ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε87/2013)
20 Δεκεμβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
1. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΙ
ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ
2. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ
3. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ
Εφεσείουσες/Ενάγουσες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 26/10/2017
1. (α) ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΕΙΣ
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ
ΤΗΝ 15/12/14,
(β) ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
2. ΑΛΕΚΑ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ) Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΥΠΟ
ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ
ΗΜΕΡ. 15/12/14 ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,
3. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ,
Εφεσείουσες/Ενάγουσες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
______________________________________________________________
Αλ. Παπακόκκινου (κα) προσωπικά και για Αλέκα Παπακόκκινου ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες.
Δ. Παπαμιλτιάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
______________________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Έφεση οι Εφεσείουσες αμφισβητούν μέσω συνολικά 29 Λόγων Έφεσης την ορθότητα της ενδιάμεσης Απόφασης ημερ. 14/5/2013, καθώς και της τελικής Απόφασης ιδίας ημερομηνίας, οι οποίες εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) στο πλαίσιο της Αγωγής με αρ. 940/2004.
Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνεται αναγκαία, για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης των όσων έπονται, η αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης που οδήγησε στην έκδοση των πιο πάνω προσβαλλόμενων Αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως προκύπτει από τα πρακτικά.
Η Αγωγή με αρ. 940/2004 στην οποία Ενάγουσες ήταν οι Εφεσείουσες, ήταν ορισμένη για συνέχιση της ακρόασης στις 17/4/2013, 15/5/2013 και 17/5/2013. Στις 30/4/2013 είχε υποβληθεί από τις Εφεσείουσες γραπτό αίτημα αναβολής με την οποία επιδιώχθηκε η αναβολή της ακρόασης κατά τις 17/4/2013. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο του αιτήματος στις 17/4/2013, το απέρριψε. Ακολούθησε η δήλωση του συνηγόρου που εκπροσώπησε τις Εφεσείουσες στις 17/4/2013 ότι αδυνατούσε να συνεχίσει με την ακρόαση της υπόθεσης, καθώς και ότι δεν υπήρχε διαθέσιμος μάρτυρας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη μαρτυρία που είχε κατ' εκείνο το στάδιο προσφερθεί, κατέληξε ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί οποιοδήποτε από τα αστικά αδικήματα που προβάλλονταν στην Έκθεση Απαίτησης ως βάση αγωγής (παράνομη επέμβαση, οχληρία και αμέλεια), καθώς και οι ζημιές που οι Εφεσείουσες ισχυρίζονταν ότι είχαν υποστεί με αποτέλεσμα «να μην έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρουν ή να έχουν αποδείξει την υπόθεση τους επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων».
Οι Εφεσείουσες θεωρούν ως παντελώς λανθασμένες τις πιο πάνω Αποφάσεις εξ' ου και τις προσβάλλουν με 29 Λόγους Έφεσης.
Αναφέρουμε εκ προοιμίου πως έχουμε θέσει ενώπιον μας, και μελετήσαμε, το περιεχόμενο και των 29 Λόγων Έφεσης. Το ίδιο ισχύει και για την αιτιολογία που τους συνοδεύει. Δεν θα τους παραθέσουμε στην παρούσα Απόφαση. Θα κάνουμε ειδική αναφορά σε αυτούς, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. Αρκετοί από τους Λόγους Έφεσης είναι επαναλαμβανόμενοι. Νοείται ότι έχουμε θέσει ενώπιον μας και μελετήσαμε και το περίγραμμα της Εφεσείουσας που αποτελείται από 40 σελίδες και τα όσα ανέπτυξε ενώπιον μας προφορικά. Το ίδιο ισχύει και για τις θέσεις της Εφεσίβλητης.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι Λόγοι Έφεσης είναι 29 τον αριθμό. Μέσω αρκετών από αυτούς επιχειρείται η προσκόμιση μαρτυρίας η οποία είναι αντίθετη με τα πρακτικά του Δικαστηρίου. Είναι πάγια νομολογημένο ότι τα πρακτικά του Δικαστηρίου, δεόντως πιστοποιημένα, αποτελούν τη μοναδική πηγή για τα διαδραματισθέντα ενώπιον του. Οτιδήποτε δεν αναφέρεται στα πρακτικά δεν εξετάζεται εφόσον τα πρακτικά δεν διορθωθούν από το Κατώτερο Δικαστήριο, κατόπιν δικαστικού αιτήματος το οποίο λαμβάνεται για το σκοπό αυτό (βλ. Κουμαντάρης v. Αθανασίου (2004) 2 Α.Α.Δ. 26, 30).
Μέσω των Λόγων Έφεσης 1, 10, 11, 18, 19 οι Εφεσείουσες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, ενήργησε αντίθετα του συμφέροντος της Δικαιοσύνης, εκδίδοντας μια άδικη και αδικαιολόγητη Απόφαση, καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα των Εφεσειουσών. Έπραξε τούτο αντίθετα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και τους Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης, καθότι, χωρίς να δώσει οποιοδήποτε καλό λόγο, απέρριψε την αίτηση ημερ. 30/4/2013 που καταχώρησαν για αναβολή της συνεχιζόμενης ακρόασης στις 14/5/2013 στερώντας έτσι από τις Εφεσείουσες το δικαίωμα τους για Δίκαιη Δίκη. Παραπονείται, επίσης, η πλευρά των Εφεσειόντων μέσω του Λόγου Έφεσης 15 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα και με προκατάληψη χρησιμοποίησε και σχολίασε αρνητικά το λόγο αναβολής για λόγους υγείας της Μ.Ε.1.
Όπως προκύπτει από την Ενδιάμεση Απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι η υπόθεση ήταν παλαιά και η εκδίκαση της είχε, μετά από αρκετές ενδιάμεσες διαδικασίες, τελικώς, ξεκινήσει στις 11/3/2013, σημείωσε ότι, κατόπιν διαβούλευσης με τους συνηγόρους αναφορικά με τις ημερομηνίες, αυτή ορίστηκε για ακρόαση σε διάφορες ημερομηνίες εντός του Μαρτίου και του Απριλίου του 2013. Εξετάζοντας δε το ιστορικό και το γεγονός ότι αρκετές από τις ημερομηνίες που είχαν δοθεί ακυρώθηκαν λόγω αιτημάτων αναβολής από πλευράς των Εφεσειουσών, υπογράμμισε ότι στις 17/4/2013 που είχαν δοθεί οι τρεις ημερομηνίες για συνέχιση της ακρόασης, ήτοι 14/5/2013, 15/5/2013 και 17/5/2013, ενώ είχε γίνει αναφορά από την κα Παπακόκκινου σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, δεν είχε αναφερθεί από την ίδια οποιοδήποτε κώλυμα για τη δικάσιμο στις 14/5/2013. Έκρινε δε ότι η απόφαση της κας Παπακόκκινου να εμφανιστεί εκείνη την ημέρα ενώπιον άλλου Δικαστηρίου και να μην εμφανιστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε υπόθεση η οποία εκκρεμούσε από το 2004, αποτελούσε δική της επιλογή και, ενόψει των πιο πάνω, έκρινε ότι δεν μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης του αιτήματος για αναβολή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης, ανέφερε τα πιο κάτω κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί επιτυχώς το αίτημα για αναβολή:
«Η υπόθεση μετά από την τελευταία ενδιάμεση απόφαση που δόθηκε στις 25.2.2013 και μετά από διαβούλευση με τους συνηγόρους, αναφορικά με τις ημερομηνίες, ορίστηκε για ακρόαση στις 11, 12, 13, 14 και 15.3.2013, δεδομένου πως η κα Παπακόκκινου είχε αναφερθεί σε άλλες υποχρεώσεις που είχε ενώπιον άλλων Δικαστηρίων και αντέδρασε αρχικά για το σύντομο χρονικό διάστημα που της είχε δοθεί για την ακρόαση. Η υπόθεση ξεκίνησε στις 11/3 πλην όμως ζητήθηκε αναβολή για τις 12/3 (για να επισκεφθεί ιατρό η κα Βερεγγάρια Παπακόκκινου) και θα συνέχιζε στις 13/3. Στις 13/3 ζητήθηκε εκ νέου αναβολή λόγω προβλημάτων υγείας της κας Βερεγγάριας Παπακόκκινου και η υπόθεση ορίστηκε στις 26/3, 29/3, 3/4 και 5/4. Στις 26/3 υποβλήθηκε εκ νέου αίτημα αναβολής και πάλι λόγω προβλήματος υγείας και η υπόθεση παρέμεινε για ακρόαση στις 5/4 και δόθηκαν και άλλες νέες ημερομηνίες δηλαδή οι 8/4, 9/4 και 12/4. Οι ημερομηνίες αυτές και πάλι ακυρώθηκαν και δεν χρησιμοποιήθηκαν για την ακρόαση συνεπεία των προβλημάτων υγείας που εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει η κα Β. Παπακόκκινου για να οριστεί η υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης στις 17/4 και 18/4. Στις 17/4 και πάλιν υποβλήθηκε αίτημα για αναβολή για δύο λόγους. Λόγω προβλήματος υγείας της κας Βερεγγάριας Παπακόκκινου και πρόσθετα, όπως ανέφερε η κα Αλέκα Παπακόκκινου, την προηγούμενη δικάσιμο δεν είχε αναφερθεί στο Δικαστήριο ότι στις 17/4 συνέχιζε ακρόαση ενώπιον της κας Πούγιουρου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Ζήτησε δε και της δόθηκαν ημερομηνίες για συνέχιση της ακρόασης μετά το Πάσχα, δηλαδή η σημερινή ημερομηνία με σκοπό να προσπαθήσει να απεμπλακεί από την ακρόαση που είχε ενώπιον άλλων Δικαστηρίων στο Δικαστήριο της Πάφου, αλλά και να αποθεραπευθεί η κα Β. Παπακόκκινου.
Ας σημειωθεί ότι στο πρακτικό ημερ. 17.4.2013 η κα Παπακόκκινου ενώ αναφέρθηκε στις υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου της Πάφου, δεν ανέφερε οποιοδήποτε κώλυμα για τη σημερινή ημερομηνία όταν της διδόταν η ημερομηνία αυτή. Φαίνεται ότι τα αιτήματα αναβολής τα οποία είχαν ικανοποιηθεί λόγω των συνεχιζόμενων και παρουσιαζόμενων προβλημάτων υγείας της κας Βερεγγάριας Παπακόκκινου και τα οποία αντιμετωπίστηκαν ευνοϊκά από το Δικαστήριο, παρεξηγήθηκαν».
Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, η απόφαση για αναβολή ακρόασης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης σε συνάρτηση, πάντοτε, με τους λόγους επί των οποίων το αίτημα για αναβολή εδράζεται. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας καλείται να ισορροπήσει τα εκατέρωθεν δικαιώματα των διαδίκων και της απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο, ώστε να εξυπηρετηθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το συμφέρον της δικαιοσύνης. Περιθώριο παρέμβασης από το Εφετείο στον τρόπο άσκησης της διακριτικής αυτής ευχέρειας, παρέχεται μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή δεν ασκήθηκε δικαστικά, όπως π.χ. στην άσκηση της υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες ή η άσκηση της οδηγεί σε πασιφανή αδικία (βλ., μεταξύ άλλων, Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1348, Παπακόκκινου Β. κ.ά. ν. Α. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653 και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει, καθώς και την Fregata Holdings Ltd ν. Petrolina (Holdings) Public Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 579). Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Αρέστη ν. Ηλία (πιο πάνω) «η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις» δηλαδή, όπου διαπιστώνεται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας εκτός των πλαισίων που καθορίζονται από το νόμο ή όπου η άσκηση της οδηγεί σε πασιφανή αδικία στην οποία δεν θα μπορούσε να καταλήξει κανένα Δικαστήριο.
Ο τρόπος ενάσκησης αυτής της διακριτικής ευχέρειας σε αίτηση αναβολής έχει τύχει εξέτασης σε σωρεία υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Όπως τέθηκε το θέμα στην υπόθεση Fregata Holdings Limited v. Petrolina (Holdings) Public Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 579:
«Προεξάρχον κριτήριο στην άσκηση της περί ου ο λόγος διακριτικής ευχέρειας, αποτελεί η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το κατοχυρωμένο με το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας, παραβίαση του οποίου ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, συμβαδίζει με το επίσης κατοχυρωμένο συνταγματικά δικαίωμα του διαδίκου, δικαίωμα το οποίο εγγυάται και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, να τύχει διάγνωσης των αστικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέσα σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος). Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66:
"Το Άρθρο 30.3 παρέχει τη διαδικαστική δομή και προσφέρει μια επεξεργασμένη θεσμική βάση της δίκαιης δίκης χωρίς, όπως έχει λεχθεί, να εξαντλείται στα καθοριζόμενα από το Άρθρο 30.3 στοιχεία. Κατά την άποψή μου η προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πόλους: την παροχή των εχέγγυων που διασφαλίζουν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2). Η εξισορρόπηση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.»
Στην υπόθεση Fatsita v. Fatsita a.o. (1988) 1 C.L.R. 210, επαναβεβαιώθηκε με αναφορά στη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ., ότι ο χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες και τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Τονίστηκε ότι ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν συναρτάται μόνο προς το συμφέρον του διαδίκου ή του δικηγόρου αυτού, εφόσον οι Δικαστές ασκούν ένα δημόσιο καθήκον έναντι ολόκληρης της κοινωνίας με βάση το αξίωμα "interest reipublicae ut sit finis litium"[1]. Παρελκυστική τακτική από δικηγόρους και διαδίκους δεν θα πρέπει να παρασύρει το Δικαστήριο στο να μην ασκεί αποτελεσματικά και αποφασιστικά το καθήκον του (Ροζάριο v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1032). Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Συμεού v. Είκοσι κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1228, «Το δικαίωμα του διαδίκου να παρουσιάσει την υπόθεση του δεν είναι απόλυτο και πρέπει να ασκείται εύλογα. Αλλοίμονο αν ήταν άλλως, αφού οι δικαστικές διαδικασίες θα βραχυκυκλώνοντο και θα απέληγαν ατέρμονες, με επιπτώσεις και στις δυνατότητες κατανομής του δικαστικού χρόνου σε όλες τις ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεις και όχι μονοπωλιακά».
Έχοντας υπόψη στην υπό κρίση περίπτωση τα γεγονότα της υπόθεσης, τις επανειλημμένες αναβολές και το νέο αίτημα για αναβολή την τελευταία φορά στις 14/5/2013 που η υπόθεση είχε για πολλοστή φορά οριστεί για συνέχιση της ακρόασης, δεν θεωρούμε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ήταν εκτός των παραδεκτών πλαισίων. Η ηλικία της υπόθεσης και οι επανειλημμένες αναβολές δεν μπορεί να θεωρηθεί πως οδηγούσαν σε στέρηση του δικαιώματος των Εφεσειουσών να ακουστούν, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως οι ίδιες ήταν υπεύθυνες για τις συνεχείς αναβολές και καθυστερήσεις στην εκδίκαση της υπόθεσης σε συνάρτηση με το γεγονός ότι, όπως προέκυψε, είχαν αποτύχει να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν για συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης. Σε ό,τι αφορά την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα προβλήματα υγείας της Μ.Ε.1, αυτή είναι σαφές ότι έγινε στο πλαίσιο μιας αντικειμενικής και ακριβούς παράθεσης του ιστορικού της υπόθεσης και των όσων προηγήθηκαν καθώς και των λόγων αναβολής στην συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης.
Η εκδοχή της Εφεσείουσας 3 για τα όσα έλαβαν χώρα σε σχέση με τον ορισμό στις 14/5/2013 της αίτησης για αναβολή ημερ. 30/4/2013, αντικείμενο των Λόγων Έφεσης 2, 5 και 6 στο βαθμό που δεν συνάδουν με τα πρακτικά του Δικαστηρίου συνιστούν ανεπίτρεπτη μαρτυρία και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν. Το ίδιο ισχύει και για τα όσα προβάλλονται μέσω του Λόγου Έφεσης 3 που αφορούν στην εκδοχή της Εφεσείουσας 3 για το τι λέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 17/4/2013. Το τι λέχθηκε στις 17/4/2013 είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Παρεμβάλλεται, δε, ότι έχει ήδη μεσολαβήσει αίτημα της Εφεσείουσας για διόρθωση των πρακτικών το οποίο έχει εξετασθεί και απορριφθεί τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση[2].
Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 προβάλλεται η ύπαρξη λάθους και αντίφασης στα όσα καταγράφονται στη σελ. 5 της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, συγκεκριμένα, μεταξύ της πρώτης και δεύτερης παραγράφου στην εν λόγω σελίδα. Ανάλογο περιεχόμενο έχει και ο Λόγος Έφεσης 17.
Στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελ. 4-5 καταγράφεται ότι στις 17/4/2013 που είχε υποβληθεί εκ νέου αίτημα αναβολής από τις Εφεσείουσες, ένας από τους λόγους που επικαλέστηκαν ήταν ότι στις 17/4/2013 η κα Παπακόκκινου συνέχιζε ακρόαση ενώπιον της κας Πούγιουρου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και γι' αυτό είχε ζητήσει και της δόθηκαν ημερομηνίες για συνέχιση της ακρόασης στην υπό κρίση υπόθεση μετά το Πάσχα, δηλ. στις 14/5/2013, «με σκοπό να προσπαθήσει να απεμπλακεί από την ακρόαση που είχε ενώπιον άλλων Δικαστηρίων στο Δικαστήριο της Πάφου .». Στη συνέχεια δε το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι, ενώ στο πρακτικό ημερ. 17/4/2013 η κα Παπακόκκινου είχε αναφερθεί σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, δεν είχε αναφέρει οποιοδήποτε κώλυμα για τη δικάσιμο στις 14/5/2013.
Το πρακτικό ημερ. 17/4/2013, στο μέρος που ενδιαφέρει, έχει ως εξής:
«κα Παπακόκκινου
Σήμερα είναι ορισμένη η υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης. Όμως δυστυχώς την ημερομηνία που δόθηκαν από το Δικαστήριο αυτές οι ημερομηνίες, 17 και 18.4 δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο από το δικηγόρο που μας εκπροσωπούσε ότι ήδη έχουμε ενώπιον της κας Πούγιουρου την 941/04, συνεχιζόμενη ακρόαση, γι' αυτό θα ζητήσω αναβολή τόσο της σημερινής ημερομηνίας όσο και της αυριανής διότι εξακολουθεί να υπάρχει το πρόβλημα υγείας της αδελφής μου Βερεγγάριας η οποία ήδη δίδει μαρτυρία.
..................................
Σε σχέση με την ακρόαση ενόψει του ότι συνεχίζω την ακρόαση στην υπόθεση 941/04 και συνεχίζω και άλλη ενώπιον της κας Σταματίου παρακαλώ να οριστεί μετά τις διακοπές του Πάσχα και θα καταχωρήσω γραπτή δήλωση για την κύρια εξέταση της Βερεγγάριας.»
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, είναι φανερό ότι κανένα λάθος και καμία αντίφαση δεν υπάρχει στα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στη σελ. 5 της Απόφασής του. Αντιθέτως, ό,τι καταγράφεται στην Απόφαση συνάδει πλήρως με τα πρακτικά.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 7 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντίθετα με τα πραγματικά γεγονότα βρήκε πως η απόφαση της συνηγόρου των Εφεσειουσών να εμφανιστεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου και να μην εμφανισθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποτελούσε δική της επιλογή. Και αυτή η θέση είναι αντίθετη με τα πρακτικά του Δικαστηρίου από τα οποία ξεκάθαρα προκύπτει ότι η Εφεσείουσα 3 βρισκόταν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για συνέχιση ακρόασης στην Αγωγή με αρ. 5035/2008, εξ' ου και το αίτημα αναβολής. Το ότι η Εφεσείουσα 3 πράγματι ευρίσκετο ενώπιον άλλου Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται και από τα όσα ο δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους των Εφεσειουσών όταν απερρίφθη το αίτημα αναβολής (σελίδα 108 των πρακτικών):
«κ. Μυτίδης: Εντιμοτάτη, μετά την έκδοση της απόφασης του Σεβαστού Δικαστηρίου στο αίτημα για αναβολή εκ μέρους των εναγουσών, έχω επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί με την κα Αλέκα Παπακόκκινου η οποία είναι στη Λευκωσία. Ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τη διαδικασία απ' ότι μου ανάφερε της άλλης υπόθεσης που αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της παρούσας υπόθεσης στην 5035/08 και ως εκ τούτου μου ανάφερε ότι είναι αδύνατο εκ των πραγμάτων να βρίσκεται σε δύο μέρη την ίδια ώρα. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι η ίδια παρούσα για να χειριστεί την υπόθεση και να συνεχίσει τη διαδικασία και δεν μπορώ να συνεχίσω εγώ τη διαδικασία αυτή».
Μέσω των Λόγων Έφεσης 8, 9 και 13 προβάλλεται ισχυρισμός περί προκατάληψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση του ότι είχε απορριφθεί αίτημα αναβολής για 24 ώρες, δεν υπήρχε ένσταση από την άλλη πλευρά, καθώς και ότι η απόφαση ήταν «προαποφασισμένη και έτοιμη». Επίσης μέσω του Λόγου Έφεσης 15 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με προκατάληψη σχολίασε αρνητικά το λόγο αναβολής για λόγους υγείας της Μ.Ε.1.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια απέρριψε το αίτημα αναβολής δίδοντας καλούς και πειστικούς λόγους.
Ο Λόγος Έφεσης 12 μέσω του οποίου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του και αδικαιολόγητα παρότρυνε την κα Α. Παπακόκκινου να αποσύρει την Αγωγή «λόγω της οικονομικής κατάστασης του κράτους», αποτελεί ακόμη μια περίπτωση αναφορών οι οποίες ουδόλως συνάδουν με τα πρακτικά του Δικαστηρίου και, συνεπώς, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν.
Με το Λόγο Έφεσης 20, οι Εφεσείουσες διατείνονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τις καταδίκασε στα έξοδα.
Ούτε αυτός ο Λόγος έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να επιδικάζει τα έξοδα της Αγωγής. Κατά κανόνα ο αποτυχών διάδικος επωμίζεται τα έξοδα της διαδικασίας. Αυτό τον κανόνα ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δεν φάνηκε να υπάρχει λόγος να αποκλίνει από αυτόν.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 21 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα, άδικα και καταπατώντας το Σύνταγμα και τους κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης, απέρριψε την Αγωγή στερώντας τις Εφεσείουσες τη συνέχιση και την παρουσίαση της υπόθεσης τους ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής και αφού δηλώθηκε από το συνήγορο που εκπροσωπούσε τις Εφεσείουσες ότι ο ίδιος αδυνατούσε να συνεχίσει την υπόθεση, καθώς και ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη μαρτυρία, με δεδομένο ότι στην προκείμενη περίπτωση είχε δοθεί κάποια μαρτυρία, προχώρησε και εξέτασε το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων σε συνάρτηση με την τεθείσα, ήδη, ενώπιον του μαρτυρία και, αφού κατέληξε ότι δεν είχε προσφερθεί μαρτυρία που να στοιχειοθετεί τα αστικά αδικήματα που προβάλλονταν ως βάση αγωγής, απέρριψε την υπόθεση.
Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τη σωστή και θεσμοθετημένη δικονομική πορεία, η οποία απέληξε στην έκδοση της απορριπτικής απόφασης (βλ. Κ. Λαουτάρης ν. Παγκύπριου Οδοντιατρικού Συλλόγου κ.ά. (2002) 1 A.A.Δ. 1411 και Ονουφρίου ν. Ζορπά Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1997). Ως εκ τούτου και ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης είναι αβάσιμος.
Οι Εφεσείουσες παραπονούνται επίσης μέσω τον Λόγου Έφεσης 24 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Αγωγή, δεν έδωσε αντίγραφο της Απόφασης του στη δικηγόρο κα Α. Παπακόκκινου. Παραβλέπει, ωστόσο, η πλευρά των Εφεσειουσών ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η Αγωγή είχε εκφωνηθεί από το Δικαστήριο από έδρας (ex tempore) χωρίς, ως εκ τούτου, να υπήρχε έτοιμο κείμενο.
Μέσω των Λόγων Έφεσης 22, 23, 25, 26 και 27 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του με το να καλέσει τον κ. Μυτίδη, δικηγόρο, να συνεχίσει την ακρόαση της υπόθεσης, ο οποίος δεν ήταν ποτέ εξουσιοδοτημένος δικηγόρος για την υπόθεση, αλλά μόνο να εκπροσωπήσει τη Δικηγόρο στην Αίτηση αναβολής.
Η πιο πάνω θέση παραγνωρίζει το ότι ο δικηγόρος ο οποίος εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου τη συγκεκριμένη στιγμή θεωρείται ότι εκπροσωπεί το διάδικο που δηλώνει, ασχέτως του αν η Αγωγή καταχωρήθηκε από άλλο δικηγόρο. Δεν έχει καμία σημασία ότι ο εν λόγω δικηγόρος δεν είχε διοριστεί από το διάδικο να τον εκπροσωπήσει στην Αγωγή που καταχώρησε. Στην προκείμενη περίπτωση ο κ. Μυτίδης εκπροσωπούσε τις Εφεσείουσες ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν θεωρείτο η εμφάνιση του ως εμφάνιση περιορισμένου σκοπού και, συγκεκριμένα, όπως υποστηρίχθηκε από τις Εφεσείουσες, «απλώς για να πάρει αναβολή» ή «για να ζητήσει αναβολή».
Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης 28 είναι το παράπονο των Εφεσειουσών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατεχράσθη την εξουσία του με το να ορίσει και να ακούσει στην «πρώτη εμφάνιση» την αίτηση για αναβολή την ίδια μέρα της ακρόασης της Αγωγής, στερώντας από τις Εφεσείουσες τη δυνατότητα καταχώρησης έφεσης μεταξύ του χρόνου απόρριψης της αίτησης και απόρριψης της Αγωγής.
Ό,τι εν προκειμένω έχει σημασία και το έχουμε ήδη εξετάσει ανωτέρω, είναι κατά πόσο η απόρριψη του αιτήματος αναβολής της ακρόασης ενέπιπτε ή όχι εντός των παραδεκτών πλαισίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτητο. Το γεγονός ότι οι Εφεσείουσες προσέβαλαν τόσο την ενδιάμεση Απόφαση για απόρριψη του αιτήματος αναβολής, όσο και την τελική Απόφαση απόρριψης της Αγωγής, ακριβώς αποδεικνύει ότι ουδέν δικαίωμα των Εφεσειουσών να καταχωρήσουν έφεση έχει στερηθεί από αυτές.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος.
Ως εκ τούτου η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000 υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειουσών.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] "Society at large has an interest in the speedy determination by the Courts of the disputes. This is expressed in the Latin maxim interest reipublicae ut sit litis finium".
[2] Δέστε την υπόθεση Αλέκα Π. Παπακόκκινου, ως Διαχειρίστρια της περιουσίας του Παναγιώτη Γ. Παπακόκκινου. κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέως, Πολιτική Έφεση Aρ. Ε154/2022, ημερ. 29/9/2023.