ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 27/2024)
(i-justice)
12 Μαρτίου, 2024
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. Κ. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31.01.24, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 115 Λ. ΛΟΙΖΟΥ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ [ ] ΣΤΗΝ [ ] ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27, 28 ΚΑΙ 29
___________________________________________________________________
Χρ. Πουτζιουρής, για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Β. Μπίσσας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Μ. Μασούρα (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τον Καθ' ου η Αίτηση.
___________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Αστυνομία στις 31/1/2024 εμφανίστηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή υποβάλλοντας αίτημα για έκδοση Εντάλματος Έρευνας της οικίας και των υποστατικών του Αιτητή σε συγκεκριμένη διεύθυνση στην Ορμήδεια Επαρχίας Λάρνακας, καθώς και των οχημάτων του. Το αίτημα υποστηρίζετο από Ένορκη Δήλωση του Αστ. 115, Λ. Λοΐζου του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας, ο οποίος ανέφερε ότι διερευνούσε τα ακόλουθα αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν στις 31/1/2024 και μεταξύ των ωρών 02:00 - 02:30 στο Τμήμα Φυλακών και στην Κυπριακή Δημοκρατία:
(1) Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος (Άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).
(2) Συνομωσία προς διάπραξη πλημμελήματος (Άρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).
(3) Απειλή βιαιοπραγίας (Άρθρο 91 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).
(4) Απειλή (Άρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).
(5) Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (Άρθρο 63Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).
(6) Συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων (Άρθρο 63Β του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).
Το αίτημα εγκρίθηκε και την ίδια ημέρα το Δικαστήριο εξέδωσε το αιτούμενο Ένταλμα Έρευνας στο οποίο καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης την οποία έχω μελετήσει προσεκτικά, κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και ως εκ τούτου:
(Έχω/Δεν έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι τα πιο πάνω αναφερόμενα αντικείμενα για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν απόδειξη για την διερεύνηση των αδικημάτων πού περιγράφονται πιο πάνω, παράνομα αποκρύπτονται στην οικία και στα υποστατικά του Π. Κ. στην οδό [ ] στην [ ] Επαρχία Λάρνακας, καθώς και στα οχήματα του Π. Κ. με αριθμούς εγγραφής [ ], [ ], για τα οποία ζητείται η έκδοση του παρόντος εντάλματος έρευνας, όπως αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση του παρόντος εντάλματος έρευνας, καθιστούν την έκδοση του εντάλματος εύλογα αναγκαία, ανάλογη και επιθυμητή.»
Το ουσιώδες μέρος από την εν λόγω Ένορκη Δήλωση του Αστυνομικού, που τέθηκε ενώπιον του Δικαστή για σκοπούς εξασφάλισης του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας, είχε ως εξής:
«Συγκεκριμένα, στις 31/01/2024 λήφθηκε πληροφορία υψηλής αξιοπιστίας, στην οποία αναφέρεται ότι στις 31/01/2024 και μεταξύ των ωρών 02:00 - 02:30, ο κατάδικος των Κεντρικών Φυλακών Γ. Χ. @ [ ], Δ.Τ.: [ ], ημερομηνία γεννήσεως [//1977], (εφεξής 1ος ύποπτος), ενώ βρίσκονταν στο κελί του με αριθμό 48 της πτέρυγας 8Α, συνομιλούσε στην ελληνική γλώσσα με βιντεοκλήση από κινητό τηλέφωνο (smart phone) που είχε στη κατοχή του, αγνώστου αριθμού κλήσης με άλλο πρόσωπο.
Σύμφωνα με την πληροφορία υψηλής αξιοπιστίας, ο 1ος ύποπτος συνομιλούσε με βιντεοκλήση με τον Π. Κ., Δ.Τ.: [ ], ημερομηνίας γεννήσεως [//1975], (εφεξής 2ος ύποπτος), ο οποίος διαμένει στην οδό [ ] στην [ ] Επαρχία Λάρνακας, ζητώντας του να διαπράξει εγκληματική ενέργεια εναντίον αγνώστου προσώπου. Ο 1ος ύποπτος την συγκεκριμένη ημέρα και μεταξύ των ωρών όπως αυτό καταγράφεται πιο πάνω, συνομιλούσε με βιντεοκλήση, μιλώντας μεγαλόφωνα και θυμωμένα, ενώ αυτός βρίσκονταν εντός του κελιού του με αριθμό 48, αναφέροντας «.. πρέπει να πάτε τζιαί να τον κανονίσετε ρε Κ. ..», συνεχίζοντας την συνομιλία του ο 1ος ύποπτος με βιντεοκλήση του ανέφερε «. ρε Π. έσιει μέρες που σου το είπα, πιένεται με το φίλο σου, εν ούλα έτοιμα δε τζιαί τις φωτογραφίες τσιαι τα video που σου έστειλα .». Ο 1ος ύποπτος κλείνοντας το τηλέφωνο του ανέφερε, «. τη συμπεθκιά θέλω την, την ώρα που ενανέσσο τούτος .»
Κατόπιν μονομερούς Αίτησης του Αιτητή στην Πολιτική Αίτηση με αρ. 19/2024 (i-justice), παραχώρησα στις 20/2/2024 άδεια στον Αιτητή για να καταχωρίσει Αίτηση δια Κλήσεως προς το σκοπό έκδοσης Προνομιακού Εντάλματος Certiorari σε σχέση με το Ένταλμα Έρευνας που εξεδόθη στις 31/1/2024 από Κατώτερο Δικαστήριο (Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας). Η άδεια δόθηκε αφού βρήκα πως υπήρχε συζητήσιμο θέμα σε σχέση με το κατά πόσο στη βάση του συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, αυτό θα μπορούσε να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι τα αναζητούμενα τεκμήρια βρίσκονταν στην οικία, υποστατικά και οχήματα που αφορούσαν την περίπτωση. Όσον αφορά το μαρτυρικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς του αιτούμενου Εντάλματος Έρευνας (Ένορκη Δήλωση του Αστ. 115, Λ. Λοΐζου), είχα σημειώσει τα εξής:
«Όσον αφορά στους Νομικούς Λόγους (Α, Β, Γ, Δ και Η) οι οποίοι αναφέρονται στη μη αποκάλυψη της πηγής γνώσης των πληροφοριών της Αστυνομίας και της μη παράθεσης στοιχείων και πρωτογενών γεγονότων που να οδηγούν στα καταληκτικά συμπεράσματα, πέραν της γενικής αναφοράς σε «πληροφορία υψηλής αξιοπιστίας», σχετική είναι και η υπόθεση στην Αίτηση του Ι. Παύλου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 114/2020, ημερ. 20/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:D356, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Πρέπει να λεχθεί ακόμη πως ανεξαρτήτως αν καλώς χρησιμοποιείται η λέξη «πληροφορία», σημασία έχει ότι ουδέποτε και πουθενά στον όρκο, η πληροφορία δεν συγκεκριμενοποιείται σε κάτι απτό. Ακόμη και αν δεν κατονομάζεται ο πληροφοριοδότης (κάτι τέτοιο δεν απαιτείται) θα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους τεκμηρίωση, από πού και με ποίον τρόπο η πληροφορία οδήγησε στα καταληκτικά συμπεράσματα. Στην πράξη, επί του όρκου, μόνο συμπεράσματα καταγράφονται.
Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα, Πολ. Εφ. 219/14, 29.2.2016). Έστω και σε χαμηλό επίπεδο όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα ή καταλήξεις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.»
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν και στην πιο πρόσφατη απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση του A.D.S., Πολιτική Έφεση Αρ. 340/2021, ημερ. 6/7/2023.
Για την επάρκεια του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον Δικαστηρίου για να μπορέσει το ίδιο το Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του κρίση, σχετική είναι και η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Σταύρου Βαρνάβα (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1143.»
Η άδεια δόθηκε επίσης και επί τη βάσει του ότι υπήρχε συζητήσιμο θέμα αναφορικά με το ότι το Ένταλμα αδικαιολόγητα εξουσιοδοτούσε την έρευνα οποιαδήποτε ώρα, χωρίς να τίθεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Τέλος, κρίθηκε ότι συζητήσιμο θέμα υπήρχε και σε σχέση με το ζήτημα της παραβίασης των δικαιωμάτων του Αιτητή, που αφορούν στην ιδιωτική και/ή οικογενειακή ζωή.
Η Αίτηση δια Κλήσεως καταχωρίστηκε με βάση τις οδηγίες του Δικαστηρίου και επεδόθη στο Γενικό Εισαγγελέα. Ο τελευταίος εκπροσωπούμενος από την κα Μασούρα, καταχώρισε Ένσταση υποστηριζόμενη από Ένορκη Δήλωση του Αστ. 115 Λ. Λοΐζου στην οποία προβάλλονται συνολικά 16 λόγοι Ένστασης. Σε αυτή, μεταξύ άλλων, προβάλλεται ότι η έκδοση του υπό εξέταση Εντάλματος Έρευνας έγινε νομότυπα εφόσον το σύνολο των γεγονότων και πληροφοριών που καταγράφονταν στον Όρκο καταδείκνυαν τη σωρευτική ικανοποίηση των προϋποθέσεων για την έκδοση του και δεν υπήρξε οποιαδήποτε εκτροπή από τη νενομισμένη διαδικασία έκδοσης εντάλματος έρευνας ή/και οποιαδήποτε υπέρβαση ή/και έλλειψη δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Προβάλλεται, ακόμη, ότι η πληροφορία βάσει της οποίας εκδόθηκε το Ένταλμα ήταν απτή, σαφής και συγκεκριμένη και ότι στον Όρκο καταγράφονταν όλα τα πρωτογενή γεγονότα που την συνέθεταν. Προβάλλεται, επίσης, ότι ο Όρκος δεν βασίστηκε μόνο στην πληροφορία και ότι η Αστυνομία διερεύνησε και παρακολούθησε περαιτέρω το ζήτημα προτού αποταθεί στο Δικαστήριο.
Έχω θέσει υπόψη μου και μελέτησα το σύνολο των όσων τέθηκαν στην Αίτηση, στην Ένσταση, στις κατατεθείσες Ένορκες Δηλώσεις, στην Έκθεση, καθώς και τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Η αναφορά στην Ένορκη Δήλωση του Αστ. 115 πως η δοθείσα πληροφορία ήταν «υψηλής αξιοπιστίας», δεν είναι αρκετή αφού δεν είχε αποκαλυφθεί στον Όρκο του Αστυνομικού τι είχε θέσει ενώπιον της η Αστυνομία για να αξιολογήσει την εν λόγω πληροφορία με τον πιο πάνω χαρακτηρισμό. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι, όπως προκύπτει, στον Όρκο δεν γινόταν αναφορά στο ίδιο το περιεχόμενο της πληροφορίας, δηλαδή τα πρωτογενή γεγονότα που συνέθεταν το αποτέλεσμα ότι ο 1ος ύποπτος συνομιλούσε με βιντεοκλήση με τον Αιτητή ζητώντας του να διαπράξει εγκληματική ενέργεια εναντίον αγνώστου προσώπου, ούτε στο πώς η εν λόγω πληροφορία λήφθηκε, αλλά ούτε και στην πηγή της (χωρίς, βέβαια, να ήταν απαραίτητο να κατονομάζεται το πρόσωπο που την έδωσε). (Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του A.D.S. (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση του Ν. Π., Αρ. Αίτησης 118/2023 (i-justice), ημερ. 26/9/2023). Επιπλέον επισημαίνω ότι στον Όρκο, αφού γίνεται στην αρχή απλώς μια γενική αναφορά στο αποτέλεσμα της πληροφορίας «υψηλής αξιοπιστίας», ακολουθεί, στη συνέχεια, η απλή καταγραφή συγκεκριμένων αναφορών οι οποίες αποδίδονται στον 1ο ύποπτο χωρίς, παράλληλα, την παράθεση οποιωνδήποτε στοιχείων και γεγονότων από τα οποία να προκύπτουν οι εν λόγω αναφορές και χωρίς οποιαδήποτε αποκάλυψη της πηγής γνώσης των εν λόγω αναφορών και, κυρίως, του συσχετισμού τους με τον Αιτητή. Οι αναφορές αυτές από μόνες τους και απογυμνωμένες από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή μαρτυρία, ούτως ή άλλως, δεν θα επέτρεπαν εύλογα τη διασύνδεση του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Στο τέλος της ημέρας είναι το ίδιο το Κατώτερο Δικαστήριο και όχι η Αστυνομία που θα αποφασίσει και θα κρίνει κατά πόσο προέκυπταν, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του, εύλογες υπόνοιες ότι στη συγκεκριμένη οικία, υποστατικά και οχήματα του Αιτητή βρίσκονταν έξυπνες συσκευές τηλεφώνων (Smart Phones) στις οποίες βρίσκονταν αποθηκευμένες φωτογραφίες, βίντεο και αριθμοί τηλεφώνου, καθώς και οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα τα οποία σχετίζονταν με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Προς τούτο παραπέμπω στην υπόθεση Παναγιώτου (Αρ. 2) (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1957, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«. το λιγότερο που μπορώ να πω αναφορικά με τη διαπίστωση του Δικαστή είναι ότι δεν διαφαίνεται απ΄ αυτή αν ικανοποιήθηκε ο ίδιος για την ύπαρξη εύλογης υποψίας. Κάποιος θα μπορούσε επιπρόσθετα να παρατηρήσει πως τούτο δεν θα ήταν καν δυνατόν, εν όψει του γεγονότος ότι δεν τέθηκε συγκεκριμένη μαρτυρία ενώπιον του για να μπορεί να κρίνει το θέμα ο ίδιος.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος, με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα, οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας, ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιον του ότι η υποψία είναι εύλογη (Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2014, ημερ. 31/3/2016 και Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, ημερ. 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι με το ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτείται η επέμβαση στα θεμελιακά δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, της επικοινωνίας και του ασύλου της κατοικίας. Είναι γι' αυτό που πρέπει να καθίσταται αδιαμφισβήτητο ότι ο Δικαστής που εκδίδει το ένταλμα έχει όντως ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν, προς τούτο, οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοσή του (Αναφορικά με την Αίτηση του Δρα Χ. Κ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 118/2022, ημερ. 25/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:D26).
Με δεδομένο λοιπόν ότι στην Ένορκη Δήλωση που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας δεν υπήρχε αναφορά στο περιεχόμενο της πληροφορίας, βρίσκω ότι, στη βάση της πιο πάνω ουσιώδους παράλειψης, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του να είχε ικανοποιηθεί ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης του υπό αναφορά Εντάλματος Έρευνας (Αναφορικά με την Αίτηση του Θ. Θ., Πολιτική Αίτηση Aρ. 117/2023, ημερ. 16/10/2023).
Επιπλέον, δεν είχε τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι στη συγκεκριμένη οικία του Αιτητή και στα οχήματα του «αποκρύπτονται έξυπνες συσκευές τηλεφώνων (Smart Phones), στις οποίες βρίσκονται αποθηκευμένα, βίντεο φωτογραφίες και αριθμοί τηλεφώνων ή οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα». Ως γνωστό ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται, κατά τον τρόπο που ο Νόμος ορίζει, με αδίκημα που διεπράχθη ή που υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι διεπράχθη ή ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη αδικήματος. Το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, συνδέει τα αντικείμενα που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα. Ειδικότερα στις περιπτώσεις όπου το αίτημα αφορά σε κατοικία, όπως στην υπό συζήτηση περίπτωση, ισχύουν τα όσα υπεδείχθησαν στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση Χαράλαμπου Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 στη σελίδα 293:
«....στην περίπτωση δε κατοικίας είναι μάλιστα αναγκαία η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία ώστε να αιτιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος όπως απαιτείται από το Άρθρο 16.2. Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα. Άλλως, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε ευάλωτη και άνευ ουσίας. Υπό τις συνθήκες, η έκδοση του εντάλματος ήταν αναιτιολόγητη, παράνομη και καθ΄υπέρβαση εξουσίας.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Επιπλέον, το Ένταλμα αδικαιολόγητα εξουσιοδοτούσε την έρευνα σε οποιαδήποτε ώρα, χωρίς να διαφαίνεται στον Όρκο και χωρίς να καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου, η ύπαρξη ειδικού λόγου για δικαστική εξουσιοδότηση για την εκτέλεση του Εντάλματος, είτε αργά το βράδυ, είτε πολύ νωρίς το πρωΐ.
Σχετική με το υπό συζήτηση ζήτημα είναι η πρόνοια του Άρθρου 29(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο διαλαμβάνει τα εξής:
«Ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί και εκτελεστεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας, πρέπει δε να εκτελείται μεταξύ της πέμπτης πρωϊνής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά ο Δικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι το εκδοθέν Ένταλμα θα πρέπει να ακυρωθεί. Ενόψει της κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση άλλων θεμάτων που έχουν εγερθεί και απασχολήσει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η Αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, με το οποίο το Ένταλμα Έρευνας της οικίας, υποστατικών και οχημάτων του Αιτητή, ημερ. 31/1/2024, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ακυρώνεται.
Τα έξοδα της Αίτησης, όπως και τα έξοδα της Αίτησης 19/2024, για την άδεια, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ' ου η Αίτηση.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.