ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7/2023)
(i-Justice)
10 Απριλίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΚΑΤ΄ ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ 106/2023 (ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/09/2023), ECLI:CY:AD:2023:D282
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 (5/2018)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ ΔΕΠΕ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΗΕ 223315, ΤΕΠΕΛΕΝΙΟΥ 13, ΤΕΠΕΛΕΝΙΟ ΚΩΡΤ, 2Ος ΟΡΟΦΟΣ, 8010 - ΠΑΦΟΣ, ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡIΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡIΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ ΔΕΠΕ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΗΕ 223315, ΤΕΠΕΛΕΝΙΟΥ 13, ΤΕΠΕΛΕΝΙΟ ΚΩΡΤ, 2Ος ΟΡΟΦΟΣ, 8010 - ΠΑΦΟΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡIΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/05/2023 ΠΟΥ ΕΠΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΠΟΙΝΗ, ΗΤΟΙ ΠΡΟΣΤΙΜΟ €19.000,00 (ΔΕΚΑ ΕΝΝΕΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ), Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΤΗΝ 31/07/2023 ΜΑΖΙ ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/06/2022, ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/05/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ, Ν.188(Ι)/2007 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ.
_________________________
Χρ. Π. Κινάνης με Ι. Παπαζαχαρία και Κ. Αποκίδη για Kinanis LLC & Ιωάννης Παπαζαχαρία, για την Εφεσείουσα.
_________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 18.5.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο, με Διαδικαστικό Κανονισμό που εξέδωσε, ρύθμισε, για πρώτη φορά, τον χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να καταχωρείται αίτηση για άδεια καταχώρισης Aίτησης «προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσεως Certiorari, Mandamus, Prohibition και Quo Warranto». Πρόκειται για τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, σύμφωνα με τον οποίο:
«5. (1) Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρήσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.»
Η αιτήτρια δικηγορική εταιρεία, κατ΄ επίκληση του Κανονισμού 5(2), καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο μονομερή αίτηση για επέκταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για άδεια καταχώρισης αίτησης διά κλήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, αφού είχαν παρέλθει οι 45 ημέρες από την έκδοση της απόφασης που ήθελε να προσβάλει. Η αίτηση υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του κ. Ιωάννη Παπαζαχαρία, δικηγόρου, ο οποίος είναι ο μοναδικός διευθυντής και μέτοχος της πιο πάνω δικηγορικής εταιρείας.
Με την εν λόγω διαδικασία, η αιτήτρια θα επεδίωκε την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, με την οποία της είχε επιβάλει συνολικό πρόστιμο €19.000 για παραβάσεις δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/2007.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 15.9.2023, απέρριψε την αίτηση για λόγους στους οποίους θα κάνουμε αναφορά στη συνέχεια. Θεωρούμε σκόπιμο στο παρόν στάδιο να παραθέσουμε τα γεγονότα από την Ένορκη Δήλωση του κ. Παπαζαχαρία που υποστήριζε την αίτηση, ως αυτά παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση:
«Στις 13/4/2021 το Τμήμα Εποπτείας και Συμμόρφωσης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (εφεξής «το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ.»), απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Αιτήτρια για επιτόπιο εποπτικό έλεγχο στα γραφεία τους με βάση τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο 188(Ι)/2007.
Ο πρώτος επιτόπιος εποπτικός έλεγχος έγινε από Λειτουργούς/υπαλλήλους του Π.Δ.Σ. στις 19/4/2021 και συνεχίστηκε στις 26/4/2021 και 20/5/2021.
Στις 17/1/2022 το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. εξέδωσε Κατηγορητήριο εναντίον της Αιτήτριας για έξι κατηγορίες, το οποίο απέστειλε στην Αιτήτρια την επομένη, δηλ. 18/1/2022.
Με βάση το Κατηγορητήριο η Αιτήτρια καλείτο να υποβάλει έγγραφες «παραστάσεις» ενώπιον του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ. εντός 15 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του Κατηγορητηρίου.
Η Αιτήτρια συμμορφούμενη με το πιο πάνω χρονοδιάγραμμα, στις 26/1/2022 απέστειλε στο Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. τις γραπτές της παραστάσεις αναφορικά με το Κατηγορητήριο.
Χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία και χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε απάντηση στα αιτήματα της Αιτήτριας να παρουσιαστεί ενώπιον του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ. και να ακουστεί προσωπικά, στις 30/5/2022 το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. με Απόφαση του έκρινε ένοχη την Αιτήτρια στις Κατηγορίες 2, 3 και 4 (εφεξής «η Απόφαση Καταδίκης»). Το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. με επιστολή του ημερ. 8/11/2022 γνωστοποίησε την Απόφαση Καταδίκης στην Αιτήτρια, την οποία επέδωσε στις 8/12/2022 και κάλεσε την Αιτήτρια να προβεί σε οποιαδήποτε σχόλια και/ή παρατηρήσεις ώστε να ληφθούν υπόψη για μετριασμό της ποινής εντός 10 ημερών από την επίδοση της εν λόγω επιστολής. Στη βάση αυτού η Αιτήτρια στις 19/12/2022 ετοίμασε και απέστειλε γραπτώς τις σχετικές παραστάσεις της για μετριασμό της ποινής.
Στις 29/5/2023 το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. εξέδωσε την Απόφαση του για επιβολή ποινής και επέβαλε στην Αιτήτρια συνολικό πρόστιμο €19.000 (εφεξής «η Απόφαση Ποινής»). Η Απόφαση Ποινής επιδόθηκε και γνωστοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αιτήτρια με μεγάλη καθυστέρηση, στις 31/7/2023, μαζί με σχετική επιστολή του Συμβουλίου του Π.Δ.Σ., ημερ. 20/6/2023.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιόν του, δικαιολογημένα βρήκε πως η «απόφαση ποινής» περιήλθε σε γνώση της αιτήτριας μετά την πάροδο των 45 ημερών, προθεσμία για την οποία γίνεται αναφορά στο σχετικό Κανονισμό. Για το θέμα αυτό σημείωσε τα ακόλουθα:
«Η ανυπαίτια άγνοια της ύπαρξης της Απόφασης και ουσιαστικά του περιεχομένου της από την επηρεαζόμενη Αιτήτρια ικανοποιεί, χωρίς άλλο, την προϋπόθεση να καταδειχτούν εξαιρετικές περιστάσεις που την εμπόδιζαν να καταχωρίσει την αίτηση της εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, όπως προνοείται στον Κανονισμό 5(2) .»
Ωστόσο, απέρριψε την αίτηση για επέκταση της προθεσμίας, η οποία καταχωρίστηκε 35 ημέρες μετά που η αιτήτρια έλαβε γνώση της «απόφασης ποινής», με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Η παράλειψη της αιτήτριας, μόλις έλαβε γνώση της διαδικασίας εναντίον της να ενεργήσει αμέσως προς επέκταση της προθεσμίας απαιτεί, εν προκειμένω, την παράθεση στοιχείων ή λόγων που συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις - ή κάτι ανάλογο και ως τέτοιες δικαιολογούν την καθυστέρηση.
[.]
Σε σχέση με τον διαρρεύσαντα χρόνο μέχρι την καταχώριση της υπό κρίση Αίτησης, η Αιτήτρια προβάλλει απλώς ότι προχώρησε σε νομική μελέτη της υπόθεσης για να αποφασισθεί το κατάλληλο ένδικο μέσο προσβολής της Απόφασης και ότι ζήτησε τη συνδρομή άλλου δικηγορικού γραφείου για την εκπροσώπησή της.
Δεδομένης της παρέλευσης των 35 ημερών μέχρι να καταχωρηθεί η υπό κρίση Αίτηση για επέκταση του χρόνου και της μη παράθεσης συγκεκριμένων λεπτομερειών που να συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις τέτοιες που παρεμπόδισαν ή δεν επέτρεψαν στην Αιτήτρια να αποταθεί νωρίτερα, τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σε σχέση με τον διαρρεύσαντα χρόνο δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη σημειωθείσα καθυστέρηση.»
Η δικηγορική εταιρεία, με τέσσερις λόγους έφεσης, τους οποίους παραθέτουμε σε γενικές γραμμές αμέσως πιο κάτω, χωρίς την αιτιολογία τους, επιζητά την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης:
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία των ισχυόντων Κανονισμών με αποτέλεσμα να έχουμε περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη και παραβίαση της αρχής της ισότητας.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων της αιτήτριας και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Tο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο διαρρεύσας μέχρι την καταχώριση της αίτησης χρόνος δεν είχε δικαιολογηθεί, είναι εσφαλμένο.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και δεν προέβη σε εύρημα σε σχέση με το κατά πόσο το συμφέρον της δικαιοσύνης δικαιολογούσε την έγκριση της αίτησης.
Αναφέρουμε από τώρα πως και πριν από την έκδοση του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού, ο χρόνος υποβολής αίτησης συνιστούσε ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και άσκηση της εν λόγω δικαιοδοσίας από το Ανώτατο Δικαστήριο. Όπως είχε τεθεί στη Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, 443:
«. Ο χρόνος μέσα στον οποίο υποβάλλεται αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και την άσκηση της δικαιοδοσίας. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 303 το στοιχείο του χρόνου είναι τόσο σημαντικό ώστε να έχει οδηγήσει στην Αγγλία στη θέσπιση του R.S.C. Ord. 53 r.2(2) με την οποία καθιερώνεται το χρονικό διάστημα των έξι μηνών ως το ανώτατο χρονικό όριο για την υποβολή αίτησης για την έκδοση Certiorari. Κάθε καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί για την παροχή άδειας.»
Ως εκ τούτου, δεν ήταν λίγες οι φορές που αιτήσεις για εξασφάλιση άδειας, είχαν απορριφθεί λόγω καθυστέρησης (Αργυρού (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 457, 462 και Κτηματικές Επιχ. Ανδρέας Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1818, 1827).
Ως ελέχθη, οι πρόνοιες του Κανονισμού καθορίζουν την έναρξη της προθεσμίας για καταχώριση αίτησης για άδεια, από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Ρητά ορίζουν πως η αίτηση για άδεια «Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης κλπ». Ουδεμία αναφορά γίνεται σε γνώση και σε έναρξη της προθεσμίας από τη γνώση. Δεν νοείται όμως, πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από απόφαση, διάταγμα ή πράξη, να έχει δικαίωμα να προσβάλει την εν λόγω απόφαση με ένδικο μέσο, το οποίο δύναται να ασκήσει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, και η εν λόγω προθεσμία να ενεργοποιείται, χωρίς αυτός να έχει λάβει γνώση της απόφασης. Εύστοχα ο κ. Κινάνης παρέπεμψε στην υπόθεση Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβ. Δικηγόρων (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 384, όπου ο τότε Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, κ. Πικής, εξέφρασε, με τη δική του απόφαση, επιφυλάξεις σε σχέση με την έναρξη προθεσμίας από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, εκεί βεβαίως σε άλλο πεδίο δικαίου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η διαπίστωση ότι ο Νόμος καταφατικά ορίζει ότι έφεση ασκείται μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, είναι ορθή. Πράγματι ο Νόμος δεν συσχετίζει την προθεσμία άσκησης έφεσης με τη γνωστοποίηση της απόφασης στα πρόσωπα που παρέχεται δικαίωμα έφεσης. Άποψή μου είναι ότι η γνωστοποίηση της απόφασης στους επηρεαζομένους, αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας άσκησης έφεσης. Η ταύτιση του δικαιώματος με τη γνωστοποίηση της απόφασης στους επηρεαζομένους εξυπακούεται από αυτή τούτη την παροχή του δικαιώματος. Διαφορετικά το δικαίωμα θα ήταν χωρίς αντίκρισμα. Αδυνατώ να δεχτώ ότι μπορεί να παρασχεθεί δικαίωμα χωρίς τα εχέγγυα για την άσκησή του. Αυτό θα αποτελούσε αντίφαση προς την παροχή αυτού τούτου του δικαιώματος.»
Η απόφαση της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την Αίτηση του Manuel Puhler, Πολ. Έφ. Αρ. 404/2019, ημερ. 10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:A421, φαίνεται να ενστερνίζεται τις πιο πάνω επιφυλάξεις, εξού και σ΄ αυτήν καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Ο χρόνος που ο αιτητής έλαβε γνώση ή θα μπορούσε να λάβει γνώση της διαδικασίας που επιθυμεί να ακυρώσει με τη χρήση του Προνομιακού Εντάλματος είναι σημαντικό στοιχείο. Όπου, όπως εν προκειμένω, ο αιτητής έλαβε έγκαιρα γνώση της διαδικασίας εναντίον του, η παράλειψη του να ενεργήσει άμεσα προς επιδίωξη θεραπείας, εναποθέτει στον αιτητή επιπρόσθετο βάρος να πείσει ότι ο λόγος που προβάλλει είναι τέτοιος που αποτελεί ένα σοβαρό πρόσκομμα στην επιδίωξη προνομιακής θεραπείας, έτσι ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.»
Πάνω στην ίδια βάση φαίνεται να κινήθηκε και η μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας, στην Αναφορικά με την Αίτηση των Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 138/2022, ημερ. 22.11.2023, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία έχει διαμορφωθεί από τη θέσπιση του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, κατά την εξέταση αίτησης για επέκταση, το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη την ημερομηνία λήψης γνώσης της απόφασης ή διατάγματος και να συνεκτιμήσει παράλληλα τις ενέργειες του αιτητή από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι και την καταχώριση της αίτησης επέκτασης. Σε περίπτωση που διαφανεί ότι ο αιτητής δεν ενήργησε με την απαραίτητη σπουδή, αφότου έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.»
[H υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Εφετείο]
Εν προκειμένω, η αιτήτρια δεν έλαβε γνώση της απόφασης εντός της προθεσμίας των 45 ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της. Συνεπώς έχουμε την άποψη πως δεν μπορεί σε τέτοια περίπτωση να τίθεται θέμα να καταδειχθούν εκ μέρους της «εξαιρετικές περιστάσεις» που την παρεμπόδισαν να καταχωρίσει την αίτηση εντός της προβλεπόμενης από τον Διαδικαστικό Κανονισμό προθεσμίας. Το βάρος αποκάλυψης εξαιρετικών περιστάσεων το έχει αυτός στον οποίο δόθηκε η δυνατότητα να καταχωρίσει την αίτηση εντός 45 ημερών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης, και δεν το έπραξε. Εν προκειμένω, ουδέποτε δόθηκε αυτή η δυνατότητα στην αιτήτρια. Κατ΄ επέκταση, δεν μπορεί να τίθεται θέμα να καταδείξει εξαιρετικές περιστάσεις που την εμπόδισαν να κινηθεί δικαστικώς εντός της πιο πάνω προβλεπόμενης προθεσμίας. Να σημειώσουμε εδώ πως το Ανώτατο Δικαστήριο σε αρκετές αποφάσεις του, θεωρούσε πως όταν ένας επηρεαζόμενος ελάμβανε γνώση απόφασης, διατάγματος ή πράξης που τον αφορούσε, μετά την προθεσμία των 45 ημερών από την έκδοσή της, αυτό ισοδυναμούσε με αποκάλυψη εκ μέρους του εξαιρετικών περιστάσεων που τον εμπόδισαν να υποβάλει την αίτησή του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Στην ουσία όμως επρόκειτο περί αντικειμενικής αδυναμίας. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν καταλογίζει στην αιτήτρια οιανδήποτε αδράνεια να κινηθεί εντός της προθεσμίας των 45 ημερών, για την οποία γίνεται αναφορά στο Διαδικαστικό Κανονισμό.
Η αιτήτρια καταχώρισε την αίτηση για επέκταση του χρόνου, 35 ημέρες μετά που έλαβε γνώση της απόφασης, και αφού είχε ήδη παρέλθει, χωρίς να ευθύνεται, η προθεσμία των 45 ημερών. Εάν η συγκεκριμένη απόφαση, της είχε γνωστοποιηθεί την ημέρα της έκδοσής της, τότε δεν θα ήταν αναγκαία η καταχώριση αίτησης για επέκταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για εξασφάλιση άδειας. Ενδεχομένως τότε, στο πλαίσιο αίτησης για εξασφάλιση άδειας, να μπορούσε να είχε τεθεί θέμα κατά πόσο, στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, η αιτήτρια κινήθηκε το συντομότερο δυνατό, ως προβλέπει ο Διαδικαστικός Κανονισμός. Με άλλα λόγια, εκεί όπου ο επηρεαζόμενος επιδεικνύει αδικαιολόγητη καθυστέρηση (undue delay) στην καταχώριση αίτησης για άδεια, είναι δυνατόν η αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε εντός της προθεσμίας, να απορριφθεί (Halsbury΄s Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 2, σελ. 72-73).
Περαιτέρω, αυτός ο οποίος δεν λαμβάνει γνώση της απόφασης, κλπ, εντός της προθεσμίας των 45 ημερών από την έκδοσή της ή λαμβάνει γνώση εντός της πιο πάνω προθεσμίας αλλά με τέτοια καθυστέρηση, ούτως ώστε να μην μπορεί να καταχωρίσει την αίτησή του για εξασφάλιση άδειας εντός της προθεσμίας, δικαιούται σε επέκταση του χρόνου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν έχει απεριόριστο χρόνο να αιτηθεί την επέκταση. Ούτε έχει δικαιωματικά 45 ημέρες από την ημερομηνία που λαμβάνει γνώση της απόφασης, κλπ, ως ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ενώπιόν μας.
Εν προκειμένω, ως ελέχθη, η αιτήτρια δεν παρέλειψε αδικαιολόγητα να καταχωρίσει αίτηση για εξασφάλιση άδειας εντός των 45 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Η προθεσμία των 45 ημερών παρήλθε χωρίς η ίδια να έχει ευθύνη. Καταχώρισε την αίτηση για επέκταση μετά την πάροδο των 45 ημερών, για να εξασφαλίσει τη σχετική άδεια αφού αυτό απαιτεί ο Διαδικαστικός Κανονισμός (Μ.Α. Christodoulou Investments Ltd v. Αδελφοί Ανδρέου & Σταύρου Χρίστου (Έμποροι) Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 280/2021, ημερ. 8.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:D48). Και το ερώτημα που προκύπτει, δεν είναι κατά πόσο η αιτήτρια κατέδειξε «εξαιρετικές περιστάσεις ή κάτι ανάλογο», ως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέβασε τον πήχη, αλλά κατά πόσο αυτή ενήργησε το συντομότερο δυνατό ή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.
Όπως εύστοχα τέθηκε στην In re Charalambous (1985)1 A.A.Δ. 746, απόφαση η οποία βεβαίως εξεδόθη πριν από την θέσπιση του πιο πάνω Κανονισμού:
«The aforesaid English rule does not apply in Cyprus and, therefore, there is no time-limit. An application, how- ever, for leave must be made with reasonable diligence. Leave will not be granted unless applied for within a reasonable time. If there is delay not accounted for to the satisfaction of the Court, then leave may not be granted. Leave is granted only where diligence is shown by an applicant in real need: of the remedy-(R. v. Senate of the University of Aston, Ex-parte Roffey and Another, [1969] 2 All E.R. 964, at p. 979).
In the instant case there was an inordinate delay of over two years, which was not accounted for, from the date that the consent judgment was issued until the filing of this application.»
Το γεγονός ότι η αιτήτρια εν προκειμένω δεν ενήργησε μετά την πάροδο των 45 ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση, αλλά ενωρίτερα, είναι κάτι που συνεκτιμάται μαζί με τα υπόλοιπα γεγονότα. Θεωρούμε πως τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία έχουν πάντα τη σημασία τους, αποκαλύπτουν πως η αιτήτρια ενήργησε το συντομότερο δυνατό και/ή εντός ευλόγου χρόνου και/ή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η παράγραφος 48 της Ένορκης Δήλωσης του δικηγόρου κ. Ιωάννη Παπαζαχαρία, που υποστηρίζει την αίτηση, δίδει φως σε σχέση με τη συμπεριφορά και τις ενέργειες της αιτήτριας, μετά που της γνωστοποιήθηκε η απόφαση που την αφορά. Την παραθέτουμε αυτολεξεί:
«48. Μετά την επίδοση της απόφασης της ποινής στις 31/07/2023, προχώρησα σε νομική μελέτη της υπόθεσης ώστε να διαγνωστεί και αποφασιστεί το κατάλληλο ένδικο μέσο προσβολής της, του πρωτότυπου τέτοιας φύσης απόφασης του Συμβουλίου του Π.Ε.Σ. λαμβανομένου υπόψη και χωρίς δικαστικό προηγούμενο και περαιτέρω ζήτησα την συνδρομή του ανεξάρτητου δικηγορικού γραφείου KINANIS LLC, το οποίο ανέλαβε την δικαστική μας εκπροσώπηση, καθώς και την ετοιμασία και προώθηση των αναγκαίων αιτήσεων, αρχής γενομένης της παρούσας.»
Εντελώς διαφορετικά ήταν τα γεγονότα στην υπόθεση Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. (ανωτέρω), όπου εκεί, ως καταγράφεται στην απόφαση, υπήρχε «παντελής απουσία επεξήγησης του τι έλαβε χώρα, λαμβάνοντας ως αφετηρία την ημερομηνία λήψης γνώσης του διατάγματος μέχρι και την καταχώριση της αίτησης για επέκταση». Εκεί μάλιστα οι αιτητές είχαν τη δυνατότητα να αποταθούν για επέκταση της προθεσμίας πριν ακόμη αυτή εκπνεύσει, κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.
Εκείνο που διαπιστώνουμε, σε συμφωνία με τον ενόρκως δηλούντα, είναι πως πράγματι η εκδοθείσα απόφαση που φαίνεται να επηρεάζει την αιτήτρια, δεν είναι από τις αποφάσεις που έχουν απασχολήσει στο παρελθόν είτε το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, είτε τα Δικαστήριά μας. Ως εκ τούτου, η αιτήτρια δικαιολογημένα ισχυρίστηκε ότι η συγκεκριμένη απόφαση έπρεπε να μελετηθεί, και για να μελετηθεί χρειαζόταν χρόνος. Περαιτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως εδώ αδικαιολόγητα αναζητήθηκε και άλλη ανεξάρτητη νομική γνώμη για να αποφασιστεί το κατάλληλο ένδικο μέσο (Προνομιακό Ένταλμα Certiorari), χωρίς εμείς τώρα να αποφασίζουμε κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να προσβληθεί με το εν λόγω Προνομιακό Ένταλμα.
Στη βάση των πιο πάνω, δεν θεωρούμε ότι ο χρόνος των 35 ημερών που παρήλθε από την ημερομηνία που η αιτήτρια έλαβε γνώση, είναι τέτοιος που να αποκαλύπτει αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή αδιαφορία εκ μέρους της, όταν μάλιστα αυτή δεν είχε εκ των προτέρων τη δυνατότητα να γνωρίζει τον συγκεκριμένο χρόνο εντός του οποίου θα έπρεπε να κινηθεί, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η απόφαση γνωστοποιείται την ημέρα έκδοσής της. Ούτε θεωρούμε ότι εν προκειμένω η επέκταση της προθεσμίας υπονομεύει την απονομή της δικαιοσύνης (Δήμος Στροβόλου ν. Γιασεμίδου κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 104). Τουναντίον, τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης, στα οποία έχουμε ήδη κάνει αναφορά, συνηγορούν υπέρ της επέκτασης του χρόνου, επέκταση η οποία βρίσκουμε ότι εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης (Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. (ανωτέρω)).
Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνονται βάσιμοι. Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Η αίτηση εγκρίνεται. Ο χρόνος επεκτείνεται για περίοδο δέκα ημερών από σήμερα. Η αιτήτρια δύναται να καταχωρίσει εντός της πιο πάνω προθεσμίας, αίτηση για εξασφάλιση άδειας για καταχώριση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου