ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 39/2024)
(i-justice)
26 Μαρτίου, 2024
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ CS VIRTUAL TRADE LTD (HE 389299) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/02/2024 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜΟ 440/2019 ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
_____________________________________________________________________
Ε. Χριστοδούλου (κα), για I. CHRISTODOULOU & PARTNERS LLC, για τους Αιτητές.
___________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές με την παρούσα Αίτηση ζητούν άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari, με σκοπό την ακύρωση της ενδιάμεσης Απόφασης, ημερ. 29/2/2024, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) στο πλαίσιο της Αγωγής υπ' αρ. 440/2019, με την οποία απερρίφθη η αίτηση παραμερισμού ημερ. 15/11/2023.
Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Χ. Νεοπτολέμου, μοναδικού Διευθυντή της Εταιρείας των Αιτητών.
Προτού γίνει αναφορά στους λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη, για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των περιστατικών της υπόθεσης, η αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση Χ. Νεοπτολέμου και όπως προκύπτουν από το σύνολο των τεκμηρίων (Τεκμήρια 1-4), τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω Ένορκη Δήλωση.
Στις 21/9/2020 στην Αγωγή υπ' αρ. 440/2019 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εκδόθηκε υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Αιτητών ερήμην τελική απόφαση για έξωση και παράδοση ελεύθερης κατοχής ακινήτου, καθώς και αποζημιώσεις. Στις 6/10/2020, κατόπιν μονομερούς αίτησης των Εναγόντων, εκδόθηκε τροποποιητικό διάταγμα καθορισμού των ημερών παράδοσης του επίδικου ακινήτου. Αίτηση για παραμερισμό της ερήμην τελικής απόφασης και του τροποποιητικού διατάγματος που καταχώρισαν οι Αιτητές, απερρίφθη στις 30/3/2022. Οι Αιτητές εφεσίβαλαν την πιο πάνω απόφαση με την Πολιτική Έφεση αρ. Ε83/2022, η οποία εκκρεμεί.
Εκκρεμούσης της Εφέσεως Ε83/2022 οι Αιτητές καταχώρισαν μονομερή αίτηση για αναστολή της ερήμην απόφασης, ημερ. 21/9/2020, μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης υπ' αρ. Ε83/2022. Στις 23/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D270 Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού επιλήφθηκε μονομερώς της εν λόγω αίτησης και εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο διέταξε την αναστολή μερικών από τα διατακτικά της ερήμην απόφασης μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης Ε83/2022.
Ακολούθησε από μέρους των Εναγόντων καταχώριση αιτήματος για λήψη άδειας του Δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση Certiorari και Prohibition. Αφού τους εδόθη σχετική άδεια στο πλαίσιο της Πολιτικής Αίτησης υπ' αρ. 172/2022 και καταχωρήθηκε ένσταση από τους Αιτητές, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, ακύρωσε το Διάταγμα ημερ. 23/5/2022. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε από τους Αιτητές η Πολιτική Έφεση υπ' αρ. 9/2023 και επιφυλάχθηκε η Απόφαση στις 13/3/2024.
Στις 15/9/2023 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έπειτα από αίτηση των Εναγόντων εξέδωσε Διάταγμα, ημερ. 15/9/2023, το οποίο επέτρεπε την έκδοση Εντάλματος ανάκτησης κατοχής του επίδικου ακινήτου, του οποίου νόμιμοι ιδιοκτήτες, αλλά και κάτοχοι, είναι οι Αιτητές.
Στις 15/11/2023 οι Αιτητές καταχώρισαν αίτηση αναστολής, καθώς και αίτηση παραμερισμού της απόφασης ημερ. 15/9/2023, μέχρι την εκδίκαση της αίτησης παραμερισμού ημερ. 15/11/2023.
Στις 29/2/2024 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση (η προσβαλλόμενη Απόφαση), με την οποία απερρίφθη η αίτηση παραμερισμού ημερ. 15/11/2023, για παραμερισμό του Διατάγματος ημερ. 15/9/2023 και κατ' επέκταση του Εντάλματος ανάκτησης κατοχής του επίδικου ακινήτου.
Επανέρχομαι στους λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα, όπως αυτοί εξειδικεύονται στην Έκθεση.
(α) Το Κατώτερο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία Νόμου και/ή εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης, ενεργώντας κατά παράβαση της Διαταγής 43(Α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, με την απόφαση του ότι δεν του παρέχετο ευχέρεια παραμερισμού είτε του Διατάγματος ημερ. 15/9/2023, είτε του Εντάλματος, με την αιτιολογία ότι αν το έπραττε θα ενεργούσε ως Εφετείο ομοβάθμιου δικαστηρίου. Αυτό αποτελεί έκδηλο νομικό σφάλμα και παρανόηση της εξουσίας πρωτόδικου Δικαστηρίου για παραμερισμό προηγούμενης απόφασής του.
(β) Το Κατώτερο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία Νόμου και/ή εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης, ενεργώντας κατά παράβαση της Διαταγής 43(Α), (θ)(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, όπου καθορίζεται επιτακτικά η ανάγκη επίδοσης της απόφασης ή του διατάγματος για την ανάκτηση κατοχής του ακινήτου, εφόσον δεν εξέτασε κατά πόσο το Διάταγμα ημερ. 15/9/2023 είχε επιδοθεί στους Αιτητές.
(γ) Το Κατώτερο Δικαστήριο κατά παράβαση της Διαταγής 43(Α) δεν παραμέρισε το Ένταλμα ανάκτησης κατοχής, παρόλο που είναι αδιαμφισβήτητο ότι τέτοια άδεια δεν έπρεπε να είχε δοθεί αφού δεν απεδείχθη ότι όλα τα πρόσωπα τα οποία έχουν την πραγματική κατοχή του ακινήτου είχαν λάβει ειδοποίηση για τη διαδικασία.
(δ) Το Κατώτερο Δικαστήριο εσφαλμένα και με πλάνη περί του Νόμου αγνόησε το γεγονός ότι στο Ένταλμα αναφέρονται χαρακτηριστικά ακινήτου που δεν υπάρχουν ούτε στα κτηματολογικά μητρώα, ούτε στην πραγματικότητα, γεγονός που σημαίνει ότι η οποιαδήποτε εκτέλεση του Εντάλματος θα είναι παράνομη.
(ε) Το Κατώτερο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε την ύπαρξη έφεσης, ήτοι της Πολιτικής Έφεσης 9/2023, στην οποία η απόφαση επιφυλάχθηκε, όπου τυχόν επιτυχία των Αιτητών θα έχει αντιφατικό αποτέλεσμα με την προσβαλλόμενη Απόφαση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Αιτητών προώθησε τους πιο πάνω λόγους με γραπτή αγόρευση, αλλά και δια ζώσης κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης.
Οι αρχές που διέπουν την έκδοση Προνομιακών Διαταγμάτων είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες, ώστε να μην χρειάζεται να λεχθούν πολλά υπό το φως της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692). Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω Κανόνας, θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).
Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 1Β Α.Α.Δ. 925, 935:
«Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητας της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92/24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική 'Εφεση 9169/18.7.95).»
Αντικείμενο εξέτασης ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, ήταν η αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος με το οποίο δόθηκε άδεια για έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής (Writ of Possession). Όπως ορθά επεσήμανε και το Κατώτερο Δικαστήριο, με δεδομένο ότι η άδεια για έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής ακινήτου δίδεται με μονομερή αίτηση, οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από το διάταγμα με το οποίο παραχωρήθηκε η άδεια έκδοσης τέτοιου εντάλματος, μπορεί, με βάση τις πρόνοιες της Δ.48, (θ)(8)(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[1], να επιδιώξει την ακύρωση του διατάγματος με δια κλήσεως αίτηση, όπως ήταν και η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην προκείμενη περίπτωση από τους Αιτητές.
Δικαιοδοτική βάση έκδοσης του επίδικου Διατάγματος ήτο, βεβαίως, η Δ.43(Α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί τα εξής:
1. (1) Where a judgment or order of a Court for the recovery or delivery of possession of any immovable property is sought to be enforced by a writ of possession, the writ may be issued by leave of the Court or a Judge obtained on an ex parte application by the plaintiff supported by an affidavit. The affidavit shall be in Form 39C and the writ in Form 39D.
(2) Such leave shall not be given unless it is shown that all persons in actual possession of the whole or any part of the property have received such notice of the proceedings as may be considered sufficient to enable them to apply to the Court for relief or otherwise.
2. Upon any judgment or order for the recovery of any property and costs, there may be either one writ or separate writs of execution for the recovery of possession and for the costs at the option of the successful party.
3. Every writ of possession shall be passed to a bailiff for execution, and, where costs are to be recovered under the same writ, the provisions of Order 44 shall be observed in so far as they are applicable except that every writ of possession issued shall be entered in a separate register.
Το Κατώτερο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τους προβαλλόμενους για σκοπούς παραμερισμού του επίδικου Διατάγματος λόγους, τους απέρριψε.
Απορρίπτοντας τον πρώτο λόγο ότι ο μη παραμερισμός του επίδικου Διατάγματος θα έχει ως αποτέλεσμα οι Αιτητές να αποστερηθούν της ιδιοκτησίας τους, επεσήμανε ότι η Δ.43(Α) αφορά στην παραχώρηση άδειας έκδοσης εντάλματος ανάκτησης κατοχής ακινήτου και όχι της ιδιοκτησίας του ακινήτου και ότι αυτό που απαιτείται για σκοπούς παραχώρησης της σχετικής άδειας, «είναι η ύπαρξη νόμιμου δικαιώματος κατοχής του ακινήτου και δεν αποτελεί προαπαιτούμενο και η ταυτόχρονη ύπαρξη δικαιώματος ιδιοκτησίας, είτε ακόμη μόνο αυτό».
Εξετάζοντας το δεύτερο λόγο με βάση τον οποίο προβλήθηκε ότι το επίδικο Διάταγμα είχε εκδοθεί κατά παράβαση της Δ.43(Α) λόγω του ότι δεν είχε επιδοθεί στους Αιτητές, το Κατώτερο Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτό που οι Ενάγοντες όφειλαν να επιδώσουν και επέδωσαν στους Αιτητές προτού αποταθούν στο Δικαστήριο για έκδοση του επίδικου Διατάγματος, ήταν η ερήμην Απόφαση ημερ. 21/9/2020 και το συμπληρωματικό Διάταγμα ημερ. 6/10/2020. Παρά την πιο πάνω κατάληξη του σε σχέση με το δεύτερο λόγο, η οποία και οδήγησε στην απόρριψη του, το Κατώτερο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να εξετάσει και την περίπτωση κατά την οποία δεν είχαν επιδοθεί είτε η ερήμην Απόφαση, είτε το συμπληρωματικό Διάταγμα, αναφέροντας ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είχε την ευχέρεια παραμερισμού είτε του επίδικου Διατάγματος, είτε του επίδικου Εντάλματος στη βάση του ότι, αν το έπραττε, θα ενεργούσε ως Εφετείο του εαυτού του.
Απορρίπτοντας τον τρίτο λόγο με τον οποίο προβάλλετο ότι το επίμαχο Ένταλμα συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, διότι δεν μπορούσε πρακτικά να εκτελεστεί επί τη βάσει του ότι τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του επίδικου ακινήτου που αναφέρονταν στο επίδικο Διάταγμα και Ένταλμα ήταν λανθασμένα, «ανέφερε ότι τόσο το επίμαχο διάταγμα όσο και το επίμαχο ένταλμα, αφορούν στο επίμαχο υποστατικό».
Αφού το Κατώτερο Δικαστήριο, με παραπομπή στο Σύγγραμμα Woodfall΄s Law on Landlord and Tenant, Τόμος 1, παρ. 19.090, Setting aside warrants and writs, επεσήμανε ότι η δυνατότητα για τον παραμερισμό εντάλματος ανάκτησης κατοχής είναι περιορισμένη και αφορά στις περιπτώσεις όπου, πρώτο, ακυρώνεται το διάταγμα επί του οποίου βασίστηκε η έκδοση του εντάλματος, δεύτερο, όπου το ένταλμα έχει εξασφαλιστεί με απάτη και, τρίτο, όπου υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας ή καταπίεση κατά την εκτέλεση, η κατάληξη του ήταν ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υφίστατο οιοσδήποτε νόμιμος και αποδεχτός λόγος ακύρωσης ή παραμερισμού του επίμαχου Διατάγματος.
Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου καθώς και ό,τι οι Αιτητές, μέσω της ευπαίδευτου συνηγόρου τους, έχουν θέσει ενώπιον μου.
Όπως είναι νομολογημένο, Ένταλμα της φύσης Certiorari μπορεί να εκδοθεί όταν έχει εμφιλοχωρήσει νομικό ελάττωμα εμφανές από τη δικογραφία, η ευχέρεια, όμως, αυτή δεν καλύπτει και τις νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Καλύπτει τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι αρκετό να υπάρχει σοβαρή πλάνη ή ακόμα και πλάνη σε σχέση με καθιερωμένη νομική αρχή (Watford Petroleum Ukraine Holdings Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 620). Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί να διακριβωθεί από το Δικαστήριο αμέσως και όχι ύστερα από έρευνα των στοιχείων ή της μαρτυρίας (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066). Ό,τι εξετάζει το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία είναι το σύννομο της ενέργειας του Κατώτερου Δικαστηρίου και όχι την ορθότητα της Απόφασής του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Kazakhstan Kagazy Plc κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2018, ημερ. 4/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:D164).
Είναι πρόδηλο ότι μέσω της προβολής της έκδηλης νομικής πλάνης και του προφανούς νομικού σφάλματος, ό,τι, εν προκειμένω, επιδιώκεται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της Απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου. Τα όσα οι Αιτητές επικαλούνται, με κάθε σεβασμό, δεν στοιχειοθετούν ούτε για σκοπούς παροχής άδειας ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή κατά άλλο τρόπο που να καθιστά την απόφαση του ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητα της. Όσα αποδίδονται στην υπό κρίση Απόφαση, ακόμη και αν αξιολογούνταν ως σφάλματα, θα αποτελούσαν νομικά σφάλματα που θα καθιστούσαν την απόφαση του μη ορθή, ελεγχόμενη στο τέλος με έφεση. Δεν θα συνιστούσε, όμως, ακόμη και αν το Κατώτερο Δικαστήριο είχε ασκήσει εσφαλμένα την κρίση του, απόφαση η οποία στερείτο νομιμότητας. Εν προκειμένω, στην πραγματικότητα ό,τι επιδιώκεται, υπό το μανδύα της προνομιακής θεραπείας, είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης και αντικατάσταση της κρίσης που είτε ορθά, είτε λανθασμένα διαμόρφωσε το Κατώτερο Δικαστήριο. Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, αλλά ελέγχεται ως προς την ορθότητα της με το ένδικο μέσο της έφεσης (βλ. Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 127-128, Αίτηση της Μουστερή κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, ημερ. 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367, Αίτηση της Content Union S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, ημερ. 11/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:D286 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D96). Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ' έφεση και όχι μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων. Το κατάλοιπο εξουσίας δεν αποτελεί μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων και ούτε μπορεί να αφεθεί η διαδικασία να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση (βλ. Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712).
Εν ολίγοις στην προκείμενη περίπτωση οι Αιτητές, αφού έθεσαν τις θέσεις και ισχυρισμούς τους ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου στο πλαίσιο του διαδικαστικού μηχανισμού που προσφέρεται από τη Δ.48, θ. 8(4), που συνιστά το εναλλακτικό μέσο σε πρώτο βαθμό και μετέπειτα κατ' έφεση, το Κατώτερο Δικαστήριο, ενεργώντας πάντα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, προχώρησε, ως είχε δικαίωμα και καθήκον, στην ερμηνεία και την εφαρμογή των προνοιών της Δ.43(Α), και, δίνοντας λόγο και αιτιολογία για την κατάληξή του, απέρριψε την αιτούμενη θεραπεία. Όπως λέχθηκε στην Αίτηση των Τσίμον κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1417, στη σοφία του ο κανονιστικός νομοθέτης θέσπισε τη Δ.48, θ. 8(4) ώστε οι διαφορές να επιλύονται πρωτίστως στο Επαρχιακό Δικαστήριο, σε πρώτο, δηλαδή, βαθμό και μετέπειτα, και, εν ανάγκη, και κατ' έφεση.
Η πιο πάνω επισήμανση με οδηγεί στο επόμενο σημείο, ήτοι στο ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης.
Όπως εξηγείται από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965, στη σελ. 1975:
«Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιτέλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, τονίσθηκε ότι «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης».
Στη βάση των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα. Ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι οι Αιτητές με τα όσα έχουν πιο πάνω αναφέρει και με δεδομένη τη δυνατότητα έφεσης, έχουν καταδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
[1] (4) Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just.