγκατάθεση δεν εδόθη.

 

Οι αιτητές, κατηγορούμενοι 2, 3, 5 και 6 στην πιο πάνω ποινική υπόθεση, προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την άδεια του για να καταχωρίσουν Αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται, συλλήβδην, το κατηγορητήριο επειδή δεν εδόθη η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για την 30η κατηγορία.  Στις 28.6.2024 εξέδωσα την απόφαση μου, με την οποία απέρριψα τη μονομερή Αίτηση, για λόγους που καταγράφονται σε αυτήν.

 

Οι αιτητές, ως είχαν κάθε δικαίωμα, καταχώρισαν έφεση  κατά της πιο πάνω απόφασης (Πολ. Έφ. Αρ. 16/2024), στο πλαίσιο της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο, δευτεροβάθμια δικαιοδοσία, εξέδωσε στις 18.9.2024, την ομόφωνη απόφαση του, στην οποία, μεταξύ άλλων, καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες, με την εν λόγω αίτηση για άδεια, είχαν προβάλει ότι ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας διατάσσοντας, στις 28.3.2024,  την καταχώρηση κατηγορητηρίου με 30 κατηγορίες το οποίο παρεμπιπτόντως έλαβε αριθμό υπόθεσης 2652/2024, ενήργησε καθ'  υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.  Το εν λόγω νομικό σφάλμα, όπως μπορεί να χαρακτηριστεί, έγκειτο στο ότι για το αδίκημα της 30ης κατηγορίας το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, αντιμετώπιζε μόνο συγκεκριμένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η κατηγορούμενη 1, προβλέπει ποινή φυλάκισης πέραν των πέντε ετών.  Εντούτοις, δε λήφθηκε η άδεια του Γενικού Εισαγγελέα για την καταχώρηση του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου όπως απαιτείται στο άρθρο 24 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/1960), όπως έχει τροποποιηθεί.

 

Ο αδελφός Δικαστής αποφασίζοντας ως ανωτέρω έλαβε υπόψη του, κατά κύριο λόγο, το γεγονός ότι η εν λόγω 30η κατηγορία δεν αφορούσε τους εφεσείοντες, κατηγορούμενους 2, 3, 5 και 6 επί του κατηγορητηρίου. Επιπρόσθετα, επεσήμανε και το γεγονός ότι, στις 25.6.2024, ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενεργώντας αυτεπάγγελτα διέταξε την απόρριψη της 30ης κατηγορίας.

 

Δεδομένης της πιο πάνω κατάστασης πραγμάτων, τέθηκε από το Εφετείο προς την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων,  στο στάδιο που η έφεση ήταν ορισμένη για προδικασία, κατά πόσο αυτή είναι προδήλως αβάσιμη.  Τέτοια προσέγγιση είναι επιτρεπτή κατά το στάδιο της προδικασίας, δυνάμει του Κ.10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 (Κ.4/1996). Πόσον μάλλον που η φερόμενη ως επιλήψιμη κατηγορία είχε, στο μεταξύ, διαγραφεί, οπότε η εξέταση της έφεσης επί της ουσίας, ενδεχόμενα να είναι επί ματαίω. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος εκ μέρους των εφεσειόντων, εξέφρασε την ετοιμότητα της να αγορεύσει σε σχέση με το ως άνω εγερθέν ζήτημα. Της δόθηκε η ευκαιρία προς τούτο, με την συνήγορο να καλύπτει, τελικά, στο σύνολο τους, τα εγειρόμενα με τους προαναφερθέντες λόγους έφεσης ζητήματα. Τοιουτοτρόπως, η διαδικασία εξελίχθηκε σε ακρόαση παρακάμπτοντας το στάδιο της προδικασίας, πορεία η οποία είναι επιτρεπτή από τον Κ.5 του Κ.4/1996.  Η άδεια του Επαρχιακού Δικαστή για καταχώρηση του κατηγορητηρίου, υπέδειξε, δε διέκρινε  μεταξύ της 30ης κατηγορίας και των υπολοίπων 29 κατηγοριών.  Τούτο, συμπλήρωσε, δεν ήταν και νομικά δυνατό αφού το κατηγορητήριο ήταν ενιαίο και ως τέτοιο εγκρίθηκε.  Επομένως,  εκδίδοντας τη διαταγή για καταχώρησή του, χωρίς την συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 24 του Ν.14/1960.  Παράβαση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να καταστήσει τους αιτητές κατηγορούμενους.

 

Πράγματι η διαταγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου για καταχώρηση του εν λόγω κατηγορητηρίου, το αφορούσε στο σύνολο του περιλαμβανομένης  της κατηγορίας 30 σε αυτό.  Τέτοια είναι η πρόνοια του άρθρου 43(2)[1] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο παρά μόνο να διατάξει την καταχώρηση κατηγορητηρίου ως ενιαίου εγγράφου. Αυτό λοιπόν και έπραξε.  Ωσαύτως, η διαταγή για καταχώρηση του κατηγορητηρίου παρουσιάζεται εξ αρχής αντίθετη με το άρθρο 24 του Ν.14/1960, επιμολύνοντας έτσι το κατηγορητήριο, στο σύνολο του.  Τούτο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η κατηγορία 30 δεν αφορούσε τους εφεσείοντες, αλλά ένα τρίτο νομικό πρόσωπο. Γεγονός παραμένει ότι από την καταχώρηση και προώθηση σε βάρος τους, ενός παράνομου στο σύνολο του κατηγορητηρίου, θα μπορούσαν, ενδεχομένως, από το αρχικό εκείνο στάδιο να υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες για τους κατηγορούμενους, νυν εφεσείοντες. Ενδεικτικά, συνέπειες που θα μπορούσαν να συναρτώνται από το γεγονός και μόνο της συμπερίληψης τους στο ως άνω κατηγορητήριο, αλλά και η πιθανή επιβολή σε βάρος τους συγκεκριμένων όρων εγγύησης για την διασφάλιση της εμφάνισης τους στη διαδικασία που δρομολογήθηκε στη βάση του ως άνω κατηγορητήριου.   Ούτε βεβαίως εξαντλεί κάθε συζήτηση για τα πιο πάνω, το γεγονός ότι σε κάποιο στάδιο, μεταγενέστερο, η 30η  κατηγορία απορρίφθηκε  «αυτεπάγγελτα» από το κατώτερο Δικαστήριο.  

 

Από την προηγηθείσα λοιπόν συζήτηση, διαπιστώνεται ότι στο στάδιο της μονομερούς αίτησης για άδεια, είχε αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση στην έκταση που απαιτείται σε αιτήσεις του είδους,  ώστε να δικαιολογείτο η παραχώρηση της αιτηθείσας, ως ανωτέρω, άδειας.  Κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Δίδονται οδηγίες για καταχώρηση δια κλήσεως αίτησης εντός δύο (2) βδομάδων από σήμερα, η οποία στη συνέχεια να τεθεί ενώπιον του αδελφού Δικαστή για τα περαιτέρω.»

 

 

 

Η Αίτηση διά κλήσεως καταχωρίστηκε στις 30.9.2024, ως οι πιο πάνω οδηγίες, επεδόθη στην άλλη πλευρά και τέθηκε ενώπιον μου για εκδίκαση σήμερα. Οι καθ΄ ων η αίτηση εμφανίστηκαν, μέσω συνηγόρων, και δήλωσαν πως ενίστανται στην Αίτηση. Με δεδομένο ότι τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται, συμφωνήθηκε όπως η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση αγορεύσει προς υποστήριξη των θέσεων της, χωρίς να είναι απαραίτητη η καταχώριση γραπτής ενστάσεως. Έτσι το Δικαστήριο άκουσε σήμερα και τις δύο πλευρές.

 

Έχω θέσει ενώπιον μου το μαρτυρικό υλικό και τα γεγονότα που υποστηρίζουν το συγκεκριμένο αίτημα, έχοντας πάντα κατά νου και τα όσα έχουν καταγραφεί στην απόφαση ημερ. 18.9.2024. Το ίδιο ισχύει και για τα όσα ανέφεραν και οι δύο  συνήγοροι με τις σύντομες αλλά ικανές αγορεύσεις τους. Θα κάνω ειδική αναφορά σε όλα αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.

 

Να επαναλάβω το αυτονόητο, ότι στο στάδιο της χορήγησης της άδειας το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εμβαθύνει στην υπόθεση (Κωνσταντινίδης (2003)1(Β) Α.Α.Δ. 1298). Όπως εύστοχα τέθηκε από τον αείμνηστο Νικήτα, Δ., στη Lindos Constructions Ltd (1989) 1(Ε) 648, είναι δυνατόν στο στάδιο της Αίτησης διά κλήσεως η μετέπειτα ολοκληρωμένη θεώρηση του ζητήματος «να διαλύσει τις πρώτες θετικές εντυπώσεις». Ως εκ τούτου, με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της κας Βρυώνη ότι το περιεχόμενο της απόφασης ημερ. 18.9.2024, στην Πολ. Έφ. Αρ. 16/2024, «σφραγίζει το αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας».  Προχωρώ λοιπόν αμέσως πιο κάτω σε ολοκληρωμένη θεώρηση όλων των ζητημάτων, έχοντας, επαναλαμβάνω, κατά νου και τα όσα λέχθηκαν στην πιο πάνω Πολιτική Έφεση.

 

Ως γνωστό, σε ένα κατηγορητήριο είναι δυνατόν να υπάρχουν περισσότερες από μία κατηγορίες, οι οποίες μάλιστα θα πρέπει να αριθμούνται κατά σειρά (άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155). Το Δικαστήριο εκδικάζοντας μίαν ποινική υπόθεση στη βάση κατηγορητηρίου στο οποίο υπάρχουν περισσότερες από μία κατηγορίες, δύναται «είτε να καταδικάσει είτε να αθωώσει τον κατηγορούμενο γενικά για ολόκληρο το κατηγορητήριο είτε να τον καταδικάσει για μία ή μερικές από τις κατηγορίες και να τον αθωώσει για άλλες».  Περαιτέρω, το Δικαστήριο, δύναται σε οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας «να διατάξει όπως ο κατηγορούμενος δικαστεί χωριστά για οποιαδήποτε ή περισσότερες από τις κατηγορίες», σε περίπτωση που αυτές αφορούν σε διαφορετικά πραγματικά γεγονότα (άρθρο 40(1) και (2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).

Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω, χωρίς να γίνομαι κουραστικός, και τα όσα ανέφερε το 1993 ο τότε Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, αείμνηστος Α. Λοίζου, στην υπόθεση Ξυδιάς & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174:

 

«. η ετυμηγορία του Δικαστηρίου πρέπει να είναι σαφής και μη διφορούμενη για κάθε κατηγορία, είτε αθωώνοντας, είτε καταδικάζοντας τον κατηγορούμενο στην κάθε κατηγορία που καταχωρήθηκε εναντίον του. Αυτοί οι στόχοι βέβαια δεν εξυπηρετούνται με τον συνδυασμό διαφόρων αδικημάτων σε μία κατηγορία (Hampton Criminal Procedure and Evidence (1973) σελ. 126)».

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

 

Με άλλα λόγια, έκαστη κατηγορία που καταχωρείται, και όχι έκαστο κατηγορητήριο, έχει την αυτοτέλεια της. Κατ΄ επέκταση, είναι δυνατόν μία από τις πολλές κατηγορίες που υπάρχουν σε ένα κατηγορητήριο να πάσχει (Ομήρου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 588). Σε τέτοια περίπτωση, οι υπόλοιπες κατηγορίες ουδόλως επηρεάζονται και ουδόλως μολύνονται.

 

Όσον αφορά στις εξουσίες των Δικαστηρίων όταν τίθενται ενώπιον τους κατηγορίες, και χρησιμοποιώ όχι τυχαία τη λέξη κατηγορίες, για τις οποίες πρέπει να εγκρίνουν την καταχώριση τους, θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του αείμνηστου Στυλιανίδη, Δ., ως ήταν τότε, στην Police v. Αthienitis (1983) 2 C.L.R. 194, 231, όπου σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Criminal proceedings are instituted by a charge preferred before a Court. The charge is presented to a Judge of the Court who, after perusal, directs that the same shall be filed - (Sections 37 and 43 of the Criminal Procedure Law, Cap. 155). The direction of the Judge for filing or his refusal to give such direction no doubt is a judicial function and not administrative. He has to examine the charge in order to ascertain: (i) that an offence known to law is alleged, (ii) that it is not out of time, (iii) that the Court has jurisdiction, and (iv) that the informant has any necessary authority to prosecute - (See R. v. Gateshead Justices, [1981] 1 All E.R. 1027, per Donaldson, L.J., at p.1033)».

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

 

Έχω υπογραμμίσει τις φράσεις «Τhe charge is presented» και «He has to examine the charge in order to ascertain: (i) that an offence known to law is alleged».  Και τούτο γιατί, κατά την ταπεινή μου άποψη, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει πριν επιτρέψει την καταχώριση, κατά πόσο έκαστη κατηγορία, και όχι έκαστο κατηγορητήριο, πληροί τις προϋποθέσεις για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω, δηλαδή κατά πόσο έκαστη κατηγορία αποκαλύπτει αδίκημα για το οποίο γίνεται αναφορά σε νόμο, και όλα τα άλλα στα οποία κάνει αναφορά η πιο πάνω απόφαση. Συνεπώς, είναι δυνατόν ένα Δικαστήριο να μην επιτρέψει όπως καταχωριστεί συγκεκριμένη κατηγορία, η οποία δεν πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις, και να επιτρέψει την καταχώριση άλλων, όταν αυτές οι άλλες πληρούν τις προϋποθέσεις.

 

Διερωτώμαι λοιπόν ποίαν αιτιολογία θα μπορούσε να δώσει ένα Δικαστήριο για να μην επιτρέψει την καταχώριση κατηγοριών, οι οποίες ως ελέχθη είναι αυτοτελείς, όταν αυτές πληρούν όλες τις προϋποθέσεις. Εάν απέρριπτε συλλήβδην όλες τις κατηγορίες, με το να μην επιτρέψει την καταχώριση του κατηγορητηρίου, επειδή για παράδειγμα κάποια κατηγορία δεν απεκάλυπτε αδίκημα, αυτό θα αποστερούσε, αδικαιολόγητα, τον Κατήγορο από το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Και βεβαίως, στην περίπτωση όπου θα επιτραπεί η καταχώριση ορισμένων μόνο κατηγοριών, το κατώτερο Δικαστήριο έχει εξουσία να δώσει και τις ανάλογες οδηγίες προς υλοποίηση της απόφασης του, θέμα στο οποίο δεν χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Θεωρώ όμως συναφή με τα πιο πάνω, και τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Δήμος Παραλιμνίου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 312. Εκεί επιδιώχθηκε να καταχωριστεί κατηγορητήριο στο οποίο Κατήγοροι ήταν ο Δήμαρχος Παραλιμνίου και ο Δήμος Παραλιμνίου. Επαρχιακός Δικαστής, ενώπιον του οποίου είχε τεθεί για έγκριση το κατηγορητήριο, αρνήθηκε να το εγκρίνει επειδή «Ο Δήμαρχος Παραλιμνίου δεν νομιμοποιείται ούτε με βάση τον περί Δήμων Νόμο 111/85, ούτε με βάση τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96 να ασκήσει ποινική δίωξη».  Η άρνηση οδηγήθηκε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.  Ο Φωτίου, Δ., αφού επανέλαβε πως μόνο σε αραιές και καθαρά ανυπόστατες υποθέσεις δεν πρέπει να εγκρίνεται η καταχώριση, έκρινε ότι ο πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε και ότι θα έπρεπε να είχε επιτρέψει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και με τους δύο Κατηγόρους. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:

 

«Ενόψει των πιο πάνω ώφειλε ο πρωτόδικος Δικαστής να εγκρίνει την καταχώρηση και ήταν θέμα της κατηγορούμενης εταιρείας να εγείρει ένσταση, εάν επιθυμούσε, στο κατά πόσο αρμοδίως διατυπώνεται ως υπ' αρ. 2 κατήγορος ο Δήμαρχος Παραλιμνίου, αφού εν πάση περιπτώσει ως κατήγορος 1 είναι ο Δήμος Παραλιμνίου που κατά κανόνα είναι ο κατήγορος σε τέτοιες περιπτώσεις. (Βλ. μεταξύ άλλων Οικονόμου v. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 614, Δήμος Αγίας Νάπας v. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, Δήμος Αγίας Νάπας v. Καραγιάννη (2001) 2 Α.Α.Δ. 42). Επομένως δεν το κρίνω αναγκαίο να ασχοληθώ με το κατά πόσο ο Δήμαρχος Παραλιμνίου μπορούσε επίσης να είναι κατήγορος πέραν του Δήμου Παραλιμνίου.»

 

Είπε όμως και κάτι άλλο, που είναι επίσης σημαντικό, το οποίο επίσης παραθέτω:

 

«. και είναι θέμα της διαδικασίας που θα ακολουθήσει το κατά πόσο μπορεί να είναι ή όχι και ο Δήμαρχος Παραλιμνίου ως κατήγορος ή θα είναι μόνο ο Δήμος Παραλιμνίου».

 

 

 

Με άλλα λόγια, με δεδομένο ότι το κατηγορητήριο δεν έπασχε σε σχέση με τον ένα Κατήγορο, αυτό θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί ως είχε, και όλα τα άλλα ήταν θέματα διαδικασίας ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Φωτίου, Δ, φαίνεται να υποστηρίζεται και από την Andreas Ioannou and another v. The Police (1958) 23 C.L.R. 266, η οποία εξεδόθη πριν από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκεί αποφασίστηκε πως θέματα που αφορούν στην συγκατάθεση, είναι θέματα διαδικασίας, τα οποία αποφασίζονται από το ίδιο το εκδικάζον Δικαστήριο και μπορούν να εγερθούν από την Υπεράσπιση πριν η Κατηγορούσα Αρχή κλείσει την υπόθεση της. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του αείμνηστου Ζαννετίδη:

 

«To sum up we hold that:

 

(a) It is the duty of the persons who are responsible for the filing of a charge and the issue of summonses or warrants, where the consent of anybody is required for the institution of proceedings, to see that the consent is given, otherwise the summons or warrant will be a bad one.

 

(b) Any challenge by the defence as to the consent, being a challenge on a matter of procedure, must be made before the case for the prosecution is closed.

 

(c) If the case for the prosecution is closed without any objection as to the consent, the presumption is that the proceedings have been properly instituted; in other words, after the case for the prosecution is closed the defence will not be heard to say the proceedings are bad because there is no proof of the consent required.»

 

[Η υπογράμμιση των φράσεων «for the filing of a charge» και «being a challenge on a matter of procedure», γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

Στο Σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση του «Criminal Procedure in Cyprus 1975», στα Ελληνικά, με παραπομπή στην πιο πάνω απόφαση, επαναλαμβάνεται στη σελ. 123, ότι:

 

«Οποιαδήποτε ένσταση της Υπεράσπισης στην εγκυρότητα της διαδικασίας - λόγω απουσίας της νενομισμένης συγκατάθεσης για ποινική δίωξη έχουσα κατά τη φύση της διαδικαστικό χαρακτήρα - πρέπει να εγερθεί κατά τη δίκη πριν κλείσει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, εγείρεται τεκμήριο ότι η διαδικασία ξεκίνησε σωστά∙ με άλλα λόγια, μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχή, δεν είναι παραδεκτή η έγερση ενστάσεων ότι η διαδικασία υπήρξε πλημμελής λόγω έλλειψης της αναγκαίας συγκατάθεσης.» 

 

 

 

Εν προκειμένω, το κατώτερο Δικαστήριο ενέκρινε ουσιαστικά την καταχώριση όλων των κατηγοριών. Δεν αμφισβητείται πως τα κατώτερα Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία, δυνάμει του νόμου, να επιτρέπουν τέτοια καταχώριση. Και το πιο σημαντικό, δεν αμφισβητείται ότι για τις κατηγορίες 1-29 δεν υπήρχε οιονδήποτε κώλυμα να εγκριθούν και εγκρίθηκαν. Το πρόβλημα υπήρχε σε σχέση με την 30η κατηγορία, την καταχώριση της οποίας επίσης επέτρεψε το κατώτερο Δικαστήριο. Η κατηγορία αυτή βεβαίως, η οποία μάλιστα δεν αφορούσε στους εδώ αιτητές, για λόγους που δεν ενδιαφέρουν, απερρίφθη από το κατώτερο Δικαστήριο στη συνέχεια. Ας υποθέσουμε όμως πως δεν είχε απορριφθεί και η υπόθεση προχωρούσε κανονικά για όλους τους κατηγορουμένους. Θα μπορούσε κάποιος βάσιμα να υποστηρίξει πως η διαδικασία, σε σχέση με τις κατηγορίες 1-29, οι οποίες αφορούν στους εδώ αιτητές, πάσχει επειδή το Δικαστήριο ενέκρινε και την καταχώριση της 30ης κατηγορίας, η οποία μάλιστα αφορά σε άλλο πρόσωπο;  Η απάντηση, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι σαφώς αρνητική.

 

Εν πάση περιπτώσει, ως ελέχθη, τα θέματα που τώρα εγείρονται είναι καθαρά θέματα διαδικασίας, και θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί από οιονδήποτε κατηγορούμενο ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, πριν η Κατηγορούσα Αρχή κλείσει την υπόθεση της. Περί διαδικασίας ο λόγος. Και να υπενθυμίσω την κυριαρχία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου στη διαδικασία (Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225, 231), και ότι τα Προνομιακά Εντάλματα εκδίδονται κατ΄ εξαίρεση (Δες υπόθεση Κυριάκου (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1082, στην οποία δεν χορηγήθηκε καν η άδεια, παρόλο που εκεί η θέση των αιτητών ήταν ότι κλήθηκαν σε απολογία από το κατώτερο Δικαστήριο για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα). Όπως εύστοχα τέθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Πεππή Οφειλέτη/Χρεώστη για τη Χορήγηση Άδειας Καταχώρισης Εντάλματος Certiorari, Πολ. Αίτηση Αρ. 68/2019, ημερ. 9.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:D176: «Είναι γνωστό ότι τα Προνομιακά Εντάλματα κατά προνόμιο δίδονται διότι αποτελούν εξαίρεση της φυσιολογικής πορείας των πραγμάτων που είναι η εξάντληση των άλλων διαθέσιμων ένδικων μέσων ή διαδικασιών ενώπιον του ίδιου του Δικαστηρίου που ανέλαβε εν πρώτοις τη διαδικασία .». 

   

Δυο λόγια και για τη σοβαρότητα της υπόθεσης που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος. Θεωρώ πως αυτή εξαρτάται από το πόσο σοβαρές είναι οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο ίδιος και όχι ο συγκατηγορούμενος ή οι συγκατηγορούμενοι του.

 

Καταλήγω, ότι η έγκριση από το κατώτερο Δικαστήριο των κατηγοριών 1-29 (αφού βρίσκω πως περί εγκρίσεως κατηγοριών πρόκειται) ουδόλως πάσχει. Το γεγονός ότι το κατώτερο Δικαστήριο επέτρεψε την καταχώριση και της αυτοτελούς κατηγορίας υπ΄ αριθμόν 30, χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, ουδόλως μολύνει τις άλλες, επίσης αυτοτελείς κατηγορίες, υπ΄ αριθμόν 1-29. Τα Δικαστήρια, φρονώ, με τον προσήκοντα σεβασμό, πως δεν είναι υποχρεωμένα, σε περίπτωση που διαπιστώνουν πως μία ή ορισμένες από τις πολλές κατηγορίες δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του νόμου για καταχώριση, να απορρίπτουν και τις υπόλοιπες, ως η εισήγηση των αιτητών.

 

Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου Προνομιακού Εντάλματος με το οποίο επιδιώκεται η ακύρωση της καταχώρισης όλων των κατηγοριών, δηλαδή και αυτών που καταχωρίστηκαν χωρίς να παρουσιάζουν οιονδήποτε πρόβλημα. 

 

Εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνω να υπάρχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες αναφέρεται η πλούσια νομολογία μας, όταν οι αιτητές μπορούν να προβάλουν τις θέσεις τους ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, σε μίαν ποινική υπόθεση, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, όχι μόνο συνεχίζει να είναι ζωντανή, αλλά, ως μου ελέχθη σήμερα, αυτοί δεν έχουν καν απαντήσει στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.     

 

Τελειώνοντας, νιώθω την ανάγκη να πω λίγα λόγια και για το Ελληνικό κείμενο του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Παρόλο που το Ελληνικό κείμενο συνιστά το αυθεντικό κείμενο του νόμου, δεν πρέπει να αγνοούμε πως ο νόμος μεταφράστηκε από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα και ακολούθως δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο Αγγλικό κείμενο, όχι τυχαία, γίνεται αναφορά σε κατηγορία («charge») και όχι σε κατηγορητήριο («indictment» ή όπως καταγράφεται στο Γλωσσικό Επιστημονικό Λεξικό Hyper Lexicon, 9η Έκδοση, Εκδόσεις Σταφυλίδη, «charge sheet»).

 

Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το άρθρο 43(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως αυτό είχε στην Αγγλική γλώσσα: «43(1) Every charge shall be presented to a Judge of the Court in which the charge is preferred». Και σε ελεύθερη, δική μου μετάφραση «Κάθε κατηγορία παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο απαγγέλλεται η κατηγορία».

 

Η λέξη «charge» (άρθρο 2 στο Αγγλικό κείμενο), έχω την άποψη ότι μεταφράζεται στην Ελληνική γλώσσα ως «κατηγορία». Αυτό θεωρώ πως υποστηρίζεται και από τους Θεσμούς Ποινικής Δικονομίας, Criminal Procedure Rules, Κεφ. 14, Δευτερογενής Νομοθεσία, Τόμος ΙΙ.  Στα ποινικά έντυπα (Criminal Forms) με αριθμούς 9 και 10, τα οποία μάλιστα τιτλοφορούνται «Summons to Accused», καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«In the District Court of ...................

Before:

To A.B., of .......................

You are hereby summoned to appear before this Court sitting at .... on ..... day the ..... day of ....., 19.., at the hour of ....... in the ...... noon, on the hearing of a charge preferred against you that (state shortly the offence or offences).

[.]»

 

[H υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

    

Mε άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος καλείται να εμφανιστεί ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου για την ακρόαση κατηγορίας που έχει προσαφθεί εναντίον του (εξού και περιγράφεται το αδίκημα στο οποίο αφορά η κατηγορία), και όχι για την ακρόαση κατηγορητηρίου. Να προσθέσω ακόμη πως στο Αγγλικό κείμενο διευκρινίζεται τι σημαίνει η λέξη «charge». «"Charge" means the accusation in writing of an offence with which an accused person is charged in a summary trial or a preliminary inquiry». Με άλλα λόγια, κατηγορία είναι η γραπτή πρόσαψη κατηγορίας για αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κατηγορούμενο πρόσωπο.

 

Συνεπώς, ενώπιον των Δικαστηρίων τίθεται μία ή περισσότερες γραπτές κατηγορίες για έγκριση, και τα Δικαστήρια αφού μελετήσουν μία προς μία κατηγορία, εγκρίνουν ή όχι την καταχώριση έκαστης κατηγορίας.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο