ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 158/2024)
(i-justice)
18 Σεπτεμβρίου, 2024
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ. Κ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2/08/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 155 ΚΑΙ 29(3) ΤΟΥ Ν.29(Ι)/1977
_____________________________________________________________________
Τ. Τελιανίδου (κα) για Χ. ΤΙΜΟΘΕΟΥ & Λ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενης από Ένορκη Δήλωση του Αστ. 3705, Μ. Βαρνάβα της ΥΚΑΝ Λεμεσού, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε στις 2/8/2024 Ένταλμα Έρευνας του διαμερίσματος και υποστατικών του Αιτητή, επί τη βάσει εύλογης υποψίας ότι αυτά χρησιμοποιούνται για την παράνομη φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ και επειδή ευλόγως πιστεύεται ότι υπάρχουν ναρκωτικές ουσίες.
Το ουσιώδες μέρος από την εν λόγω Ένορκη Δήλωση του Αστυνομικού που τέθηκε ενώπιον του Δικαστή για σκοπούς εξασφάλισης του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας είχε ως εξής:
«Πληροφορία που δόθηκε στην ΥΚΑΝ την 01/08/2024, αναφέρει ότι ο Κώστα, ασχολείται με την κατοχή, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄.
Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη, το πιο πάνω αναφερόμενο πρόσωπο, έχει στην κατοχή του ποσότητες ναρκωτικών και συγκεκριμένα κάνναβη, τις οποίες αποκρύβει στο πιο πάνω διαμέρισμα και προμηθεύει καθημερινά σε πρόσωπα τα οποία τον επισκέπτονται εκεί.
Η πιο πάνω πληροφορία, δόθηκε από πρόσωπο το οποίο έχει κατ' ιδίαν αντίληψη των γεγονότων, αφού προέρχεται από το φιλικό περιβάλλον του Κώστα και πρόσφατα έλαβε γνώση των πιο πάνω γεγονότων, αφού είδε τα ναρκωτικά στο διαμέρισμα που διαμένει ο πιο πάνω.
Η πιο πάνω πληροφορία, δόθηκε από πρόσωπο το οποίο συνεργάστηκε ξανά με την Αστυνομία με θετικά αποτελέσματα, γι' αυτό και θεωρείται αξιόπιστο. Η πληροφορία αξιολογήθηκε θετικά και είναι δεόντως καταχωρημένη στα μητρώα της Αστυνομίας.
Από την λήψη της πληροφορίας, δόθηκαν οδηγίες για διακριτική φυσική παρακολούθηση τόσο του Κώστα, όσο και των υποστατικών του και παρατηρήθηκαν ύποπτες κινήσεις με διαφορετικά πρόσωπα να επισκέπτονται το διαμέρισμα, σε διάφορες ώρες κατά την διάρκεια της μέρας και της νύχτας. Η επίσκεψη διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα που εντείνει τις υποψίες για παράνομες συναλλαγές. Τα πιο πάνω τείνουν να επιβεβαιώσουν την πληροφορία που δόθηκε.»
Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει Αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος Εντάλματος Έρευνας, ημερ. 2/8/2024.
Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.
Οι Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα εξειδικεύονται στην Έκθεση και θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως:
1) Το εκκαλούμενο Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε συνεπεία ψευδορκίας και/ή απόκρυψης ουσιωδών για την κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού γεγονότων και ειδικότερα:
i. Η αναφορά του ομνύοντα Αστυνομικού ότι από τη λήψη της πληροφορίας δόθηκαν οδηγίες για διακριτική φυσική παρακολούθηση τόσο του Αιτητή όσο και των υποστατικών του «και παρατηρήθηκαν ύποπτες κινήσεις με διαφορετικά πρόσωπα να επισκέπτονται το διαμέρισμα, σε διάφορες ώρες κατά την διάρκεια της μέρας και της νύχτας» και ότι «η επίσκεψη διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα που εντείνει τις υποψίες για παράνομες συναλλαγές» καθώς και ότι «τα πιο πάνω τείνουν να επιβεβαιώσουν την πληροφορία που δόθηκε», είναι ψευδής με βάση το μαρτυρικό υλικό της ποινικής υπόθεσης που καταχωρήθηκε εναντίον του Αιτητή και παραδόθηκε στους δικηγόρους του.
ii. Αν όντως παρατηρούνταν τα πιο πάνω από την Αστυνομία, το λογικά αναμενόμενο θα ήταν να διενεργείτο ανακοπή και έρευνα των προσώπων αυτών στη βάση της υποψίας που αποτυπώθηκε από τον ομνύοντα Αστυνομικό κατ' εφαρμογή του Άρθρου 29(2)(α) του Ν. 29/77.
iii. Τα όσα περιγράφει ο ομνύοντας Αστυνομικός να παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της διακριτικής παρακολούθησης του Αιτητή και των υποστατικών του ήταν πρακτικά αδύνατο να παρατηρηθούν εφόσον η πολυκατοικία στην οποία διαμένει ο Αιτητής αποτελείται από τρεις ορόφους και σε κάθε όροφο υπάρχει πέραν του ενός διαμερίσματος, ενώ η είσοδος στην πολυκατοικία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κλειδί ή μέσω του θυροτηλεφώνου.
2) Το εκκαλούμενο Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας ή/και δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή/και με έκδηλη πλάνη νόμου για τους εξής λόγους:
i. Η Αστυνομία βάσισε το αίτημα της σε πληροφορία χωρίς αναφορά στις λεπτομέρειες της πηγής και χωρίς να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα πρωτογενή γεγονότα που την συνιστούσαν.
ii. Ο ομνύοντας Αστυνομικός αναφέρθηκε σε θετική αξιολόγηση της πληροφορίας και του πληροφοριοδότη χωρίς να παραθέσει τι έθεσε ενώπιον του προκειμένου να καταλήξει σε τέτοιο συμπέρασμα.
iii. Υπό τις περιστάσεις και τα γεγονότα της υπόθεσης δεν προέκυπτε η αναγκαιότητα έκδοσης του εκκαλούμενου Εντάλματος Έρευνας, καθότι αν όντως διενεργείτο διακριτική φυσική παρακολούθηση του Αιτητή και της οικίας του και παρατηρούνταν «οι ύποπτες κινήσεις με διαφορετικά άτομα» που αναφέρθηκαν ανωτέρω, τα πρόσωπα αυτά θα μπορούσαν να ανακοπούν, και ερευνηθούν και, ενδεχομένως, να συλληφθούν στη βάση του Άρθρου 29(2)(β) του Ν. 29(Ι)/1977 ούτως ώστε να διασταυρωθεί η εγκυρότητα της πληροφορίας που κατείχε η Αστυνομία.
iv. Η έκδοση του εκκαλούμενου Εντάλματος παραβίασε τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος και τα αντίστοιχα Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και τα αντίστοιχα Άρθρα 7 και 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία ορίζουν αυστηρές προϋποθέσεις για την επέμβαση στην ιδιωτική ζωή ενός ατόμου και την άρση του ασύλου της κατοικίας.
Έχω θέσει ενώπιον μου τόσο το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης όσο και της Έκθεσης και έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω των ευπαίδευτων συνηγόρων του έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν μέσω γραπτής αγόρευσης, αλλά και δια ζώσης κατά τη σημερινή δικάσιμο. Θα κάνω ειδική αναφορά σε αυτά, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Οι αρχές με βάση τις οποίες παρέχεται άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος αυτής της μορφής είναι καλά εδραιωμένες και από μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέτοια άδεια παρέχεται όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή συζητήσιμη υπόθεση, ενώ ο έλεγχος σε σχέση με τα εντάλματα έρευνας, γίνεται σε σχέση με τη νομιμότητα της έκδοσής τους.
Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, είναι απόλυτα σχετική:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).»
Η υποβολή αιτήματος για έκδοση εντάλματος ως το υπό συζήτηση, θα πρέπει να στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. (Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014). Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση, ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως. Γενική και αόριστη υπόθεση ότι το αναζητούμενο αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, δεν αποτελεί επαρκή σύνδεση κατά τρόπο που να δικαιολογεί την έκδοση σχετικού εντάλματος έρευνας. (Βλ. Ανδρέου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, ημερ. 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).
Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 27 του Κεφ. 155 το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται πως, με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα υποστατικά του Αιτητή υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας, ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του ότι η υποψία είναι εύλογη (Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2014, ημερ. 31/3/2016 και Ανδρέου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω)).
Ειδικότερα σε περιπτώσεις που το αίτημα για έκδοση εντάλματος έρευνας αφορά κατοικία, θα πρέπει να είναι κατά νουν οι πρόνοιες του Άρθρου 16.1 του Συντάγματος, μέσω των οποίων διασφαλίζεται το απαραβίαστο της κατοικίας και το οποίο διαλαμβάνει ότι η είσοδος ή έρευνα εντός της κατοικίας δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που παρατίθενται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 16 του Συντάγματος «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου». Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282:
«... στην περίπτωση δε κατοικίας είναι μάλιστα αναγκαία η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία ώστε να αιτιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος όπως απαιτείται από το Άρθρο 16.2. Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα. Άλλως, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε ευάλωτη και άνευ ουσίας.»
Παρεμβάλλεται ότι σε σχέση με ναρκωτικά και ελεγχόμενα φάρμακα, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης Εντάλματος Έρευνας και κατά τον τρόπο και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977 (Ν. 29/1977) μέσω του Άρθρου 29, που φέρει τον πλαγιότιτλο «Εξουσία ερεύνης και λήψεως μαρτυρίας».
Σε ό,τι αφορά τον 1ο Λόγο που αφορά σε ψευδορκία και/ή μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, κρίνεται επιβεβλημένη η υπενθύμιση του νομικού πλαισίου που διέπει τέτοιου είδους ζητήματα.
Η ψευδορκία, όπως και ο δόλος, αναγνωρίζονται ως λόγοι ακύρωσης μιας πράξης Κατώτερου Δικαστηρίου, πλην όμως όταν πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση. Το ζήτημα εξηγείται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 130-136. Δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων[1]. Η ψευδορκία, όπως και ο δόλος, πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας. Δεν είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη σε ανάλογα ευρήματα (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Rischko, Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2020, ημερ. 26/7/2021).
Όπως ελέχθη στην υπόθεση R. v. Ashford (Kent) Justices, ex-parte, Richley [1955] 3 All ER 604:
".an order of Certiorari to quash proceedings on the ground that they were procured by fraud or perjury should seldom if ever be made unless the facts regarding the alleged fraud or perjury have either been the subject of a conviction in regular criminal proceedings against the person to whom the fraud or perjury is imputed, or else have been admitted by something amount to a confession by such person ."
(Βλ., επίσης, In Re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν ευρισκόμεθα ενώπιον τέτοιας περίπτωσης όπου έχει καταδειχθεί ζήτημα ψευδορκίας ως αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ό,τι υπάρχει είναι, ουσιαστικά, η εκδοχή από πλευράς Αιτητή η οποία προκύπτει στη βάση των όσων ο ίδιος ο Αιτητής υποθέτει ότι έχει επισυμβεί αναφορικά με το ζήτημα των διακριτικών παρακολουθήσεων. Τα όσα δε επικαλείται από πλευράς μαρτυρικού υλικού, δεν οδηγούν, από μόνα τους, στα συμπεράσματα που επικαλείται, και ειδικότερα στο αν είχε όντως διενεργηθεί από την Αστυνομία παρακολούθηση πριν την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας. Ειδικότερα η παραπομπή σε κατάθεση στην οποία γίνεται αναφορά σε παρακολούθηση που έλαβε χώρα στις 3/8/2024 κατά το στάδιο ανακοπής τρίτου προσώπου που εξέρχετο της πολυκατοικίας του Αιτητή, δεν βοηθά, εφόσον ένα τέτοιο γεγονός δεν αναιρεί την ύπαρξη παρακολούθησης σε προγενέστερο στάδιο και δη μετά τη λήψη της υπό αναφορά πληροφορίας την 1/8/2024.
Ούτε τα όσα ισχυρίζεται ότι, δηλαδή, τα όσα περιγράφει ο Ομνύοντας Αστυνομικός στον Όρκο να παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ήταν πρακτικά αδύνατο να παρατηρηθούν, συνιστούν περιστάσεις που στοιχειοθετούν δόλο ή ψευδορκία, καθώς είναι προφανές ότι αυτά άπτονται της δικής του και μόνο εκτίμησης. Υπό αυτά τα δεδομένα δεν θα ήταν επιτρεπτή η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών ή, ακόμα, και πιθανολογήσεων και η κατάληξη στα ανάλογα ευρήματα.
Ο Αιτητής προβάλλει, επίσης, στο πλαίσιο του 2ου Λόγου, ότι η πληροφορία επί της οποίας βασίστηκε το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας δεν υποστηρίζετο από λεπτομέρειες ως προς την πηγή της και ως προς τα πρωτογενή γεγονότα που την συνιστούσαν και ότι, σε κάθε περίπτωση, τα περί πληροφορίας για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών δεν συνιστούσαν μαρτυρία που θα μπορούσε να εκτιμηθεί ώστε να δημιουργήσει εύλογη υπόνοια στο Κατώτερο Δικαστήριο.
Σε υποθέσεις του είδους, ως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί, το ζητούμενο είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται μαρτυρία που να επιτρέπει στο Δικαστήριο που εξετάζει το αίτημα να συμπεράνει ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υπάρχουν οποιαδήποτε τεκμήρια που συνδέονται με τη διάπραξη του αδικήματος στα αναφερόμενα υποστατικά. Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 27 του Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος». Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις. Η ύπαρξη εύλογης υποψίας είναι, επομένως, το κρίσιμο ζητούμενο και εναπόκειτο στο Κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος αυτής της μορφής να ικανοποιηθεί, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και εξάγοντας το δικό του συμπέρασμα περί της αποκάλυψης εύλογης υπόνοιας. Τότε και μόνο νομιμοποιείται στην έκδοση του εντάλματος. Το βάσιμο της εύλογης αιτίας συναρτάται απόλυτα με το περιεχόμενο του Όρκου που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2014, ημερ. 29/2/2016). ΄Εστω και σε χαμηλό επίπεδο όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα ή καταλήξεις.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση η Αστυνομία δεν έκανε αναφορά σε μια ανώνυμη πληροφορία περί εμπλοκής του Αιτητή σε κατοχή, χρήση και διακίνηση ναρκωτικών αλλά αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο πληροφοριοδότη ο οποίος, την 1/8/2024 πληροφόρησε την ΥΚΑΝ ότι στο αναφερόμενο διαμέρισμα «είδε τα ναρκωτικά». Επρόκειτο, επομένως, για πληροφορία η οποία είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο, προήρχετο από αυτόπτη μάρτυρα ο οποίος ανήκε στο φιλικό περιβάλλον του Αιτητή και συνέδεε το διαμέρισμα του Αιτητή με συγκεκριμένα αντικείμενα, ήτοι ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β΄, τα οποία αναζητούνταν από την Αστυνομία αναφορικά με υπό διερεύνηση αδικήματα αναφορικά με κατοχή, χρήση και διακίνηση ναρκωτικών.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Νεοκλέους, Πολιτική Αίτηση Αρ. 182/2021, ημερ. 29/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D429, σημειώθηκαν τα ακόλουθα:
«Ως προς το περιεχόμενο του όρκου του αστυφύλακα αναφορικά με τη μαρτυρία που υπάρχει, πρόκειται για γεγονότα που απεκάλυψε στην Αστυνομία άτομο που εργαζόταν μαζί με τον αιτητή σε νυχτερινό κέντρο στην Αγία Νάπα και ότι ανέφερε είναι γεγονότα που ο ίδιος αντιλήφθηκε. Δεν πρόκειται για γενικά και αόριστα συμπεράσματα ενός πληροφοριοδότη, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής, παρά το ότι θα μπορούσε να ήταν πιο λεπτομερής.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Υπό αυτά τα δεδομένα, η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Κατώτερο Δικαστήριο αποτελούσε επαρκή βάση για τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Έρευνας. Πέραν της εν λόγω πληροφορίας και στο πλαίσιο διερεύνησης της, στον Όρκο είχε τεθεί και μαρτυρία αναφορικά με διακριτικές παρακολουθήσεις της συγκεκριμένης οικίας από μέλη της ΥΚΑΝ, από τις οποίες διαπιστώθηκαν επισκέψεις από διαφορετικά άτομα μικρού χρονικού διαστήματος σε διάφορες ώρες κατά τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η μαρτυρία αυτή αναφορικά με τις παρακολουθήσεις, από μόνη της, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη υποψία ότι στην κατοικία του Αιτητή θα ανευρίσκονταν ναρκωτικά. Είναι σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία που θα μπορούσε να έχει αυτή τη δυναμική.
Στη βάση όλων των πιο πάνω δεδομένων, η μαρτυρία του πληροφοριοδότη από μόνη της, αλλά και σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, αποτελούσε επαρκή βάση για τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Έρευνας.
Ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι δεν παρατέθηκε στον Όρκο τι είχε θέσει ο ομνύων Αστυνομικός ενώπιον του για να αναφερθεί σε θετική αξιολόγηση της πληροφορίας και του πληροφοριοδότη, με κάθε σεβασμό, δεν φαίνεται να έχει έρεισμα εφόσον στον Όρκο αναφέρθηκε ρητά ότι, «η πιο πάνω πληροφορία, δόθηκε από πρόσωπο το οποίο συνεργάστηκε ξανά με την Αστυνομία με θετικά αποτελέσματα, γι' αυτό και θεωρείται αξιόπιστο».
Καταλογίζεται επίσης στο Κατώτερο Δικαστήριο ότι με την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος παραβίασε τα δικαιώματα του Αιτητή που αφορούν στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Τέτοιο ζήτημα θα προέκυπτε μόνο αν η έκδοση του Εντάλματος για οποιοδήποτε από τους Λόγους που είχαν τεθεί δεν ήταν δικαιολογημένη. Δεδομένης, ωστόσο, της απόρριψης τους και της μη διαπίστωσης ύπαρξης συζητήσιμου θέματος σε σχέση με τα ζητήματα που εγείρονται σε αυτούς καθώς και της μη προώθησης, στο πλαίσιο του εν λόγω Λόγου, οτιδήποτε που να υποστηρίζει την πιο πάνω θέση, είναι φανερό πως η εν λόγω θέση παρέμεινε άνευ οποιουδήποτε περιεχομένου και ερείσματος.
Υπό το φως όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση προς τεκμηρίωση της αξίωσης για παροχή άδειας.
Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
[1] Δέστε Αναφορικά με την Αίτηση της Μιχαηλίδου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 103/2019, ημερ. 20/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:D256 όπου, μεταξύ άλλων, τονίσθηκαν και τα εξής:
«. θα πρέπει τέτοια ψευδορκία ή δόλος να τίθενται στα πλαίσια της αίτησης certiorari ως αποδεδειγμένα ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα και δεν μπορεί το δικαστήριο σε αυτή τη διαδικασία να προβεί σε αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και σε ευρήματα για τον ένα ή τον άλλο ισχυρισμό ...»