ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 334/2015)
4 Ιουνίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ ΛΤΔ
Εφεσείουσας,
v.
DEMADES DESIGN LIMITED
Εφεσίβλητης.
......................
Μ. Ηλιάδης, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Γ. Γεωργίου (κα), για Δρ. Κ. Χρυστοστομίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας για το ποσό των €22.616,40 πλέον τόκο και για το ποσό των €9.234 πλέον ΦΠΑ και τόκο, ως οφειλόμενο υπόλοιπο για παρασχεθείσες υπηρεσίες δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 25.1.2008.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση της Εφεσείουσας με την οποία αξίωνε το καταβληθέν στην Εφεσίβλητη ποσό των €10.000, όμως αυτό το σκέλος της απόφασης δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας Έφεσης.
Η υπογραφή της συμφωνίας ημερ. 25.1.2008 μεταξύ των μερών ήταν παραδεκτή. Αυτή προνοούσε την παροχή από την Εφεσίβλητη των υπηρεσιών της για τον σχεδιασμό και γενικά την παροχή από αυτή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε σχέση με την ανέγερση των νέων γραφείων και αποθηκών της Εφεσείουσας έναντι του συνολικού ποσού των €46.170 (ΛΚ27.000) πλέον ΦΠΑ. Ο τρόπος πληρωμής καθοριζόταν στη συμφωνία η οποία προέβλεπε τέσσερα ξεχωριστά στάδια εκτέλεσης εργασιών με ξεχωριστό πληρωτέο ποσό για κάθε στάδιο. Ήταν επίσης αδιαμφισβήτητο ότι στις 3.3.2008 η Εφεσείουσα κατέβαλε το ποσό των €9.860 ως προκαταβολή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα της Εφεσίβλητης, διευθυντή της (ΜΕ1) και απέρριψε τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα της Εφεσείουσας, διευθυντή και μετόχου της (ΜΥ1).
Βασιζόμενο στη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι στις 19.12.2008 η Εφεσίβλητη ολοκλήρωσε τις προβλεπόμενες στα τρία πρώτα στάδια της συμφωνίας εργασίες τις οποίες παρουσίασε στην Εφεσείουσα στις 22.1.2009. Σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στις 26.1.2009 η εργασία της Εφεσίβλητης, συμπεριλαμβανομένων των τελικών κατόψεων και ψηφιακών εικόνων του τελικού σχεδίου, παραδόθηκε στα γραφεία της Εφεσείουσας η οποία και την αποδέχθηκε. Τα τελικά σχέδια στάληκαν στους αρχιτέκτονες και μελετητές του έργου οι οποίοι και τα χρησιμοποίησαν. Αυτά χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την ετοιμασία προσφορών και μηχανολογικών μελετών. Με βάση τους όρους της συμφωνίας, η Εφεσίβλητη απέστειλε τιμολόγιο ζητώντας την πληρωμή του ποσού των €42.476,40 που αντιστοιχούσε στη συμφωνηθείσα αμοιβή για τα πρώτα τρία στάδια του έργου. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι στις 22.1.2009 η Εφεσείουσα πλήρωσε το ποσό των €10.000 έναντι του εν λόγω τιμολογίου. Παραμένει οφειλόμενο το υπόλοιπο εκ €22.616,40. Η Εφεσίβλητη διεκδίκησε το εν λόγω ποσό με διάφορες επιστολές της, και παρά τις υποσχέσεις της Εφεσείουσας για την πληρωμή αυτού, δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση εκ μέρους της, με αποτέλεσμα στην τελευταία επιστολή της η Εφεσίβλητη να αναφέρει πως θεωρεί τη συμφωνία τερματισθείσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η παράλειψη από την Εφεσείουσα πληρωμής του ποσού συνιστούσε παράβαση ουσιώδους όρου της συμφωνίας με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη να είχε δικαίωμα να την τερματίσει και υπαναχωρήσει από αυτή νόμιμα.
Η Εφεσείουσα εγείρει τέσσερις λόγους έφεσης. Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε πως δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία ότι η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη και λανθασμένα δεν εξέτασε αυτεπάγγελτα το ζήτημα της παρανομίας. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα πως η Εφεσείουσα συμμορφώθηκε με τους όρους της επίδικης συμφωνίας.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης ο οποίος αφορούσε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 15.6.2015 απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας για τροποποίηση της υπεράσπισης της, δεν προωθήθηκε ούτε στο περίγραμμα αγόρευσης ούτε και κατά την προφορική αγόρευση του δικηγόρου της ενώπιον μας. Επομένως αυτός θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί και δεν δύναται να τύχει εξέτασης. Στην υπόθεση Γρηγορίου v. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229, το Εφετείο δεν προέβη στην εξέταση λόγου ο οποίος παρατίθετο μεν στο περίγραμμα αλλά δεν είχε αναπτυχθεί ενώπιον του είτε στη γραπτή είτε στην προφορική αγόρευση του εκεί εφεσείοντα.
Λόγω της συνάφειας των δύο πρώτων λόγων έφεσης, αυτοί θα εξεταστούν μαζί.
Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών με τις «μοναδικές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν προς [τον ΜΕ1] σε σχέση με τα θέματα της Ενάγουσας εταιρείας και της εγγραφής στο Ε.Τ.Ε.Κ.». Η εν λόγω μαρτυρία αφορούσε στο ότι η Εφεσίβλητη είναι εταιρεία του ΜΕ1, ότι σε αυτή εργάζονται και άλλα άτομα, ότι κατά τον χρόνο της μαρτυρίας του ΜΕ1, η Εφεσίβλητη εργοδοτούσε ακόμα ένα άτομο και ότι ο ίδιος ο ΜΕ1 προσωπικά είναι μέλος του ΕΤΕΚ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις νομικές αρχές που διέπουν την εξέταση του κατά πόσο η συμφωνία η οποία αποτελεί το αντικείμενο μιας αγωγής είναι παράνομη. Παρέθεσε απόσπασμα από την υπόθεση Αρκαδίου v. Porto Lara Estates Ltd (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2035, στο οποίο αναφέρεται πως η παρανομία θα πρέπει να εγείρεται ρητά στα δικόγραφα, ενώ παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο να την εξετάσει αυτεπάγγελτα εφόσον η παρανομία προκύπτει με έκδηλο τρόπο από την ίδια τη συμφωνία ή τα γεγονότα που την περιβάλλουν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε τόσο με τη δικογράφηση όσο και την αυτεπάγγελτη εξέταση του ζητήματος. Διαπίστωσε ότι το ζήτημα της παρανομίας της επίδικης συμφωνίας δεν δικογραφείτο και δεν απασχόλησε στο πλαίσιο της μαρτυρίας των μαρτύρων και των δύο πλευρών, παρά μόνο ηγέρθη στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Ακολούθως, προφανώς στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξουσίας του, κατέληξε ότι δεν προέκυπτε έκδηλη παρανομία της συμφωνίας καθότι δεν υπήρχε σαφής και συγκεκριμένη μαρτυρία πως η εργασία την οποία ανέλαβε η Εφεσίβλητη αφορούσε υπηρεσίες επιστήμονα μηχανικού ώστε να ήταν απαραίτητη η εγγραφή της στο ΕΤΕΚ.
Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν εφάρμοσε τις αρχές που καθιερώθηκαν σε δύο υποθέσεις, στις οποίες επαναλαμβάνονται οι ίδιες αρχές ως προς την αυτεπάγγελτη εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει ζήτημα παρανομίας. Η πρώτη είναι η απόφαση Δημητρίου v. Συμεωνίδη (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1018, στην οποία κρίθηκε πως δεν υπήρχε η απαραίτητη μαρτυρία προς κατάδειξη της έκδηλης παρανομίας της σύμβασης. Η δεύτερη είναι η απόφαση Ιωάννου κ.ά. v. Μουσκαλλή κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1595, στην οποία κρίθηκε ότι η κατ' ισχυρισμό συμφωνία ήταν μια συνωμοσία των διαδίκων με προφανή σκοπό την καταδολίευση του δημοσίου.
Όπως έχει ήδη λεχθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν προέκυπτε έκδηλη παρανομία. Αντιθέτως, διαπίστωσε ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του μάρτυρα της Εφεσίβλητης, για το έργο υπήρχαν διορισμένοι αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί και εκείνο που αναμενόταν από την Εφεσείουσα ήταν η εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση του έργου.
Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στην ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία και επομένως ήταν καθόλα βάσιμες και δικαιολογημένες. Άλλωστε η ίδια η Εφεσείουσα, στην υπεράσπιση της, δέχεται ότι η συμφωνία αφορούσε την παροχή υπηρεσιών σχεδιασμού, επίβλεψης και συμβουλευτικών υπηρεσιών. Η ίδια η συμφωνία τιτλοφορείται «Design - Corporate Identity - Supervision of New Head offices & Warehouses of Varnavas Hadjipanayis Ltd». Εν πάση περιπτώσει ουδέποτε υπεβλήθη ευθέως στον μάρτυρα της Εφεσίβλητης πως η συμφωνία ήταν παράνομη λόγω μη εγγραφής της στο μητρώο του ΕΤΕΚ και δεν διεφάνη πως η Εφεσίβλητη ανέλαβε οποιαδήποτε εργασία πέραν του σχεδιασμού και της διακόσμησης του χώρου.
Η Εφεσείουσα επικαλέστηκε τον περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου του 1962, Ν.41/1962, στη βάση του ότι πιθανόν αυτός να τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Επομένως, δεν αποτελεί σαφή θέση της Εφεσείουσας για να τύχει εξέτασης.
Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η Εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με τους όρους της συμφωνίας και ολοκλήρωσε την παρουσίαση του τελικού σχεδίου και του τρισδιάστατου ψηφιακού μοντέλου.
Έχει ήδη λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην εν λόγω μαρτυρία και τα κατατεθέντα από τον εν λόγω μάρτυρα τεκμήρια για να καταλήξει στο συμπέρασμα του πως η Εφεσίβλητη προέβη στην εκτέλεση και ολοκλήρωση των εν λόγω εργασιών στις 19.12.2008. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε με επιμέλεια και λεπτομέρεια αυτή του την κατάληξη, με παραπομπή στη μαρτυρία και αντιστοίχιση αυτής με τα σχετικά τεκμήρια. Εξού και κατέληξε πως στις 22.1.2009 ο μάρτυρας της Εφεσίβλητης παρουσίασε όλες τις εργασίες στην Εφεσείουσα και στις 26.1.2009 παρέδωσε στα γραφεία της δέσμη σχεδίων με την τελική κάτοψη και ψηφιακές εικόνες του τελικού σχεδίου, τα οποία η Εφεσείουσα αποδέχθηκε και παρέλαβε, παραπέμποντας στα σχετικά τεκμήρια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στα τεκμήρια, ήτοι σχέδια και προσφορές που ζητήθηκαν για φωτιστικά και διαχωριστικά, κάτι το οποίο καταδεικνύει ότι τα σχέδια χρησιμοποιήθηκαν από τους ειδικούς για την εκτέλεση του έργου και για την ετοιμασία προσφορών και μηχανολογικών μελετών.
Η Εφεσείουσα παραπέμπει στο τιμολόγιο ημερ. 19.12.2008, στο οποίο, ως ισχυρίζεται, δεν καταγράφονται όλες οι εργασίες οι οποίες αναφέρονται στη συμφωνία ότι έπρεπε να γίνουν στο κάθε στάδιο μέχρι και το τρίτο στάδιο. Είναι γεγονός ότι το τιμολόγιο δεν περιλαμβάνει πλήρη καταγραφή των όσων αναφέρονται στη συμφωνία, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το σύνολο της αξιόπιστης μαρτυρίας του μάρτυρα της Εφεσίβλητης για να καταλήξει στα ευρήματα του. Η εν λόγω μαρτυρία συμπλήρωνε την όλη εικόνα της εκτελεσθείσας εργασίας, την οποία η Εφεσείουσα απεδέχθη και αυτή αποτέλεσε τη βάση για την εκτέλεση των εργασιών των αρχιτεκτόνων και μελετητών του έργου. O μάρτυρας αναφέρθηκε λεπτομερώς σε κάθε εργασία στα τρία αυτά στάδια, δηλώνοντας βασικά ότι όλες είχαν γίνει πλην ενός πολύ μικρού μέρους αυτών για το οποίο έδωσε πλήρεις εξηγήσεις, ήτοι ότι κάποιες δεν θα γίνονταν και ότι κάποιες θα γίνονταν αφού δίδονταν οι λεπτομέρειες από τους αρχιτέκτονες.
Το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΕ1, σε συνδυασμό με τα κατατεθέντα τεκμήρια, οδηγούσαν δίχως άλλο το πρωτόδικο Δικαστήριο στα ως άνω ευρήματα του και κυρίως στο ότι οι εργασίες που αφορούσαν στα πρώτα τρία στάδια είχαν ολοκληρωθεί και τα τελικά σχέδια, ήτοι ο εσωτερικός και εξωτερικός σχεδιασμός και η δημιουργία τρισδιάστατου ψηφιακού μοντέλου, είχαν παρουσιαστεί και παραδοθεί στην Εφεσείουσα. Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν επίσης εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι η Εφεσείουσα τα αποδέχθηκε, χωρίς να εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα, και ότι αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχιτέκτονες και μελετητές του έργου και για την ετοιμασία προσφορών και μηχανολογικών μελετών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι στις 22.1.2009 η Εφεσείουσα κατέβαλε το ποσό των €10.000 έναντι του τιμολογίου και ότι η μεταγενέστερη συμπεριφορά της Εφεσείουσας ουδόλως κατεδείκνυε με οποιονδήποτε τρόπο τη μη αποδοχή των εργασιών, αλλά αντιθέτως ότι η Εφεσείουσα ήταν ικανοποιημένη από το έργο και προχωρούσε με αυτό. Ειδικότερα, κατά το στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφερθεί στον διορισμό στα τέλη Ιουλίου του 2009 από την Εφεσείουσα της εταιρείας Planning Cyprus Ltd στη θέση των συμβούλων υποστήριξης της για τον καλύτερο συντονισμό των εργασιών της και στην αποστολή από την Planning επιστολής ημερ. 5.8.2009 προς την Εφεσίβλητη, ζητώντας από την τελευταία επιπρόσθετες εργασίες και αναπροσαρμογή σχεδίων βάσει νέων δεδομένων, χωρίς αναφορά σε μη εκτέλεση ή μη ικανοποιητική εκτέλεση των προβλεπόμενων στη συμφωνία εργασιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επιστολή ημερ. 31.7.2009 της Εφεσείουσας προς την Εφεσίβλητη με την οποία την ενημέρωνε για τον διορισμό της Planning, ουδεμία αναφορά γίνεται από την Εφεσείουσα για την ποιότητα της εκτελεσθείσας από την τελευταία εργασίας, παρά μόνο ζητείται όπως η Εφεσείουσα ενημερώνει την Planning για την εκτέλεση του έργου και της κοινοποιεί τη σχετική αλληλογραφία, σημειώνοντας ότι η εκτιμώμενη ημερομηνία αποπεράτωσης του έργου από τον εργολάβο ήταν η 31η Ιουλίου του 2010.
Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΕ1 και τα τεκμήρια, ήταν καθόλα εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ως άνω ευρήματα του. Σημείωσε εύστοχα μάλιστα πως η όλη εργασία η οποία είχε αναληφθεί από την Εφεσίβλητη δεν είχε ολοκληρωθεί, εξού και αυτή δικαιούτο στο 80% του συνόλου της αμοιβής της, όπως προέβλεπε η συμφωνία, ενώ θα ελάμβανε και το υπόλοιπο 20% με την ολοκλήρωση όλης της εργασίας που είχε αναλάβει δυνάμει της επίδικης συμφωνίας.
Ως εκ τούτου, ικανοποιούμαστε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ορθό συμπέρασμα και δεν χωρεί η οποιαδήποτε επέμβαση μας. Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας €3.500 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ