ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E179/2017)

 

 

     2 Μαΐου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

                       1. MERIDIAN GAMING LTD

                       2. JOKER GAMES LIMITED

 3. FAIR CHAMPIONS MERIDIAN LIMITED

                       4. SNEZANA BOZOVBIC

                          5. ZORAN MILOEVIC

 

Εφεσείοντες 1-5/Εναγόμενοι 1-5,

 

ν.

 

 

                  1. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

                  2. ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

 

Εφεσίβλητων/Εναγόντων.

_____________________________________________________________________

 

 

Ν. Γεωργιάδης για Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

 

Ε. Μιχαηλίδου (κα) για PHC TSANGARIDES LLC, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της Έφεσης είναι η Ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 15/9/2017, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής υπ' αρ. 1080/2017, με την οποία τα προσωρινά Διατάγματα που είχαν εκδοθεί μονομερώς στη βάση της Αίτησης των Εφεσιβλήτων, ημερ. 27/6/2017, κατέστησαν απόλυτα.

 

Προτού γίνει αναφορά στα Διατάγματα αυτά κρίνεται επιβεβλημένη η αναφορά στη φύση της υπόθεσης, με βάση την Αγωγή που καταχωρήθηκε.

 

Οι Εφεσίβλητοι 1 και 2, μέτοχοι της Εφεσίβλητης Εταιρείας αρ. 3 (εφεξής «Εταιρεία») η οποία ιδρύθηκε το 2008 και ασχολείται με εργασίες διοργανωτών στοιχημάτων, πρακτόρων και διαμεσολαβητών στοιχήματος και τη λειτουργία τυχερών παιγνιδιών, καταλογίζουν στις Εφεσείουσες Εταιρείες 1 και 2, επίσης μετόχους της Εταιρείας, ότι ενεργούν δόλια για εξυπηρέτηση δικών τους αποκλειστικά σκοπών και συμφερόντων, κατά παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεων τους και όχι καλόπιστα και προς το συμφέρον της Εταιρείας.

 

Περαιτέρω, τους καταλογίζουν ότι συνωμότησαν με τους Εφεσείοντες 4 και 5, Διευθυντές της Εταιρείας, για να εξαπατήσουν την Εταιρεία και να οικειοποιηθούν τα περιουσιακά της στοιχεία, το πελατολόγιο και τη φήμη της. Σε σχέση με αυτό αξιώνεται Διάταγμα εναντίον των Εφεσειόντων που να τους διατάσσει να παράσχουν λογαριασμούς σε σχέση με κέρδη που αποκόμισαν από την παράνομη, όπως την χαρακτηρίζουν, λειτουργία της Meridian Gaming (CY) Ltd, Εναγόμενης Εταιρείας αρ. 6 από το Μάιο του 2016. Αξιώνονται, επίσης, γενικές, παραδειγματικές, τιμωρητικές και αυξημένες αποζημιώσεις.

 

Η Αγωγή χαρακτηρίζεται ως προσωπική των Εφεσιβλήτων 1 και 2, αλλά και ως παράγωγη για την προάσπιση των συμφερόντων της Εταιρείας.

 

Με τα επίδικα Διατάγματα απαγορευόταν στους Εφεσείοντες να ακυρώσουν τις συμφωνίες που η Εταιρεία είχε συνάψει με εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους που λειτουργούσαν υποστατικά υπό την άδεια κλάσης Α που η Εταιρεία είχε εξασφαλίσει από την Εθνική Αρχή Στοιχημάτων (Διατάγματα υπό στοιχείο (Α)), καθώς και να σταματήσουν τη λειτουργία των υποστατικών αυτών (Διατάγματα υπό στοιχείο (Β)).

 

Πριν την εκδίκαση της Αίτησης, το αιτούμενο υπό στοιχείο (Δ) Ενδιάμεσο Διάταγμα με το οποίο επιζητείτο από την Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6 η απόδοση και/ή παράδοση Ένορκης Δήλωσης με καταστάσεις λογαριασμών αναφορικά με υποστατικά που διαχειρίζετο η εν λόγω Εταιρεία, απεσύρθη και απερρίφθη.

 

Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση, συνοπτικά, των εκδοχών που προωθήθηκαν από, τους διάδικους πρωτοδίκως, όπως  αυτές συνοψίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Οι Εφεσίβλητοι 1 και 2, που μαζί κατείχαν 450.000 από τις 500.000 μετοχές της Εταιρείας, με συμφωνία ημερ. 23/12/2015 πώλησαν το πλειοψηφικό πακέτο στις Εφεσείουσες 1 και 2, έναντι του ποσού των €4.500.000 και σήμερα οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 είναι μέτοχοι μειοψηφίας σε σχέση με τις Εφεσείουσες 1 και 2.

 

Ήταν η θέση των Εφεσιβλήτων 1 και 2 ότι πριν τη συμφωνία πώλησης των μετοχών οι Εφεσείουσες 1 και 2 είχαν προβεί σε πράξεις που τους οδήγησαν να πιστέψουν ότι «οι σχέσεις των μετόχων θα λειτουργούσαν με βάση χαρακτηριστικά συνεταιρισμού και έντονου προσωπικού χαρακτήρα». Ενώ πριν την πώληση οι  Εφεσείουσες 1 και 2 συγκατατίθεντο στην υπογραφή συμφωνίας μετόχων, επικαλέστηκαν έλλειψη χρόνου και συμφώνησαν όπως η συμφωνία μετόχων υπογραφεί μετά τη συμφωνία πώλησης των μετοχών. Ωστόσο στη συνέχεια καμία τέτοια συμφωνία δεν υπεγράφη. Γίνεται, επίσης, αναφορά σε επιστολή των δικηγόρων των Εφεσειουσών 1 και 2 προς τους Εφεσίβλητους 1 και 2, αλλά και την Εταιρεία, στην οποία οι Εφεσείουσες επικαλούμενες σοβαρές παραβιάσεις της συμφωνίας και δόλιες ενέργειες των Εφεσίβλητων 1 και 2, τερμάτισαν τη συμφωνία πώλησης των μετοχών, ημερ. 23/12/2015, καλώντας συγχρόνως τους Εφεσίβλητους να επιστρέψουν το ποσό των €4.500.000. Στην επιστολή αυτή υπήρξε απάντηση από τους δικηγόρους των Εφεσιβλήτων 1 και 2 με την οποία υπήρξε άρνηση στα όσα καταλογίζονταν στους Εφεσίβλητους 1 και 2, καθώς και του τερματισμού. Σε κάθε περίπτωση, οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 συνέχισαν να ενεργούν ως μέτοχοι της Εταιρείας.

 

Όπως προβλήθηκε, οι Εφεσείουσες 1 και 2 είχαν διορίσει Διευθυντές στο Διοικητικό Συμβούλιο και είχαν αναλάβει πλήρως και αποκλειστικά τη διαχείριση της Εταιρείας. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας απαρτίζουν οι Εφεσείοντες 4 και 5. Οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 δεν μετέχουν, ούτε αντιπροσωπεύονται στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας. Γίνεται αναφορά σε διάφορες ενέργειες στις οποίες, όπως προβάλλεται, προέβηκε η διοίκηση της Εταιρείας και τις οποίες οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 χαρακτηρίζουν αυθαίρετες, αδικαιολόγητες, παράνομες και ενάντια στα συμφέροντα της Εταιρείας.

 

Από πλευράς Εφεσίβλητων 1 και 2 καταχωρήθηκε και εκκρεμεί Εταιρική Αίτηση επικαλούμενοι καταπίεση τους ως μειοψηφία, εξαιτούμενοι εξαγορά των μετοχών τους ως διαζευκτική θεραπεία της διάλυσης της Εταιρείας.

 

Το ζήτημα που φαίνεται να εξώθησε τους Εφεσίβλητους να καταχωρίσουν μονομερώς την Αίτηση ημερ. 27/6/2017, ήταν πληροφόρηση που έλαβαν από πρώην εργοδοτούμενο της Εταιρείας ότι κάποια υποστατικά που προηγουμένως λειτουργούσαν υπό την άδεια της Εταιρείας, λειτουργούν πλέον υπό την άδεια της Εναγόμενης Εταιρείας αρ. 6, μιας εταιρείας η οποία συστάθηκε το 2012 και αναφέρεται ότι απέκτησε άδεια αποδέκτη κλάσης Α δυνάμει του περί Στοιχημάτων Νόμου του 2012 με σκοπό να απορροφήσει τις εργασίες της Εταιρείας.

 

Όπως αναφέρεται, η Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6 συστάθηκε το 2012 και απέκτησε άδεια αποδέκτη κλάσης Α, δυνάμει του περί Στοιχημάτων Νόμου του 2012, με σκοπό να απορροφήσει τις εργασίες της Εταιρείας. Αναφέρθηκε, ακόμη, ότι από την ημερομηνία που η Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6 είχε αποκτήσει άδεια κλάσης Α, είχαν αρχίσει να μειώνονται τα υποστατικά τα οποία διαχειριζόταν η Εταιρεία, όπως και τα υποστατικά τα οποία λειτουργούσαν υπό την άδεια της Εταιρείας. Με βάση την εκδοχή των Εφεσιβλήτων, κάποια από τα υποστατικά τα οποία διαχειριζόταν η Εταιρεία τα διαχειρίζεται πλέον η Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6 και άλλα υποστατικά που λειτουργούσαν υπό την άδεια κλάσης Α της Εταιρείας λειτουργούν πλέον υπό την άδεια κλάσης Α της Εναγόμενης Εταιρείας                  αρ. 6.

 

Στο πλαίσιο προώθησης της εκδοχής των Εφεσιβλήτων επεξηγήθηκε ο τρόπος που εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους υπό συζήτηση τομείς εργάζονται. Ο ένας τρόπος είναι με υποστατικά που διαχειρίζονται οι ίδιες οι εταιρείες και με υποστατικά που λειτουργούν υπό την άδεια κλάσης Α, που οι εταιρείες αυτές διαθέτουν και ο δεύτερος τρόπος μέσω σύναψης συμφωνιών μεταξύ των εταιρειών με εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους, οι οποίοι διαχειρίζονται το υποστατικό το οποίο λειτουργεί υπό την άδειά τους.

 

Η πλευρά των Εφεσιβλήτων ισχυρίστηκε ότι ενώ κατά την 6/6/2016 η Εταιρεία λειτουργούσε 45 υποστατικά, 14 από αυτά λειτουργούνται τώρα από την Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6, ενώ τρεις εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι, οι οποίοι ήσαν πελάτες της Εταιρείας, εξυπηρετούνται πλέον από την Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6.

 

Κατά τους Εφεσίβλητους, οι Εφεσείοντες 1, 2, 4 και 5 προχώρησαν αυθαίρετα και παράνομα στην αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας, μεταφέροντας τα στην Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6, καθώς και ότι αντιπρόσωποι των Εφεσειόντων παρότρυναν τους διαχειριστές υποστατικών, που λειτουργούν υπό την άδεια της Εταιρείας, να ακυρώσουν τις συμφωνίες που έχουν με την Εταιρεία και να συνεργαστούν με την Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6.

 

Διαφορετική ήταν η εκδοχή των Εφεσειόντων. Υποστήριξαν ότι αφότου οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 εισέπραξαν το τίμημα πώλησης των μετοχών τους, έπαψαν κάθε συνεργασία με τους Εφεσείοντες. Τους καταλογίζεται ότι δόλια πρόσθεσαν στη συμφωνία αγοράς των μετοχών όρο για υπογραφή συμφωνίας μετόχων και ότι η συμφωνία μετόχων που στη συνέχεια παρουσίασαν στις Εφεσείουσες 1 και 2 ήταν εντελώς απαράδεκτη.

 

Σε σχέση με αντιπροσώπους που λειτουργούσαν κάτω από την άδεια της Εταιρείας και που σήμερα δεν συνεργάζονται με την Εταιρεία, η εκδοχή των Εφεσειόντων ήταν ότι οι ίδιοι αντιπρόσωποι προέβησαν σε τερματισμό των συμφωνιών τους με την Εταιρεία, χωρίς οι Εφεσείοντες να τους εξωθήσουν προς τούτο, θορυβούμενοι οι αντιπρόσωποι από το γεγονός της καταχώρισης Εταιρικής Αίτησης εναντίον της Εταιρείας. Ενώ γίνεται αποδεκτό ότι κάποια υποστατικά που διαχειριζόταν η Εταιρεία σταμάτησαν να λειτουργούν, η θέση, ωστόσο, των Εφεσειόντων ήταν ότι είχαν μεταφερθεί σε πιο δημοφιλείς και κεντρικές τοποθεσίες και ότι, σε κάθε περίπτωση, αφότου οι ίδιοι ανέλαβαν τα καταστήματα αυτά, αυξήθηκε ο αριθμός τους, καθώς και η κερδοφορία της Εταιρείας.

 

Ήταν, εν κατακλείδι, η θέση των Εφεσειόντων ότι τόσο η Αγωγή όσο και η Αίτηση προωθήθηκαν κακόπιστα ως μέσο άσκησης πίεσης από τους Εφεσίβλητους 1 και 2 για να εξαναγκάσουν τις Εφεσείουσες 1 και 2 να εξαγοράσουν τις μετοχές τους σε ψηλή τιμή. Όπως επεξηγήθηκε, πρόκειται για μια τακτική γνωστή στην Αγγλία ως Green - Mailing που προσλαμβάνει τη μορφή εξάσκησης πίεσης από μέρους των Εφεσιβλήτων εναντίον των Εφεσειουσών 1 και 2, ούτως ώστε να προβούν σε αγορά του υπόλοιπου ποσοστού που κατέχουν οι Εφεσίβλητοι έναντι τιμήματος πολύ υψηλότερου από την πραγματικά εκτιμώμενη αξία των μετοχών ("the practice whereby shareholders bring derivative actions to pressurize company management to buy their shares at above the market price").

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της Αίτησης ουδείς ενόρκως δηλών αντεξετάστηκε και η ακρόαση έλαβε χώρα επί τη βάση των ενόρκων δηλώσεων που είχαν καταχωριστεί, μία από την κάθε πλευρά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έθεσε ενώπιον του και τις αγορεύσεις των μερών, εξέδωσε την Απόφαση του με την οποία αποφάσισε όπως τα εκδοθέντα υπό στοιχεία (Α) και (Β) Προσωρινά Διατάγματα καταστούν απόλυτα και εξέδωσε και το Διάταγμα υπό στοιχείο (Γ) το οποίο δεν είχε εκδοθεί μονομερώς.

 

Επανερχόμαστε στους Λόγους Έφεσης.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποιώντας το εκδοθέν Διάταγμα παραβίασε κατάφωρα τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των Εφεσειόντων και συγκεκριμένα το Άρθρο 26 του Συντάγματος. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως μη επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

 

Προτού προχωρήσουμε κρίνεται σκόπιμο να επισημάνουμε, εξ αφορμής του τρόπου σύνταξης της αιτιολόγησης των Λόγων Έφεσης, ότι ο τρόπος ανάπτυξης τους, κατ' ουσίαν, απολήγει σε επέκταση και διεύρυνση τους. Δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση λόγου έφεσης μέσα από την αιτιολογία που προβάλλεται (βλ. Μ.Φ.Χ. ν. Μ.Κ.Χ., Έφεση Αρ. 28/2021, ημερ. 23/6/2022). Στο βαθμό δε που γίνεται αυτό, οι σχετικές αναφορές δεν θα ληφθούν υπόψη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία που διέπει την έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων, εξέτασε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60  και κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι στην πτυχή της αγωγής ως παράγωγη υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, δηλαδή το ζήτημα της αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας προς βλάβη της. Έχει επίσης καταδειχθεί ορατή πιθανότητα επιτυχίας, δηλαδή να δικαιούται η Εταιρεία σε θεραπείες σε σχέση με την αποξένωση των περιουσιακών της στοιχείων. Είναι επίσης η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι αν τα εκδοθέντα διατάγματα δεν διατηρηθούν σε ισχύ και δεν εκδοθεί διάταγμα ως το αιτητικό Γ θα είναι αδύνατο ή δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον. Η Εταιρεία θα απωλέσει υποστατικά τα οποία διαχειρίζεται επιχειρηματικά και συνεργάτες αντιπροσώπους από τους οποίους αποκομίζει οικονομικό όφελος. Ακόμα εάν δεν παρασχεθούν λογαριασμοί αναφορικά με τη λειτουργία των υποστατικών τα οποία διαχειριζόταν η Εταιρεία την περίοδο από 17.11.2016 θα είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να υπολογιστούν οι ζημιές που έχει υποστεί.

 

Περαιτέρω είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει κατά τρόπο εμφατικό υπέρ της έκδοσης των εξαιτουμένων διαταγμάτων. Άλλωστε η θέση των Εναγομένων είναι ότι δεν προβαίνουν στις ενέργειες που τους καταλογίζονται και πως δεν πρόκειται για ενέργειες στις οποίες θα επιθυμούσαν να προβούν. Όσον δε αφορά τους λογαριασμούς καμιά βλάβη δεν έχει υποδειχθεί ότι θα προκληθεί από την απόδοση τους στους συμμέτοχους στην ίδια την Εταιρεία.»

 

 

Στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης υποστηρίχθηκε ότι μέσω των εκδοθέντων Διαταγμάτων υποχρεώνονται ουσιαστικά οι Εφεσείοντες να διατηρούν «εν ζωή» συμφωνίες με συγκεκριμένους αντιπροσώπους και εξαναγκάζονται οι συμβαλλόμενοι να συνεχίζουν τις εμπορικές τους εργασίες ή συμφωνίες, ακόμη και αν δεν το επιθυμούν ή ακόμη αν συντρέχουν λόγοι τερματισμού. Αυτό, κατά τους Εφεσείοντες, παραβιάζει κατάφωρα τα θεμελιώδη δικαιώματα των Εφεσειόντων και ιδιαίτερα το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, το οποίο κατοχυρώνεται με βάση το Άρθρο 26 του Συντάγματος. Και τούτο γιατί το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι εμπερικλείει το δικαίωμα επιλογής αντισυμβαλλομένου, το δικαίωμα προσχώρησης ή όχι σε σύμβαση, καθώς και το δικαίωμα διαμόρφωσης της σύμβασης ή της καταγγελίας της σύμβασης. Τονίστηκε, ακόμη, ότι μέσω των Διαταγμάτων που οριστικοποιήθηκαν υπήρξε δραστική επέμβαση στον τρόπο λειτουργίας της Εταιρείας, αφού την υποχρεώνει να διατηρεί σε ισχύ συμβάσεις οι οποίες μπορεί να μην της συμφέρουν οικονομικά, χωρίς τα επίδικα Διατάγματα να περιλαμβάνουν οποιεσδήποτε εξαιρέσεις ή το δικαίωμα στους Εφεσείοντες τερματισμού υπό συγκεκριμένες περιστάσεις.

 

Τα εκδοθέντα προσωρινά Διατάγματα υπό στοιχείο (Α) αφορούσαν σε απαγόρευση της ακύρωσης, από μέρους των Εφεσειόντων, των συμφωνιών που η Εταιρεία είχε υπογράψει με συγκεκριμένους αντιπροσώπους που λειτουργούσαν υποστατικά υπό την άδεια κλάσης Α της Εταιρείας (αδειούχα υποστατικά), χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση των Εφεσιβλήτων. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία ότι τα εισοδήματα της Εταιρείας προέρχονταν ουσιαστικά από τα ποσά που εισπράττει από υποστατικά που διαχειρίζεται η ίδια η Εταιρεία ή από υποστατικά τα οποία λειτουργούν υπό την άδεια κλάσης Α της Εταιρείας και ότι, στη δεύτερη περίπτωση, η Εταιρεία συνάπτει συμφωνίες δυνάμει των οποίων συμφωνείται ότι ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο οποίος διαχειρίζεται το κάθε υποστατικό, θα το λειτουργεί/διαχειρίζεται υπό την άδεια κλάσης Α της Εταιρείας έναντι χρηματικού ποσού που καθορίζεται στη συμφωνία μεταξύ των μερών. Προέκυπτε, επομένως, ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν περιουσιακό στοιχείο της Εταιρείας και ότι η ακύρωση τους συνεπάγετο την απώλεια εισοδήματος για την Εταιρεία. Δεδομένων των πιο πάνω, ήταν ορθή η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μέσω των εν λόγω Διαταγμάτων ό,τι επιδιώκετο ήταν ακριβώς η προστασία των συμβατικών δικαιωμάτων της Εταιρείας από παρεμβάσεις που στόχευαν στην απώλεια τους και, κατ' επέκταση, η προστασία των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας μέχρι να διεκπεραιωθεί η Αγωγή. 

 

Επανερχόμενοι στο επιχείρημα των Εφεσειόντων το οποίο περιστρέφεται γύρω από την κατ' ισχυρισμό παραβίαση του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι, είναι σαφές ότι το εν λόγω δικαίωμα περιλαμβάνει την επιλογή του αντισυμβαλλομένου, την προσχώρηση ή μη σε σύμβαση, τη διαμόρφωση του περιεχομένου της συμφωνίας, καθώς και την καταγγελία της σύμβασης (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1999) 1 Α.Α.Δ 735). Αποτέλεσε θέση των Εφεσειόντων ότι με την οριστικοποίηση των πιο πάνω Διαταγμάτων, η Εταιρεία στερείται του δικαιώματος που απορρέει από το πιο πάνω συνταγματικό της δικαίωμα να τερματίσει τις συμβάσεις, σε περίπτωση που οι αντιπρόσωποι προβούν σε οποιεσδήποτε παρανομίες, διατρέχοντας τον κίνδυνο να βρεθεί εμπλεκόμενη με τυχόν ποινικές υποθέσεις και καταγγελίες, καθώς και τον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων και αποστέρησης των αδειών της από την Αρχή Στοιχημάτων.

 

Σε μια τέτοια περίπτωση όπου, δηλαδή, οι αντιπρόσωποι, με τους οποίους υφίστανται συμβάσεις, παρανομούν και δεν παρέχεται από πλευράς των Εφεσιβλήτων συγκατάθεση για διακοπή των συμβάσεων, οι Εφεσείοντες, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποταθούν στο Δικαστήριο για την τροποποίηση των Διαταγμάτων ούτως ώστε να δυνηθούν καλόπιστα και δικαιολογημένα να προβούν σε τερματισμό συγκεκριμένης σύμβασης ή συγκεκριμένων συμβάσεων με αντιπροσώπους. Το ίδιο, ασφαλώς, ισχύει και σε κάθε άλλη περίπτωση όπου συντρέχουν καλοί λόγοι για τερματισμό της οποιασδήποτε σύμβασης. Υπήρχε, επομένως, τέτοια δυνατότητα αν και εφόσον προέκυπτε ο κίνδυνος τον οποίο οι Εφεσείοντες είχαν έντονα θίξει.

 

Ούτε και η θέση ότι με την οριστικοποίηση των Διαταγμάτων υπήρξε «δραστική», όπως έχει χαρακτηρισθεί, «επέμβαση στον τρόπο λειτουργίας της Εταιρείας» έχει οποιοδήποτε έρεισμα, δεδομένου του γεγονότος ότι, αν δεν εμποδίζετο το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας από του να ακυρώνει τις συμφωνίες που είχε με τους αντιπροσώπους, οι οποίες συνιστούν περιουσιακό στοιχείο της Εταιρείας, θα συνέχιζε η απώλεια εισοδημάτων.

 

Προβλήθηκε, επίσης, από τους Εφεσείοντες ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32. Ειδικότερα σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση  και την ορατή πιθανότητα επιτυχίας, υποστηρίχθηκε ότι η Αγωγή καταχωρίστηκε καταχρηστικά και ότι συνιστά διαδικασία παράλληλη με την Εταιρική Αίτηση 378/2016 που οι Εφεσίβλητοι έχουν καταχωρίσει.

 

H Εταιρική Αίτηση 378/2016 προωθείται από τους Εφεσίβλητους 1 και 2 υπό την ιδιότητα τους ως μέτοχοι της Εταιρείας, ως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και στο πλαίσιο της κατ' ισχυρισμό καταπίεσης τους ως μέτοχοι μειοψηφίας, στοχεύει στην προάσπιση των προσωπικών τους συμφερόντων. Η εν λόγω Εταιρική Αίτηση εντάσσεται στο πλαίσιο του μηχανισμού προστασίας των μειοψηφούντων μετόχων η οποία παρέχεται στη βάση νομοθετικών προνοιών, ήτοι το Άρθρο 202 του              περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο προβλέπει για εναλλακτική θεραπεία για εκκαθάριση σε περιπτώσεις καταπίεσης. Η Αγωγή στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν και οριστικοποιήθηκαν τα επίδικα Διατάγματα, στην έκταση και στο βαθμό που συνδέεται με το αντικείμενο της Αίτησης, είναι παράγωγη αγωγή (derivative action) η οποία στοχεύει στην προάσπιση των συμφερόντων και δικαιωμάτων της Εταιρείας. Στην υπόθεση Χρίστου Ανδρέας v. Ζήνας Μηλλιού κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1210, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι σκοπός της παράγωγης αγωγής είναι η προστασία των συμφερόντων της ιδίας της εταιρείας. Όπως συγκεκριμένα τέθηκε «σε μια αγωγή τέτοιας φύσης.... το ζητούμενο είναι .., η προστασία της ιδίας της εταιρείας από επιλήψιμες πράξεις και η απόδειξη οικειοποίησης περιουσιακών της στοιχείων». Πρόκειται, επομένως, για διαφορετικές διαδικασίες που στοχεύουν σε διαφορετικές θεραπείες με αποτέλεσμα να μη τίθεται ζήτημα παράλληλων και/ή καταχρηστικών διαδικασιών, όπως ήταν το επιχείρημα των Εφεσειόντων.

 

Η διάκριση της διαδικασίας που αφορά στην καταπίεση της μειοψηφίας από την Εταιρεία η οποία ενεργεί μέσω της πλειοψηφίας και της διαδικασίας, όπου παραπονούμενη δεν είναι η μειοψηφία αλλά η ίδια η Εταιρεία η οποία αποστερήθηκε παράνομα της περιουσίας της, αναδύεται με σαφήνεια στο ακόλουθο απόσπασμα το οποίο παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο από την υπόθεση Πιρίλλης κ.ά. v. Kουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136:

 

«Το άρθρο 202 αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει καταπίεση της μειοψηφίας από την εταιρεία η οποία ενεργεί μέσω της πλειοψηφίας. Δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις, όπως η επίδικη, όπου παραπονούμενη δεν είναι η μειοψηφία, τα δικαιώματα της οποίας κατ' ισχυρισμό καταπιέζονται από την εταιρεία, αλλά αυτή τούτη η εταιρεία η οποία, κατ' ισχυρισμό, αποστερήθηκε παράνομα της περιουσίας της. Είναι γι' αυτό, άλλωστε, το λόγο που η διαδικασία του άρθρου 202 στρέφεται εναντίον της εταιρείας, εφόσον είναι αυτή η οποία, μέσω της πλειοψηφίας, καταπιέζει τη μειοψηφία, και όχι υπέρ αυτής, με σκοπό να προστατευθεί από τις, κατ' ισχυρισμό, παράνομες σε βάρος της πράξεις εκείνων οι οποίοι ασκούν τον έλεγχό της. Εξάλλου, σε αίτηση βάσει του άρθρου 202, αλλά και του άρθρου 211, δεν θα μπορούσε να περιληφθεί, ως καθ' ου η αίτηση, τρίτο πρόσωπο, ήτοι η εφεσείουσα 2, ως όχημα απάτης (fraud vehicle)

 

 

Ούτε η θέση των Εφεσειόντων περί κακοπιστίας, η οποία προωθήθηκε στο πλαίσιο κατάδειξης μη ύπαρξης ορατής πιθανότητας επιτυχίας, από το γεγονός ότι μέσω της Εταιρικής Αίτησης και της Αγωγής επιδιώκονται από τους Εφεσίβλητους αντιφατικές θεραπείες, είναι βάσιμη. Και αυτό το ζήτημα αντιμετωπίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ορθή του διάσταση όπως αναδύεται από το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Τα επίδικα ζητήματα στην εταιρική αίτηση αφορούν στις σχέσεις μεταξύ των μετόχων και τα παράπονα των Εναγομένων 1 και 2 ως τέτοιων. Η παρούσα αγωγή στην έκταση που ενδιαφέρει, ως παράγωγη, αφορά στην προάσπιση των συμφερόντων της Εταιρείας με ουσιαστική παράμετρο την εμπλοκή της Εναγόμενης 6. Ότι οι Ενάγοντες 1 και 2 προωθούν την εταιρική αίτηση, έστω με επιθυμητή θεραπεία την εξαγορά των μετοχών τους δεν ανατρέπει και δεν υποβαθμίζει το πραγματικό τους ενδιαφέρον για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας. Άλλωστε αν αυτά αποξενωθούν αυτό θα έχει αντανακλώμενες ζημιογόνες επιπτώσεις στα προσωπικά τους συμφέροντα ως μετόχων.                       (Βλ. Johnson v. Gore Wood & Co [2001] 1 All E.R. 481 (H.L.), 528-9).»

 

 

 

Προβλήθηκε, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και ενεργώντας καθ' υπέρβαση των εξουσιών του, έλαβε υπόψη του στοιχεία τα οποία περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης η οποία καταχωρήθηκε μια ημέρα πριν την έκδοση της πρωτόδικης Απόφασης χωρίς να είχε επιδοθεί στους Εφεσείοντες και χωρίς οι Εφεσείοντες να έχουν την ευκαιρία να προβάλουν την Υπεράσπιση τους ώστε το Δικαστήριο να έχει πλήρη εικόνα.

 

Το πιο πάνω επιχείρημα στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Πλην της καταγραφής ότι η Έκθεση Απαίτησης καταχωρίστηκε στις 14/9/2017, δηλ. την προτεραία της έκδοσης της πρωτόδικης Απόφασης, ουδεμία αναφορά γίνεται στο περιεχόμενο αυτής. Είναι σαφές από την ίδια την πρωτόδικη Απόφαση ότι οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις εκατέρωθεν εκδοχές των διαδίκων βασίστηκαν αποκλειστικά στις ενόρκους δηλώσεις που καταχωρήθηκαν προς υποστήριξη της Αίτησης και της Ένστασης αντίστοιχα.

 

Όσον αφορά το Διάταγμα υπό στοιχείο (Γ) το οποίο αφορά στην απόδοση λογαριασμών ενόρκως που να αφορούν τις οικονομικές καταστάσεις και λογαριασμούς εισπράξεων και πληρωμών των υποστατικών που διαχειριζόταν η Εταιρεία από 7/11/2017, προβλήθηκε από τους Εφεσείοντες ότι κακώς εξεδόθη εφόσον, κατά τους Εφεσείοντες, δεν πληρούνταν οι αυστηρές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση τέτοιου είδους διατάγματος προστακτικής φύσης. Η εισήγηση, συναφώς, εκ μέρους των Εφεσειόντων περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στην εξέταση του εκδοθέντος, ως ανωτέρω, Διατάγματος, υπό το πρίσμα του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960.

 

Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Starport Nominees Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1271, «αναμφίβολα τα προστακτικά διατάγματα δίδονται σπάνια, με φειδώ και με εξαιρετική περίσκεψη, αλλά όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του David Bean: Injunctions, 8η έκδ. σελ. 35-37, η έκδοσή τους δεν αποκλείεται όταν υπάρχει ή θεωρείται από το Δικαστήριο ότι υπάρχει επείγον θέμα προς εξέταση ή όπου η φύση των πραγμάτων είναι τέτοια που ενδεχομένως η μη έκδοση τους να επηρεάσει ανεπανόρθωτα την όλη πορεία της διαφοράς».

 

Τέτοια διατάγματα συνήθως  εκδίδονται όταν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις ή για να υποβοηθήσουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή ως επικουρικά του έργου του Δικαστηρίου για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα άλλου διατάγματος ή απόφασης του Δικαστηρίου (βλ. Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμης, Διατάγματα, 2016, σελ. 92, με αναφορά στην Maclaine Watson & Co Ltd v. International Tin Council (No. 2) [1988] 3 All ER 257).

 

Υπό τα περιστατικά και τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, χωρίς την απόδοση τέτοιων λογαριασμών αναφορικά με τη λειτουργία των υποστατικών τα οποία διαχειριζόταν η Εταιρεία από την 17/11/2017 μέχρι την τελική εκδίκαση της Αγωγής, θα ήταν αδύνατο ή δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον. Και τούτο στη βάση του ότι θα ήτο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καταδειχθούν τα εισοδήματα που η Εταιρεία απώλεσε από             την παύση λειτουργίας υποστατικών που αυτή διαχειριζόταν και, συνεπακόλουθα, οι ζημιές που είχε υποστεί. Δεν ήταν, επίσης, άνευ σημασίας και το γεγονός, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει, ότι δεν είχε υποδειχθεί από μέρους των Εφεσειόντων ότι θα προκαλείτο οποιαδήποτε βλάβη από την απόδοση των λογαριασμών.

 

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και των τεκμηρίων που είχε ενώπιον του. Μάλιστα κατά την Αγόρευση τους υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «μη αξιολογώντας ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και τεκμήρια εσφαλμένα υιοθέτησε τους ψευδείς ισχυρισμούς των Εναγόντων/Εφεσιβλήτων πως οι Εναγόμενοι/Εφεσείοντες προσπαθούν και επιχειρούν με κάθε τρόπο να επιτύχουν τη μεταφορά των καταστημάτων που λειτουργούν υπό την άδεια της Εναγόμενης/Εφεσείουσας 3 και τα περιουσιακά της στοιχεία, στην Εναγόμενη/Εφεσείουσα 6, με απώτερο σκοπό τον τερματισμό εργασιών της Εναγόμενης/Εφεσείουσας 3 και την απορρόφηση τους από την Εναγόμενη/Εφεσείουσα 6». Η πλευρά των Εφεσειόντων έκανε μάλιστα λόγο για διατύπωση συγκεκριμένων «ευρημάτων» από το πρωτόδικο Δικαστήριο «τα οποία αντιστρατεύονται της κοινής λογικής», έτσι ώστε να καθίσταται αναγκαία, όπως γίνεται αντιληπτό από τη σχετική επιχειρηματολογία, η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Ενόψει των πιο πάνω επιχειρημάτων από τους Εφεσείοντες κρίνεται σκόπιμο να υπενθυμίσουμε το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται μία αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος. Κατ' αρχάς το καθήκον των Δικαστηρίων, σε τέτοιες αιτήσεις, περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το Άρθρο 32 του Νόμου, ήτοι σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκαση, ορατή προοπτική και/ή πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία και να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του διατάγματος.  Η ικανοποίηση ή μη των εν λόγω προϋποθέσεων, βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στη μαρτυρία και στις θέσεις, συναφώς, του αιτητή (βλ. Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών v. Γεωργιάδη κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε216/2021, ECLI:CY:AD:2023:A310, ημερ. 2/11/2023).

 

Αφού ικανοποιηθούν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο εξετάζει όλους τους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ορθή ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και σταθμίζει, στο πλαίσιο αυτό, αν είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα.

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λίμιτεδ κ.ά. ν. Λοϊζίδου, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε7/2018, ημερ. 21/3/2019

 

«Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση

 

Το Δικαστήριο στο πλαίσιο εκδίκασης αιτήσεων, όπως η υπό κρίση, θα πρέπει να αποφεύγει να υπεισέρχεται σε βάθος στο μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του, καθώς και στη διεξοδική διευκρίνιση και εξέταση επίδικων θεμάτων της αγωγής. Δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήγει σε τελικά συμπεράσματα ως προς το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης και να αποφασίζει τελεσίδικα τα επίδικα θέματα  (βλ. Adidas v. Jonitexo Ltd (1984) 1 C.L.R. 263, Άκης άλλως Γρηγόρης Ν. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστιάνας Σταύρου Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Πόλα Ιορδάνους v. PS Seamless Gutters Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 4/2022, ημερ. 8/11/2022, «δεν εκδικάζεται σε αυτό το στάδιο η διαφορά και δεν καθορίζονται από αυτό το πρόωρο στάδιο δικαιώματα και υποχρεώσεις». Το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του προσεγγίζεται με μόνο σκοπό τη διακρίβωση του κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 και κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα. Οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στις οποίες προβαίνει, γίνονται για τους σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος και όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικαστεί η ουσία της (βλ. Δημοκρατία Σλοβενίας v. Beogradska Banka D.D. (1999) 1 Α.Α.Δ. 225).

 

 Μάλιστα στην υπόθεση Milton Investment Company Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 731, 740, τονίστηκε πως τα Δικαστήρια δεν πρέπει να αφήνουν να αιωρείται ούτε καν σκιά ότι έχουν αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«... το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης καθότι αυτό γίνεται κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης. Πρόκειται, να τονίσουμε, για αρχή που πρέπει να τηρείται με ευλάβεια και κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, το Δικαστήριο όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει στα προαναφερθέντα συμπεράσματα, αλλά και να μην αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της».

 

 

Στην υπόθεση Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017, ημερ. 16/7/2019, το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση, σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Είναι εδραιωμένο αλλά και κοινή γνώση πως το Δικαστήριο κατά την εξέταση ειδικά της β΄ προϋπόθεσης αποφεύγει την σε βάθος ανάλυση των επίδικων σχέσεων και δεν μπορεί να εξάγει τελικά ή δεσμευτικά συμπεράσματα επ΄ αυτών.  (Βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Trading Co. Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1653, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd and other (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 2015).»

 

Κατά ανάλογο τρόπο στην υπόθεση Rostovtsev v. Shchukin, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε415/2016, ημερ. 5/7/2019

  

«Παρατήρησε [το Πρωτόδικο Δικαστήριο], όμως, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, πως, στο στάδιο εκείνο δεν ήταν επιτρεπτό να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Όπως ορθώς το έθεσε, η εν λόγω διεργασία θα είναι αντικείμενο της δίκης επί της ουσίας της διαφοράς των διαδίκων

 

 

 

Πολύς λόγος έγινε από πλευράς Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και ότι κακώς δεν αποδέχθηκε τις θέσεις και τα όσα προβλήθηκαν μέσω της ένορκης δήλωσης η οποία συνόδευε την Ένσταση που καταχωρήθηκε στην υπό κρίση Αίτηση. Μάλιστα οι Εφεσείοντες στο πλαίσιο προώθησης του                 2ου Λόγου Έφεσης προβαίνουν σε μια ιδιαίτερα λεπτομερή παράθεση και σχολιασμό της προσαχθείσας μαρτυρίας, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τη μαρτυρία της πλευράς των Εφεσιβλήτων ως αναξιόπιστη.

 

Σε σχέση με το τελευταίο, θα πρέπει να τονισθεί ότι σε διαδικασίες της εξεταζόμενης φύσης δεν έχει θέση ο χαρακτηρισμός οποιουδήποτε των διαδίκων ως «αναξιόπιστου», εφόσον στις διαδικασίες αυτές το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, ούτε προβαίνει σε εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων (βλ. Κουππά v. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665).

 

Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα επιχειρήματα, αρκεί να λεχθεί ότι δεν είναι σε αυτό το στάδιο που αποφασίζεται αν η ορθή εκδοχή ήταν εκείνη των Εφεσειόντων ή εκείνη των Εφεσιβλήτων. Δεν είναι σε αυτό το στάδιο που αποφασίζεται κατά πόσο οι Εφεσείοντες προχωρούν αυθαίρετα και παράνομα στην αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας μεταφέροντας τα στην Εναγόμενη Εταιρεία αρ. 6 ή κατά πόσο η παρούσα Αγωγή, όπως και η καταχωρηθείσα Εταιρική Αίτηση, προωθούνται από τους Εφεσίβλητους 1 και 2 με σκοπό την άσκηση πίεσης προς τις Εφεσείουσες 1 και 2 για εξαγορά των μετοχών των Εφεσιβλήτων σε υψηλότερη από την πραγματική τους τιμή. Θα μπορούσε, βεβαίως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την καταχώριση της Ένστασης και της ένορκης δήλωσης που την συνόδευε, έχοντας πλέον ενώπιον του ολοκληρωμένη εικόνα, να επανεξετάσει τους ισχυρισμούς και θέσεις των Εφεσειόντων, όχι με την προοπτική να αποφασίσει τα θέματα με τον τρόπο που θα αποφάσιζε ωσάν να εκδίκαζε την ουσία της Αγωγής, αλλά μόνο για να εξετάσει εάν τα προτεινόμενα από την ενιστάμενη πλευρά ανέτρεπαν εξ αντικειμένου τα δεδομένα που η πλευρά των Εφεσίβλητων είχε παρουσιάσει (βλ. Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017, ημερ. 16/7/2019 και Πόλα Ιορδάνους (ανωτέρω)). Είναι, κατά την κρίση μας, με αυτό τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία. Έχοντας, πλέον, ενώπιον του ολοκληρωμένη εικόνα, αποφάσισε, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και, αφού ικανοποιήθηκε σε σχέση με αυτό οριστικοποίησε τα εκδοθέντα με μονομερή αίτηση Διατάγματα.

 

Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι υπήρξε ανεπαρκής ή καθόλου αιτιολόγηση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Αναμφίβολα για τη συνδρομή των προϋποθέσεων για έκδοση και οριστικοποίηση ενός διατάγματος θα πρέπει να δίδεται και η ανάλογη αιτιολόγηση, αφενός για να ικανοποιείται η συνταγματική επιταγή με βάση το Άρθρο 30 του Συντάγματος  και αφετέρου για να δίδεται η δυνατότητα εξέτασης της ορθότητάς της.

 

Εξετάσαμε τα όσα προβάλλουν οι Εφεσείοντες στο πλαίσιο του πιο πάνω λόγου και δεν έχουμε διαπιστώσει η αιτιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ήτο σε οποιοδήποτε σημείο της Απόφασης του ανεπαρκής.

Προβάλλουν οι Εφεσείοντες εκ νέου το επιχείρημα περί παραβίασης του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι υπό το πρίσμα της ανεπαρκούς αιτιολογίας ως προς τους λόγους που το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υφίστατο τέτοια παραβίαση. Δεν συμφωνούμε. Η αιτιολόγηση που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε ότι ήταν και δέουσα αλλά και επαρκής.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω είναι η κρίση μας ότι τίποτα από τα όσα τέθηκαν από πλευράς Εφεσειόντων κατέδειξαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εκτός των νομοθετικών και νομολογιακών κριτηρίων. Αντιθέτως, είναι η κατάληξη μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε εντός της νομολογίας όλες τις παραμέτρους για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια τόσο για τη μονομερή έκδοση τους, όσο και για την οριστικοποίησή τους.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €8.000, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

 

 

 

 

                                               Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                              Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                              Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο