ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2015)

 

 

 29 Μαΐου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

 

ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

 

 

 

Εφεσείων/Ενάγων,

 

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

 

 

 

Εφεσίβλητης/Εναγομένης.

 

 

 

 

_____________________________________________________________________

 

Γ. Πιττάτζιης για Γ.Φ. Πιττάτζιης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

 Χρ. Τσεκούρας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

____________________________________________________________________

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερ. 26/6/2015, στην Αγωγή με αρ. 35/2014, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω Αγωγή.

 

Με την εν λόγω Αγωγή ο Εφεσείων αξίωνε ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστησαν τα σκάφη του ένεκα φωτιάς.

 

Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνεται αναγκαία, για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης της ουσίας της επίδικης διαφοράς και των όσων έπονται, η παράθεση των πιο κάτω αναντίλεκτων γεγονότων όπως αυτά αποτυπώθηκαν και στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ο Εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης δύο σκαφών, του CAPTAIN GREGORY και του ΝAPA KING, αμφοτέρων εγγεγραμμένων στο Κυπριακό Νηολόγιο. Πρόκειτο για ξύλινα σκάφη που ο Εφεσείων χρησιμοποιούσε επαγγελματικά για μεταφορά και περιηγήσεις παραθεριστών.

 

Το βράδυ της 5/4/2009 και καθ' ον χρόνο τα σκάφη αυτά ήταν ελλιμενισμένα στο Αλιευτικό Καταφύγιο Αγίας Νάπας, το οποίο είναι ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάηκαν ολοσχερώς από φωτιά που είχε ξεσπάσει σε άλλο σκάφος, το CONTESSA, που ήταν, επίσης, ελλιμενισμένο στο Καταφύγιο κοντά τους, και μεταδόθηκε σε αυτά.

 

Η θέση του Εφεσείοντα ήτο ότι η Εφεσίβλητη Κυπριακή Δημοκρατία είχε ευθύνη για την επέκταση της πυρκαγιάς και την πρόκληση της ζημιάς στα σκάφη του, στη βάση διάφορων αιτιών αγωγής.

 

Καταλογίζετο στην Εφεσίβλητη ότι δια των υπαλλήλων της, Αστυνομικών της Λιμενικής, είτε Πυροσβεστών, εμπόδισε υπάλληλο του Εφεσείοντα που βρισκόταν πάνω στα σκάφη να αποκόψει τα σχοινιά πρόσδεσης τους και να τα απομακρύνει από το γειτνιάζον φλεγόμενο σκάφος. Επίσης, ότι εμπόδισε και κάποιο τρίτο πρόσωπο που προσπάθησε να τα απομακρύνει.

 

Προβάλλετο, επίσης, ο ισχυρισμός ότι η Λιμενική Αστυνομία ή/και η Πυροσβεστική ενώ έφτασαν στη σκηνή προτού η φωτιά εξαπλωθεί στα σκάφη του Εφεσείοντα, είχαν αποτύχει ή παραλείψει να απομακρύνουν τα εν λόγω σκάφη, ως είχαν υποχρέωση, και ότι δεν είχαν λάβει μέτρα για παρεμπόδιση της εξάπλωσης της φωτιάς την οποία είχαν αποτύχει να σβήσουν. Καταλογίζετo, ακόμη, στην Πυροσβεστική Υπηρεσία ότι θα μπορούσε να είχε διαθέσει περισσότερα μέσα, ενώ γινόταν αναφορά και σε ανεπάρκεια, ακαταλληλότητα και αναποτελεσματικότητα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και σε ανεπαρκή εκπαίδευση του προσωπικού που ασχολήθηκε με την κατάσβεση, ως και ότι δεν επέδειξε στοιχειώδη επιμέλεια για να σβήσει τη φωτιά.

 

Αποδίδετο, επίσης ευθύνη, στη Δημοκρατία και υπό την ιδιότητα της ως κατόχου του Καταφυγίου στη βάση του ότι παρέλειψε να λάβει μέτρα κατά τον ελλιμενισμό και τοποθέτηση των σκαφών και τον περιορισμό ή αποκλεισμό του κινδύνου μετάδοσης φωτιάς από ένα σκάφος σε άλλο.

 

Η αξίωση του Εφεσείοντα αφορούσε στο κόστος αποκατάστασης της ζημιάς των δύο σκαφών που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, καθώς και γενικές αποζημιώσεις για το αναμενόμενο κέρδος που ο Εφεσείων θα είχε από τη χρήση και διαχείριση των σκαφών κατά την καλοκαιρινή περίοδο του 2009.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, απέρριψε τη θέση ότι ο υπάλληλος του Εφεσείοντα είχε εμποδιστεί από οποιοδήποτε Αστυνομικό ή Πυροσβέστη σε οτιδήποτε ισχυρίζετο ότι επιχείρησε να κάμει.

 

Σε ό,τι αφορά τις ισχυριζόμενες παραλείψεις, ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα της Λιμενικής Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής να αντιμετωπίσουν τη φωτιά, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε διαφανεί να υπήρχαν τέτοιες παραλείψεις στην αντιμετώπιση του περιστατικού.

 

Ως προς την επικαλούμενη ευθύνη της Δημοκρατίας ως κατόχου του Καταφυγίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι συνθήκες καταδείκνυαν ότι η Δημοκρατία δεν είχε επιδείξει αμέλεια που να σχετίζεται με την εκδήλωση της φωτιάς, η οποία είχε αρχίσει από το αμπάρι του σκάφους που ανήκε στην πρώην Εναγόμενη 2 Εταιρεία «είτε λόγω συγκυρίας που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, είτε λόγω αμέλειας αυτών που είχαν τον έλεγχο» του συγκεκριμένου σκάφους, είτε λόγω εγκληματικής ενέργειας τρίτου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, επίσης, ότι η καταστροφή των σκαφών του Εφεσείοντα δεν ήταν το αποτέλεσμα του τρόπου κατασκευής ή συντήρησης του Καταφυγίου.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης προσβάλλεται με 13 συνολικά Λόγους Έφεσης.

 

Ο 1ος, 4ος, 5ος και 6ος Λόγος Έφεσης περιστρέφονται γύρω από το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο υπάλληλος του Εφεσείοντα ονόματι Sandeep (Μ.Ε.3) δεν εμποδίστηκε από οποιοδήποτε Αστυνομικό και Πυροσβέστη στην προσπάθεια του να απομακρύνει τα σκάφη από τη φωτιά, καθώς και την αξιολόγηση που διενεργήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με αυτό το ζήτημα. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός ότι οι Αστυνομικοί παρεμπόδισαν τον Sandeep (Μ.Ε.3) να απομακρύνει δύο φορές τα σκάφη του Εφεσείοντα και ότι η δικογράφηση αφορούσε μόνο μια φορά, όταν αυτός ήτο στο σκάφος, στη βάση των παραγράφων 7 και 14(α) της Αναφοράς. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Α. Κέντρος (Μ.Ε.2), ενώ γνώριζε τα ονόματα των Αστυνομικών, επειδή είχε βάρκα στο Αλιευτικό Καταφύγιο, δεν είχε αναφέρει ποιος Αστυνομικός εμπόδισε τον Sandeep να απομακρύνει το σκάφος. Μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επενέβαινε στη διαδικασία αντεξετάζοντας τους μάρτυρες. Με τον 8ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του                 Π. Κονή (Μ.Υ.3) ότι, όταν έφθασε στη σκηνή, καιγόταν περισσότερο το CAPTAIN GREGORY και το NAPA KING και πιο λίγο το CONTESSA, ενώ με τον 9ο Λόγο Έφεσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Αστυνομικός Λαμπράκης, Μ.Υ.5 και ο Αστυνομικός Γρίλιας δεν είχαν παραλείψει να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους για πυρόσβεση. Με το               10ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κάτοχος του Αλιευτικού Καταφυγίου, ήτοι η Εφεσίβλητη Κυπριακή Δημοκρατία, δεν είχε ευθύνη για την επέκταση της φωτιάς. Με τον 11ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε παντελώς να αξιολογήσει τη μαρτυρία και Δήλωση του Ανδρέα Κουτσόφτα, με βάση τα Άρθρα 24 και 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και αποφάνθηκε ότι την απορρίπτει γιατί δεν δόθηκε εξήγηση για τη μη παρουσίαση του. Μέσω του 12ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για την αξία των σκαφών, ενώ με τον 13ο Λόγο Έφεσης ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο Εφεσείων θα μπορούσε να προσκομίσει και άλλη μαρτυρία και δεν το έπραξε σε ό,τι αφορά την αξία των σκαφών.

 

Δεδομένου του γεγονότος ότι ο 1ος, 4ος, 5ος και 6ος Λόγος Έφεσης περιστρέφονται γύρω από την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο υπάλληλος του Εφεσείοντα Sandeep (Μ.Ε.3) δεν εμποδίστηκε από οποιοδήποτε Αστυνομικό και Πυροσβέστη στην προσπάθεια του να απομακρύνει τα σκάφη από τη φωτιά, αρκεί να υπομνήσουμε την πάγια νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση των μαρτύρων αποτελεί κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βλέπει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν, με αποτέλεσμα να πλεονεκτεί έναντι του Εφετείου. Γι' αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι ανατροπής σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 και Fereos Ltd v. Brothers Tobacco Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378) και μόνο εκεί όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα που έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ., μεταξύ άλλων, την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288).

 

Συναφής με τους πιο πάνω Λόγους Έφεσης και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Sandeep (Μ.Ε.3) δεν εμποδίστηκε από οποιοδήποτε Αστυνομικό και Πυροσβέστη στην προσπάθεια του να απομακρύνει τα σκάφη από τη φωτιά, είναι και ο 2ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου ο Εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός ότι οι Αστυνομικοί δύο φορές παρεμπόδισαν τον Sandeep (Μ.Ε.3) να απομακρύνει τα σκάφη του Εφεσείοντα.

 

Σε σχέση με τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, με βάση τις παραγράφους 7 και 14(α) της Αναφοράς, οι ισχυρισμοί σε σχέση με τη θέση ότι ο Sandeep (Μ.Ε.3) παρεμποδίστηκε από Αστυνομικούς της Λιμενικής ή και Πυροσβέστες ήταν πολύ συγκεκριμένοι και συνίσταντο «στο ότι ο Sandeep αφού διαπίστωσε τη φωτιά στο γειτονικό σκάφος τηλεφώνησε αμέσως στον Γρηγόρη[1] και αμέσως του δόθηκαν οδηγίες να λύσει ή να κόψει τα σχοινιά των σκαφών του Ενάγοντα και να τα απομακρύνει από το Contessa που εφλέγετο.  Ενώ ο Sandeep προσπαθούσε να λύσει ή να κόψει τα σχοινιά αστυνομικοί της Λιμενικής ή και πυροσβέστες ανέβηκαν στο σκάφος του Ενάγοντα, εμπόδισαν τον Sandeep και τον απομάκρυναν βίαια.  Συνοπτικά, ο βασικός ισχυρισμός για παρεμπόδιση του Sandeep είναι ότι αφορούσε μια περίπτωση με τον Sandeep να βρίσκεται πάνω σε σκάφος του Ενάγοντα».

 

Η παράγραφος 7 της Αναφοράς περιείχε, συναφώς, τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

 

«Κατά το χρόνο που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά στο ανωτέρω σκάφος των εναγομένων 2, πάνω στο σκάφος των εναγόντων υπήρχε υπάλληλος τους ο οποίος είδε την πυρκαγιά και επικοινώνησε τηλεφωνικώς αμέσως με το γιο του ενάγοντα Γρηγόρη (Άκη) Γρηγορίου ο οποίος βοηθά ή και αναπληρώνει ή και συνεργάζεται με τον ενάγοντα στη χρήση ή και διαχείριση ή και εκμετάλλευση των ανωτέρω σκαφών και τον οποίο οι υπάλληλοι του ενάγοντα θεωρούν προϊστάμενο ή και μέλος της εργοδοσίας. Αμέσως δόθηκαν οδηγίες στον εν λόγω υπάλληλο του ενάγοντα να λύσει ή και κόψει τα σχοινιά των εν λόγω σκαφών του και να τα απομακρύνει από το σκάφος CONTESSΑ που εφλέγετο. Ενώ προσπαθούσε ο εν λόγω υπάλληλος του ενάγοντα να αποκόψει ή και λύσει τα σχοινιά ή και να απομακρύνει τα εν λόγω σκάφη από την εστία της πυρκαγιάς, αστυνομικοί της Λιμενικής Αστυνομίας ή και Πυροσβέστες ή και υπάλληλοι της Κ.Δ. επενέβησαν, ανέβηκαν στο σκάφος του ενάγοντα στο οποίο βρισκόταν ο εν λόγω υπάλληλος και τον εμπόδισαν να λύσει ή και κόψει τα σχοινιά και να απομακρύνει τα σκάφη. Ο εν λόγω υπάλληλος αντιστάθηκε και προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι είχε οδηγίες από τους προϊσταμένους του να απομακρύνει τα σκάφη από την εστία της φωτιάς και αυτοί τον απομάκρυναν βίαια.»

 

 

Όσον αφορά την παράγραφο 14(α) της Αναφοράς σε αυτή εξειδικεύοντο, υπό μορφή λεπτομερειών αμέλειας, οι ακόλουθοι ισχυρισμοί:

 

«14. Είναι η θέση του ενάγοντα ότι οι εναγόμενοι 1 δια των υπαλλήλων ή και αντιπροσώπων τους είναι υπόλογοι έναντι του ενάγοντα για αμέλεια ή και παράβαση των νομίμων καθηκόντων τους όπως προαναφέρεται και όπως εκτίθεται λεπτομερέστερα κατωτέρω.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ Ή ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΝΟΜΙΜΩΝ
ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1

 

 

(α) Παρεμπόδισαν τον υπάλληλο του ενάγοντα ή και τρίτο πρόσωπο να απομακρύνει τα σκάφη του ενάγοντα από την εστία της πυρκαγιάς με αποτέλεσμα να επεκταθεί η πυρκαγιά στα σκάφη του ενάγοντα ή και..»

 

 

 

Αποτέλεσε εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι αφενός δεν ήτο αναγκαίο να δικογραφηθεί στις πιο πάνω παραγράφους πόσες φορές ο υπάλληλος είχε παρεμποδιστεί και, αφετέρου, με βάση το περιεχόμενο της παραγράφου 9 της Αναφοράς, σαφέστατα δικογραφείτο και η δεύτερη κατ' ισχυρισμό παρεμπόδιση μετά, δηλαδή, την έλευση της Αστυνομίας και Πυροσβεστικής.

 

Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω εισήγηση.

 

Η παράγραφος 9 της Αναφοράς στην οποία καταγράφετο ότι «ενώ είχαν φθάσει έγκαιρα στον τόπο που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά η Λιμενική Αστυνομία ή και Πυροσβεστική και προτού η πυρκαγιά απλωθεί στα σκάφη του ενάγοντα οι εν λόγω υπάλληλοι ή και εκπρόσωποι των εναγομένων 1 όχι μόνο εμπόδισαν τα ανωτέρω πρόσωπα να απομακρύνουν τα σκάφη του ενάγοντα από την εστία της πυρκαγιάς αλλά απέτυχαν ή και παρέλειψαν οι ίδιοι να πράξουν τούτο στα πλαίσια των καθηκόντων ή και υποχρεώσεων τους» δεν διαφοροποιεί την ουσία του βασικού ισχυρισμού του Εφεσείοντα, όπως αποτυπώθηκε στο δικόγραφο του, ότι, δηλαδή, η παρεμπόδιση του Sandeep (Μ.Ε.3) αφορούσε μια περίπτωση η οποία έλαβε χώρα καθ' ην στιγμή ο τελευταίος ευρίσκετο πάνω στο σκάφος του Εφεσείοντα και δεν αφορούσε παρεμπόδιση του και σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο. Είναι σαφές από το περιεχόμενο της Αναφοράς ότι, αφού προηγουμένως, στην παράγραφο 7, καθορίσθηκε το συγκεκριμένο στάδιο που ο Sandeep είχε, με βάση το σχετικό ισχυρισμό, παρεμποδιστεί από Αστυνομικό της Λιμενικής ή Πυροσβέστη, ό,τι βασικά προβάλλεται μέσω της παραγράφου 9 είναι ότι οι κατ' ισχυρισμό αμελείς πράξεις των Εφεσιβλήτων δεν περιορίζονταν μόνο στο ότι παρεμπόδισαν τον Sandeep (Μ.Ε.3) και ακόμη ένα πρόσωπο να απομακρύνουν τα σκάφη του Εφεσείοντα, αλλά και στο ότι και οι ίδιοι παρέλειψαν να πράξουν τούτο στο πλαίσιο των καθηκόντων τους.

 

Υπό το φως των ανωτέρω ορθή ήταν, επομένως, η αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα επίδικα ζητήματα που προέκυπταν από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς και στη βάση αυτών προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Στο πλαίσιο προώθησης του 1ου, 3ου,4ου, 5ου 6ου,8ου, 9ου και 11ου  Λόγου Έφεσης έγινε αναφορά σε διάφορα ζητήματα που, κατά τον Εφεσείοντα, αποκάλυπταν πλημμελή αξιολόγηση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς και στους λόγους που δικαιολογούν την ανατροπή των σχετικών του ευρημάτων.

 

Εξετάσαμε την προσαχθείσα μαρτυρία και την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Διαπιστώνουμε, χωρίς να θεωρούμε αναγκαίο να αναφερθούμε σε καθετί που έχει η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλεστεί, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αντιπαραβάλλοντας τη μαρτυρία που έδωσε με την υπόλοιπη μαρτυρία, δίδοντας καλούς και πειστικούς λόγους για τους οποίους κατέληξε στα συμπεράσματά του. Δεν διαπιστώσαμε η αξιολόγηση να αντιστρατεύεται την κοινή λογική, αντιθέτως, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν λογική συνέχεια και τα ευρήματα του συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία. Έχουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.

 

Μέσω του 1ου, 4ου, 5ου και 6ου Λόγου Έφεσης, παραπονείται ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς τη μαρτυρία του Sandeep (Μ.Ε.3) και δύο άλλων ανεξάρτητων, όπως υποστηρίζεται, μαρτύρων οι οποίοι κατέθεσαν ότι οι Αστυνομικοί και Πυροσβέστες εμπόδισαν, σε δύο περιπτώσεις, τον Sandeep να απομακρύνει τα σκάφη και να τα γλυτώσει από τη φωτιά, μαρτυρία η οποία, όπως τονίσθηκε, δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας εν πρώτοις τη μαρτυρία του Sandeep, τόνισε την πολύ φτωχή εντύπωση που ο εν λόγω μάρτυρας του είχε κάμει με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του για σκοπούς διατύπωσης των ευρημάτων του ως προς τα πραγματικά γεγονότα που περιστοίχιζαν το επίδικο περιστατικό. Επεξηγώντας, δε, την κρίση του, επεσήμανε την ύπαρξη σοβαρών αντιφάσεων ανάμεσα στη Γραπτή του Δήλωση και στη δια ζώσης μαρτυρία του, ως ακολούθως:

 

«Στη γραπτή του δήλωση ξεκάθαρα διατυπώνει ότι η κρίση του ότι θα έπρεπε να απομακρύνει τα δύο σκάφη του Ενάγοντα διαμορφώθηκε μετά που η πυροσβεστική κατέφθασε στο χώρο.  Τότε επιχείρησε να απομακρύνει το Napa King για να εμποδιστεί από αστυφύλακα που βγήκε πάνω στο σκάφος.  Το τηλεφώνημα προς τον γιο του Ενάγοντα ακολούθησε. Στις προτροπές του τελευταίου για να απομακρύνει τα σκάφη του είπε ότι η Αστυνομία δεν τον είχε αφήσει. Στη διά ζώσης μαρτυρία του η θέση που προβάλλει είναι ότι επειδή ήταν φοβισμένος δεν επιχείρησε να σώσει τα σκάφη αλλά τηλεφώνησε στο γιο του Ενάγοντα. Τοποθετεί δηλαδή την όποια προσπάθεια διάσωσης των σκαφών μετά την έναρξη του τηλεφωνήματος και αποτέλεσμα των προτροπών του γιου του Ενάγοντα.» 

 

Έχοντας μελετήσει την πρωτόδικη Απόφαση και τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση του μάρτυρα. Θα εξηγήσουμε στη συνέχεια με παραπομπή στην προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Ο Sandeep, ο οποίος ήταν ναύτης και κατά τους ουσιώδεις χρόνους βρισκόταν στην υπηρεσία του Εφεσείοντα, στη δια ζώσης μαρτυρία του κατέθεσε ότι, όταν εκδηλώθηκε φωτιά στο CONTESSA, αυτός βρισκόταν μέσα στο NAPA KING το οποίο ήταν δίπλα από το CONTESSA. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι είχε ακούσει ένα μπαμ που στη γραπτή κατάθεση του περιέγραψε ως «explosing noise». Ακούγοντας το θόρυβο βγήκε πάνω, εννοώντας προφανώς στο κατάστρωμα του NAPA KING, και είδε ότι στο διπλανό σκάφος, το CONTESSA, υπήρχε πυρκαγιά στο μέσο του αμπαριού. Ανέφερε ότι υπήρχε χρόνος για να σωθούν τα σκάφη. Εξήγησε ότι έπρεπε να κόψει τα σχοινιά και να ξεκινήσει τις μηχανές. Αν έκοβε τα σχοινιά, ο άνεμος θα έσπρωχνε τα σκάφη να φύγουν. Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων να κόψει τα σχοινιά, όμως δεν το έπραξε. Ερωτηθείς για το λόγο, απάντησε:

 

«Εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα, ήμουν συγχυσμένος και εγώ τηλεφώνησα στο αφεντικό μου και σε αυτό το στάδιο ήρθε ο αστυφύλακας και δεν με άφηνε να κάμω τίποτε και με έσπρωξε να φύγω μακριά.»

 

 

Όταν τηλεφώνησε αρχικά στον Εφεσείοντα και στη συνέχεια στο γιο του, Μ.Ε.5, αναφέροντας του ότι υπήρχε φωτιά, ο Μ.Ε.5 του έδωσε εντολή να πάει να κόψει τα σχοινιά και να σώσει τα σκάφη. Είναι σε αυτό το στάδιο που ισχυρίστηκε ότι ήρθε ο Αστυνομικός και τον εμπόδισε σπρώχνοντας τον να φύγει μακριά.

 

Στη Γραπτή του Δήλωση, Τεκμήριο 11, ο Sandeep είχε αναφέρει (σε μετάφραση από το πρωτόδικο Δικαστήριο), μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

«Σύντομα μετά που η Αστυνομία και οι πυροσβέστες έφτασαν, η φωτιά φαινόταν να εξαπλώνεται και εθεώρησα ότι ήταν καθήκον μου να απομακρύνω τα δύο σκάφη, το Napa King και το Captain Gregory μακρυά από τον τόπο της φωτιάς.

 

Όταν άρχισα να προσπαθώ να απομακρύνω το ένα από τα δύο σκάφη, το Napa King, ένας αστυνομικός βγήκε πάνω στο σκάφος Napa King το οποίο προσπαθούσα να μετακινήσω και μου φώναξε να αφήσω το σκάφος αμέσως και αρνήθηκα εξηγώντας του ότι έπρεπε να οδηγήσω τα σκάφη μακρυά από τη φωτιά εφόσον υπήρχε κίνδυνος η φωτιά να επεκταθεί στα σκάφη μας.

 

Παρά τη διαμαρτυρία μου, ο αστυνομικός με έβγαλε έξω από το σκάφος.  Όταν πήγα στο μόλο, μίλησα με το γιο του αφεντικού μου, τον Ακη Γρηγορίου, στο κινητό τηλέφωνο ο οποίος ήταν στο εξωτερικό στη Νότιο Αφρική και μου έδωσε οδηγίες να απομακρύνω αμέσως τα σκάφη από τον τόπο της φωτιάς και του είπα ότι η Αστυνομία δεν με άφησε[2]

 

 

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ουσιαστικές αντιφάσεις ως προς την αλληλουχία των γεγονότων που αφορούσαν στην όποια προσπάθεια διάσωσης των σκαφών από τον Sandeep και στο τηλεφώνημα που αυτός έκανε προς το γιο του Εφεσείοντα, Μ.Ε.5.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο στις ουσιαστικές αντιφάσεις που η μαρτυρία του Sandeep παρουσίαζε. Διαπίστωσε ότι υπήρχαν αναφορές στη μαρτυρία του οι οποίες δεν καλύπτονταν από το δικόγραφο του Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι η μαρτυρία του Sandeep ότι στο στάδιο που τηλεφωνούσε στο Μ.Ε.5 και βρισκόταν στο μόλο ή αφότου ολοκλήρωσε το τηλεφώνημα του, στο χώρο αυτό, εμποδίστηκε από οποιοδήποτε Αστυνομικό της Λιμενικής ή Πυροσβέστη, δεν υποστήριζε δικογραφημένο ισχυρισμό. Έχουμε ήδη εξετάσει το ζήτημα ανωτέρω και, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουμε ήδη καταλήξει στη θέση ότι η παρεμπόδιση του Sandeep (Μ.Ε.3), όπως αυτή είχε αποτυπωθεί δικογραφικά, αφορούσε μια περίπτωση η οποία έλαβε χώρα καθ' ην στιγμή ο τελευταίος ευρίσκετο πάνω στο σκάφος του Εφεσείοντα και δεν αφορούσε παρεμπόδιση του και σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο. Ως εκ τούτου, ορθώς κρίθηκε ότι και η μαρτυρία του Ανδρέου, Μ.Ε.4, σύμφωνα με την οποία από το μόλο όπου βρισκόταν με τον Sandeep όταν ο τελευταίος δοκίμασε να πλησιάσει το CAPTAIN GREGORY για να το απομακρύνει, κάποιος πυροσβέστης τον τράβηξε πίσω και του απαγόρευσε να πάει στο σκάφος, δεν καλύπτετο δικογραφικά και, ως τέτοια, δεν μπορούσε, ασφαλώς, να ληφθεί υπόψιν για σκοπούς αξιολόγησης και εξαγωγής ανάλογων ευρημάτων.

 

Όσον δε αφορά τη μαρτυρία του Κέντρου, Μ.Ε.2, ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι είχε δει τον Sandeep πάνω στο NAPA KING να επιχειρεί να λύσει τα σχοινιά του σκάφους και κάποιον Αστυνομικό της Λιμενικής να τον απομακρύνει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την αποδέχτηκε δίδοντας προς τούτο καλούς και πειστικούς λόγους. Συγκεκριμένα ο εν λόγω μάρτυρας είχε ισχυριστεί ότι η φωτιά δεν είχε επεκταθεί ούτε στο NAPA KING, ούτε στο CAPTAIN GREGORY, κατ' αντίθεση με τη μαρτυρία του Πυροσβέστη Κονή, Μ.Υ.3, η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί και με βάση την οποία όταν κατέφθασε η Πυροσβεστική στο σημείο καίγονταν και τα 4 σκάφη, ήτοι περισσότερο το CAPTAIN GREGORY και το NAPA KING και λιγότερο το CONTESSA και το PARTY CRUISE.

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ακόμη, στο πλαίσιο του 4ου Λόγου Έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή δεν υποβλήθηκε στον Κονή, Μ.Υ.3, ότι παρεμπόδισαν τον Sandeep να απομακρύνει τα σκάφη,  αυτή η παράλειψη ήταν μοιραία για την εκδοχή του Εφεσείοντα.

 

Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω θέση. Σε κανένα σημείο της Απόφασης του δεν αναφέρθηκε κάτι τέτοιο από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ό,τι το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ήταν πως οι αναφορές του Κονή, Μ.Υ.3, μεταξύ άλλων και αυτές που αφορούσαν στο ζήτημα της απομάκρυνσης σκαφών, ότι δηλαδή πριν ακόμα αρχίσει η πυρόσβεση, ζήτησε φωνάζοντας εάν υπήρχαν ιδιοκτήτες σκαφών ανάμεσα στους παρευρισκόμενους να απομακρύνουν κάποια σκάφη ώστε να μην επεκταθεί η πυρκαγιά, καθώς και ότι θυμόταν κάποιους που τα μετακίνησαν, δεν αμφισβητήθηκαν. Όσον δε αφορά τον Sandeep το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι μόνο διερευνητικά ρωτήθηκε ο Κονής, Μ.Υ.3, κατά πόσο αντιλήφθηκε οιοδήποτε να εμποδίζει είτε τον Sandeep, είτε τον Ανδρέου, κάτι που δεν περιέπεσε στην αντίληψη του[3].

 

Οι Λόγοι Έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.

 

Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρχε κανένα άλλο αστυνομικό όργανο εκτός από το Λαμπράκη, Μ.Υ.5 και τον Αστυνομικό Γρίλια να εμποδίσουν τον Sandeep και ότι ο Λαμπράκης και ο Γρίλιας δεν εμπόδισαν τον Sandeep.

 

Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι πρώτοι Αστυνομικοί ή Πυροσβέστες που προσέγγισαν το χώρο ήταν ο Λαμπράκης, Μ.Υ.5 και ο Αστυνομικός Γρίλιας, που ανήκουν στη Λιμενική Αστυνομία, δεν προσβάλλεται με την υπό κρίση Έφεση[4]. Ούτε και το εύρημα ότι, όταν η Πυροσβεστική κατέφθασε στο χώρο, μετά που ειδοποιήθηκε από τη Λιμενική Αστυνομία, τα σκάφη του Εφεσείοντα ήδη καίγονταν και δεν υπήρχε περιθώριο τα σκάφη να διασωθούν με το να απομακρυνθούν από το χώρο και ότι η όποια προοπτική διάσωσης μέρους τους ήταν με την κατάσβεση της πυρκαγιάς σε αυτά στο σημείο όπου ευρίσκονταν. Είναι υπό αυτά τα δεδομένα που ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πτυχή της υπόθεσης που αφορούσε στην ισχυριζόμενη παρεμπόδιση του Sandeep θα έπρεπε να εξετασθεί σε χρόνο πριν την άφιξη της Πυροσβεστικής. Κατ' εκείνο, λοιπόν, το χρονικό στάδιο, στο χώρο ευρίσκοντο οι Λαμπράκης και Γρίλιας. Όπως δε ορθώς επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Το πλέον σημαντικό είναι ότι δεν υποστηρίχτηκε με την υπόθεση του Ενάγοντα και δεν υποβλήθηκε στο Λαμπράκη ότι ο ίδιος ή ο Γρίλιας παρεμπόδισαν καθ΄ οιοδήποτε τρόπο ή ήρθαν σε επαφή με τον Sandeep».

 

Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι η θέση πως Aστυνομικός απέτρεψε τον Sandeep από του να απομακρύνει οποιοδήποτε σκάφος, σε χρονικό μάλιστα στάδιο που δεν υπήρχε φωτιά σε αυτό, στερείτο πειστικότητας, καθώς και ότι βρισκόταν σε αντίθεση με τη θέση των επικεφαλής της επιχείρησης πυρόσβεσης, αρχικά του Κονή, Μ.Υ.3 και στη συνέχεια του Νικολή, Μ.Υ.6, ότι δηλαδή επεδίωξαν ακριβώς το αντίθετο, θέση η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί.

 

Ως εκ των ανωτέρω ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Ο Εφεσείων διατείνεται, ακόμη, ότι η Υπεράσπιση, μέσω της αντεξέτασης του Sandeep, ουσιαστικά υπαινίχθη ότι η παρεμπόδιση του να απομακρύνει τα σκάφη είχε γίνει για τη δική του ασφάλεια. Δεν συγκλίνουμε με την εν λόγω θέση. Σε κανένα στάδιο της αντεξέτασης δεν διαπιστώνεται αποδοχή της θέσης ότι ο Sandeep είχε εμποδιστεί από την Αστυνομία ή την Πυροσβεστική να απομακρύνει τα σκάφη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας κατά νου τη σχετική μαρτυρία, αντίκρυσε το εν λόγω ζήτημα εντός των ορθών πλαισίων επισημαίνοντας τα ακόλουθα:

 

«Αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του Ενάγοντα ότι η δικηγόρος υπεράσπισης υπαινίχθηκε ότι η απομάκρυνση του Sandeep από το σκάφος και η μεταγενέστερη παρεμπόδιση του να ανεβεί σε αυτό έγινε για τη δική του ασφάλεια.  Δεν διαπιστώνεται αποδοχή εκ μέρους της υπεράσπισης είτε της θέσης ότι ο Sandeep απομακρύνθηκε από το σκάφος, είτε ότι εμποδίστηκε από του να ανεβεί σε αυτό. Ό,τι του υποβλήθηκε ήταν ότι μέχρι να κόψει τα σχοινιά και να ελευθερωθούν τα σκάφη διέτρεχε κίνδυνο να καεί και ο ίδιος.  Ακόμη, ότι αν επιχειρούσε να κόψει τα σχοινιά θα διέτρεχε κίνδυνο και αν όντως μπορούσε να σώσει κάποιο σκάφος είχε μόνο λίγο χρόνο στη διάθεση του τον οποίο δεν εκμεταλλεύτηκε με δική του ευθύνη. Επομένως οι αναφορές σε ζητήματα ασφάλειας και προστασίας της ανθρώπινης ζωής δεν προβλήθηκαν για να δικαιολογήσουν παραδεκτή θέση παρεμπόδισης του Sandeep, αλλά για να υποδηλώσουν την ολιγωρία του στο να ενεργήσει στα αρχικά στάδια.»

 

 

Υπό το φως των όσων περιβάλλουν την ενώπιόν μας περίπτωση και έχοντας εξετάσει τα όσα η πλευρά του Εφεσείοντα στο πλαίσιο του 6ου Λόγου Έφεσης καταλογίζει ως πλημμέλειες, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εντοπίζουμε να υπάρχει περιθώριο παρέμβασής μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε στα σωστά πλαίσια την προσφερθείσα μαρτυρία, έχοντας κατά νου τα επίδικα θέματα επί των οποίων κλήθηκε να αποφασίσει και, ορθά, οδηγήθηκε στην απόρριψη της εκδοχής του Εφεσείοντα. Για το ζήτημα της αξιολόγησης της Δήλωσης Κουτσόφτα, Τεκμήριο 10, καθώς και του αν υπήρχε μαρτυρία σχετικά με την αξία των σκαφών, γίνεται αναφορά στη συνέχεια στο πλαίσιο εξέτασης του 11ου, 12ου και 13ου Λόγου Έφεσης.

 

Ο Εφεσείων διατείνεται, μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επενέβαινε στη διαδικασία αντεξετάζοντας τους μάρτυρες. Χαρακτήρισε δε τη στάση του Δικαστηρίου αρνητική προς την πλευρά του Εφεσείοντα κάνοντας, μάλιστα, αναφορά σε «παρατηρήσεις» του Δικαστηρίου που γίνονταν «θυμωμένα και με έκδηλη προσπάθεια να τους εκφοβίσει και συγχύσει και να κλονίσει την αξιοπιστία τους». Στο πλαίσιο αυτό παρέπεμψε σε συγκεκριμένα αποσπάσματα από τα πρακτικά υποστηρίζοντας ότι οι παρεμβάσεις του Δικαστηρίου «έγιναν για να τραυματισθεί η μαρτυρία του», του Εφεσείοντα, και «να προστατευθεί» η μαρτυρία της Εφεσίβλητης και ότι αυτές (οι παρεμβάσεις) επηρέασαν την έκβαση της δίκης.

 

Η νομολογία στην οποία ο Εφεσείων παρέπεμψε καθορίζει τις παραμέτρους παρέμβασης του Δικαστηρίου στη δίκη.

 

Όπως προκύπτει από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, ο Δικαστής δικαιούται να υποβάλλει στους μάρτυρες οποιεσδήποτε ερωτήσεις θεωρεί αναγκαίες σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.  Κατά κανόνα όμως, το δικαίωμα τούτο πρέπει να περιορίζεται σε θέματα που βγαίνουν από την ίδια τη μαρτυρία και που χρειάζονται επεξήγηση. Η τακτική αυτή δεν απαγορεύεται αλλά αντίθετα ενθαρρύνεται σε περιπτώσεις όπου επιβάλλεται η επεξήγηση ενός σημείου που παραμένει αδιευκρίνιστο[5]. Στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου R. v. Tuegel (2000) 2 All E.R. 872, υπογραμμίστηκε ότι:

 

".it is not only permissible for a judge, it is his duty to ask questions which clarify ambiguities in answers previously given or which identify the nature of the defence, if this is unclear."

 

Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι ενώ είναι καθήκον του Δικαστή να επιζητεί τη διευκρίνηση τυχόν ασαφειών της μαρτυρίας κατά το δυνατό ευθύς μετά την αποτύπωση της ασάφειας, άλλο τόσο είναι καθήκον του να αποφεύγει να υποβάλλει ερωτήσεις εξεταστικού περιεχομένου που να τον φέρουν να κατέρχεται στην αρένα της αντιδικίας.[6] Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Κουντουρίδης Λτδ ν. Mohamed Imbrahim Gooda (2006) 1 A.A.Δ. 1251, δεν πρέπει η παρέμβαση του Δικαστηρίου να είναι εκτεταμένη και να παίρνει τη μορφή αντεξέτασης του μάρτυρα, γιατί τότε ο Δικαστής χάνει την απαραίτητη ιδιότητα του αμερόληπτου κριτή.

 

Έχουμε εξετάσει όλα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα έχει καταγράψει στην Αγόρευση του, με παραπομπή στις σελίδες των πρακτικών στις οποίες αναφέρεται, ως ανεπίτρεπτες «παρεμβολές» και «αντεξέταση» από πλευράς Δικαστηρίου, τέτοιες μάλιστα που, κατά το συνήγορο, αποκάλυπταν προειλημμένη απόφαση του να απορρίψει την Αγωγή. Βέβαια από τα πρακτικά δεν μπορεί να διαφανεί είτε το έντονο ύφος, είτε ο θυμός που η πλευρά του Εφεσείοντα καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό που διαπιστώνεται, ωστόσο, είναι ότι υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέβαλε ερωτήσεις σε κάποιους μάρτυρες που κλήθηκαν τόσο από την πλευρά του Εφεσείοντα, όσο και από την πλευρά της Εφεσίβλητης. Μελετώντας το πλαίσιο στο οποίο οι ερωτήσεις αυτές υποβάλλοντο, διαπιστώσαμε ότι, ως επί το πλείστον, εγίνοντο ευθύς μετά την αποτύπωση κάποιας ασάφειας στη μαρτυρία με έκδηλη την αναζήτηση, από πλευράς Δικαστηρίου, διευκρίνησης επί ασαφών πτυχών της μαρτυρίας.

 

Κατά την κρίση μας, ούτε ο αριθμός, ούτε η φύση των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν τέτοια ώστε να μπορούν να αποτελέσουν βάση για να μπορεί ένας, εύλογα, να εισηγηθεί την ύπαρξη παρέμβασης από πλευράς του Δικαστηρίου, τέτοιας μάλιστα η οποία να υπονομεύει την αμεροληψία του και να πλήττει την αρχή της αποστασιοποίησης του από τη διένεξη που καλείτο να δικάσει.

 

Κατά συνέπεια ο Λόγος Έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

Μέσω του 11ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε παντελώς να αξιολογήσει τη μαρτυρία και Δήλωση του Ανδρέα Κουτσόφτα με βάση τα Άρθρα 24 και 26 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9 και την απέρριψε γιατί δεν δόθηκε εξήγηση για τη μη παρουσία του. Συναφής με τον 11Ο Λόγο Έφεσης είναι και ο 12ος Λόγος Έφεσης με τον οποίο βάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για την αξία των σκαφών, καθώς και ο 13ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του ότι ο ενώ ο Εφεσείων θα μπορούσε να προσκομίσει και άλλη μαρτυρία αναφορικά με την αξία των σκαφών, δεν το έπραξε.

 

Με δεδομένο ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε κατατεθεί η κατάθεση του Ανδρέα Κουτσόφτα, Τεκμήριο 10, χωρίς ο εν λόγω μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, ό,τι αναμένετο να γίνει ήταν η αξιολόγηση της βαρύτητας της εν λόγω εξ ακοής μαρτυρίας, λαμβάνοντας υπόψιν το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες θα μπορούσε εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας στο πλαίσιο και τις παραμέτρους που το ίδιο το Άρθρο 27 του Κεφ. 9 ορίζει.

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση ΛΕΥΚΟΝΙΚΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΛΤΔ v. Χρυστάλλας Άλλως Στάλως Χριστοδούλου (2016) 1 Α.Α.Δ. 1779:

«Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, γίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία (Δέστε: Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί ως μάρτυρας στη διαδικασία το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει γεγονότα, το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση κλπ.. Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο Άρθρο 27(2) δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217). Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το δικαστήριο είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική μαρτυρία είτε από γραπτή (Δέστε: Γεωργίου v. Στυλιανού (2009)                 1 Α.Α.Δ. 70 και Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002). 

Το Άρθρο 27(3) προνοεί ότι κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψιν το αν ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε (Δέστε: Κολάνη v. Ταμπούρα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108 και Χριστοφή κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 428). Πέραν των προαναφερομένων το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψιν του και άλλα αξιολογήσιμα κριτήρια και να συνυπολογίσει το κατά πόσον η απόδοση βαρύτητας σε εξ ακοής μαρτυρία εξυπηρετεί ή όχι τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης και του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Για μια εκτενή ανάλυση του θέματος δέστε Ηλιάδη και Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, σελ. 320-331.»

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τον τρόπο αξιολόγησης της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 27 του Κεφ. 9, προχώρησε στην αξιολόγηση του Τεκμηρίου 10.

 

Εν πρώτοις, είναι σωστή η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα ότι, ενώ υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ιατρικό πιστοποιητικό και σχετικές δηλώσεις αναφορικά με το λόγο που ο Ανδρέας Κουτσόφτας δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέγραψε ότι δεν είχε προσφερθεί οποιαδήποτε εξήγηση για το ζήτημα αυτό. Ωστόσο το Δικαστήριο δεν περιόρισε την αξιολόγηση του μόνο στην πιο πάνω λανθασμένη αντίληψη του, αφού προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 διατυπώνοντας την ακόλουθη κρίση:

 

«Ο Κουτσόφτας απλά καταγράφει κάποια ποσά. Καμιά εξήγηση δεν παρέχει γι΄ αυτά. Ούτε ακόμα και για τις δαπάνες ανακαίνισης που ανέρχονταν, όπως σημειώνει, σε €116.000 δίνει οποιαδήποτε λεπτομέρεια. Στο Δικαστήριο δεν δίδεται μέσα από το Τεκμ.10 οποιαδήποτε πληροφόρηση ώστε να μπορεί να κρίνει κατά πόσο τα ποσά που αναφέρονται ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι εκτιμήσεις του Κουτσόφτα για την αξία των σκαφών είναι ακατανόητες και εφόσον αυτός δεν έδωσε μαρτυρία για να προσφέρει εξηγήσεις δεν μπορεί να αποδοθεί σε αυτές βαρύτητα.»

 

 

Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι δεν είχε δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση γιατί δεν μπορούσε κάποιος άλλος να προσφέρει μαρτυρία, με δεδομένο ότι στα πιστοποιητικά εγγραφής των σκαφών κατονομάζετο ο Εφεσείων ως ο κατασκευαστής (builder) και εύλογα μπορούσε να υποτεθεί ότι θα μπορούσε να δώσει πληροφορίες για την κατασκευή και εξοπλισμό των σκαφών σε πρόσωπο που θα μπορούσε να κοστολογήσει την αξία τους. Επεσήμανε, ακόμη, ότι ουδεμία μαρτυρία είχε δοθεί για άλλα επιμέρους ζητήματα που είχαν σχέση με την αξία των σκαφών, όπως ήταν η αξία των μηχανών - που ήταν συγκεκριμένου τύπου και προέλευσης - ή το κόστος αγοράς νέων.

 

Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω είναι προφανές ότι στην αξιολόγηση της βαρύτητας της Δήλωσης Κουτσόφτα στην υπό συζήτηση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βασίστηκε στη λαθεμένη εντύπωση που είχε και αφορούσε στο εύλογο και εφικτό ο διάδικος που έχει προσαγάγει την                  εξ ακοής μαρτυρία να είχε κλητεύσει το πρόσωπο που είχε κάνει την αρχική δήλωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας κατά νου την παράμετρο που αναφέρει κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας, ουσιαστικά επικεντρώθηκε στο ίδιο το περιεχόμενο και στην έκταση της Δήλωσης αυτής για να καταλήξει στο τέλος ότι, για τους λόγους που εξήγησε, δεν μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στις εκτιμήσεις Κουτσόφτα.  

 

Ο Εφεσείων παραπονείται, μέσω του 12ου Λόγου Έφεσης ότι για την αξία των σκαφών, πέρα και πρόσθετα από τη Δήλωση Κουτσόφτα, υπήρχε η μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά της Εφεσίβλητης, ήτοι η μαρτυρία του Κοφτερού, Μ.Υ.2 και του Μεντώνη, Μ.Υ.7.

 

Σε  σχέση τον Κοφτερό, Μ.Υ.2, Ανώτερο Επιθεωρητή Πλοίων στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας, ο οποίος κλήθηκε από την Εφεσίβλητη για να σχολιάσει τη Δήλωση Κουτσόφτα, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρχε παραδοχή από μέρους του πως αυτός δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις ούτε για το κόστος κατασκευής τέτοιων σκαφών, ούτε για την τιμή αγοράς μιας μηχανής για τέτοιο σκάφος.

 

Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή από τη μαρτυρία του Κοφτερού, Μ.Υ.2:

 

«Α. Στη δουλειά μας, στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας δεν έχουμε να κάνουμε άμεσα με τιμές ούτε υλικών, ούτε σκαφών, ούτε τιμές αγοραπωλησίας σκαφών ή κατασκευής σκαφών αλλά μιλώντας με καραβομαραγκούς, τους τεχνίτες που συνήθως μπορούν να πιάσουν ξύλα και να κατασκευάσουν σκάφη να βάλουν μηχανήματα περίπου μπορούμε να ξέρουμε κάποιες ενδεικτικές τιμές. Βέβαια υπάρχουν οι ίδιοι καραβομαραγκοί που μπορούν να μαρτυρήσουν άμεσα............................».

 

 

ΑΝΤΕΞΕΤΑΣΗ (Από κ. Πιττάτζη)

 

 

Ε.   Ξέρεις πόσα στοιχίζει η αγορά της μηχανής ενός τέτοιου σκάφους;

Α.  Σας απάντησα ότι δεν ξέρω άμεσα.

Ε. Ξέρεις πόσα στοιχίζει η αγορά ξυλείας για κατασκευή αυτού του σκάφους;

Α.  Το ίδιο, έχω ήδη μιλήσει ότι δεν ξέρω.

Ε.  Το ίδιο ισχύει και για όλα τα άλλα εξαρτήματα του σκάφους;

Α.  Μάλιστα.»

 

 

Ούτε και η μαρτυρία του Μεντώνη (Μ.Υ.7) ο οποίος κατάθεσε για το κόστος κατασκευής του δικού του σκάφους το 2009, μπορούσε να βοηθήσει στη διαπίστωση της αξίας των σκαφών του Εφεσείοντα, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο μάρτυρας αυτός, αφού αναφέρθηκε στο κόστος κατασκευής του σκάφους του σε υλικά και σε ημερομίσθια, επεσήμανε ότι το κόστος ενός σκάφους αυξάνεται κατ' αναλογία όσο μεγαλώνει ένα σκάφος, καθώς και ότι το κόστος εξαρτάται και από τον εξοπλισμό. Δεν ήτο ο εν λόγω μάρτυρας γνώστης του εξοπλισμού που είχαν τα σκάφη του Εφεσείοντα.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η μαρτυρία του Μεντώνη δεν βοηθά στη διαπίστωση της αξίας των σκαφών του Ενάγοντα. Απλά παρέχει ένδειξη για την περίπου αξία των σκαφών που ακόμα κι έτσι μπορεί να διαφοροποιηθεί αναλόγως του εξοπλισμού και της μηχανής που εφαρμόζεται σε αυτά», ήτο απόλυτα ορθή και συνάδουσα με τα ενώπιον του δεδομένα.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, οι Λόγοι Έφεσης 11, 12 και 13 απορρίπτονται.

 

Με τον 9ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Λαμπράκης, Μ.Υ.5 και ο Γρίλιας δεν παρέλειψαν να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους.

 

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα πιο πάνω βασίστηκε σε σειρά ευρημάτων που διατύπωσε και τα οποία δεν προσβάλλονται, καθώς και σε καλούς και πειστικούς λόγους που διατυπώνει στην Απόφαση του ως ακολούθως:

 

«Ο Λαμπράκης και ο Γρίλιας, που ανήκουν στη Λιμενική Αστυνομία, μετέβησαν στο χώρο που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά με δύο φορητούς πυροσβεστήρες με πρόθεση να εμπλακούν στην κατάσβεση της πυρκαγιάς. Αποδέχομαι τη θέση του Λαμπράκη ότι δεν ενεπλάκηκαν στην προσπάθεια κατάσβεσης της πυρκαγιάς γιατί ο Λαμπράκης έκρινε, με δεδομένη την έκρηξη που προηγήθηκε, ότι τούτο θα ήταν επικίνδυνο. Ως εκ της εργασίας του και της πείρας του μπορούσε να εκτιμήσει τους κινδύνους. Αποδέχομαι ότι η κρίση και απόφαση του ήταν, υπό τις περιστάσεις, απόλυτα δικαιολογημένη. Άλλωστε, δεν διέθεταν άλλο εξοπλισμό πέραν των δύο φορητών πυροσβεστήρων και δεν θα ήταν δυνατό να επιχειρήσουν οποιαδήποτε προσπάθεια εξ αποστάσεως. Το να ανεβούν πάνω σε σκάφη που φλέγονταν εγκυμονούσε κινδύνους. Δεν αποδέχομαι την εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο Λαμπράκης και ο Γρίλιας, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος, αποφύγανε να παράσχουν βοήθεια.»

 

 

Ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι στην αντεξέταση του ο Μ.Υ.5 είχε κάνει παραδεκτό ότι, αν χρησιμοποιούσαν τους πυροσβεστήρες πιθανόν να γλύτωναν τα σκάφη που δεν είχαν καεί, με κάθε σεβασμό, δεν ευσταθεί. Η σχετική περικοπή από τα πρακτικά, στη σελίδα 88, έχει ως εξής:

 

«Ε. Και αντιλαμβάνομαι ότι αν δεν ακούγατε την έκρηξη εσείς με τον πυροσβεστήρα θα μπορούσατε να πλησιάσετε και να κάνετε την πυρόσβεση.

Α. Θα προσπαθούσα τουλάχιστον.

Ε. Και ενδεχομένως να φέρνατε και αποτέλεσμα. Μπορεί να είχατε κατασβήσει την πυρκαγιά.

Α. Αυτό δεν το ξέρει κανείς».

 

                      (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Είναι προφανές από τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ότι ο λόγος που δεν επιχείρησε προσπάθεια κατάσβεσης της πυρκαγιάς ήταν το γεγονός της έκρηξης που καθιστούσε, κατά τη δική του εκτίμηση, ένα τέτοιο εγχείρημα επικίνδυνο.

 

Ως εκ των ανωτέρω ο Λόγος Έφεσης 9 απορρίπτεται.

 

Μέσω του 10ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο κάτοχος του Αλιευτικού Καταφυγίου, η Εφεσίβλητη Κυπριακή Δημοκρατία, δεν είχε ευθύνη για την επέκταση της φωτιάς. Ως αιτιολογία προβάλλεται ότι υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι η φωτιά είχε εκδηλωθεί στο Αλιευτικό Καταφύγιο το οποίο τελούσε υπό τον απόλυτο έλεγχο της Εφεσίβλητης η οποία, με βάση το Άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν είχε αμέλεια για την εκδήλωση ή επέκταση της φωτιάς και ότι, ενώ υπήρχε «αδιαφιλονίκητη» μαρτυρία ότι οι δύο Αστυνομικοί κατέφθασαν επί τόπου κρατώντας πυροσβεστήρες τους οποίους με δική τους ομολογία αν χρησιμοποιούσαν πιθανόν να μην επεκτεινόταν η φωτιά, το πρωτόδικο Δικαστήριο την αγνόησε παντελώς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα και υπό την σκοπιά του Άρθρου 53 του Κεφ. 148 το οποίο, στην έκταση που ενδιαφέρει, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«53. Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά τηv oπoία απoδεικvύεται-

(α) ότι η ζημιά πρoκλήθηκε από φωτιά ή λόγω φωτιάς, και

(β) ότι o εvαγόμεvoς ... ήταv o κάτoχoς της ακίvητης ιδιoκτησίας.. από τηv oπoία άρχισε η φωτιά, o εvαγόμεvoς φέρει τo βάρoς της απόδειξης τoυ ότι δεv υφίστατo αμέλεια για τηv oπoία αυτός ευθύvεται σε σχέση με τηv έvαρξη ή τηv επέκταση της φωτιάς.»

 

Ήταν η κατάληξη του ότι τα γεγονότα της υπόθεσης αποκάλυπταν απόσειση του βάρους που είχε η Εφεσίβλητη, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Ακόμη και αν το άρθρο 53 έχει πλατύτερη εφαρμογή από τον κανόνα της Rylands v. Fletcher, στην έννοια ότι περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου η περιουσία του Ενάγοντα που καταστρέφεται βρίσκεται εντός της ιδιοκτησίας του Εναγόμενου όπου και άρχισε η φωτιά, και πάλιν δεν θα κατέληγα στη διαπίστωση ευθύνης στη Δημοκρατία στη βάση αυτή. Το άρθρο 53 δεν εναποθέτει αυστηρά την ευθύνη στον κάτοχο του ακινήτου από το οποίο άρχισε η φωτιά, αλλά εναποθέτει σε αυτόν το βάρος να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής σε σχέση με την εκδήλωση ή επέκταση της φωτιάς.

Τα γεγονότα της υπόθεσης συνδράμουν στην απόσειση του βάρους της Δημοκρατίας. Οι συνθήκες καταδεικνύουν ότι η Δημοκρατία δεν επέδειξε αμέλεια που να σχετίζεται με την εκδήλωση της φωτιάς. Η φωτιά άρχισε από το αμπάρι του Contessa που ανήκε στην πρώην Εναγόμενη 2 Εταιρεία, είτε λόγω συγκυρίας που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, είτε λόγω αμέλειας αυτών που είχαν τον έλεγχο του Contessa, είτε λόγω εγκληματικής ενέργειας τρίτου. Ο ίδιος ο Ενάγοντας με την Αναφορά καταλογίζει υπαιτιότητα για την έναρξη της φωτιάς στην πρώην Εναγόμενη 2. Ως προς το κατά πόσο η Δημοκρατία επέδειξε αμέλεια σε σχέση με την επέκταση της φωτιάς το ζήτημα έχει ήδη εξεταστεί πιο πάνω.»

 

Η αντίκριση του όλου ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο από τη νομική όσο και από την πραγματική άποψη ήταν απόλυτα ορθή. Τα όσα η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλέστηκε ως προς την πραγματική βάση τα οποία χαρακτήρισε μάλιστα ως «αδιαφιλονίκητη» μαρτυρία, δεν έχουν έρεισμα. Τα έχουμε ήδη σχολιάσει στο πλαίσιο του 9ου Λόγου Έφεσης.

 

Ο Λόγος Έφεσης 10 απορρίπτεται.

 

Με τον 8ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δέχθηκε τη θέση του Κονή, Μ.Υ.3, ότι όταν έφτασε στη σκηνή καίγονταν περισσότερο τα σκάφη CAPTAIN GREGORY και το  ΝAPA KING, και λιγότερο το σκάφος CONTESSA.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Κονή, Μ.Υ.3 επεσήμανε εξαρχής την άριστη εντύπωση που του έκανε ως μάρτυρας της αλήθειας. Δεν παρέλειψε, επίσης, στην Απόφαση του να υπογραμμίσει και το γεγονός ότι καμία αναφορά του εν λόγω μάρτυρα δεν είχε αμφισβητηθεί κατά την αντεξέταση. Σε ό,τι δε αφορά το υπό κρίση ζήτημα, υπό το φως της αξιολόγησης που διενήργησε, αποδέχτηκε τη θέση του Κονή, Μ.Υ.3 ότι κατά την άφιξη του στη σκηνή διαπίστωσε ότι καίγονταν τέσσερα σκάφη. Περισσότερο καίγονταν το CAPTAIN GREGORY και το NAPA KING και πιο λίγο το CONTESSA και το PARTY CRUISE. Απέρριψε, δε, την αντίθετη, προς τούτο μαρτυρία του Κέντρου, Μ.Ε.2 για τον οποίο η εικόνα που αποκόμισε ήταν ότι προσπάθησε με τη μαρτυρία του να παράσχει εξυπηρέτηση στον Ενάγοντα, στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«....ο Κέντρος είχε αφιχθεί στο χώρο μετά τις 22.32. Η αναφορά του ότι στο χρονικό εκείνο σημείο υπήρχε φωτιά μόνο στο αμπάρι του Contessa είναι αναληθής και αντίθετη με την επί του προκειμένου μαρτυρία του Κονή που δεν έχει αμφισβητηθεί. Προσπάθησε ο Κέντρος να υποστηρίξει ότι η φωτιά δεν είχε επεκταθεί ούτε στο Napa King ούτε και στο Captain Gregory για να θεμελιώσει τη θέση του ότι είδε τον Sandeep πάνω στο Napa King να επιχειρεί να λύσει τα σχοινιά του σκάφους και κάποιο αστυνομικό της Λιμενικής να τον απομακρύνει».

 

 

Είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Κονή, Μ.Υ.3 και αντιπαραβάλλοντας την με την υπόλοιπη μαρτυρία  την προσέγγισε εντός του ορθού πλαισίου δίδοντας καλούς και πειστικούς λόγους για την αποδοχή της. Δεν διαπιστώνουμε, εν προκειμένω, οποιαδήποτε ανακολουθία ή πλημμελή αξιολόγηση δεδομένων που παρουσιάστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά τη δίκη.

 

Ο Λόγος Έφεσης 8 απορρίπτεται.

 

Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένο και ως εντελώς αβάσιμο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ενώ ο Κέντρος, Μ.Ε.2 γνώριζε τα ονόματα των Αστυνομικών επειδή είχε βάρκα στο Αλιευτικό Καταφύγιο, δεν ανέφερε ποιος Αστυνομικός εμπόδισε τον Sandeep να απομακρύνει το σκάφος. Στην αιτιολογία του Λόγου αυτού προβάλλεται ότι η πιο πάνω αναφορά έγινε για να απορριφθεί  η μαρτυρία του Μ.Ε.2.

 

Έχοντας μελετήσει προσεκτικά τα πρακτικά δεν έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη οποιασδήποτε μαρτυρίας η οποία όντως να δικαιολογούσε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, επειδή ο Μ.Ε.2 είχε βάρκα στο Αλιευτικό Καταφύγιο, γνώριζε τα ονόματα των Αστυνομικών. Το λανθασμένο, ωστόσο, αυτό συμπέρασμα δεν διεφάνη να επέδρασε αρνητικά στην αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων και τα εξής:

 

«Ούτε και ο Ανδρέου μου έκαμε θετική εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Η εικόνα που αποκόμισα είναι ότι προσπάθησε με τη μαρτυρία του να παράσχει εξυπηρέτηση στον Ενάγοντα, όπως και ο Κέντρος. Αμφότεροι με τη μαρτυρία τους, πέραν από το ζήτημα της ισχυριζόμενης παρεμπόδισης του Sandeep, προσπάθησαν να αποδώσουν μια εικόνα ανεπάρκειας μέχρι και ανικανότητας της Πυροσβεστικής να αντιμετωπίσει την κατάσταση, που θα ήταν συμβατή και με λανθασμένες ενέργειες παρεμπόδισης των ιδιοκτητών από του να μετακινήσουν τα σκάφη τους. Σε αυτή της την πτυχή η μαρτυρία τους βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία των Κονή και Νικολή σε σχέση με τον τρόπο που η Πυροσβεστική αντιμετώπισε το επεισόδιο και η οποία δεν αμφισβητήθηκε και γίνεται αποδεκτή.»

 

 

 

Όπως προκύπτει, η εκτίμηση και στάθμιση της μαρτυρίας αυτής - όπως και της υπόλοιπης στην οποία αναφερθήκαμε στο πλαίσιο και άλλων Λόγων Έφεσης - ήταν η πρέπουσα και εντός των εφαρμοζόμενων νομολογιακών παραμέτρων. Το λανθασμένο συμπέρασμα δεν φαίνεται να επέδρασε στη διαμόρφωση της κρίσης του και των ευρημάτων του ως προς την αξιοπιστία του πιο πάνω μάρτυρα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα ύψους €6.700.

 

 

                                                     Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                     Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                     Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] Γιος του Εφεσείοντα.

[2]  "When I started trying to remove the one of the two boats, NAPA KING, one policeman came on board of NAPA KING which I was trying to remove and shouted at me to leave the boat immediately and I refused explaining to him that I should drive the boats away from the fire as there was a risk of the fire spreading on our boats.

In spite of my protestation, the police officer forced me out of the boat. When I went to the mall, I spoke to the son of my boss, Akis Gregoriou, on the mobile phone who was abroad in South Africa and instructed me to remove immediately the boats from the place of fire and I told him that the police did not allow me."

               

 

[3] Δέστε σελίδα 66 των Πρακτικών:

 

Ε. Μήπως ο Sandeep αντιλαμβάνομαι όταν ήρθες εσύ, ήταν στο μόλο;

Α. Ναι όταν τον είδα σε κάποια φάση.

Ε. Μήπως μετά που ήταν στο μόλο προσπάθησε να πάει πίσω ξανά, για να το απελευθερώσει και τον εμπόδισε ένας αστυνομικός ή δε θυμάσαι; Δεν πρόσεξες;

Α. Δεν πρόσεξα ούτε αντιλήφθηκα. Δεν γνωρίζω.

[4] Δέστε σελίδα 80 από την αντεξέταση του Μ.Υ.5:

 

«Ε. Άλλους αστυνομικούς είχε;

Α. Όταν επήγα εγώ όχι, μετά ήρθε ο αστυνομικός της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αμμοχώστου.

Ε. Ήσασταν ο πρώτος που επήγατε;

Α. Από την Αστυνομία ναι.

Ε. Όταν είχατε πάει εκεί, υπήρχαν άλλοι αστυνομικοί;»

 

 

[5] Δέστε Γενικός Εισαγγελέας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320.

 

[6]  Δέστε, επίσης, Φάνος Ν. Επιφανείου Λτδ ν. Μελάρτα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 654, Κουντουρίδης Λτδ ν. Mohamed Imbrahim Gooda (2006) 1 A.A.Δ. 1251 και Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ 100.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο