ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε94/2017)
11 Δεκεμβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
1. Κ. Π. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ & ΣΙΑ
2. ΕΛΕΝΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 4
_________________________
Έλενα Ερωτοκρίτου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Πηνελόπη Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
_________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες 1, είναι συνεταιρισμός που ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα. Ο δικηγόρος Ιωάννης Ερωτοκρίτου, ο οποίος απεβίωσε στις 3.2.2015, ήταν συνέταιρος στους εφεσείοντες 1. Μετά τον θάνατό του, διαχειρίστρια της περιουσίας του διορίστηκε η δικηγόρος κα Έλενα Ερωτοκρίτου. Η τελευταία, υπό την πιο πάνω ιδιότητά της, ήγειρε στις 29.7.2015, μαζί με τους εφεσείοντες 1, αγωγή (γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα), εναντίον τεσσάρων προσώπων. Πρόκειται για την αγωγή 3900/2015, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία υπογράφεται από δικηγόρο άλλον από αυτόν που εμφανίστηκε ενώπιόν μας.
Η αξίωση εναντίον των εναγομένων 1-3 αφορά σε δικηγορική αμοιβή ύψους €202.944 για παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες. Υπάρχει όμως και διαζευκτική αιτία αγωγής εναντίον τους, σύμφωνα με την οποία, οι εφεσείοντες αξιώνουν το πιο πάνω ποσό «ως οφειλόμενο ποσό το οποίο οικειοποιήθηκαν και/ή χρησιμοποίησαν προς ίδιον σκοπό και όφελος οι Εναγόμενοι 1, 2 και/ή 3 και με το οποίο κατέστησαν πλουσιότεροι εις βάρος των Εναγόντων άνευ ανταλλάγματος με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment)».
Τέταρτος εναγόμενος ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας, εφεσίβλητος. Από την οπισθογράφηση απαίτησης παραθέτουμε αυτολεξεί τη μοναδική θεραπεία που οι εφεσείοντες αξίωναν εναντίον του:
«(Α) Ο Εναγόμενος 4 ενάγεται υπό την ιδιότητα του ως εμπιστευματοδόχος ποσού ανερχομένου σε περίπου €3,400.000.- πλέον τόκους και/ή ως έχων στον έλεγχο και την κατοχή του το εν λόγω ποσό προς όφελος και για λογαριασμό των Εναγομένων 1, 2 και/ή 3, ποσόν το οποίο αντιπροσωπεύει υπόλοιπο αποζημίωσης από απαλλοτρίωση Τουρκοκυπριακής γης ιδιοκτησίας των Εναγομένων 1, 2 και/ή 3 δυνάμει συμβιβασμού μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Εναγομένων 1 και 2 στο πλαίσιο συνολικής διευθέτησης των απαιτήσεων των Εναγομένων 1,2 και 3 κατά της Τουρκίας και/ή της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας κατά ή περί 21.6.12 από το δεσμευμένο ποσό στην αγωγή αρ.2977/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δυνάμει προσωρινού διατάγματος 27.2.15 το οποίο κατέστη απόλυτο την 13.5.15, και του οποίου επίκειται η πληρωμή στους Εναγόμενους 1, 2 και/ή 3 από τον Εναγόμενο 4 εκτός εάν αυτός διαταχθεί να μην πληρώσει ποσόν μέχρι €202,944.- στο οποίο ανέρχεται η αξίωση των Εναγόντων, όθεν οι Ενάγοντες ενάγουν τον Εναγόμενο 4 υπό την ιδιότητα του αυτή αξιούντες διάταγμα όπως αυτός μη αποξενώσει ποσό μέχρι €202,944.- μέχρι αποπεράτωσης της αγωγής αυτής καθότι σε μια τέτοια περίπτωση οι Ενάγοντες δεν θα δυνηθούν να εισπράξουν το λαβείν τους».
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, εξεδόθη, στις 30.7.2015, κατόπιν μονομερούς αίτησης των εφεσειόντων, προσωρινό διάταγμα εναντίον του εφεσίβλητου, δυνάμει του οποίου αυτός εμποδιζόταν να αποξενώσει ποσό €202.944 από το ήδη δεσμευθέν ποσό ύψους €3.400.000 σε άλλη αγωγή, και συγκεκριμένα στην αγωγή 2977/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στις 12.8.2015 το διάταγμα ημερ. 30.7.2015, κατέστη απόλυτο με τη συγκατάθεση του εφεσίβλητου. Στις 13.8.2015, ο εφεσίβλητος, στο πλαίσιο διευθέτησης της αγωγής 2977/2013, κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό εκ των €3.400.000 στους εναγόμενους 1, 2 και 3.
Στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε στη συνέχεια, δηλαδή στις 28.3.2016, οι εφεσείοντες είχαν ρητά δικογραφήσει και επαναλάβει πως «Η απαίτηση των εναγόντων ενάντια στους εναγόμενους 1, 2 και 3 είναι για δικηγορικά έξοδα και για παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες σε αυτούς», ενώ εναντίον του εφεσίβλητου Γενικού Εισαγγελέα αξίωναν «Όπως μη αποξενώσει ή με οποιονδήποτε τρόπο καταβάλει προς τους εναγόμενους 1,2 και/ή 3 ποσό αξίας μέχρι και €202,944.- το οποίο είναι ήδη δεσμευμένο δυνάμει προσωρινού διατάγματος 30.7.15 το οποίο κατέστη απόλυτο στις 12.8.15 μέχρι αποπεράτωσης της παρούσας αγωγής.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Στις 11.10.2016 ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση διά κλήσεως, κατ΄ επίκληση της Δ.27, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ήταν η θέση του πως ούτε στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αλλά ούτε και στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε στη συνέχεια, οι εφεσείοντες απεκάλυπταν «οποιαδήποτε εύλογη ή οποιαδήποτε αιτία αγωγής εναντίον του». Κατ΄ επέκταση, ζητούσε την απόρριψη ή διαγραφή του κλητηρίου εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης.
Οι εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν καταχωρίσει ένσταση, με επτά λόγους ζητούσαν την απόρριψη της αίτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφασή του, ημερ. 9.5.2017, δικαίωσε τον εφεσίβλητο. Κατ΄ επέκταση, απέρριψε την αγωγή εναντίον του καταδικάζοντας τους εφεσείοντες στα έξοδα.
Oι τελευταίοι, με πέντε λόγους έφεσης, προσβάλλουν ως εσφαλμένη την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση. Παραθέτουμε αυτολεξεί τους λόγους έφεσης, χωρίς την αιτιολογία τους, την οποία όμως έχουμε θέσει ενώπιον μας και μελετήσει:
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αγωγή εναντίον του Εναγομένου 4 και λανθασμένα αγνόησε την ύπαρξη του απόλυτου διατάγματος 12.8.15 το οποίο έγινε απόλυτο με τη συναίνεση, χωρίς επιφύλαξη, του Εναγομένου 4 μέχρι αποπεράτωσης ολόκληρης της αγωγής εναντίον όλων των Εναγομένων.
[.]
Β. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, έστω και εμμέσως, άφησε να νοηθεί ότι το εκδοθέν διάταγμα το οποίον κατέστη απόλυτον την 12.8.2015 κακώς εκδόθηκε και κακώς απολυτοποιήθηκε.
[.]
Γ. ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εσφαλμένα, ανεπίτρεπτα και αδικαιολόγητα μετέτρεψε τον εαυτό του σε Εφετείο ομοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε το απόλυτο διάταγμα ημερομηνίας 12.8.2015.
[.]
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Λανθασμένα κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελίδα 14 της απόφασης, στο εύρημα του ότι «Ο απλός χαρακτηρισμός του τελευταίου ως «εμπιστευματοδόχου» επειδή οφείλει κάποιο ποσό στους υπόλοιπους εναγομένους δεν δημιουργεί εύλογη αιτία αγωγής. Ο Εναγόμενος 4 δεν είχε στην κατοχή του κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ή άλλη ταυτοποιήσιμη περιουσία λόγω της οποίας θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως αναγκαίος διάδικος στη διαδικασία».
[.]
ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πέραν της παραγράφου Α του κλητηρίου εντάλματος, οι παράγραφοι 6,7,8,30 και 31 της Έκθεσης Απαίτησης είναι «οι μόνες που περιέχουν κάποια αναφορά στον Εναγόμενο 4» στη σελίδα 10 της απόφασης είναι λανθασμένο.»
[.]»
Ήταν ηλίου φαεινότερον πως οι εφεσείοντες με την αγωγή τους ουδέποτε αξίωσαν εναντίον του εφεσίβλητου οποιαδήποτε τελική θεραπεία, όπως αξίωσαν εναντίον των εναγομένων 1-3. Ουσιαστικά είχαν παραδεχθεί πως συμπεριέλαβαν στην αγωγή τους και τον εφεσίβλητο για να εξασφαλίσουν εναντίον του όχι οποιαδήποτε τελική θεραπεία, αλλά προσωρινό διάταγμα μέχρι εκδίκασης της αγωγής. Και όλα αυτά για να μπορέσουν, ως οι ίδιοι θεωρούν, «να εισπράξουν το λαβείν τους» σε περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο θα εξέδιδε απόφαση προς όφελός τους και εναντίον των εναγόμενων 1-3.
Πώς όμως είναι δυνατόν να αξιώνεται με την αγωγή θεραπεία εναντίον του εφεσίβλητου, και μάλιστα η μοναδική θεραπεία, «μέχρι αποπερατώσεως της αγωγής». Ουσιαστικά οι ίδιοι οι εφεσείοντες παραδέχονται πως με την έκδοση τελικής απόφασης στην αγωγή, αυτοί δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουν οιανδήποτε θεραπεία εναντίον του εφεσίβλητου, αφού ουδέποτε αξίωσαν τέτοια.
Κατά τα άλλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά πως η διαγραφή δικογράφου δυνάμει της Δ.27, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αναμφίβολα το δικόγραφο κρίνεται ανυπόστατο ή στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος, κάτι που κατέγραψε στην απόφασή του. Γνώριζε επίσης πολύ καλά και την πλούσια νομολογία, μέρος της οποίας παρέθεσε.
Στη Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 704, στην οποία παρέπεμψε, το Ανώτατο Δικαστήριο σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως η κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των Άρθρων 28, 30 και 35 του Συντάγματος προέβαλλε «ένα σοβαρό θέμα προς εξέταση που δεν θα μπορούσε να απορριφθεί σε αυτό το αρχικό στάδιο χωρίς την παράθεση μαρτυρίας». Καταγράφεται στην πιο πάνω απόφαση, πως:
«Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι όπως το έχει θέσει ο Δικαστής Lord Pearson στην υπόθεση Drummond-Jackson v. British Medical Association το ακόλουθο:
"Does this statement of claim disclose an alleged cause of action which has some chance of success?"
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Η έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει μια κατ΄ ισχυρισμό βάση αγωγής που έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας;"»
Στην υπόθεση Nagle v. Feilden [1966] 1 All E.R. 697, στην οποία παραπέμπει η υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω), επαναλαμβάνεται πως μία Έκθεση Απαίτησης δεν πρέπει να διαγράφεται και ένας ενάγων δεν πρέπει να στερείται του δικαιώματος του να εξασφαλίσει προς όφελός του απόφαση, εκτός εάν δεν έχει συζητήσιμη υπόθεση (unless the case is unarguable).
Εν προκειμένω, οι ίδιοι οι εφεσείοντες στην αγωγή τους ουσιαστικά είχαν παραδεχθεί πως δεν είχαν κάποιο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εφεσίβλητου. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως ο χαρακτηρισμός του εφεσίβλητου ως «εμπιστευματοδόχου», επειδή αυτός οφείλει κάποιο χρηματικό ποσό στους εναγόμενους 1-3, για άλλη αιτία, δεν δημιουργούσε αφ΄ εαυτού εύλογη αιτία αγωγής εναντίον του. Να σημειωθεί ακόμη πως ο εφεσίβλητος δεν είχε οιανδήποτε ανάμειξη στη διαφορά που προέκυψε μεταξύ εφεσειόντων και εναγόμενων 1-3, η οποία, ως ελέχθη, αφορά σε αμοιβή για παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες. Συνεπώς, δεν ετίθετο θέμα αποκάλυψης κάποιας αιτίας αγωγής, η οποία θα είχε κάποια πιθανότητα επιτυχίας. Εν κατακλείδι, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε καταδειχθεί εύλογη αιτία αγωγής εναντίον του εφεσίβλητου, είναι ορθή.
Δυο λόγια και για τους λόγους έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε την ύπαρξη του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος και ότι αυτό ενήργησε ως Εφετείο άλλου επίσης πρωτόδικου Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα αυτού που εξέδωσε και οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα.
Ουδέποτε το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε κρίση ως προς την ορθότητα απόφασης ομόβαθμου Δικαστηρίου (Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδη κ.ά (2012) 1(B) A.A.Δ. 1218). Ουδέποτε το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίωξε να ανατρέψει, και ούτε ανέτρεψε, με την απόφασή του, την απόφαση έκδοσης και οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος, ως οι εφεσείοντες διατείνονται. Κάθε άλλο. Εκείνο που κατέγραψε στην προσεγμένη απόφασή του, είναι μόνο το ερώτημα κατά πόσο ένας διάδικος ο οποίος συγκατατέθηκε όπως εκδοθέν προσωρινό διάταγμα καταστεί απόλυτο, κωλύεται να προβάλει, σε μεταγενέστερο στάδιο, τη θέση ότι ο αντίδικός του δεν απεκάλυψε αιτία αγωγής, για να δώσει τελικά αρνητική απάντηση. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σημειώσει πως ο εφεσίβλητος, δρομολόγησε τη διαδικασία δυνάμει της Δ.27 θ.3, μετά που παρέλαβε την Έκθεση Απαίτησης, και αφού είχαν πλέον αποκρυσταλλωθεί όλες οι θέσεις και αξιώσεις των εφεσειόντων εναντίον του. Να επαναλάβουμε πως η Έκθεση Απαίτησης καταχωρίστηκε στις 28.3.2016, δηλαδή μετά που το προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο. Επικροτούμε την πιο πάνω προσέγγιση και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.
Τελειώνοντας, να σημειώσουμε πως η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος στο πλαίσιο αγωγής, δεν μπορεί αφ΄ εαυτής να δημιουργήσει αιτία αγωγής που δεν υπάρχει. Ακόμη, η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, έχει να κάνει με τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως αυτές διαγράφονται από το περιεχόμενο των τελικών θεραπειών που αξιώνονται. Εν προκειμένω, ως ελέχθη, τόσο με την αγωγή όσο και με την Έκθεση Απαίτησης, το μόνο που προέκυπτε και αξιώνετο εναντίον του εφεσίβλητου ήταν «διάταγμα μη αποξένωσης χρηματικού ποσού μέχρι αποπεράτωσης της αγωγής» και τίποτε άλλο. Με άλλα λόγια, σε κάθε περίπτωση, ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να αποξενώσει το δεσμευθέν, με το προσωρινό διάταγμα, χρηματικό ποσό, αμέσως μετά την έκδοση της όποιας τελικής απόφασης ήθελε εκδοθεί σε σχέση με τη διαφορά μεταξύ εφεσειόντων και εναγόμενων 1-3.
Όλοι οι λόγοι έφεσης, το περιεχόμενο των οποίων έχουμε μελετήσει, είναι αβάσιμοι. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου 3 000 ευρώ έξοδα έφεσης.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου