ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση αρ. 40/2024)
(i-Justice)
4 Απριλίου, 2024
[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 KAI 9 TΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ACP TRADING I LLC ΑΠΟ CAYMAN ISLANDS ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/03/2024 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΑΡ. 128/2023 (I-JUSTICE) ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΗΜΕΡ. 3/07/2023
_________________
Γεώργιος Τριανταφυλλίδης με Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη και Μαρία Βασιλείου (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε, για την Αιτήτρια.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Mε την υπό εκδίκαση μονομερή αίτηση, η οποία υποστηρίζεται και από Ένορκη Δήλωση της δικηγόρου κας Μ. Βασιλείου, η αιτήτρια εταιρεία επιδιώκει την εξασφάλιση άδειας για καταχώριση Αίτησης διά κλήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 13.3.2024, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που εξεδόθη, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στο πλαίσιο Αίτησης Εκκαθάρισης που αυτή είχε καταχωρίσει κατά της υπό διαχείριση εταιρείας G.N. Terminal Enterprises Ltd («GNT»). H Aίτηση Εκκαθάρισης έχει ως νομική βάση τα άρθρα 209, 211(ε), 212(α), 213 και 214 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Εκκρεμούσης της Αίτησης Εκκαθάρισης, διορίστηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου, ημερ. 10.3.2023, η κα Ευφροσύνη Μονού, αδειούχος σύμβουλος αφερεγγυότητας, ως προσωρινή εκκαθαρίστρια της εταιρείας «GNT», με συγκεκριμένες εξουσίες και αρμοδιότητες. Αρχικά επιχειρήθηκε η εξασφάλιση της εν λόγω θεραπείας με μονομερή αίτηση, όμως Δικάστρια του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, άλλη από αυτήν που εξέδωσε την απόφαση ημερ. 13.3.2024, με πρακτικό ημερ. 3.3.2023, διέταξε όπως η μονομερής αίτηση επιδοθεί «στην άλλη πλευρά και ορίζεται για τον σκοπό αυτό στις 10.3.2023 και ώρα 9:00 π.μ.» Στις 10.3.2023 η ίδια Δικάστρια σημείωσε τα ακόλουθα:
«Διαπιστώνω ότι η αίτηση έχει επιδοθεί στον Διαχειριστή, στον Έφορο Εταιρειών, και στο εγγεγραμμένο γραφείο της Καθ΄ ης η αίτηση. Δεν υπήρξε καμία εμφάνιση εκ μέρους του Επίσημου Παραλήπτη και της Καθ΄ ης η Αίτηση. Εκ μέρους της Καθ΄ ης η Αίτηση εμφανίζεται ο συνήγορος που ενεργεί στη βάση οδηγιών του διαχειριστή/παραλήπτη Κρις Ιακωβίδη.
Εκδίδεται εκ συμφώνου διάταγμα ως το Α της Αίτησης ημερομηνίας 01/03/2023. Τα έξοδα της αίτησης ημερ. 01/03/2023 θα είναι στην πορεία της κυρίως. Όσον αφορά την Κυρίως Αίτηση, αυτή ορίζεται για ακρόαση στις 10/04/2023 και ώρα 09:00 π.μ. και η Αιτήτρια να προβεί σε δημοσιεύσεις της αίτησης στην Επίσημη Εφημερίδα και σε μία εφημερίδα έγκυρης εμβέλειας εντός 20 ημερών από σήμερα. Οι Αιτητές να παραδώσουν αντίγραφο του διατάγματος εντός τριών ημερών από τη σύνταξή του στον Έφορο Εταιρειών.»
Ακολούθησε στις 3.7.2023 Αίτηση διά κλήσεως εκ μέρους των Volodymyr Naumenko, Waylink Assets Ltd, Dusan Denic και Sergiy Groza, με την οποία ζητούσαν, ανάμεσα σε άλλες θεραπείες, διαγραφή (strike out) και/ή παραμερισμό (set aside) και/ή ακύρωση (discharge) του διατάγματος ημερ. 10.3.2023, το οποίο εξεδόθη εν τη απουσία τους. Για σκοπούς της παρούσας αίτησης, δεν χρειάζεται να αναφερθεί οτιδήποτε για τη σχέση των συγκεκριμένων αιτητών με την υπό εκκαθάριση εταιρεία. Aυτό που θα πρέπει να λεχθεί είναι πως οι πιο πάνω αιτητές (ενδιαφερόμενα μέρη), στις 3.7.2023 καταχώρισαν και μονομερή αίτηση, με την οποία ζητούσαν προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να αναστέλλονται «οι εξουσίες και/ή δικαιώματα» της διορισθείσας κας Ευφροσύνης Μονού, μέχρι την τελική εκδίκαση και έκδοση απόφασης στην Αίτηση διά κλήσεως ημερ. 3.7.2023 που αυτοί είχαν καταχωρίσει.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενέκρινε εν μέρει τη μονομερή αίτηση και εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στην πιο πάνω διορισθείσα «από το να προβαίνει σε οιαδήποτε ενέργεια και/ή πράξη και/ή συνδιαλλαγή εκ μέρους της Εταιρεία G.N. Terminal Enterprises Ltd (Υπό Διαχείριση) (ΗΕ 137171) και/ή οποιαδήποτε πράξη και/ή ενέργεια που αφορά την εκκαθάριση οποιαδήποτε άμεσα ή έμμεσα θυγατρικής εταιρείας της εταιρείας G.N. Terminal Enterprises Ltd (Υπό Διαχείριση) (ΗΕ 137171 είτε υπό την ιδιότητα της ως Προσωρινός Εκκαθαριστής της εταιρείας είτε άλλως πως, μέχρι την τελική εκδίκαση και έκδοση Απόφασης Δικαστηρίου στην Αίτηση των Ενδιαφερόμενων Μερών και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου».
Η Αίτηση διά κλήσεως ημερ. 3.7.2023 των ενδιαφερόμενων μερών, οδηγήθηκε σε ακρόαση. Ως ελέχθη, Δικάστρια, άλλη από αυτήν που εξέδωσε το διάταγμα διορισμού της κας Ευφροσύνης Μονού, στο εξής «το κατώτερο Δικαστήριο», ακύρωσε με την πιο πάνω ενδιάμεση απόφασή του το διάταγμα διορισμού της και παραμέρισε πράξεις και ενέργειες στις οποίες αυτή είχε προβεί ως προσωρινή εκκαθαρίστρια. Για ό,τι αξίζει, να σημειώσω πως και η κα Μονού είχε καταχωρίσει μονομερή αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για εξασφάλιση άδειας για καταχώριση Αίτησης διά κλήσεως για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 13.3.2024 με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, την οποία όμως στη συνέχεια απέσυρε.
Στις σελ. 28 και 29 της προσβαλλόμενης απόφασης, καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όταν το Δικαστήριο διέτασσε την επίδοση στην άλλη πλευρά εννοούσε την πλευρά των Αιτητών, οι οποίοι κατ΄ ισχυρισμό επιχείρησαν να αποξενώσουν περιουσιακά στοιχεία της GNT ή/και προέβησαν στην αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων της εν λόγω εταιρείας.
[.]
Αφ΄ ης στιγμής οι οδηγίες του Δικαστηρίου ήταν η επίδοση της αίτησης στην άλλη πλευρά, που ως έχει διασαφηνιστεί/επεξηγηθεί πιο πάνω, η πλευρά αυτή ήταν η πλευρά των Αιτητών, όφειλαν να συμμορφωθούν με τις οδηγίες του Δικαστηρίου.
Διέλαθε όμως την προσοχή του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν οι προηγούμενες οδηγίες για επίδοση της αίτησης στους Αιτητές. Κατ΄ ακολουθίαν, στις 10/03/2023 η διαδικασία προχώρησε στην απουσία «της άλλης πλευράς» έχοντας ως αποτέλεσμα την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.»
Δεν έχει αμφισβητηθεί, και ορθά, πως η εκδοθείσα στις 13.3.2024 ενδιάμεση απόφαση υπόκειτο σε έφεση. Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι η έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή των άλλων ένδικων μέσων. Το Προνομιακό Ένταλμα Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται «ούτε σαν έφεση υπό μεταμφίεση, ούτε ως μέσο επανακρόασης του ζητήματος που εγείρεται» (Βιολάρη (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1327). Όπως εύστοχα τέθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Πεππή Οφειλέτη/Χρεώστη για τη Χορήγηση Άδειας Καταχώρισης Εντάλματος Certiorari, Πολ. Αίτηση Αρ. 68/2019, ημερ. 9.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:D176: «Είναι γνωστό ότι τα Προνομιακά Εντάλματα κατά προνόμιο δίδονται διότι αποτελούν εξαίρεση της φυσιολογικής πορείας των πραγμάτων που είναι η εξάντληση των άλλων διαθέσιμων ένδικων μέσων ή διαδικασιών ενώπιον του ίδιου του Δικαστηρίου που ανέλαβε εν πρώτοις τη διαδικασία. Η έφεση αποτελεί τον ορθόδοξο και κλασσικό τρόπο ελέγχου μιας δικαστικής απόφασης. Τα Προνομιακά Εντάλματα με πάγια νομολογία δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν την έφεση (Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 404)».
Ούτε αμφισβητείται πως το κατώτερο Δικαστήριο εξεδίκασε μίαν αίτηση, την οποία είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει. Στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση μονομερή αίτηση, γίνεται αναφορά πως:
«(α) Το Κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε καμία απολύτως αρμοδιότητα και εξουσία να ερμηνεύσει το ίδιο τις προηγούμενες οδηγίες του Δικαστηρίου υπό διαφορετική σύνθεση, ήτοι υπό της έντιμης Δικαστή Γ. Καραμαλλή, Προς. Ε.Δ., και να αποφανθεί ως προς την ερμηνεία του λεκτικού που χρησιμοποίησε ή την πρόθεση της έντιμης Δικαστή Γ. Καραμαλλή, Προς. Ε.Δ. όταν έδιδε οδηγίες η Αίτηση Διορισμού ΠΕ να επιδοθεί στην «άλλη πλευρά».
[.]
(γ) Το μοναδικό και/ή αποκλειστικά αρμόδιο άτομο να αποφασίσει επί των πιο πάνω ζητημάτων ήταν η δικαστής που εξέδωσε τις συγκεκριμένες οδηγίες και που επιλήφθηκε του ζητήματος και της Αίτησης Διορισμού ΠΕ την 10/03/2023, ήτοι η έντιμη Δικαστής Γ. Καραμαλλή, Προς. Ε.Δ.»
Με κάθε σεβασμό, δεν με βρίσκει σύμφωνο μία τέτοια αυστηρή προσέγγιση, η οποία αν υιοθετείτο θα οδηγούσε τις δικαστικές διαδικασίες σε αδιέξοδο και ενδεχομένως σε άδικα αποτελέσματα. Έχω την άποψη πως ένας Δικαστής, στο πλαίσιο ζωντανής διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιόν του, μπορεί να ερμηνεύσει τις οδηγίες άλλου Δικαστή και στη βάση αυτής της ερμηνείας να προχωρήσει στα περαιτέρω. Και βεβαίως είναι άλλο θέμα κατά πόσο ερμήνευσε ορθά τις εν λόγω οδηγίες.
Εδώ το Δικαστήριο, με τις οδηγίες του ημερ. 3.3.2023, δεν διευκρίνισε τα συγκεκριμένα πρόσωπα, στα οποία η μονομερής αίτηση ημερ. 1.3.2023 έπρεπε να επιδοθεί. Αυτό που διέταξε ήταν όπως η αίτηση επιδοθεί «στην άλλη πλευρά». Στη συνέχεια όμως το ίδιο το Δικαστήριο, και συγκεκριμένα στις 10.3.2023, σημείωσε τα ακόλουθα: «Διαπιστώνω ότι η αίτηση έχει επιδοθεί στον διαχειριστή, στον Έφορο Εταιρειών και στο εγγεγραμμένο γραφείο της καθ΄ ης η αίτηση». Προκύπτει από το περιεχόμενο του πιο πάνω πρακτικού, όπως ορθά υπέδειξε και ο κ. Τριανταφυλλίδης, πως όταν το Δικαστήριο ομιλούσε για άλλη πλευρά φαίνεται να εννοούσε τα πιο πάνω πρόσωπα. Άλλωστε ουδέποτε ζήτησε στις 10.3.2023 όπως η αίτηση επιδοθεί σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Περαιτέρω, η αναφορά στην ενδιάμεση απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου (σελ. 29), «διέλαθε όμως την προσοχή του Δικαστηρίου το γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν οι προηγούμενες οδηγίες για επίδοση της αίτησης στους αιτητές», παραπέμπει σε εφετειακή δικαιοδοσία.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης, εις επίρρωση των θέσεών του ότι εδώ υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοσίας, με παρέπεμψε και στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 115, όπου εκεί ένας Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο ειδοποίησης πτώχευσης, αποφάσισε πως η πράξη πτώχευσης διεπράχθη στις 30.6.2011 και άλλος Πρόεδρος, στο πλαίσιο αίτησης πτώχευσης, αποφάσισε πως η πράξη πτώχευσης διαπράχθηκε «από τις 17.9.2010». Ο Φωτίου, Δ., με αναφορά σε παλαιότερη νομολογία, σημείωσε πως με δεδομένο ότι ένα πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεψε την κατάληξη άλλου πρωτόδικου Δικαστηρίου, εδικαιολογείτο η χορήγηση της αιτούμενης άδειας, την οποία και χορήγησε.
Με παρέπεμψε επίσης και στην υπόθεση Papademetriou v. Christofi (1988) 1 C.L.R. 101, η οποία όμως δεν αφορούσε σε διαδικασία Προνομιακού Εντάλματος. Επρόκειτο περί έφεσης κατά ενδιάμεσης πρωτόδικης απόφασης, όπου εκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση του αείμνηστου Κούρρη, Δ., παραμέρισε την ενδιάμεση απόφαση του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με την οποία αυτός είχε αρνηθεί να ορίσει την αγωγή για ακρόαση. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«We have no doubt that he learned President was wrong in refusing to fix the action for hearing before satisfying himself that the application for substituted services was rightly granted by another Judge. He took upon himself to act as an Appellate Judge from the decision of another Judge to grant substituted services when he was not entitled to do so. What he had to examine was an application to fix the action for hearing and he ought to have confined himself to the examination of that application. When he heard the application counsel appearing for the other three defendants had no objection to the fixing of the action for hearing and there was no application before the learned President to set aside the substituted services.»
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία πως δεν επιτρέπεται σε ένα πρωτόδικο Δικαστήριο να κρίνει ως Εφετείο απόφαση άλλου πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδη κ.ά. (2012) 1(Β) 1218 είχαν προσβληθεί με εφέσεις αποφάσεις πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, κάνοντας δεκτές τις εφέσεις, σημείωσε τα ακόλουθα: «Για τους προαναφερόμενους λόγους και με όλον τον προσήκοντα σεβασμό, θεωρούμε ότι πράγματι το πρωτόδικο δικαστήριο στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ενήργησε ως Εφετείο ομοβάθμιου του δικαστηρίου και έκρινε την ορθότητα των προηγούμενων αποφάσεων του ομοβάθμιου δικαστηρίου και μάλιστα με λανθασμένα κριτήρια.»
Στην προκείμενη περίπτωση, θα συμφωνήσω με τον ευπαίδευτο συνήγορο πως εγείρεται, στη βάση των πιο πάνω, εκ πρώτης όψεως υπέρβαση δικαιοδοσίας εκ μέρους του κατώτερου Δικαστηρίου. Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ.
Στην Re Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.Α.Δ 1965, ο Κωνσταντινίδης, Δ., σημείωσε τα ακόλουθα σε σχέση με τις εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες πρέπει να υφίστανται για να δικαιολογούν τη χορήγηση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari:
«.. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»
Η πιο πάνω προσέγγισή του υιοθετήθηκε από τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878. Στη δεύτερη, παρατίθεται το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Base Metal (ανωτέρω):
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Θεωρώ όμως σκόπιμο να παραπέμψω και στο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της μειοψηφίας:
«Η προκειμένη περίπτωση διαφέρει πολύ από τη Hellenger και τη νομολογία που απασχόλησε εκεί. Εκεί το δικαίωμα έφεσης ήταν άμεσα προσφερόμενο και δεν έγινε χρήση του χωρίς επαρκή εξήγηση προς τούτο. Εδώ είναι δεδομένο ότι κατά το σχετικό χρόνο δεν παρείχετο δικαίωμα έφεσης. Η Εφεσείουσα αποτάθηκε για προνομιακά διατάγματα ως τη μόνη ουσιαστικά προσφερόμενη αποτελεσματική θεραπεία. Το δικαίωμα έφεσης που θα είχε στο τέλος της υπόθεσης ουδόλως θα εξυπηρετούσε το σκοπό του δικαιοδοτικού θέματος αφού η όλη υπόθεση θα είχε ακουσθεί και έτσι, αν βεβαίως η Εφεσείουσα είχε δίκαιο, η δικαιοδοσία την άσκηση της οποίας επιδιώκει ακριβώς να αποτρέψει θα είχε ασκηθεί και το νομικό μας σύστημα θα είχε επιτρέψει τούτο. Στη δική μου αντίληψη της φύσης και του σκοπού του Certiorari και του Prohibition αυτό θα καταργούσε το διαχρονικό σκοπό τους που είναι η αποτροπή της άσκησης ανύπαρκτης δικαιοδοσίας. Η μη ύπαρξη αποτελεσματικού ένδικου μέσου σε συνδυασμό με τη φύση του θέματος ως δικαιοδοτικού συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που επέβαλλαν την παροχή άδειας, εφ' όσον και εκ πρώτης όψεως η Εφεσίβλητη φαίνεται να έχει συζητήσιμη υπόθεση, θέμα που εξ άλλου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Όχι τυχαία παρέθεσα το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση της μειοψηφίας, για να σημειώσω πως εν προκειμένω ουδόλως υπάρχουν τα πιο πάνω που οδήγησαν τον Χατζηχαμπή, Δ., στην έκδοση της δικής του απόφασης. Και τούτο γιατί εδώ, (α) κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, παρείχετο το δικαίωμα έφεσης, και ως εκ τούτου, το Προνομιακό Ένταλμα δεν ήταν η μόνη προσφερόμενη αποτελεσματική θεραπεία και (β) η Αίτηση έχει ήδη εκδικαστεί και έχει εκδοθεί απόφαση και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα να συνεχίσει το κατώτερο Δικαστήριο να εκδικάζει υπόθεση που δεν έχει δικαιοδοσία ή να συνεχίζει να υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του.
O κ. Τριανταφυλλίδης παρέπεμψε το Δικαστήριο και στην απόφαση της Ολομέλειας, Αναφορικά με την Αίτηση του Ευθύμιου Ανδρέου, Πολ. Έφ. 283/2022, ημερ. 6.7.2023. Εκεί βεβαίως το ουσιώδες ήταν κατά πόσο υπήρξε παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην απόφαση:
«To oυσιώδες, βεβαίως, και σημαντικό είναι πως η παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης αποτελεί ένα από τους λόγους έκδοσης Certiorari καθώς η τήρηση του κανόνα αυτού συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης (Βούρου κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 1309, Ιωάννου (Αρ.2) (1996) 1 ΑΑΔ 849).
Στην Αναφορικά με την Εταιρεία Unibrand Secretarial Services Ltd, Πολ. Έφ. Aρ. 148/17, ημερ. 7.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:D65, λέχθηκε:
«Όπως έχει λεχθεί είναι κλασσική περίπτωση τέτοιας παράβασης η μη παροχή στον επηρεαζόμενο της ευκαιρίας να ακουστεί όταν από τη φύση της διαδικασίας αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα (Βλ. In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568).»
Με δεδομένο ότι εκεί υπήρξε στέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντος να ακουστεί, εξεδόθη, κατ΄ έφεση, το αιτούμενο Προνομιακό Ένταλμα Certiorari. Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκε και η απόφαση της Ολομέλειας, στην Αναφορικά με την Αίτηση του Nikolai Ivanovich Kazakov, Πολ. Έφ. 72/2022, ημερ. 17.7.2023, ECLI:CY:AD:2023:A252, στην οποία παραπέμπει το κατώτερο Δικαστήριο.
Η θέση της αιτήτριας (παρ. 79 από την Ένορκη Δήλωση της κας Μ. Βασιλείου) ότι: «. παρά το γεγονός ότι η Απόφαση υπόκειται σε έφεση, ως με συμβουλεύει ο δικηγόρος κος Γεώργιος Τριανταφυλλίδης, ενόψει της σοβαρότητας των σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε το Κατώτερο Δικαστήριο και ενόψει του ότι η παρούσα βασίζεται σε έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή σε νομικό σφάλμα που είναι εμφανές στο πρακτικό, και δη σε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, συντρέχουν στην παρούσα εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari», με κάθε σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η σοβαρότητα των σφαλμάτων και η υπέρβαση δικαιοδοσίας, δεν δικαιολογούν αφ΄ εαυτών τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας.
Όσον αφορά στη θέση της αιτήτριας (παρ. 80 από την Ένορκη Δήλωση της κας Μ. Βασιλείου), ότι η ακύρωση του διορισμού της κας Μονού «ουσιαστικά συνεπάγεται ότι η GNT δεν τυγχάνει πια της εν λόγω προστασίας και η κατάσταση αυτή θα συνεχίσει μέχρι την ακύρωση ή τον παραμερισμό της απόφασης κατ΄ έφεση», θα επαναλάβω απλώς πως είχε ήδη χορηγηθεί προσωρινή θεραπεία, στο πλαίσιο αίτησης των ενδιαφερόμενων μερών, στη βάση της οποίας η κα Μονού είχε διαταχθεί να μην προβαίνει ως εκκαθαρίστρια σε συγκεκριμένες ενέργειες και/ή πράξεις εκ μέρους της εταιρείας «GNT».
Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Mιτέλα για Άδεια για την Καταχώριση Αίτησης για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, Πολ. Έφ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, εφαρμόζεται και εδώ.
«Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξαρτήτως δηλαδή εάν ο λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση ενός διατάγματος σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.
[.]
Περαιτέρω, έστω και αν εντοπιζόταν συζητήσιμη υπόθεση, απέτυχε να στοιχειοθετήσει συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, δεδομένης της νομικής διάστασης του θέματος, όπως την έχουμε αναπτύξει αμέσως προηγουμένως και με αναφορά στα διαλαμβανόμενα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω). Προσθέτουμε μόνο ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης. Εάν υπάρχει κάτι το εξαιρετικά επείγον, παρέχεται, βεβαίως, πάντοτε η ευχέρεια αναζήτησης ταχύτερης εκδίκασης των εφέσεων, μετά από σχετικό αίτημα.»
Άφησα ως τελευταία την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ για Άδεια για Καταχώριση Αίτησης για Έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, Πολ. Έφ. Αρ. 108/2018, ημερ. 16.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A187. Στην εν λόγω υπόθεση αδελφός Δικαστής έκρινε ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε υποπέσει σε έκδηλη νομική πλάνη και ότι υπήρχε νομικό σφάλμα λόγω έκδηλης έλλειψης δικαιοδοσίας. Κατ΄ επέκταση, χορήγησε το Προνομιακό Ένταλμα Certiorari. Στο πλαίσιο έφεσης που ακολούθησε, η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, με παραπομπή στις υποθέσεις Fastact (ανωτέρω), Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω), και Μιτέλα (ανωτέρω), έκανε δεκτή την έφεση και παραμέρισε το εκδοθέν Προνομιακό Ένταλμα Certiorari. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας:
«Δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσιβλήτους ότι υπήρχε εναλλακτικό ένδικο μέτρο. Προς εξέταση τίθεται κατά πόσο, τυχόν έλλειψη δικαιοδοσίας συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος Certiorari.
Η έλλειψη δικαιοδοσίας θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο των εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν την έκδοση εντάλματος Certiorari, ανεξαρτήτως της ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου; Αυτό είναι το ερώτημα που προβάλλεται επί του προκειμένου.
Με όλο το σεβασμό προς τον αδελφό Δικαστή, είμαστε της γνώμης ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το γεγονός ότι το επαρχιακό δικαστήριο, εξέδωσε τα αμφισβητηθέντα διατάγματα χωρίς να έχει δικαιοδοσία, δεν συνιστά εξαιρετική περίπτωση.»
Εν κατακλείδι, έχοντας ενώπιον μου τα όσα υποστηρίζουν το συγκεκριμένο αίτημα και τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέπτυξε με την ομολογουμένως ικανή αγόρευσή του, δεν έχω ικανοποιηθεί πως εν προκειμένω συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, σε μία υπόθεση όπου με το ένδικο μέσο της έφεσης είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξίσου αποτελεσματικής θεραπείας.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου