ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.86/2016)
4 Σεπτεμβρίου 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
1. ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΦΩΚΑ,
2. ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΩΚΑ,
Εφεσείοντες,
ν.
C. HARALCO & SPANTIOS DEVELOPERS LTD,
Εφεσίβλητη.
____________________
Χ. Σούρπη (κα) για Ανδρέας Χατζησέργης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Κιτρομηλίδης για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, οι οποίοι είναι σύζυγοι, προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επιδίκασε εναντίον τους και υπέρ της Εφεσίβλητης εταιρείας το ποσό των €12.131,07, πλέον τόκο.
Είχε πρωτόδικα διαπιστωθεί ότι αμφότεροι οι Εφεσείοντες είχαν συμβληθεί με την Εφεσίβλητη, εργολήπτρια εταιρεία, στην οποία ανέθεσαν την ανέγερση της κατοικίας τους και πως όφειλαν να της καταβάλουν το επιδικασθέν ποσό, υπόλοιπο δυνάμει της σύμβασης και για τις επιπλέον εργασίες που ζήτησαν και εκτελέστηκαν από την Εφεσίβλητη.
Με το λόγο έφεσης 4 προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη ήταν εγγεγραμμένη εργολήπτρια και κατείχε ετήσια άδεια, ενώ με το λόγο έφεσης 1 η διαπίστωση του ότι η Εφεσείουσα 1 ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση για την ανάθεση της ανέγερσης της κατοικίας, που υπέγραψαν η Εφεσίβλητη και ο Εφεσείων 2. Με το λόγο έφεσης 3, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η παράδοση της κατοικίας έγινε την 1.3.2004 όπως ισχυριζόταν η Εφεσίβλητη, αντί την 1.3.2005 που οι ίδιοι υποστήριξαν. Τέλος, με το λόγο έφεσης 2 προβάλλουν ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε ικανοποιηθεί ότι η χρήση άμμου υποδαπέδια δεν συνιστούσε αφ' εαυτής κακοτεχνία ή αμελή εργασία.
Στα περιγράμματα αγόρευσης αμφοτέρων των πλευρών γίνεται αναφορά σε ζητήματα αξιολόγησης των μαρτύρων. Η προσβολή συγκεκριμένου ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ισοδυναμεί με προσβολή της κρίσης της αξιοπιστίας του μάρτυρα ή των μαρτύρων στη μαρτυρία των οποίων θεμελιώθηκε το εύρημα. Η προσβολή της κρίσης της αξιοπιστίας μάρτυρα απαιτείται να γίνεται ρητά και άμεσα. Ούτε αρκεί να αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το επιμέρους εύρημα, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ως αξιόπιστος ο μάρτυρας που το υποστήριξε. Με την αιτιολογία των λόγων έφεσης, αυτοί αιτιολογούνται, αλλά δεν διευρύνονται ώστε να καλύπτουν ζητήματα που σαφώς δεν προκύπτουν από τον ίδιο το λόγο (Άζινου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.110/2021, ημερ.7.12.2021).
Οι Εφεσείοντες είχαν βασίσει τη θέση τους ότι η παράδοση της κατοικίας έγινε την 1.3.2005 στην αναντίλεκτη μαρτυρία υπαλλήλου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, που είχε γίνει αποδεχτή, ότι τα σχέδια για τον έλεγχο της ηλεκτρικής εγκατάστασης της κατοικίας υποβλήθηκαν την 25.1.2005, ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε την 10.2.2005 και η κατοικία ηλεκτροδοτήθηκε την 17.2.2005. Υπέδειξαν ακόμη ότι μέχρι 6.2.2004 είχε καταβληθεί στην Εφεσίβλητη μόνο το 60% περίπου της αμοιβής της και παρουσίασαν μεταγενέστερες της 1.3.2004 αποδείξεις αγοράς υλικών που, όπως υποστήριξαν, σχετίζονταν με τις εργασίες που η Εφεσίβλητη είχε αναλάβει.
Ωστόσο, τα πιο πάνω στοιχεία δεν κρίθηκαν ως καθοριστικά, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί τη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσίβλητης πως η δικογραφημένη της θέση ότι η παράδοση έγινε την 1.3.2004, αφορούσε στην παράδοση που έλαβε χώρα όταν αποπερατώθηκαν οι εργασίες που η Εφεσίβλητη είχε αναλάβει την υποχρέωση να διεκπεραιώσει. Διάφορες άλλες εργασίες στην κατοικία, μεταξύ των οποίων και οι ξυλουργικές, εκτελέστηκαν στη συνέχεια από τρίτους. Η αποδοχή της μαρτυρίας του διευθυντή της Εφεσίβλητης δεν προσβάλλεται με την έφεση. Επομένως, ο λόγος έφεσης 3 δεν θα μπορούσε να επιτύχει και απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι στους ουσιώδεις χρόνους η Εφεσίβλητη ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης και κάτοχος ετήσιας άδειας «για την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου». Εγείρεται δηλαδή ζήτημα παρανομίας της σύμβασης, υπόβαθρο της αξίωσης της Εφεσίβλητης, αφού ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμος του 2001, Ν.29(Ι)/2001,[1] προνοεί στο άρθρο 30(1) ότι:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) κάθε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, η οποία αφορά σε ανάθεση της εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του τεχνικού ή οικοδομικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου είναι άκυρη».
Το εδάφιο (2) του άρθρου 30 δεν έχει εφαρμογή στα περιστατικά της υπόθεσης.
Στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση δεν εγειρόταν ζήτημα παρανομίας, ούτε οι Εφεσείοντες επικαλούνταν ότι η Εφεσίβλητη δεν ήταν εγγεγραμμένη εργολήπτρια ή δεν κατείχε ετήσια άδεια εργολήπτη. Κατά την ακρόαση της αγωγής παρουσιάστηκε μαρτυρία από την Εφεσίβλητη αναφορικά με την εγγραφή της ως εργολήπτρια και ότι κατείχε ετήσια άδεια εργολήπτη για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η αναντίλεκτη μαρτυρία υπαλλήλου του Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομών και Τεχνικών Έργων, που είχε γίνει αποδεχτή, κατέδειξε ότι η Εφεσίβλητη ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο εργοληπτών και κατείχε ετήσια άδεια για τα έτη 2002, 2003 και το 2004 μέχρι και την 8.9.2004. Στη συνέχεια διαγράφηκε και δεν μπορούσε να ασκεί εργοληπτικές εργασίες, λόγω αποχώρησης από αυτή του τεχνικού της διευθυντή.
Κατά τη μαρτυρία του υπαλλήλου του Συμβουλίου δεν έγινε καμιά αναφορά ως προς την τάξη της ετήσιας άδειας που κατείχε η Εφεσίβλητη. Μόνο κατά την αντεξέταση του, ρωτήθηκε και απάντησε ότι γνωρίζει ότι ο εργολήπτης πρέπει να είναι κάτοχος άδειας της αντίστοιχης με το έργο που αναλαμβάνει τάξης. Γενικά κατά τη δίκη το ζήτημα της ετήσιας άδειας διερευνήθηκε με αναφορά στο χρόνο που τέτοια υφίστατο και όχι στο ποιας τάξης ήταν.
Έτσι, οι Εφεσείοντες υποστήριξαν ότι, εφόσον στη σύμβαση αναφερόταν ότι «ο πωλητής φέρει την ευθύνη για την εξασφάλιση της τελικής έγκρισης της οικοδομής από την αρμόδια αρχή» θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η παράδοση έγινε την 1.3.2005. Και επιζητούν να διασυνδέσουν την ημερομηνία παράδοσης με το γεγονός της διαγραφής της Εφεσίβλητης για να υποστηρίξουν ότι μετά την 8.9.2004 αυτή δεν νομιμοποιείτο να απαιτεί εναντίον τους, κατά τη θέση τους και για όσα είχαν εκτελεστεί πριν την 8.9.2004.
Εφόσον η συμφωνία ανάθεσης υπογράφτηκε την 3.12.2002 και οι εργασίες της Εφεσίβλητης στην κατοικία είχαν αποπερατωθεί πριν την 1.3.2004, συνάγεται ότι σε όλους τους χρόνους κατά τους οποίους η Εφεσίβλητη συμβλήθηκε για να εκτελέσει, εκτέλεσε οικοδομικές εργασίες και χρέωσε γι' αυτές, ήταν εγγεγραμμένη εργολήπτρια και κατείχε ετήσια άδεια εργολήπτη (Μουζούρης ν. Αχιλλέως κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 758, 762). Ό,τι στη συνέχεια απώλεσε την ετήσια άδεια της δεν σημαίνει ότι απώλεσε και το δικαίωμα της να διεκδικήσει την αμοιβή της για εργασίες που είχε νόμιμα εκτελέσει, ενόσω κατείχε τη σχετική άδεια.
Ως προς την τάξη του έργου, δηλαδή την κατοικία των Εφεσείοντων δεν μας υποδείχθηκε οτιδήποτε, έχουμε όμως ανιχνεύσει σε μια επιστολή ημερ.16.3.2004, που είχε παρουσιαστεί ως τεκμήριο, αναφορά ότι το εμβαδό της οικοδομής ήταν 334 τ.μ.. Εφόσον επρόκειτο για κατοικία που ξεπερνούσε τα 300 τ.μ., ο εργολήπτης έπρεπε να είναι τέταρτης τάξης τουλάχιστον (Πρώτος Πίνακας του Ν.29(Ι)/2001). Στην περίπτωση που η Εφεσίβλητη ήταν πέμπτης τάξης, δεν θα δικαιούτο να αναλάβει το έργο. Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε θετικό εύρημα, είτε προς την μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση, εφόσον ουδεμία μαρτυρία είχε δοθεί ως προς την τάξη της ετήσιας άδειας που κατείχε η Εφεσίβλητη. Το καταληκτικό ερώτημα είναι ποιο είναι το αποτέλεσμα της απουσίας τέτοιας μαρτυρίας.
Στην Ayia Napa Nissi Ltd κ.ά ν. Παπάμιχαηλ (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 549, 555-7, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη Δ.19, θ.13 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ο διάδικος ο οποίος θέλει να εγείρει την παρανομία ως υπεράσπιση πρέπει να αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις του τα γεγονότα που δεικνύουν την παρανομία, όμως είναι καλά γνωστό ότι ζήτημα παρανομίας μπορεί σε κάθε περίπτωση να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Στη Νικολάου ν. Eka Rock Designs Ltd (2016) 1(Γ) A.A.Δ. 2943, 2950-3, γίνεται στην ουσία η διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου η παρανομία εγείρεται με τη δικογραφία και των περιπτώσεων όπου η δικογραφία είναι σιωπηρή επί τούτου. Στη δεύτερη περίπτωση, το ζήτημα μπορεί να προκύψει κατά τη δίκη, είτε κατά την εξέταση (ή αντεξέταση) των μαρτύρων, είτε με τις αγορεύσεις των δικηγόρων των μερών. Σε τέτοια περίπτωση η εξέταση του από το δικαστήριο θεωρείται ότι γίνεται αυτεπάγγελτα, έστω και αν έχει προβληθεί σχετική εισήγηση, και αυτό γιατί το ζήτημα δεν είχε καταστεί επίδικο με την δικογραφία.
Στη Νικολάου όπου το ζήτημα της παρανομίας είχε εγερθεί από τον δικηγόρο του αναθέτη του έργου με την τελική του αγόρευση, αναφέρθηκε ότι (σελ.2951-2):
« . για να μπορεί να τύχει αυτεπάγγελτης εξέτασης από το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να προκύπτει έκδηλα και «να έχει στέρεο υπόβαθρο γεγονότων που να δείχνουν παρανομία εν τη γενέσει της σύμβασης ή τέτοια αναντίλεκτα δεδομένα που δεν θα ενέπλεκαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, πόσο μάλλον το Εφετείο, στην αναζήτηση ερμηνειών, ιδιαιτέρως όπου το υπόστρωμα κάθε άλλο παρά σαφές είναι» (Πολυξένη Αρκαδίου δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου αυτής Σάββα Αρχαδίου v. Porto Lara Estates Ltd, (2010) 1 Α.Α.Δ. 2035).
Σε περιπτώσεις που η παρανομία εγείρεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, το Δικαστήριο πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό και δεν πρέπει να ενεργεί στη βάση μη δικογραφημένων γεγονότων εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι έχει ενώπιον του το σύνολο των σχετικών δεδομένων. Σημειώνουμε συναφώς και την ακόλουθη παρατήρηση του δικαστή Sedley L.J. στην υπόθεση David Birkett v. Acorn Business Machines Limited [1999] EWCA Civ 1866:
«For reasons which appear clearly from the authorities cited by Colman J., it is only where the court can eliminate any possible answer with complete confidence that an unpleaded case of illegality should be allowed to succeed.».
Δεδομένου ότι δεν εγειρόταν ζήτημα παρανομίας στη δικογραφία, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη, μόνο εφόσον από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό προέκυπτε ότι η Εφεσίβλητη δεν ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του οικοδομικού έργου που η κατοικία των Εφεσείοντων αποτελούσε. Τέτοια διαπίστωση δεν μπορούσε να προκύψει, αφού με τη σχετική μαρτυρία δεν προσδιοριζόταν ποιας τάξης ήταν η ετήσια άδεια που η Εφεσίβλητη κατείχε. Επομένως, ο λόγος έφεσης 4 επίσης απορρίπτεται.
Διευκρινίζουμε ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δικογραφείτο στην Υπεράσπιση ισχυρισμός ότι η Εφεσίβλητη δεν ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του οικοδομικού έργου που η κατοικία των Εφεσείοντων αποτελούσε, τότε η Εφεσίβλητη θα είχε το αποδεικτικό βάρος να δείξει ότι κατείχε τέτοια άδεια και η απουσία στη μαρτυρία θα επιδρούσε εναντίον της υπόθεσης της.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε ικανοποιηθεί ότι η χρήση άμμου υποδαπέδια δεν συνιστούσε αφ' εαυτής κακοτεχνία ή αμελή εργασία, ήταν δικαιολογημένη στη βάση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του. Εξήγησε ότι, κατά παραδοχή του εμπειρογνώμονα των Εφεσείοντων, δεν αποτελούσε απαγορευμένη πρακτική, αλλά πρακτική που χρησιμοποιείτο από αρκετούς επαγγελματίες στον κλάδο, και ότι επαφίετο στα συμβαλλόμενα μέρη να προδιαγράψουν τη χρήση της ή μη στους τεχνικούς όρους της μεταξύ τους σύμβασης. Όπως σημείωσε, η αναγκαιότητα χρήσης της, παρά την αναφορά στους τεχνικούς όρους της σύμβασης για τη χρήση μπετόν, είχε προκύψει λόγω αλλαγής στα σχέδια, για να εγκατασταθούν οι σωληνώσεις του «συστήματος Hoover», αποδεχόμενο προς τούτο τη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσίβλητης. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 2 επίσης απορρίπτεται.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα είχε προβληθεί ως κακοτεχνία για την οποία ανταπαιτούνταν συγκεκριμένα ποσά αποζημιώσεων και δεδομένου ότι η απόρριψη της ανταπαίτησης δεν προσβάλλεται με την έφεση, ο λόγος έφεσης 2 είναι και αλυσιτελής.
Η σύμβαση για την ανάθεση της ανέγερσης της κατοικίας ήταν γραπτή και την είχαν υπογράψει η Εφεσίβλητη και ο Εφεσείων 2. Η Εφεσίβλητη 1 δεν την είχε υπογράψει. Τιτλοφορείτο «Συμφωνία Πώλησης Σπιτιού». Σε αυτή αναφέρονταν ως «Συμβαλλόμενος Α» η Εφεσίβλητη και ως «Συμβαλλόμενος Β» οι «Χρίστος και Ευγενία Φωκά».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων 2 υπόγραψε για τον «Συμβαλλόμενο Β», για τον εαυτό του και «αντιπροσωπευτικά» για την Εφεσείουσα 1, στη μόνη θέση για υπογραφή που υπήρχε στο έγγραφο. Κατέγραψε στην απόφαση του τις περιβάλλουσες συνθήκες που, κατά την εκτίμηση του, συνηγορούσαν ότι έτσι είχε γίνει. Αυτές ήταν ότι το οικόπεδο ανήκε εξ ημισείας στους Εφεσείοντες και η κατοικία θα ήταν το οικογενειακό τους σπίτι. Στην επιστολή που το 2008 ο Εφεσείων 2 απεύθυνε προς την Εφεσίβλητη αναφερόταν σε «Συμβόλαιο Χρίστου και Ευγενίας Φωκά με τη C. Haralco & Spantios Dev. Ltd 03/12/2002». Και ότι η Ανταπαίτηση, στη βάση παραβιάσεων της σύμβασης προωθήθηκε και εκ μέρους της Εφεσείουσας 1.
Ακριβώς επρόκειτο για περιβάλλουσες, όπως χαρακτηρίστηκαν, συνθήκες. Όμως, ότι το οικόπεδο ανήκε εξ ημισείας στους Εφεσείοντες και η κατοικία θα ήταν το οικογενειακό τους σπίτι, δεν οδηγούσε απαρέγκλιτα στο ότι ο Εφεσείων 2 είχε υπογράψει και ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της συζύγου του. Περαιτέρω, το θέμα της επιστολής επίσης δεν ήταν καταλυτικό. Είχε προηγηθεί επιστολή της Εφεσίβλητης με το συγκεκριμένο θέμα και η επιστολή του Εφεσείοντα 2 στάλθηκε σε απάντηση. Σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για επιστολή του Εφεσείοντα 2 και όχι της Εφεσείουσας 1. Σε σχέση με τη δικογραφία, επισημαίνουμε ότι στο ίδιο δικόγραφο, στην Υπεράσπιση, εγειρόταν «προδικαστικά» το ζήτημα ότι η Εφεσείουσα 1 δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία, οπόταν δεν εγειρόταν ζήτημα παραδοχής, αλλά η εκ μέρους της ανταξίωση, σαφώς προβαλλόταν με την επιφύλαξη της υπεράσπισης της και σε περίπτωση που η πρωταρχική της θέση ότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος απορριπτόταν.
Ο διευθυντής της Εφεσίβλητης είχε καταθέσει ότι η σύμβαση είχε συνταχθεί από την Εφεσίβλητη και ότι ο λόγος που αναφερόταν ως ο αντισυμβαλλόμενος της και οι δύο Εφεσείοντες ήταν γιατί το οικόπεδο ανήκε σε αυτούς εξ ημισείας.
Εφόσον η Εφεσείουσα 1 δεν είχε υπογράψει τη σύμβαση, εναπόκειτο στην Εφεσίβλητη να αποδείξει πώς προέκυπτε η δέσμευση της με τη γραπτή συμφωνία. Καταλήγοντας ότι ο Εφεσείων 2 είχε υπογράψει τη συμφωνία και ως αντιπρόσωπος της Εφεσείουσας 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η τελευταία «παρέλειψε» να παρουσιαστεί ως μάρτυρας, ουσιαστικά για να διαψεύσει ότι είχε εξουσιοδοτήσει τον Εφεσείοντα 1 να υπογράψει τη σύμβαση εκ μέρους της, ωστόσο, σημειώνουμε, η επιλογή της Εφεσείουσας 1 να μην καταθέσει στην εναντίον της αγωγή, που ήταν Συνταγματικό της δικαίωμα, δεν απάλλασσε την Εφεσίβλητη από το βάρος να αποδείξει τον ισχυρισμό της.
Στην Απαίτηση δικογραφείτο ότι η Εφεσίβλητη 1 είχε συμφωνήσει γραπτώς με τους Εφεσείοντες. Δεν εξειδικεύετο ότι είχε συμβληθεί μέσω αντιπροσώπου. Με την Υπεράσπιση της η Εφεσείουσα 1 προέβαλε ότι δεν υφίστατο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, στη βάση ότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος, αναφέροντας ότι η συμφωνία είχε υπογραφτεί από την Εφεσίβλητη και τον Εφεσείοντα 2. Στην Απάντηση της η Εφεσίβλητη επικαλείτο ότι η συμφωνία ρητά ανέφερε ότι «γίνεται με την Ευγενία και το Χρίστο Φωκά. Η [Εφεσείουσα 1] ήτο εξ' αρχής συμβαλλόμενη και υπό αυτή της την ιδιότητα ενάγεται».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο βασικός ισχυρισμός, ότι δηλαδή η Εφεσείουσα 1 συμβλήθηκε με την Εφεσίβλητη, ήταν δικογραφημένος και μπορούσε να προσφερθεί μαρτυρία προς απόδειξη του. Παρέπεμψε σε απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας στην Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1(Γ) A.A.Δ. 2258, 2269-70, με αναφορά στον τρόπο δικογράφισης της σύμβασης όταν αυτή προκύπτει από αριθμό εγγράφων, επικοινωνιών και διαβουλεύσεων. Δεν το απασχόλησε η αναφορά στη σελ.2272 ότι:
« . είναι πολύ διαφορετικός ο ισχυρισμός της άμεσης και απευθείας σύνδεσης των διαδίκων με συμφωνία και πολύ διαφορετική η σύναψη συμφωνίας μέσω αντιπροσώπου, εφόσον βέβαια αυτό αποδεικνύεται. Και ακριβώς στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Cheeseline Ltd v. Ανθούλλης Θωμά & Υιοί Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 951, υπομνήσθηκε τόσο προς τους διαδίκους, όσο και προς τα Δικαστήρια, η «απόλυτη ανάγκη εκδίκασης στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων».
Ούτε και η κατάληξη, στη σελ.2274, ότι:
«ανεπίτρεπτα αφέθηκε να δοθεί μαρτυρία εκτός δικογραφημένων ισχυρισμών με βασικό βεβαίως άξονα τη συνομολόγηση απευθείας συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων».
Ωστόσο, το ζήτημα της δικογραφίας, ως προς τη σύναψη της συμφωνίας μέσω αντιπροσώπου, δεν εγείρεται με την έφεση και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Στην Eurogal Surveys Ltd αναφέρθηκε ότι (σελ.2271):
«η αρχή της δημιουργίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων («privity of contract»), υπόκειται σε εξαιρέσεις και μια κλασσική εξαίρεση είναι η συνομολόγηση συμφωνίας μέσω αντιπροσώπου («agency»).
Όπως αναφέρεται και εξηγείται στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract, 6η έκδ., σελ. 498-499, παρ. 18.43-18.47, η συνομολόγηση σύμβασης με τη μεσολάβηση αντιπροσώπου είναι μια από τις μεθόδους περιορισμού της αρχής του «privity of contract». Όμως τα Δικαστήρια είναι διστακτικά στο να εφαρμόσουν σύμβαση με εξυπακουόμενη αντιπροσώπευση, απλώς και μόνο για να εξαγάγουν τέτοια σύμβαση. Πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία ότι ο αντιπρόσωπος έχει εξουσία από τον αντιπροσωπευόμενο να ενεργεί εκ μέρους του είτε ρητά είτε εξυπακουόμενα ως αποτέλεσμα της σχέσης των διαδίκων. Όταν υπάρχει αυτή η ρητή ή εξυπακουόμενη σχέση δημιουργείται «πραγματική» εξουσία αντιπροσώπευσης. Διαφορετικά μπορεί η αντιπροσώπευση να εγερθεί και υπό το φως των άλλων συνθηκών όποτε και μπορεί να ομιλεί κάποιος για «φαινομενική» («apparent») αντιπροσώπευση».
Ο Εφεσείων 1 θα μπορούσε να είχε ρητή εξουσιοδότηση από την Εφεσείουσα 1 ή στις περιστάσεις να παρουσιαζόταν έναντι της Εφεσίβλητης ότι είχε φαινομενική εξουσιοδότηση. Ο διευθυντής της Εφεσίβλητης δεν αναφέρθηκε σε οτιδήποτε που θα μπορούσε να τεκμηριώσει έναντι της Εφεσίβλητης φαινομενική εξουσιοδότηση, δηλαδή συμπεριφορά της Εφεσείουσας 1 που να δικαιολογούσε την Εφεσίβλητη να εκλάβει ότι ο Εφεσείων 2 ενεργούσε και για λογαριασμό της και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απασχόλησε τέτοιο ζήτημα. Επομένως, ό,τι παραμένει προς εξέταση είναι κατά πόσο η Εφεσείουσα 2 είχε ρητά εξουσιοδοτήσει τον Εφεσείοντα 2 να ενεργήσει ως αντιπρόσωπος της και να υπογράψει για λογαριασμό και εξ ονόματος της. Δεν είχε δοθεί καμιά μαρτυρία ότι η Εφεσείουσα 1 είχε ρητά εξουσιοδοτήσει τον Εφεσείοντα 2 να υπογράψει και εκ μέρους της και ότι παρέμενε ήταν κατά πόσο οι περιστάσεις της υπόθεσης οδηγούσαν σε κάτι τέτοιο. Σε διαφωνία με την πρωτόδικη κρίση, καταλήγουμε ότι οι περιστάσεις δεν οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι αυτό είχε γίνει. Ας μην θεωρηθεί παράδοξο και απομακρυσμένο επειδή οι Εφεσείοντες ήταν ανδρόγυνο.
Καταλήγουμε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα 1 είχε συμβληθεί με την Εφεσίβλητη μέσω αντιπροσώπου, δεν θεμελιωνόταν σε μαρτυρία. Η Εφεσίβλητη, που είχε το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη συμβατικής σχέσης με την Εφεσείουσα 1 απέτυχε να το πράξει. Επομένως ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.
Η έφεση της Εφεσείουσας 1 επιτυγχάνει και η εναντίον της απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, σε σχέση με την Εφεσείουσα 1, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας 1 και εναντίον της Εφεσίβλητης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει. Περαιτέρω, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας 1 και εναντίον της Εφεσίβλητης £3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Η έφεση του Εφεσείοντα 2 απορρίπτεται. Επιδικάζονται εναντίον του και υπέρ της Εφεσίβλητης £3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Σήμερα οι περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμοι του 2001 έως 2013.