ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
Αίτηση Αρ.18/2024
15 Ιουλίου 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ATHUR PETROV
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.32/2024, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25.04.2024 (ΤΕΛΙΚΗ) ΚΑΙ 2.4.2024 (ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ATHUR PETROV
Εφεσίβλητου
Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Στ. Ερωτοκρίτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η Αίτηση.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής, εφεσίβλητος στην αναφερόμενη στον τίτλο πολιτική έφεση, στην οποία εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο την 25.4.2024 (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Arthur Petrov, Πολ. Έφ. Αρ.32/2024, ημερ.25.4.2024) καταχώρισε την παρούσα Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενος άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024, οι Νόμοι, για να αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο σε τρίτο και τελευταίο βαθμό «επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου».
Με την έφεση, ο Γενικός Εισαγγελέας είχε προσβάλει ως εσφαλμένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ.26.1.2024 (Αναφορικά με την αίτηση των Η.Π.Α. για την έκδοση του Arthur Petrov, Αίτ. Έκδοσης Αρ.3/2023, ημερ.26.1.2024) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για έκδοση του Αιτητή στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για να δικαστεί για αριθμό αδικημάτων που κατ' ισχυρισμό είχε διαπράξει.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση ο Αιτητής κατηγορείται ότι εμπλέκεται στην προμήθεια από τις Η.Π.Α. ηλεκτρονικών εξαρτημάτων και άλλου υλικού προκειμένου αυτό να πωληθεί στη στρατιωτική βιομηχανία της Ρωσίας για χρήση από το ρωσικό στρατό. Ο Αιτητής κατηγορείται ότι παρίστανε αναληθώς ότι τα εν λόγω εξαρτήματα προορίζονται για να τύχουν εμπορικής χρήσης στην αγορά της Κύπρου, της Λετονίας και του Τατζικιστάν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με δεδομένο ότι ο Αιτητής έχει πέραν της ρωσικής και τη γερμανική ιθαγένεια, επικαλούμενο νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε. (Aleksei Petruhhin, C-182/2015 και Romano Pisciotti v. Bundesrepublik Deutschland C-191/2016) αποφάνθηκε ότι δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή η έκδοση του σε τρίτο κράτος, όχι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή στις Η.Π.Α., χωρίς προηγουμένως να ενημερωθούν οι αρχές της Γερμανίας. Και εφόσον δεν είχε τεθεί ενώπιον του μαρτυρία ότι οι γερμανικές αρχές είχαν ενημερωθεί, απέρριψε την αίτηση έκδοσης του.
Με το λόγο έφεσης 1, ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε ότι δεν εφαρμοζόταν στην υπόθεση η αρχή της απόφασης Petruhhin και επομένως, η απόρριψη της αίτησης έκδοσης, λόγω απουσίας μαρτυρίας ενημέρωσης των γερμανικών αρχών, ήταν εσφαλμένη.
Η αρχή της απόφασης Petruhhin εφαρμόζεται (σκέψη 32) όταν οι εθνικοί περί εκδόσεως κανόνες εισάγουν διαφορά ως προς τη μεταχείριση αναλόγως αν ο ενδιαφερόμενος είναι ημεδαπός ή υπήκοος άλλου κράτους μέλους. Όταν η διαφορά ως προς τη μεταχείριση συνίσταται στη δυνατότητα εκδόσεως πολίτη της Ένωσης ο οποίος είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους, ενώ δεν υπάρχει δυνατότητα έκδοσης ημεδαπού, αυτό συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνει το άρθρο 21 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΣΛΕΕ (σκέψη 33). Γι' αυτό και οσάκις σε κράτος μέλος, στο οποίο μετέβη πολίτης της Ένωσης που είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους, απευθύνεται αίτηση εκδόσεως από τρίτο κράτος, με το οποίο το πρώτο κράτος μέλος έχει συνάψει συμφωνία περί εκδόσεως, το κράτος μέλος αυτό υποχρεούται να ενημερώσει το κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια έχει ο εν λόγω πολίτης και, ενδεχομένως, κατόπιν αιτήματος του δευτέρου αυτού κράτους μέλους, να του παραδώσει τον πολίτη αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584,[1] υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το κράτος μέλος έχει δικαιοδοσία, βάσει του εθνικού δικαίου του, να ασκήσει δίωξη κατά του προσώπου αυτού για πράξεις τελεσθείσες στην αλλοδαπή (σκέψη 50).
Ο Γενικός Εισαγγελέας για να υποστηρίξει τη θέση του ότι δεν εφαρμοζόταν εν προκειμένω η αρχή της απόφασης Petruhhin, ζήτησε να του επιτραπεί η προσκόμιση μαρτυρίας κατ' έφεση αναφορικά με το δίκαιο, πολιτική και πρακτική των Η.Π.Α., και του επετράπη με την ενδιάμεση απόφαση του Εφετείου ημερ.2.4.2024. Πώς διασυνδέεται η μαρτυρία αυτή με την εφαρμογή της αρχής της απόφασης Petruhhin, εξηγούμε σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το πρώτο ζήτημα που ο Αιτητής ζητά άδεια για να εγείρει ως νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, αφορά στην εξέλιξη αυτή. Στην Αίτηση του για άδεια, στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων, έχει διαμορφώσει το ζήτημα ως εξής: «Εσφαλμένη έγκριση του αιτήματος του Εφεσείοντα για προσαγωγή κατ΄ έφεση μαρτυρίας». Η θέση του Αιτητή είναι ότι το Εφετείο επιτρέποντας, εσφαλμένα, την προσαγωγή της μαρτυρίας κατ' έφεση, «αθέτησε τις σχετικές νομολογιακές επιταγές και ειδικότερα το κριτήριο ότι η μαρτυρία, την οποία αιτήθηκε να προσκομίσει η Κεντρική Αρχή, δεν μπορούσε να την εξασφαλίσει κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας παρά την επίδειξη εύλογης επιμέλειας». Δηλαδή, ότι εφόσον ο Γενικός Εισαγγελέας μπορούσε να προσκομίσει τη σχετική μαρτυρία κατά την πρωτόδικη διαδικασία, όπου είχε εγερθεί το ζήτημα ότι ο Αιτητής είχε και τη γερμανική ιθαγένεια, δεν θα έπρεπε να του επιτραπεί να την παρουσιάσει στην έφεση. Παρέπεμψε, μεταξύ άλλων στην Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2001) 2 Α.Α.Δ. 8, 12, όπου καθορίζεται ως προϋπόθεση για να επιτραπεί μαρτυρία κατ' έφεση ότι «η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας».
Ο Αιτητής διατείνεται ότι η τριτοβάθμια δικαστική παρέμβαση είναι αναγκαία γιατί το ζήτημα «άπτεται στην ανάγκη ορθής ερμηνείας πρωτογενούς και δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως». Προφανώς εννοεί το νόμο (άρθρο 25(3) των περί Δικαστηρίων Νόμων) και διαδικαστικό κανονισμό (Καν.41.13(2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023) οι οποίοι αφορούν στις εξουσίες του εφετείου να επιτρέπει την προσαγωγή μαρτυρίας κατ' έφεση. Είναι βεβαίως με τη νομολογία που καθορίστηκαν οι παράμετροι για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του εφετείου να επιτρέψει ή να μην επιτρέψει την προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής δεν προσδιορίζει κανένα νομικό θέμα που να συναρτάται με «την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως». Αντίθετα η νομική πτυχή του ζητήματος είναι, κατ' ομολογία και του ιδίου του Αιτητή, αποκρυσταλλωμένη από τη νομολογία. Και όπως το θέτει, το Εφετείο «δεν απέδωσε την ορθή νομική ερμηνεία σε νομολογιακό κριτήριο προσαγωγής μαρτυρίας». Παραπέμπουμε και στην πιο πρόσφατη A. Messios & Sons Ltd v. Country Rose Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.91/2013, ημερ.19.11.2020, ECLI:CY:AD:2020:A395 όπου γίνεται αναφορά στην νομολογία επί του θέματος (Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214, Καυκαρής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 2 C.L.R. 396, Μάρτιν ν. Της Δημοκρατίας (Αρ.1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29, Blachin άλλως Blοchine v. Αριστείδου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 195, Γεωργίου ν. Οργ. Χρημ. Τράπεζης Κύπρου Λτδ (Αρ.1) (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 956, Supatan ν. Περιστιάνη (2006) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1417 και Brtsieva ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 331)
Η ξεκάθαρη θέση του Αιτητή είναι ότι το Εφετείο έσφαλε στην ενδιάμεση απόφαση του, αφού δεν έλαβε υπόψη του την προαναφερθείσα προϋπόθεση και δεν εφάρμοσε την πάγια νομολογία. Ο Αιτητής δεν προτείνει κάποιο νομικό θέμα προς επίλυση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτό που κατ' ουσία επιζητεί είναι να προσβάλει ως εσφαλμένη την ενδιάμεση απόφαση του Εφετείου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας της έφεσης. Εξουσία τέτοιου ελέγχου δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή καθορίζεται με το άρθρο 9(3)(γ) των Νόμων (Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ.6/2023, ημερ.3.6.2024 και Σάββα, Αίτηση Αρ.8/2024, ημερ.8.7.2024).
Καταλήγουμε, επομένως, ότι δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια αναφορικά με το πρώτο θέμα.
Το δεύτερο ζήτημα που ο Αιτητής ζητά άδεια για να εγείρει ως νομικό θέμα, έχει διατυπωθεί στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων ως εξής: «Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού «δόγματος» Petruhhin και των ημεδαπών συνταγματικών και νομοθετικών προνοιών που διέπουν την έκδοση Κυπρίων υπηκόων».
Η Αιτιολογία του θέματος προωθείται με αναφορά στο άρθρο 6 των περί Εκδόσεως Φυγoδίκωv Νόμων τoυ 1970 και 1990, το οποίο προβλέπει ότι:
«Ουδείς θέλει εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου εις Κράτος συνάψαν συνθήκην εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας ... εάν ούτος είναι πολίτης της Δημοκρατίας εξαιρουμένων των περιπτώσεων που επιτρέπεται από το Σύνταγμα».
Το άρθρο 3.1 του περί του Εγγράφου, που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996, (Κυρωτικού) Νόμου του 2008, Ν.8(ΙΙΙ)/2008, το οποίο προνοεί ότι:
«Κανένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν δεσμεύεται να εκδίδει τους δικούς του υπηκόους, αλλά το Αιτούμενο Κράτος δύναται να εκδίδει τα πρόσωπα αυτά εκτός αν οι νόμοι και το Σύνταγμα του προνοούν διαφορετικά»
Και το Άρθρο 11.2 του Συντάγματος, το οποίο, στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει, προβλέπει ότι:
«2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:
............................
(στ) σύλληψης ή κράτησης ατόμου προς παρεμπόδιση της χωρίς άδεια εισόδου στο έδαφος της Δημοκρατίας ή σύλληψης ή κράτησης αλλοδαπού εναντίον του οποίου έγιναν ενέργειες προς το σκοπό απέλασης ή έκδοσης ή σύλληψης ή κράτησης πολίτη της Δημοκρατίας προς το σκοπό της έκδοσης ή παράδοσής του με βάση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή σύμφωνα με διεθνή σύμβαση που δεσμεύει τη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι τέτοια σύμβαση εφαρμόζεται αντίστοιχα και από τον αντισυμβαλλόμενο. . ».
Αναφέρεται ακόμα στην Αιτιολογία ότι το Εφετείο «διαφοροποιείται συγκριτικά με την πάγια σχετική Ευρωπαϊκή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και σημειώνονται οι αποφάσεις Petruhhin, Pisciotti και Generalstaanwaltschaft Berlin C-398/2019.
Το Εφετείο αναγνώρισε ότι το Άρθρο 11.2 (στ) του Συντάγματος «προβλέπει ότι επιτρέπεται η στέρηση ελευθερίας πολίτη της Δημοκρατίας προς τον σκοπό της έκδοσης ή παράδοσής του σύμφωνα με διεθνή σύμβαση που δεσμεύει τη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι τέτοια σύμβαση εφαρμόζεται αντίστοιχα και από τον αντισυμβαλλόμενο.», για να προσθέσει ότι «Δεδομένου ότι το δόγμα Petruhhin εφαρμόζεται όταν οι εθνικοί περί εκδόσεως κανόνες εισάγουν διαφορά ως προς τη μεταχείριση αναλόγως αν ο ενδιαφερόμενος είναι ημεδαπός ή υπήκοος άλλου κράτους μέλους, εκείνο που πρέπει να εξεταστεί είναι εάν Κύπριος υπήκοος θα τύγχανε προστασίας της οποίας δεν τυγχάνει ο Εφεσίβλητος». Διαπίστωσε ότι «το κυπριακό δίκαιο επιτρέπει την έκδοση Κυπρίου πολίτη στις ΗΠΑ, νοουμένου ότι η ΗΠΑ εφαρμόζουν τη σύμβαση αντιστοίχως».
Το τελευταίο, ως ζήτημα αλλοδαπού δικαίου, ανέφερε, απαιτείτο όπως αποδειχθεί με μαρτυρία. Και επέτρεψε με την ενδιάμεση απόφαση του στο Γενικό Εισαγγελέα να προσκομίσει τη σχετική μαρτυρία κατ' έφεση. Επρόκειτο για γνωμάτευση ανώτερου διευθυντικού στελέχους στο ποινικό τμήμα του αμερικανικού Department of Justice, με αρμοδιότητα στον τομέα των διεθνών σχέσεων, στην οποία αναφερόταν ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες - ως ζήτημα δικαίου, πολιτικής και πρακτικής- εκδίδουν τους υπηκόους τους, ακόμη και σε κράτη που δεν εκδίδουν τους δικούς τους. Η αρχή της αμοιβαιότητας εφαρμόζεται μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτείων και της Κύπρου». Και δεύτερη μεταγενέστερη γνωμάτευση από το ίδιο τμήμα, όπου γινόταν ρητή αναφορά στην πρόνοια της νομοθεσίας των Η.Π.Α. βάσει της οποίας επιτρέπεται η έκδοση των υπηκόων των Η.Π.Α., καθώς και σε απόφαση του Εφετείου των Η.Π.Α. του 2019 όπου κρίθηκε η νομιμότητα της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας σε σχέση με έκδοση Αμερικανού υπηκόου στην Τσεχία, χώρα που σύμφωνα με τη γνωμάτευση, διατηρεί με τις Η.Π.Α. διμερή συνθήκη έκδοσης, με παρόμοια σχετική πρόνοια με αυτή που υπάρχει στη Συνθήκη μεταξύ Η.Π.Α. και Κύπρου.
Το Εφετείο κατέληξε συναφώς ότι:
«Εν όψει της προσκομισθείσας μαρτυρίας, έχουμε ικανοποιηθεί ότι οι ΗΠΑ, εφαρμόζουν την ως άνω Συνθήκη με την Κύπρο, αντιστοίχως όπως την εφαρμόζει και η Κύπρος. Ως εκ τούτου, με δεδομένη την νομολογία που προαναφέραμε ως προς τις αρχές του κυπριακού δικαίου αναφορικά με την έκδοση φυγοδίκων, δεν διαπιστώνουμε διάκριση μεταξύ Κυπρίων υπηκόων και του Εφεσιβλήτου ως προς το ενδεχόμενο έκδοσης στις ΗΠΑ.
Καταλήγουμε επομένως, ότι εν προκειμένω, το δόγμα Petruhhin δεν τυγχάνει εφαρμογής εφόσον δεν υπάρχει έρεισμα στον κυπριακό νόμο και νομολογία για διάκριση μεταξύ του Εφεσιβλήτου και Κύπριου υπηκόου υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης».
(η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Είναι σε αυτή τη βάση που ο λόγος έφεσης 1 κρίθηκε βάσιμος και η έφεση πέτυχε.
Το Εφετείο αναγνώρισε τη διαφορετική αντιμετώπιση από το Σύνταγμα μεταξύ κύπριου πολίτη και πολίτη άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ότι η προϋπόθεση του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος να υπάρχει διεθνής σύμβαση που δεσμεύει τη Δημοκρατία και η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα και από τον αντισυμβαλλόμενο, αφορά στην περίπτωση κύπριου πολίτη. Όμως, και εδώ έγκειται η ουσία της απόφασης του Εφετείου, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του δικαίου, της πολιτικής και πρακτικής των Η.Π.Α. ένας κύπριος πολίτης εναντίον του οποίου θα εξεταζόταν αίτηση για έκδοση στις Η.Π.Α. θα αντιμετωπιζόταν με τον ίδιο τρόπο όπως ο Αιτητής, στην πράξη, ο κύπριος πολίτης δεν είχε κανένα πλεονέκτημα στη βάση του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος και θα είχε την ίδια αντιμετώπιση όπως ο Αιτητής.
Ο Αιτητής αποδίδει άλλη διάσταση στην Εφετειακή απόφαση. Αναφέρει στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων, στη σχετική Αιτιολογία, σε σχέση με το Άρθρο 11.2 (στ) του Συντάγματος, ότι το Εφετείο: «λανθασμένα θεώρησε ως δεδομένο τον συνταγματικά προβλεπόμενο όρο αμφίπλευρης εφαρμογής της Σύμβασης για όλα τα υποκείμενα της έκδοσης». Σε αυτή τη βάση επικαλείται εσφαλμένη ερμηνεία «των ημεδαπών συνταγματικών και νομοθετικών προνοιών .».
Διαπιστώνουμε ότι δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου ζήτημα εσφαλμένης ερμηνείας «των ημεδαπών συνταγματικών και νομοθετικών προνοιών που διέπουν την έκδοση Κυπρίων υπηκόων». Διαπιστώνεται ακόμη ότι το ζήτημα, όπως και αν αντικριστεί, δεν συναρτάται «.με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως» ή με οτιδήποτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 9(3)(γ) των Νόμων.
Καταλήγουμε, επομένως, ότι δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια ούτε αναφορικά με το δεύτερο θέμα.
Το τρίτο ζήτημα που ο Αιτητής ζητά άδεια για να εγείρει ως νομικό θέμα, διατυπώνεται στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων ως εξής: «Εσφαλμένη ερμηνεία ή/και εφαρμογή της έννοιας του «πολιτικού αδικήματος»».
Το λεκτικό παραπέμπει σε εσφαλμένη απόφαση και καλείται το Ανώτατο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι στα γεγονότα της υπόθεσης, οι πράξεις οι οποίες αποδίδονται με την αίτηση έκδοσης στον Αιτητή εμπίπτουν στην έννοια του «πολιτικού αδικήματος». Η διαπίστωση κατά πόσο τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο Αιτητής εμπίπτουν στην έννοια του «πολιτικού αδικήματος» είναι καταλυτικής σημασίας αφού το άρθρο 6(1) των περί Εκδόσεως Φυγoδίκωv Νόμων τoυ 1970 και 1990, προνοεί ότι: «Ουδείς θέλει εκδoθή δυvάμει τoυ παρόvτoς Νόμoυ εις Κράτoς συvάψαv συvθήκηv εκδόσεως μετά της Δημoκρατίας . εάv o Υπoυργός, τo εκδικάζov τηv αίτησιv της εκδόσεως δικαστήριov ή τo επιληφθέv αιτήσεως habeas corpus ή αιτήσεως αvαθεωρήσεως Αvώτατov Δικαστήριov κρίvη ότι - (α) τo αδίκημα, δι' o oύτoς διώκεται ή κατεδικάσθη είvαι πoλιτικoύ χαρακτήρoς·», ενώ το άρθρο 4(1) του Ν.8(ΙΙΙ)/2008 ότι: «Έκδοση δεν χορηγείται αν το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση είναι πολιτικό αδίκημα». Περαιτέρω, στο Άρθρο 11.2 (στ) του Συντάγματος αναφέρεται ότι: « . . Η σύλληψη ή η κράτηση όμως οποιουδήποτε προσώπου προς το σκοπό έκδοσης ή παράδοσής του δεν είναι δυνατή εάν το αρμόδιο κατά νόμο όργανο ή αρχή έχει ουσιώδη λόγο να πιστεύει ότι το αίτημα της έκδοσης ή παράδοσης έγινε με σκοπό την ποινική δίωξη ή την τιμωρία προσώπου συνεπεία της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της εθνοτικής καταγωγής, των πολιτικών πεποιθήσεων ή των νόμιμων κατά το διεθνές δίκαιο διεκδικήσεων συλλογικών ή ατομικών δικαιωμάτων».
Το ζήτημα απετέλεσε αντικείμενο της αντέφεσης που ο Αιτητής είχε καταχωρίσει κατά της πρωτόδικης κρίσης ότι δεν νοείται πολιτικό αδίκημα όταν αυτό έχει ως υπόβαθρο την πολεμική σύρραξη μεταξύ δύο ανεξάρτητων κρατών και τελείται προς προώθηση των συμφερόντων μιας εμπόλεμης πλευράς έναντι άλλης. Ο Αιτητής είχε συνδέσει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί πολιτική αναταραχή. Επομένως, κατά την εισήγηση του, η βοήθεια που του καταλογίζεται ότι παρείχε στο ρωσικό στρατό ενέπιπτε στο εύρος του πολιτικού αδικήματος.
Όπως ανέφερε το Εφετείο, και ο Αιτητής συμφωνεί σε αυτό, εφόσον δεν υπάρχει ισχυρή ερμηνεία του όρου «πολιτικό αδίκημα», η κάθε υπόθεση πρέπει να αποφασίζεται με βάση τις δικές της περιστάσεις (Law and Procedure on Extradition, Joyce E. Ferley, Shaw & Sons, Rev. Edition 1998, παρ.3.02.1).
Το Εφετείο απέρριψε την αντέφεση. Λαμβάνοντας καθοδήγηση και συζητώντας αγγλική (Ιn re Castioni [1891] 1 QB 149 και Re Meunier [1894] 2 Q.B. 415) και αμερικανική νομολογία (Matter of Mackin, 668 F.2d 122 (2d Cir. 1981), INS v. Doherty, 502 US 314 (1992), Quinn v. Robinson, 783 F.2d 776 (9th Cir. 1986), Eain v. Wilkes, 641 F.2d 504 (7th Cir. 1981) και Escobedo v. United States, 623 F.2d 1098 (5th Cir. 1980)) και αυστραλέζικη απόφαση (Santhirarajah v. Attorney-General (Cth) [2012] FCA 940, 206 FCA 494(2012)) αποφάνθηκε ότι η περίπτωση του Αιτητή δεν συνιστούσε πολιτικό αδίκημα.
Αυτό που ο Αιτητής ουσιαστικά καλεί το Ανώτατο Δικαστήριο είναι να κρίνει την κατάληξη του Εφετείου εσφαλμένη, και μάλιστα ανατρέποντας επιμέρους ευρήματα του Εφετείου, όπως για παράδειγμα, να αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο ότι «η ανάγκη για άδεια εξαγωγής από τις ΗΠΑ προωθεί την εθνική ασφάλεια, σταθερότητα, πολιτική και θέσεις των ΗΠΑ». Το Εφετείο είχε ακόμα παρατηρήσει στην απόφαση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε προβεί σε εύρημα ότι «τόσο από τις ισχυριζόμενες ενέργειες όσο και από την ιδιότητα του Εφεσίβλητου δεν προέκυψε ότι προέβη στα κατ' ισχυρισμό αδικήματα εξωθούμενος από πολιτικό κίνητρο». επισημαίνοντας ότι το εύρημα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχε εφεσιβληθεί (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 ΑΑΔ 94, 126).
Ο Αιτητής δεν έχει διατυπώσει συγκεκριμένο νομικό θέμα το οποίο να προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου. Υπάρχουν διαπιστώσεις ως προς τις περιστάσεις της υπόθεσης στη βάση των οποίων βασίστηκε η απόφαση του Εφετείου, και με την Αίτηση για άδεια δεν προτείνεται συγκεκριμένο νομικό θέμα, η απόφαση στο οποίο, στην περίπτωση που είναι διαφορετική από την κρίση του Εφετείου θα επιφέρει διαφορετικό αποτέλεσμα, εφόσον η τελευταία αντικατασταθεί από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως προνοείται στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 9(3)(γ) των Νόμων.
Καταλήγουμε, επομένως, ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια ούτε και αναφορικά με το τρίτο θέμα.
Η Αίτηση για χορήγηση άδειας απορρίπτεται.
Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας καταχωρίστηκε η Αίτηση για άδεια, δεν θα προβούμε σε διαταγή εξόδων.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (2002/584/ΔΕΥ)