ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 125/2024)

 

18 Ιουλίου, 2024

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ P. J. B. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 01/07/24 Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Ε.Δ. Κ. X. ΠΟΓΙΑΤΖΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 189/23 ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ P. J. B. ΚΑΙ ΤΗΣ Y. X.

Ζ. Σάντης, για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Δ., για τον Αιτητή.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 1.7.2024 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου. Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά σε διάταγμα με το οποίο επιτράπηκε η προσαγωγή μαρτυρίας και η διεξαγωγή συνέντευξης του ανήλικου τέκνου που βρίσκεται στο εξωτερικό μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, στο πλαίσιο εκδίκασης ενδιάμεσης αίτησης για τη γονική μέριμνα του ανήλικου.

Σύμφωνα με την Έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την Αίτηση, οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η χορήγηση άδειας εστιάζονται στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν καταφανούς νομικής πλάνης και ή εκδόθηκε καθ'  υπέρβαση εξουσίας και παραβιάζει τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι το άρθρο 36Α του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφορά σε μάρτυρα και διαδικασία λήψη μαρτυρίας και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση συνέντευξης ανήλικου τέκνου. Ισχυρίζεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προδικάζει την όλη διαδικασία εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο ανήλικος δεν επιθυμεί να παρουσιαστεί στην Κύπρο για τη συνέντευξη του. Ο Αιτητής θεωρεί ότι με την εν λόγω απόφαση εγείρεται και ζήτημα αντικειμενικής αμεροληψίας του Δικαστή που εξέδωσε την απόφαση και επιφυλάσσει τα δικαιώματα του επί τούτου.

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018, στην οποία επαναλήφθηκε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των ενταλμάτων Certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. 

Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Janna Bullock κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 155/2022, ημερ. 5.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:A376, επισημάνθηκε πως η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας προς καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα αφορά στο κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και γι' αυτό ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιτέλα, Πολ. Έφ. Αρ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων .».

Η αίτηση για τη λήψη μαρτυρίας και τη διεξαγωγή συνέντευξης του ανήλικου στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 36Α του Κεφ. 9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι τέτοια αίτηση ήταν καινοφανής και δεν απασχόλησε ξανά τα Κυπριακά Δικαστήρια. Τόνισε εξαρχής ότι, με βάση τη νομολογία, η λήψη μαρτυρίας μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Επισημαίνοντας την υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακούσει τη γνώμη του ανήλικου πριν αποφασίσει για τη γονική του μέριμνα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την υπό κρίση περίπτωση συνέντευξης ανήλικου μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης από την περίπτωση λήψης μαρτυρίας από μάρτυρα σε μια πολιτική ή ποινική διαδικασία, εξού και θεώρησε ότι μπορούν να εφαρμοστούν πιο ελαστικά κριτήρια, με γνώμονα την αναγκαιότητα εξασφάλισης της γνώμης του παιδιού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η συνέντευξη αποτελεί κάποιο είδος μαρτυρίας του παιδιού η οποία θα πρέπει να τύχει αξιολόγησης από το Δικαστήριο. Έκρινε ότι σημασία έχει η αποτελεσματική λήψη της μαρτυρίας του ανήλικου τέκνου, ανεπηρέαστα και χωρίς παρεμβάσεις, και εξέτασε άλλους παράγοντες, όπως η καθυστέρηση στην εκδίκαση της ενδιάμεσης αίτησης, ο κίνδυνος επηρεασμού του ανήλικου από την αιτήτρια μητέρα του, η ηλικία του ανήλικου (16 ετών), η αντικειμενική αδυναμία του παιδιού να έρθει στο Δικαστήριο για τη δια ζώσης συνέντευξη του, καθώς επίσης η ταλαιπωρία και η αναστάτωση που θα προκαλείτο εάν ταξίδευε στην Κύπρο. Τέλος, έλαβε υπόψη την επιβεβλημένη ανάγκη να ληφθεί η γνώμη του παιδιού και πως η φύση της διαδικασίας της συνέντευξης αποσκοπεί στη διατήρηση της ισότητας των όπλων και στη διασφάλιση της δίκαιης δίκης, καταλήγοντας ότι η έγκριση της αίτησης εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης και ότι είναι δυνατή η επιβολή τέτοιων όρων προς εξασφάλιση του αξιόπιστου και της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας χωρίς επηρεασμό. Εξού και εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα για την προσαγωγή μαρτυρίας και τη διεξαγωγή συνέντευξης του ανήλικου τέκνου μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, δια μέσω λογισμικού προγράμματος-πλατφόρμας ηλεκτρονικού υπολογιστή και «σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα επιβάλει το Δικαστήριο στα πλαίσια της πρακτικής που εφαρμόζεται σε συνεντεύξεις ανηλίκων και με τρόπο που να συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρο 36(Α) του Κεφ. 9». Ανέφερε επίσης ότι η αιτήτρια καθίσταται υπεύθυνη για την υλοποίηση των όρων που θα τεθούν από το Δικαστήριο και όπως επωμισθεί όλα τα έξοδα ενώ έδωσε οδηγίες προς τη Γραμματεία του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου «να προβεί σε όλες εκείνες τις απαραίτητες ενέργειες σε συνεργασία με τους διαδίκους, του συνηγόρους τους και τις αρμόδιες δικαστικές και άλλες αρχές της Κύπρου και των .. με στόχο την επιτυχή και αποτελεσματική διεξαγωγή της εικονοτηλεδιάσκεψης με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων».  

Όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 7 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 μέχρι 2008, Ν.216/1990, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να αποφασίσει για την άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου, στο πλαίσιο αίτησης οποιουδήποτε από τους γονείς, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των γονέων ως προς τούτο. Το άρθρο 6(2) του ιδίου Νόμου προνοεί ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που αφορά την άσκηση της γονικής μέριμνας τέκνου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον αυτού και το άρθρο 6(3) θέτει την υποχρέωση στο Δικαστήριο, «ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί . να ζητείται και συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του».

Η διαδικασία αιτήσεων για την άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου είναι ιδιάζουσα, λόγω ακριβώς της φύσης της. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ιωαννίδη κ.ά. v. Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1446, αυτή έχει εξεταστικό χαρακτήρα, δεν ενέχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων και ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου. Η γνώμη του παιδιού σε τέτοιες υποθέσεις ενέχει βαρύνουσα σημασία στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Π.Ε. v. K.R.U., Πολ. Έφ. Αρ. 23/2018, ημερ. 3.12.2019, ECLI:CY:DOD:2019:16, λέχθηκε ότι η αναζήτηση της γνώμης του παιδιού είναι υποχρεωτική εφόσον το παιδί είναι ώριμο, λόγω βιολογικών ή κοινωνικών παραγόντων, να εκφράσει τη γνώμη του για συγκεκριμένο θέμα. Μάλιστα, στην υπόθεση Γ.Δ. κ.ά. v. Α.Β. κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 1/2022, ημερ. 7.7.2022, λέχθηκε πως η υποχρέωση να ακουστεί η γνώμη του παιδιού αφορά και σε ενδιάμεσες αιτήσεις γονικής μέριμνας, ανεξαρτήτως των όποιων διαδικαστικών δυσχερειών που μπορεί να προκύψουν και την καθυστέρηση.

Στις προαναφερόμενες αποφάσεις παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφαση του, το οποίο άντλησε καθοδήγηση και από τις πρόνοιες και τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, που είναι «η παροχή στο δικαστήριο δυνατότητας χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος», καθώς επίσης από το άρθρο 12(1) των περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικών) Νόμων του 1999 έως 2010, Ν.5(ΙΙΙ)/2000, το άρθρο 15 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αποφάσεων Αφορωσών εις Κηδεμονίαν Ανηλίκων και εις Αποκατάστασιν Κηδεμονίας Ανηλίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1986, Ν.36/1986 και τον Κανονισμό 23(β) του Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αποφάσεων σε Γαμικές Διαφορές και Διαφορές Γονικής Μέριμνας, ΕΚ 2201/2003, τα οποία επιβάλλουν τη λήψη της άποψης του ανήλικου σε υποθέσεις γονικής μέριμνας.  

Το άρθρο 36Α του Κεφ. 9 φέρει τίτλο «Εικονοτηλεδιάσκεψη» και προβλέπει ως ακολούθως:

«36Α.—(1) Σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία το Δικαστήριο δύναται, εάν κρίνει αυτό προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης, να επιτρέψει σε μάρτυρα που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας να δώσει τη μαρτυρία του μέσω  εικονοτηλεδιάσκεψης.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «εικονοτηλεδιάσκεψη» σημαίνει τη χρησιμοποίηση τεχνολογίας μετάδοσης εικόνας και ήχου ή άλλη διευθέτηση με την οποία μάρτυρας, παρόλο που απουσιάζει από την αίθουσα του Δικαστηρίου, δύναται να βλέπει και ακούει τα πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου και αντίστροφα τα πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου να βλέπουν και να ακούουν το μάρτυρα:

Νοείται  ότι,  για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, «πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου» θεωρούνται το Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος, οι δικηγόροι των μερών, ο διερμηνέας ή άλλα πρόσωπα που ορίστηκαν να βοηθούν το μάρτυρα ή τον κατηγορούμενο.

(3) Το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει όποιους όρους κρίνει αναγκαίους για τη λήψη μαρτυρίας με εικονοτηλεδιάσκεψη και οι οποίοι δεν είναι ασυμβίβαστοι με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Κυπριακή Δημοκρατία με διμερείς ή διεθνείς συμβάσεις που διέπουν το ζήτημα.»

          Το εν λόγω άρθρο παρέχει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να ακούει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα σε πολιτική ή ποινική διαδικασία που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, εάν αυτό κρίνεται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Ο όρος «πολιτική διαδικασία» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 ότι έχει την έννοια που δίδεται στους περί Δικαστηρίων Νόμους του 1960 έως (Αρ.3) του 1998, Ν.14/60.  Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ν.14/60, ο όρος πολιτική δικαιοδοσία «περιλαμβάνει οιανδήποτε διαδικασίαν άλλην ή ποινική διαδικασίαν». Επομένως, καλύπτει και τη διαδικασία ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης διαδικασίας για τη γονική μέριμνα ανηλίκου.

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλες τις παραμέτρους της αίτησης, με πρώτη τη θέση του Καθ' ου ότι το άρθρο 36Α δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το όλο ζήτημα με σαφήνεια, διακρίνοντας την περίπτωση λήψης μαρτυρίας ενός μάρτυρα με αντεξέταση από την υπό κρίση περίπτωση συνέντευξης από το Δικαστήριο ανήλικου τέκνου. Εξού και θεώρησε ότι «θα μπορούσαν να εφαρμοστούν . πιο ελαστικά κριτήρια» καθότι εδώ «προέχει και υπερτερεί η αναγκαιότητα εξασφάλισης της γνώμης του παιδιού, παρά η αυστηρή ή τυπολατρική διασφάλιση κανόνων ελέγχου ακροαματικής διαδικασίας». Αυτή η προσέγγιση είναι η λογική απόρροια της θέσπισης του άρθρου 36Α.  Από τη στιγμή που ο Νομοθέτης επέτρεψε τη λήψη μαρτυρίας μάρτυρα σε πολιτική ή ποινική δίκη, πόσω μάλλον δύναται να λεχθεί ότι επέτρεψε και τη λήψη συνέντευξης από το ίδιο το Δικαστήριο (χωρίς την άμεση εμπλοκή των διαδίκων και ή των δικηγόρων τους στο πλαίσιο της συνέντευξης) ενός παιδιού, κάτι το οποίο κρίνεται απαραίτητο για το συμφέρον τόσο του ιδίου του ανήλικου όσο και γενικότερα της δικαιοσύνης. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα ανέφερε ότι στην υπό κρίση περίπτωση εφαρμόζονται πιο ελαστικά κριτήρια, εννοώντας προφανώς ότι η διασφάλιση της ορθότητας της διαδικασίας καθίσταται ευκολότερη ενόψει ακριβώς της φύσης της διαδικασίας. 

          Η μεταγενέστερη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν στερείται εξουσίας να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα καθότι ο ανήλικος δεν υπέχει θέση μάρτυρα δεν συγκρούεται με τα όσα αναφέρονται ανωτέρω. Και τούτο, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο ανήλικος δεν υπέχει μεν τη θέση μάρτυρα ο οποίος υπόκειται σε εξέταση και αντεξέταση, αλλά ο ανήλικος καλείται να δώσει εμπιστευτική συνέντευξη στο Δικαστήριο και ότι η γνώμη του παιδιού είναι ένα είδος μαρτυρίας το οποίο αξιολογείται ως μαρτυρικό υλικό πριν την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Σχετικά παρέπεμψε στην υπόθεση Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130, στην οποία η συνέντευξη χαρακτηρίζεται ως η μαρτυρία του παιδιού για την επιθυμία του ως προς την επιμέλεια και φροντίδα του.

          Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, δεν διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε καθ'  υπέρβαση εξουσίας, εκδίδοντας το αιτούμενο διάταγμα δυνάμει του άρθρου 36Α του Κεφ.9 και θέτοντας τους όρους που έκρινε αναγκαίους όπως επιτρέπει το άρθρο 36 Α(3).

          Ούτε και προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε αίτηση στην οποία είχε καταχωριστεί ένσταση και εκπροσωπήθηκαν και ακούστηκαν και οι δύο πλευρές. Μάλιστα, οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η υπό κρίση Αίτηση προβλήθηκαν και εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προαναφερόμενη αίτησης.

Το γεγονός ότι ο ανήλικος δεν επιθυμεί να προσέλθει στην Κύπρο μόνος του για τη συνέντευξη του, αποτέλεσε ένα στοιχείο το οποίο συνεκτιμήθηκε στο σύνολο των περιστάσεων πριν το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έχει προκαταλάβει αυτό το ζήτημα καθότι ρητώς ανέφερε πως δεν θα προέβαινε στο στάδιο εκείνο σε αξιολόγηση της δήλωσης του ότι δεν επιθυμεί να έρθει στην Κύπρο, ούτε και στην «αποδεκτότητα, εγκυρότητα και αξιοπιστία του εν λόγω εγγράφου». 

        Για όλους τους λόγους που αναλύονται ανωτέρω, κρίνεται πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

        Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο