ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 92/2024)
18 Ιουνίου, 2024
[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 (5/2018) ΚΑΙ 2023 (27/2023)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
KAI
AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡΙΘΜΟΣ 1663/15 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12/04/2024 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΗΚΕ ΩΣ ΝΟΜΙΜΑ ΤΕΡΜΑΤΙΣΘΕΙΣΑ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16/09/2009
............
Ρ. Πεκρή (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε. και για Χλωρακιώτης & Φλωράκη Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 12.4.2024.
Το ιστορικό των γεγονότων που οδήγησε στην έκδοση της υπό κρίση απόφασης και συνακόλουθα στην καταχώριση της παρούσας Αίτησης συνοψίζεται ως ακολούθως:
1. Στις 16.9.2009 η Αιτήτρια υπέγραψε σύμβαση πώλησης ενός διαμερίσματος στους Thomas Christofer Montgomery και Fiona Elizabeth Montgomery το οποίο δεν είχε ακόμη ανεγερθεί, έναντι του ποσού των €128.560.
2. Οι αγοραστές κατέβαλαν το συνολικό ποσό των €68.020,28 το οποίο προήλθε από δικά τους χρήματα και δάνειο το οποίο είχαν εξασφαλίσει από την Alpha Bank Cyprus Ltd. Προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων τους δυνάμει του δανείου, οι αγοραστές υπέγραψαν συμφωνία εκχώρησης και σύμβαση υποθήκης προς όφελος της Τράπεζας.
3. Οι αγοραστές απέστειλαν ξεχωριστές επιστολές ημερ. 9.9.2015 στις οποίες ανέφεραν ότι τερμάτιζαν τη συμφωνία πώλησης και τη σύμβαση δανείου και καταχώρισαν την αγωγή 1663/2015 Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εναντίον της Αιτήτριας και της Τράπεζας, αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της σύμβασης πώλησης και της συμφωνίας δανείου.
4. Η Αιτήτρια καταχώρισε υπεράσπιση και ανταπαίτηση, αξιώνοντας το οφειλόμενο υπόλοιπο και γενικές αποζημιώσεις συνεπεία παράβασης της συμφωνίας πώλησης.
5. Και η Τράπεζα καταχώρισε υπεράσπιση και ανταπαίτηση εναντίον των αγοραστών και δι' ανταπαιτήσεως αγωγή εναντίον της Αιτήτριας, ζητώντας το υπόλοιπο του δανείου και διατάγματα αναφορικά με το ακίνητο δυνάμει της συμφωνίας πώλησης, της συμφωνίας εκχώρησης της και της σύμβασης υποθήκης.
6. Η Αιτήτρια καταχώρισε στη δι' ανταπαιτήσεως αγωγή υπεράσπιση και ανταπαίτηση, ζητώντας την αναγνώριση της ισχύος της σύμβασης εκχώρησης και αποζημιώσεις.
7. Στις 31.3.2023 κατόπιν διευθέτησης μεταξύ των αγοραστών και της Τράπεζας, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της Τράπεζας και εναντίον των αγοραστών για συγκεκριμένο ποσό, δήλωση ότι η Τράπεζα είναι αποκλειστική δικαιούχος όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης, δήλωση ότι η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να υποθηκεύσει το διαμέρισμα προς όφελος της όταν αυτό μεταβιβαστεί στο όνομα των αγοραστών και δήλωση ότι η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να αποσύρει την κατάθεση της σύμβασης πώλησης. Δηλώθηκε επίσης πως σε περίπτωση μεταβίβασης του διαμερίσματος από τους αγοραστές στην Τράπεζα εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης, τότε ολόκληρη η απόφαση θα θεωρείτο πλήρως ικανοποιηθείσα.
8. Δυνάμει της εν λόγω απόφασης, οι αγοραστές μεταβίβασαν το διαμέρισμα στην Τράπεζα και το οφειλόμενο χρέος τους διεγράφη.
9. Σε κατοπινό στάδιο η αγωγή προχώρησε προς ακρόαση μεταξύ των αγοραστών και της Αιτήτριας.
10. Στις 12.4.2024 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε την υπό κρίση απόφαση στην οποία κατέληξε ότι οι αγοραστές νόμιμα προέβησαν στον τερματισμό αυτής στις 9.9.2015 λόγω παραβίασης από την Αιτήτρια ουσιωδών όρων της σύμβασης πώλησης.
Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση συνοψίζονται ως ακολούθως:
(i) Με την εν λόγω απόφαση το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (το κατώτερο Δικαστήριο) ενήργησε παράτυπα και ή αντικανονικά και ή αντιφατικά παραγνωρίζοντας και παρερμηνεύοντας την εκ συμφώνου απόφαση ημερ. 31.3.2023 στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής.
(ii) Ενώ η εκ συμφώνου απόφαση αναγνώρισε την ισχύ της σύμβασης πώλησης και στη βάση αυτού εξέδωσε δήλωση ότι οι αγοραστές ως οι δικαιούχοι του διαμερίσματος μπορούσαν να το μεταβιβάσουν στην Τράπεζα προς πλήρη εξόφληση των οφειλών τους προς την τελευταία, η απόφαση ημερ. 12.4.2024 συνεπάγεται ότι η σύμβαση πώλησης δεν έχει νομική ισχύ και δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα υπέρ των αγοραστών.
(iii) Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και ή αντιφατικά με την προηγούμενη απόφαση του, προκαλώντας σοβαρότατες συνέπειες στα συμφέροντα και δικαιώματα της Αιτήτριας.
(iv) Το κατώτερο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του και κατέληξε στην απόφαση ημερ. 12.4.2024 μετά από ξεκάθαρη καταστρατήγηση και ή παράτυπη εφαρμογή των εν ισχύι δικονομικών κανονισμών και ακολουθώντας μια ανορθόδοξη και ή παράτυπη διαδικασία η οποία επέφερε εσφαλμένα αποτελέσματα,
(v) Η υπέρβαση της εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου δημιουργεί εξαιρετικές περιστάσεις για την άσκηση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίση Αίτησης ενώ δεν προσφέρεται το ένδικο μέσο της έφεσης.
(vi) Η υπό κρίση απόφαση πλήττει ουσιαστικά τα συνταγματικά δικαιώματα της Αιτήτριας και προκαλεί αδικαιολόγητη ζημιά, ταλαιπωρία και αβεβαιότητα.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, ο ΑΙ, εκ των διευθυντών της Αιτήτριας, περιγράφει το όλο ιστορικό και ισχυρίζεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έγκριση της Αίτησης.
Κατά την αγόρευση της η δικηγόρος της Αιτήτριας επανέλαβε τα γεγονότα και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί δικαιολογημένη την Αίτηση. Διευκρινιστικά, δήλωσε ότι η Αιτήτρια έχει καταχωρίσει έφεση εναντίον της υπό κρίση απόφασης και παρουσίασε αντίγραφο της ειδοποίησης έφεσης. Σε αυτή περιλαμβάνεται ως τελευταίος λόγος έφεσης το ότι το Δικαστήριο «στα πλαίσια της ίδιας δικαστικής διαδικασίας, εξέδωσε δύο αντιφατικές μεταξύ τους Αποφάσεις, οι οποίες καταλήγουν σε αντινομικό αποτέλεσμα για τις Εναγόμενες 1 και 2 και σε παράλογο όφελος για τους Ενάγοντες οι οποίοι με τις μεθοδευμένες τους ενέργειες οι οποίες επιβραβεύτηκαν από το Δικαστήριο, στην ουσία παγίδευσαν τις Εναγόμενες 1 και 2».
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018, στην οποία επαναλήφθηκε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των διαταγμάτων certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Janna Bullock κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 155/2022, ημερ. 5.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:A376, επισημάνθηκε πως η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας προς καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα αφορά στο κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και γι' αυτό ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιτέλα, Πολ. Έφ. Αρ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων .».
Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι η αντιφατικότητα αποφάσεων ισότιμων Δικαστηρίων δυνατό να αποτελεί κάποιας μορφής υπέρβαση εξουσίας. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Russell Ritchie κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 639, λέχθηκαν τα εξής:
«Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Γεώργιος Χατζηαλεξάνδρου (Αρ. 2) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366, το Δικαστήριο είναι ευαίσθητο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αποτελεί κάποιας μορφής υπέρβαση εξουσίας, που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.»
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2171, κρίθηκε δικαιολογημένη η παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης για certiorari λόγω της ύπαρξης δύο αντιφατικών διαταγμάτων. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι, πέραν της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, θα πρέπει να συντρέχουν και εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν τη χορήγηση της άδειας, όπως ίσχυε σε εκείνη την υπόθεση.
Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διαφαίνεται ότι στο πλαίσιο της αγωγής αρχικώς εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση μεταξύ των αγοραστών (εκεί εναγόντων) και της Τράπεζας ως ανωτέρω. Σύμφωνα με το πρακτικό της απόφασης το οποίο επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του ΑΙ, προκύπτει ότι η Αιτήτρια εκπροσωπείτο μέσω των δικηγόρων της κατά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης. Ακολούθως η Αιτήτρια συμμετείχε στην ακρόαση της αγωγής εναντίον της, γνωρίζοντας τόσο για την απόφαση όσο για και τις πιθανές συνέπειες που η ακρόαση συνεπαγόταν σε σχέση με το ενδεχόμενο έκδοσης απόφασης υπέρ των αγοραστών και εναντίον της στη βάση νόμιμου τερματισμού της συμφωνίας πώλησης, όπως και έγινε. Στην υπό κρίση απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην έκδοση και το περιεχόμενο της προγενέστερης απόφασης, η οποία αποτελούσε μέρος του φακέλου. Κατά την εξέταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης, ασχολήθηκε με το κατά πόσο η έκδοση της προγενέστερης απόφασης αναφορικά με την Τράπεζα αποτελούσε κώλυμα στην έκδοση της απόφασης αναφορικά με την Αιτήτρια και κατέληξε ότι η προγενέστερη απόφαση δεν επηρέαζε την εξουσία έκδοσης της υπό κρίση απόφασης αλλά ενδεχομένως κάποιες πτυχές αυτής αναφορικά με τη δυνατότητα εκτέλεσης της. Προχώρησε ακολούθως στην έκδοση της υπό κρίση απόφασης.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, προκύπτει ότι η Αιτήτρια εμφανίστηκε κατά την ημερομηνία έκδοσης της εκ συμφώνου απόφασης και γνώριζε για αυτή, καθώς επίσης και ότι προχώρησε στην ακρόαση της αγωγής αναφορικά με την ίδια, εν γνώσει των πιο πάνω δεδομένων και της πιθανότητας έκδοσης απόφασης υπέρ των αγοραστών και εναντίον της περί της νομιμότητας του τερματισμού της συμφωνίας πώλησης. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε και ασχολήθηκε με το θέμα της προγενέστερης απόφασης και των τυχόν συνεπειών αυτής στη διαδικασία ακρόασης αναφορικά με την Αιτήτρια και προχώρησε στην έκδοση απόφασης εναντίον της.
Η Αιτήτρια εισηγείται ότι με την έκδοση της υπό κρίση απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και ότι επομένως το ορθό δικονομικό πλαίσιο αμφισβήτησης της εγκυρότητας και νομιμότητας της απόφασης είναι μέσω της διαδικασίας έκδοσης προνομιακού εντάλματος. Ταυτόχρονα, όμως, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πριν καν την καταχώριση αίτησης για την παράταση της προθεσμίας καταχώρισης της υπό κρίση Αίτησης για άδεια, προηγήθηκε η καταχώριση της ειδοποίησης έφεσης στην οποία είχε συμπεριληφθεί το υπό κρίση ζήτημα. Επομένως, διαφαίνεται ότι αυτό είναι ήδη ζήτημα το οποίο, ως η ίδια η Αιτήτρια με την υποβολή της έφεσης αναγνωρίζει, θα κριθεί στο πλαίσιο της έφεσης. Παρόμοιο ζήτημα αποτέλεσε το αντικείμενο έφεσης στην υπόθεση Καπόνα v. Χριστοδούλου, Πολ. Έφεση Αρ. 272/2014, ημερ. 12.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:A307.
Έχει ήδη λεχθεί ότι όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, τότε δεν θεωρείται ότι ο αιτητής απέδειξε συζητήσιμο θέμα. Στην υπόθεση Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»
Επιπλέον, δεν έχουν καταδειχθεί οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να δικαιολογούν την άσκηση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η Αιτήτρια βασικά περιορίζεται στο γεγονός της έκδοσης της υπό κρίση απόφασης και στην έλλειψη ύπαρξης του εναλλακτικού μέσου της έφεσης. Η έκδοση της απόφασης από μόνη της δεν καταδεικνύει οποιονδήποτε λόγο που να συνηγορεί υπέρ της έγκρισης της Αίτησης, ενώ η Αιτήτρια έχει ήδη ασκήσει το δικαίωμα έφεσης εναντίον της απόφασης εγείροντας και το ζήτημα της αντιφατικότητας των αποφάσεων. Στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535 λέχθηκε ότι η μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.
Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ